Είχε γύρει το καπέλλο του, μέχρι χαμηλά πάνω στα μάτια. Μπροστά του μερικές haineken κι ένα πιάτο, με τ΄αποφάγια του.
Ο κόσμος γύρω, έπλεε νοθρά στο καλοκαιρινό απομεσήμερο, ήσυχα τα πάντα ,πολύ ήσυχα ,έως ανησυχητικά, ήσυχα. Φοβόμουν να τον πλσιάσω, μη και ταράξω τη γαλήνη των στιγμών του. Οι σφυγμοί μου έκραζαν,"σιωπή" τάκ-τακ , μα εγώ προχωρούσα, αργα και σταθερά κατά πάνω του.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο