Βλέπω της στάλες της βροχής,
σαν τα όνειρά μου να πέφτουν στο χώμα,
σαν τις ελπίδες μιας ζωής,
που πεθαμένες υπάρχουν ακόμα.
Ο αέρας μου παίρνει τα μαλλιά,
σαν τα πιστεύω της νιότης που φύγαν
ψόφια οράματα, νεκρά ιδανικά,
πολλοί τα ακούνε μα λίγοι τα είδαν.
Ανάβω τα φώτα βάζω τη μουσική,
κι ας είναι η ώρα της κοινής ησυχίας
όλη η ζωή μου μια γιορτή,
κι ο θάνατός μου "αγνώστου αιτίας".
Το μαύρο της νύχτας νοσταλγώ,
το μαύρο της μέρας πόσο με τρομάζει,
ψάχνω ένα μέρος να κρυφτώ,
πέρασε η ώρα κι η μέρα χαράζει