ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Πάνος Φαλάρας - Συνέντευξη

    Ο ποιητής, δημοσιογράφος κι ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς της ελληνικής δισκογραφίας, αποκαλύπτει στον Κωνσταντίνο Παυλικιάνη (CHE) τις ιστορίες πίσω απο τα τραγούδια του και το παρασκήνιο από τις συνεργασίες του με τον Πουλόπουλο, τη Γαλάνη, τον Παπακωνσταντίνου, τη Γλυκερία, τον Βαρδή, αλλά και την Άντζελα Δημητρίου, τη Χαρίτου και τον Μαζωνάκη...

    Πάνος Φαλάρας - Συνέντευξη

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    230 άρθρα στο MusicHeaven
    Δευτέρα 23 Σεπ 2013

    “Αν Γινότανε” (Γιάννης Κατέβας, Έφη Στρατή), “Θέλω Να Μ' Αγαπάς” (Γιάννης Πουλόπουλος), “Μ' Αγαπούσες Θυμάμαι” (Δήμητρα Γαλάνη), “Φεύγουν Καράβια” (Βασίλης Παπακωνσταντίνου), “Ό,τι Και Να Γίνει Θυμήσου” (Γλυκερία), “Δεν Είχα Δύναμη” (Αντώνης Βαρδής), “Στον Επόμενο Τόνο” (Κωνσταντίνα), “Νάι, Νάι” (Ζιγκ Ζαγκ), “Πληρώνω” (Πασχάλης Τερζής), “Λατέρνα” (Στέφανος Κορκολής), “Φταίει Ο Έρωτας” (Άντζελα Δημητρίου), “Έρωτα Πειρατή” (Βίκυ Χαρίτου), “Ανήκω Σ' Εμένα” (Γιώργος Μαζωνάκης), “Δεν Παραδίνομαι” (Γιάννης Σαββιδάκης) και άλλα... 1500 τραγούδια φέρουν στους στίχους τους την υπογραφή του Πάνου Φαλάρα.

    Κύριε Φαλάρα ποιά ήταν τα πρώτα σας βήματα στη στιχουργική και πώς μπήκατε στη δισκογραφία;
    Γράφω από την ηλικία των 15 χρόνων. Ήμουνα στο Γυμνάσιο -τότε δεν υπήρχε Λύκειο- της Στυλίδας. Μετά μετακόμισα στο Γυμνάσιο Αλιβερίου. Επειδή δεν ήμουνα καλός στα μαθηματικά, αντιδρούσα, δεν ήθελα να διαβάζω. Σ' όλα τ' άλλα ήμουνα πολύ καλός χωρίς να διαβάζω ιδιαίτερα. Και στα Αρχαία και στη Γεωγραφία, Θρησκευτικά, Λατινικά... Από αντίδραση δεν ήθελα να διαβάσω επειδή δεν μου άρεσε η άλγεβρα και η γεωμετρία. Ήτανε πολύ περίεργα πράγματα για μένα, περίεργα σύμβολα... Εγώ είχα άλλα σύμβολα στην οθόνη του μυαλού μου. Έγραφα ποιηματάκια σε ελεύθερο στίχο αλλά και σε έμμετρο. Μάλιστα στην ηλικία των 16 ετών δημοσιεύτηκε ένα ποίημά μου στο έγκριτο περιοδικό Νέα Εστία, που είχε ιδρύσει ο Γρηγόρης Ξενόπουλος και το διηύθυνε μετά ο Πέτρος Χάρης. Παράλληλα, στην επαρχία αν έλεγες ότι είσαι ποιητής ή διάβαζες κάποια ποιήματα, σε θεωρούσαν ψώνιο. Εγώ, όμως, ήμουνα μέσα στην πιάτσα από 7 χρονών γιατί ο πατέρας μου ήταν χασάπης και μ' είχε πάρει στην πιάτσα από μικρή ηλικία και ήξερα τι μου γινότανε. Από την άλλη μου λέγανε να γίνω καθηγητής σωματικής αγωγής ή στρατιωτικός. Εμένα δεν μου άρεσαν αυτά τα πράγματα. Εγώ ήξερα ότι ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, παρά τις αντιξοότητες που υπήρχαν και παρά τις δυσκολίες, αλλά μου άρεσαν και τα τραγούδια. Όλα τα τραγούδια. Είχα ξεκινήσει ν' ακούω Bob Dylan, Beatles και άλλους, επειδή είχα γείτονες φίλους μεγαλύτερους, που ταξίδευαν στα καράβια και αλληλογραφούσαμε, και μου φέρνανε από το εξωτερικό δίσκους ξένων τραγουδιστών. Ο Elvis Presley δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, δεν ξέρω γιατί. Μου άρεσε πιο πολύ ο Bob Dylan, η Joan Baez και άλλοι, και παράλληλα -γιατί “όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη” που λένε- πήγαινα και σε πανηγύρια, σε γάμους κ.λπ. και ξαφνικά ανακαλύπτω τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Καλδάρα, τον Ξαρχάκο και όλους τους λαϊκούς συνθέτες, και άρχισα ν' αγοράζω τα μικρά δισκάκια που κυκλοφορούσανστην αγορά και σιγά-σιγά να γράφω στίχους. Έλεγα μέσα μου ότι είναι πάρα πολύ εύκολο πράγμα να γράψω στίχο από τη στιγμή που γράφω ποίηση. Στην πορεία ανακάλυψα ότι είναι άλλο η ποίηση και άλλο ο στίχος για τραγούδι. Καμία σχέση. Μάλιστα οι φίλοι ποιητές, που δημοσιεύαμε τότε διάφορα ποιήματα, με λέγανε “στιχοπλόκο” όταν άρχισα να γράφω στίχους και τους είπα “αν μπορέσετε μέσα σ' ένα μήνα να γράψετε ένα στίχο της προκοπής, θα σας δώσω βραβείο!”. Βάζαμε στοιχήματα διάφορα. Και βέβαια ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Άρχισα λοιπόν να κάνω στιχάκια για τραγούδι. Και σ' ένα περιοδικό -γιατί διάβαζα τα πάντα- είδα μία διαφήμιση για μαθήματα στίχου δι' αλληλογραφίας. Τη σχολή αυτή τη διηύθυνε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ήτανε το 1968 κι εγώ ήμουνα 17 χρονών. Έγιναν τα μαθήματα αλληλογραφίας, τα τεύχη ήταν πολύ κατατοπιστικά, με παραδείγματα κ.λπ., κι εγώ ήμουνα μεταξύ των δέκα που είχε ξεχωρίσει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, με τον οποίο γνωριστήκαμε στην πορεία κι ήρθαμε σ' αντιπαράθεση, αλλά τον εκτιμώ και τον θεωρώ δάσκαλό μου. Έτσι έγινε μία παράλληλη πορεία ποίησης και στίχου για τραγούδι. Όταν είσαι στην ηλικία των 18 χρονών, θεωρείς ότι είσαι πολύ δυνατός και ότι σ' αφήνουν στο περιθώριο επειδή δεν θέλουν να σε βοηθήσουν. Δεν ήμουνα πολύ δυνατός. Δυνατός έγινα στην πορεία. Γιατί ο στίχος θέλει δουλειά. Δεν είναι εύκολο πράγμα. Σπούδασα δημοσιογραφία και παράλληλα έγραφα συνέχεια. Το 1971, όταν ήμουν φαντάρος, έκανα ένα βιβλίο με ποιήματα, με τίτλο “Μητρώα Ζωής”, και πήρα πολύ καλές κριτικές. Ξαφνικά, όταν υπηρετούσα σε ίλη τεθωρακισμένων στην Αλεξανδρούπολη, το 1972-1973, διάβασα σ' ένα περιοδικό για έναν διαγωνισμό που διοργάνωνε το περιοδικό Ταχυδρόμος και η εταιρία Columbia, και στην επιτροπή ήταν ο Μαρκόπουλος, ο Γκάτσος, ο Κηλαηδόνης, δηλαδή τα τότε μεγάλα ονόματα του τραγουδιού, και έστειλα δύο στίχους. Τί είχα να χάσω; Τελικά από τους 3.000, νομίζω, συμμετέχοντες σ' αυτόν το διαγωνισμό, ήταν κι ένας δικός μου στίχος που μελοποιήθηκε από κάποιον άγνωστο συνθέτη. Δηλαδή επιλέχθηκαν 12 στίχοι, που μελοποιήθηκαν από 12 νέους συνθέτες, και ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1974. Θα γινόταν μία μεγάλη συναυλία και παρουσίαση και λοιπά, γιατί η ενορχήστρωση έγινε από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τραγουδούσαν γνωστοί καλλιτέχνες. Το δικό μου τραγούδι, που λεγόταν “Καπετάνιος Στη Χαβάη”, το τραγουδούσε ο Θέμης Ανδρεάδης, ο οποίος ήταν ο Σάκης Ρουβάς της εποχής εκείνης. Στον ίδιο δίσκο συμμετείχε η Δήμητρα Γαλάνη, ο Στράτος Διονυσίου, ο Μανώλης Μητσιάς, δηλαδή πολλοί γνωστοί τραγουδιστές, αλλά ήρθαν τα γεγονότα της Κύπρου, της επιστράτευσης, ήρθε μετά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο δίσκος ξεχάστηκε. Λεγόταν “Ο Χρυσός Δίσκος της Κολούμπια”. Δεν διαφημίστηκε ποτέ, αλλά από αυτόν τον διαγωνισμό οι στιχουργοί που είχανε μία συνέχεια ήτανε ο Γιάννης Καλαμίτσης και εγώ. Έτσι έγινε το ξεκίνημα. Από έναν διαγωνισμό εντελώς τυχαία. Δεν ήξερα κανέναν, δεν με ήξερε κανείς και έγινε το πρώτο ξεκίνημα στο τραγούδι. Δεν είχα, όμως, καμία πρόταση στη συνέχεια γιατί ο δίσκος όλος πέρασε απαρατήρητος άσχετα αν είχε κάποια πολύ καλά τραγούδια μέσα. Τα γεγονότα προηγήθηκαν και ο δίσκος έμεινε πίσω.


    Και πάμε στην πρώτη σας επιτυχία: “Αν Γινότανε” (Γιάννης Κατέβας & Έφη Στρατή, 1976) (σ.σ. το πρωτότυπο τραγούδι λέγεται “A Vava Inouva”, το οποίο περιλαμβάνεται στον ομώνυμο δίσκο του Αλγερινού τραγουδιστή Idir που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά).
    Πήγα και γνώρισα τον Θέμη Ανδρεάδη και του είπα ότι είμαι αυτός που έγραψε τους στίχους του “Καπετάνιος Στη Χαβάη”. “Α! Χαίρω πολύ!”, μου λέει. Γινόταν χαμός στο μαγαζί. Χάρηκα που με δέχτηκε ο άνθρωπος. Πιτσιρίκος εγώ, ήμουνα 22-23 χρονών, και μου είπε “Θα σου γνωρίσω έναν νέο συνθέτη που συνεργάζομαι, τον Γιάννη Κιουρκτσόγλου”. Ο Κιουρκτσόγλου πρέπει να ήτανε από ένα συγκρότημα...

    Στους Πελόμα Μποκιού.
    Ναι, με τον Βλάση Μπονάτσο κ.λπ. Επισκέπτομαι τον Γιάννη, ένας πολύ ωραίος τύπος, γνωριζόμαστε, κάνουμε παρεΐτσα -τότε αυτός υπηρετούσε στο Ναυτικό- και μου λέει “Είμαι στην Columbia κι ετοιμάζω κάποια τραγουδάκια μ' έναν καινούργιο τραγουδιστή, τον Γιάννη Κατέβα”. Ένα απ' αυτά τα τραγούδια ήτανε το “Αν Γινότανε”, ένα αλγερινό τραγούδι το οποίο έγινε επιτυχία στη Γαλλία με γαλλικούς στίχους. Είχε πάρει την άδεια η Columbia για να το δώσει στον Γιάννη Κατέβα, που του είχε κάνει ήδη συμβόλαιο. Το τραγούδι νομίζω, δεν είμαι σίγουρος, ότι το είχε επιλέξει ο άνδρας της Μούσχουρη, ο Γιώργος Πετσίλας, ο οποίος είχε έρθει από τη Γαλλία. Δεν θυμάμαι ακριβώς αν ήταν ο Πετσίλας ή κάποιος άλλος. Ο Πετσίλας ήταν πλέον παραγωγός στην Columbia και η εταιρία διάλεξε τον Κατέβα για να το ερμηνεύσει. Το να γράφεις στίχους πάνω σε μουσική είναι πολύ δύσκολο.Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος το έκανε κατά κόρον. Και νομίζω και ο Γκάτσος. Άλλοι στιχουργοί δεν ήξεραν να γράφουνε πάνω στη μουσική. Εγώ δεν το 'χα δοκιμάσει αυτό το πράγμα και το δοκίμασα μ' αυτό το τραγούδι. Δηλαδή το πρώτο τραγούδι που έγραψα με στίχο πάνω στη μουσική ήταν το “Αν Γινότανε”, το οποίο ήταν ένα ντουέτο που έκανε ο Γιάννης Κατέβας με την Έφη Στρατή. Έτσι ήτανε και το πρωτότυπο τραγούδι κι είπαμε να το κάνουμε ντουέτο. Η τραγουδίστρια, απ' ό,τι θυμάμαι, ήταν επιλογή του Κατέβα. Κάνανε μερικές ψιλοαλλαγές αλλά ουσιαστικά το είδαμε μαζί με τον Γιάννη Κατέβα. Καθίσαμε δύο απογεύματα στο σπίτι του, κάπου στην οδό Λέσβου στην Κυψέλη, και το κάναμε. Μου το έπαιζε στην κιθάρα, άκουγα βέβαια και το γαλλικό τραγούδι, κι έτσι το έγραψα. Όταν το ηχογραφήσαμε, τους άρεσε το τραγούδι κι έτσι τελικά στον πρώτο δίσκο του Γιάννη Κατέβα (“Και Αύριο Και Πάντα”, 1976) έγραψα τους στίχους σε 9 τραγούδια, με συνθέτες τον Γιάννη Κιουρκτσόγλου, τον Γιάννη Κατέβα και τον Κώστα Καράλη. Στην ουσία η παραγωγή ήταν του Γιάννη Κιουρκτσόγλου. Είπε το O.K. ο Γιάννης, είπανε το O.K. και στην Columbia, κι έτσι κυκλοφόρησε. Στην αρχή, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, ήταν όλοι απογοητευμένοι γιατί δεν γινόταν τίποτα. Δεν πουλούσε. Και κάποια στιγμή έγινε ένας ποδοσφαιρικός αγώνας, δεν θυμάμαι αν έπαιζε η Εθνική Ελλάδος ή κάποια ελληνική ομάδα με μία ξένη, και όλοι οι Έλληνες ήτανε κολλημένοι στις τηλεοράσεις. Στο ημίχρονο, λοιπόν, ακούστηκε το “Αν Γινότανε” και μετά απ' αυτό, την άλλη μέρα, ζητούσαν όλοι το τραγούδι! (σ.σ. ο αγώνας στον οποίο αναφέρεται ο Πάνος Φαλάρας πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαρτίου του 1977 και επρόκειτο για τον επαναληπτικό αγώνα της ΑΕΚ με την Queens Park Rangers για την προημιτελική φάση του κυπέλλου UEFA). Πηγαίνανε στα δισκοπωλεία και ζητάγανε “ένα τραγούδι Αν Γινότανε μ' έναν νέο και μια νέα”. Δεν ήξεραν καν ποιος είναι ο Κατέβας. Και η Columbia είδε ξαφνικά τις πωλήσεις ν' απογειώνονται. Ο δίσκος είχε πουλήσει μέχρι τότε 3.000 αντίτυπα και μέσα σε μια εβδομάδα έφτασε τα 10-15.000. Τότε τα διαφημιστικά τα έκανε ο Γιώργος Λεφεντάριος, μία από τις καλύτερες φωνές στα διαφημιστικά των εταιριών, και έκανε ένα σποτάκι, το οποίο έπαιζε στα διαφημιστικά της Columbia, κι έλεγε “Αν Γινότανε – Έγινε επιτυχία!”. Και φυσικά ο δίσκος απογειώθηκε κανονικότατα. Πρέπει να πούλησε γύρω στα 40.000 αντίτυπα. Και ο Κατέβας έγινε αυτό που έγινε. Η Έφη Στρατή ήταν ήδη πολύ γνωστή καθώς τραγουδούσε στα πρώτα μαγαζιά της Αθήνας κι έπαιζε και θέατρο. Μετά εμφανιζότανε και με τη Βουγιουκλάκη αλλά ύστερα χάθηκε για κάποιους άλλους λόγους...

    Στη συνέχεια έχουμε μία σειρά επιτυχιών σε δικούς σας στίχους και μουσική του Αντώνη Βαρδή. Πώς διασταυρώθηκαν οι δρόμοι σας;
    Το 1976 είπα στον Λευτέρη Παπαδόπουλο “σε παρακαλώ, μπορείς να μου δώσεις το τηλέφωνο του Γιάννη Σπανού και να πάω εκ μέρους σου;”. Κι όντως, μου το έδωσε και πήγα στον Σπανό, ο οποίος έμενε στην Κυψέλη όπου έμενα κι εγώ. Του έδωσα κάποιους στίχους και μετά από λίγο καιρό με παίρνει τηλέφωνο. Είχε κάνει ήδη την “Τρίτη Ανθολογία” (1975) και εκείνη την εποχή έκανε το δίσκο “Τραγούδια Και Μπαλάντες” (1977). Δεν ήταν ακριβώς ποιήματα αλλά είχε ποιοτικούς και ποιητικούς στίχους του Μάνου Ελευθερίου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου κ.α. Μέσα σ' αυτά τα τραγούδια ήταν κι ένα δικό μου. Με πήρε τηλέφωνο για να πάω στο στούντιο ν' αλλάξω μία λέξη και είδα εκεί τον Πατσιφά, τον διευθυντή της Λύρας. Πολύ ωραίος τύπος, ξεχωριστός άνθρωπος, που έχει προσφέρει στην ελληνική δισκογραφία, δημιούργησε το Νέο Κύμα, έβγαλε νέα ταλέντα κ.λπ. Γίναμε φιλαράκια κι έκανα εκεί το τραγούδι μου με τον Σπανό και συνέχισα μετά να κάνω και άλλα τραγούδια. Το τραγούδι το δικό μου, “Κι Όπως Φεύγαν Τα Καράβια”, το ερμήνευσε η Αιμιλία Σαρρή. Η Αιμιλία Σαρρή είχε έναν γαμπρό που λεγόταν Πάνος Λαμπρόπουλος και τραγουδούσε μαζί με τον Αντώνη Βαρδή. Και παίζανε μαζί με την Αλεξίου, τη Γαλάνη, το Νταλάρα και άλλους, στην Πλάκα. Μου είπε, λοιπόν, η Αιμιλία: “έχω ένα φίλο να σου συστήσω, τον Αντώνη Βαρδή, που είναι πολύ μεγάλο ταλέντο”. Τέλος πάντων, γνώρισα τον Αντώνη μέσω της Αιμιλίας. Ο Αντώνης ήτανε πολύ απογοητευμένος γιατί είχε κάνει ήδη ένα δίσκο, όπου τραγουδούσε, και δεν πήγε καλά στη Λύρα και μετά δεν του παίρνανε τραγούδια. Και προσπαθούσαμε με κάποιους στίχους να κάνουμε τραγούδια. Ανάμεσα σ' αυτά ήτανε κι ένα τραγούδι, “Οι Κυκλάδες”, που το τραγούδησε η Άννα Βίσση το 1977 στον πρώτο της προσωπικό δίσκο που λεγόταν “Ας Κάνουμε Απόψε Μιαν Αρχή”. Έτσι ξεκινήσαμε τη συνεργασία μας με τον Αντώνη Βαρδή και με τη Minos.

    Θέλω Να Μ' Αγαπάς” (Γιάννης Πουλόπουλος, 1978)
    Ο Αντώνης Βαρδής μου έδωσε διάφορες μουσικές και μέσα σ' ένα διάστημα έξι μηνών γράψαμε αρκετά τραγούδια, μεταξύ των οποίων το “Θέλω Να Μ' Αγαπάς” και το “Μ' Αγαπούσες Θυμάμαι”. Και στην περίπτωση του “Θέλω Να Μ' Αγαπάς” προηγήθηκε η μουσική. Απ' ό,τι θυμάμαι, τη μουσική την είχε επιλέξει ο Μάτσας και του είπε του Βαρδή να τη δώσει στον Πυθαγόρα. Ο Βαρδής του είπε “θα το δώσω στον Φαλάρα, ένα νέο στιχουργό”. “Καλά”, του είπε ο Μάτσας, “Δώσ'το”. Και τελικά το έγραψα το τραγούδι. Το “Θέλω Να Μ' Αγαπάς” το είχα γράψει όταν είχα γνωρίσει τη γυναίκα μου. Ακούγοντας τη μουσική αυτή, μου ήρθε αυθόρμητα. Σαν να το έλεγα στη γυναίκα μου. Στίχο πρέπει να είχε γράψει κι ο Πυθαγόρας αλλά δεν ξέρω τι έγραψε. Πάντως δεν άρεσε στον Μάτσα. Επειδή ο δίσκος θα κυκλοφορούσε το Πάσχα, ήταν Άνοιξη, του Μάτσα τού άρεσε η φράση “Θέλω Να Μ' Αγαπάς”. Έχει πάρει το στίχο ο Πουλόπουλος και το 'χει τραγουδήσει στο στούντιο. Και κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι μου και μου λέει μία κοπέλα “κύριε Φαλάρα, σας θέλει ο κύριος Μάτσας”.
    - Γεια σας κύριε Μάτσα!
    - Αύριο μπορείς να έρθεις εδώ στο γραφείο μου στις 11 το πρωί;
    - Βεβαίως κύριε Μάτσα!

    Τότε τα γραφεία της Minos ήταν στη Χαριλάου Τρικούπη, στο κέντρο. Και όντως, πήγα στο γραφείο του και ένιωσα ένα δέος εκεί. Απ' έξω, π.χ., περίμενε ο Νικολόπουλος που είχε κάνει το “Υπάρχω”. Τώρα όμως το θέμα ήταν το “Θέλω Να Μ' Αγαπάς”. Μου λέει:
    - Καφεδάκι;
    - Ε, ναι.
    - Μπισκοτάκια;
    - Ναι.

    Σκεφτόμουνα “τι θέλει τώρα;”. Μου λέει:
    - Κοίταξε να δεις. Σ' έφερα εδώ γιατί έχεις γράψει έναν πολύ ωραίο στίχο για τον Πουλόπουλο αλλά αυτός ο στίχος έχει ένα πρόβλημα. Είναι πολύ ωραίο το ρεφρέν, πολύ ωραίο το ξεκίνημα που λες “Θέλω να μ' αγαπάς”, αλλά χρειαζόμαστε μια αλλαγή.
    - Δηλαδή κύριε Μάτσα;

    Εγώ έγραφα “Θέλω να μ' αγαπάς όπως ο πόνος, που μια ζωή κρατώ για συντροφιά, βλέπεις χωρίς αυτόν θα 'μουν πιο μόνος, σαν τα πουλιά που ζούνε στα κλουβιά”. Αυτό είχε πει κι ο Πουλόπουλος. Και μου λέει, λοιπόν, ο Μάτσας:
    - Έχω ένα πρόβλημα. Ο Πουλόπουλος θέλει τον στίχο που έγραψες εσύ. Αλλά επειδή θα κυκλοφορήσουμε Πάσχα και πάμε για καλοκαίρι, πρέπει να είναι ένα τραγούδι το οποίο να έχει ήλιο και θάλασσα, να μην είναι μουντό. Αυτό τώρα είναι χειμωνιάτικο και πονεμένο. Όμως ο Πουλόπουλος θέλει τον στίχο που έγραψες εσύ. Αλλά άστο πάνω μου. Εσύ, σε παρακαλώ, αν μπορείς να αλλάξεις τα κουπλέ.
    - Εντάξει κύριε Μάτσα...
    - Σ' αφήνω εγώ εδώ, κάτσε στο γραφείο μου και κάνε τον καινούργιο στίχο.

    Εγώ άρχισα και το δούλευα. Έγραφα κάτι και μου έλεγε:
    - Όχι. Αυτή τη λέξη βγαλ' τηνε.

    Κι έγραψα το πρώτο κουπλέ: “Θέλω να μ' αγαπάς όπως τον ήλιο, που δίνει ζεστασιά σ' όλη τη γη, θέλω να μ' αγαπάς όπως τον φίλο, τον αδερφό, το φως και τη ζωή”.
    - Α, ωραία! Εδώ είμαστε! Αυτό είναι το σκεπτικό που θέλω. Μείνε εδώ, να σου παραγγείλω να φας και κάτι, γιατί θα πάμε στην Columbia. Τέσσερις η ώρα ξεκινάει η ηχογράφηση. Θα έρθει κι ο Βαρδής, του έχω τηλεφωνήσει, για να το ξανακάνουμε.
    - Εντάξει κύριε Μάτσα.

    Έφαγα κάτι τυροπιτάκια κ.λπ. και πήγαμε στο στούντιο της Columbia στη Ριζούπολη. Με άφησε στο φουαγιέ, στο μπαράκι που υπήρχε στο στούντιο, και δίπλα έγραφε ο Πουλόπουλος. Με χαιρέτησε ο Βαρδής, του είπα πως έχει η κατάσταση, “εντάξει” μου είπε και συνέχισα να γράφω το τραγούδι. Κάποια στιγμή, στις έξι-επτά η ώρα, τελείωσα και μου είπε ο Μάτσας:
    - Έλα στο στούντιο να βοηθήσεις.

    Εκεί γνώρισα και τον Πουλόπουλο.
    -Γεια σου, τί κάνεις; Έχεις γράψει πολύ ωραίο στίχο. Μπράβο.
    - Ευχαριστώ.

    Ο Βαρδής, μαζί με τον Κώστα τον Κλάββα που έκανε την ενορχήστρωση, έχει ομορφύνει το τραγούδι. Γιατί αυτά που ακούγονται σαν κλακέτες, τα έκανε με το στόμα και με τα δάχτυλα. Φοβερό εύρημα. Ο Αντώνης ήταν πάντα μπροστά από την εποχή του. Προσπάθησε, λοιπόν, ο Μάτσας να πείσει τον Πουλόπουλο να πει το τραγούδι από την αρχή, με τον καινούργιο στίχο. Αλλά οι προσπάθειες που έκανε ήταν όλες άκαρπες. Κάποια στιγμή πήγα πιο κοντά για ν' ακούσω τι λένε μεταξύ τους. Ο Μάτσας ήξερε ότι ο Πουλόπουλος δεν πάταγε ποτέ στην εταιρία. Ήταν ό,τι πει στο στούντιο. Από κει και πέρα μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν. Ο Μάτσας ήταν πονηρός και έμπορος πάνω απ' όλα. Είχε πάει η ώρα 9 και 20. Παλιά δεν μπορούσες να πεις “άντε, πάμε στο στούντιο μέχρι τις 12”. 10 η ώρα έπρεπε να τελειώνουμε και να φεύγουμε. Οπότε, ο Μάτσας τού είπε του Πουλόπουλου:
    - Γιαννάκη, σε παρακαλώ. Θα μου κάνεις μια χάρη. Θα ξαναπείς αυτό το τραγούδι για μένα. Αυτό που έχεις πει το κρατάμε. Κανένα πρόβλημα. Θα το πεις για μένα και θα 'ρθεις κι εσύ στην εταιρία για να τ' ακούμε μαζί. Απλά κάνε το δικό μου χατίρι και ξαναπές το σε παρακαλώ, έτσι για να τ' ακούσω επειδή το παιδί εδώ καθόταν όλη την ημέρα κι έγραφε έναν στίχο. Πες το.
    - Κύριε Μάτσα να σας πω κάτι; Έχω τραγουδήσει Λόρκα, έχω ηχογραφήσει ποίηση, έχω πει τόσα ποιήματα και θα μου πείτε τώρα εσείς; Αυτό που έχει γράψει ο νεαρός από δω είναι ποίηση. Τι μου λέτε τώρα; Θα πω αυτές τις αηδίες; Μου λέτε για ήλιο και για φως... Δεν τα λέω!
    - Γιάννη, αγόρι μου, εντάξει. Πες το σε παρακαλώ κι από κει και πέρα εγώ θα κάνω αυτό που σου είπα. Ό,τι θέλεις εσύ. Απλά θέλω να τ' ακούσω έτσι. Τί έχεις να χάσεις; 10 λεπτά δουλειά είναι. Μπες μέσα και πες το.
    - Καλά κύριε Μάτσα, να σας το κάνω το χατίρι.

    Μπήκε ο Πουλόπουλος, τραγούδησε, και στο τέλος βγήκε ο δίσκος με τη νέα ηχογράφηση και όχι την παλιά! Δεν ξέρω αν αντέδρασε ο Πουλόπουλος. Μπορεί και ν' αντέδρασε. Να 'κανε δηλαδή ένα τηλεφώνημα και να του είπε ο Μάτσας “κοίταξε να δεις. Ξαφνικά πουλήσαμε σ' ένα μήνα 85.000. Άντε γεια χαρά”. Κι όντως έτσι έγινε. Σ' ένα μήνα πούλησε 85.000 αντίτυπα.

    Μ' Αγαπούσες Θυμάμαι” (Δήμητρα Γαλάνη, 1978)
    Σ' αυτό έκανα μία ψιλοαλλαγή πάλι στο στούντιο. Ο στίχος ήρθε εντελώς αυθόρμητα. Δεν ξέρω τι έμπνευση ήτανε. Η μουσική του με ταξίδευε και με πήγαινε σε έρωτες ανεκπλήρωτους. Κάτι τέτοιο μου θύμιζε και γι' αυτό το έγραψα. Στην ουσία το ερέθισμα ήταν οι ανεκπλήρωτοι πλατωνικοί έρωτες της εφηβείας.

    Υπήρχε κάτι προσωπικό από πίσω;
    Ναι, βέβαια. Από την ηλικία των 15 ετών. Αλλά δεν της το είπα ποτέ.

    Άρα υπάρχει ένας άνθρωπος αυτή τη στιγμή που δεν ξέρει ότι ένα τραγούδι, που το τραγούδησε όλη η Ελλάδα, γράφτηκε γι' αυτόν. Κρίμα δεν είναι;
    Δεν πειράζει. Ξέρουν κάποιοι άλλοι, κάποιες άλλες... Κι αυτό το τραγούδι είχε κάποιες αλλαγές που ήθελε να κάνει ο Μάτσας στο κουπλέ. Τις κάναμε μέσα στο στούντιο. Η ηχογράφηση έγινε στο στούντιο Polysound που ήτανε στην Πατησίων & Σκαραμαγκά, κοντά στο Πολυτεχνείο. Ηχολήπτης ήτανε ο Γιάννης Σμυρναίος, εμβληματική μορφή και ιστιοπλόος. Απ' ό,τι μου είπανε, για πρώτη φορά η Γαλάνη έκανε τέτοιες πωλήσεις. Άγγιξε τις 50.000. Συνήθως πωλούσε 20 με 30.000 στην Columbia. Αυτός ο δίσκος ήταν ο πρώτος μετά το συμβόλαιο που είχε κάνει η Minos με τη Γαλάνη κι έπρεπε να πουλήσει. Και πούλησε. Ήτανε το μοναδικό τραγούδι που είχα σ' αυτό το δίσκο. Δεν είχα άλλο τραγούδι.

    Στο βινύλιο που έχω, υπάρχει και το “Αχ Αυτά Τα Μάτια Σου” και γράφει εσάς ως στιχουργό.
    Όχι, κάνανε λάθος στην εκτύπωση. Έχει ξαναγίνει αυτό. Όταν κυκλοφόρησε η πρώτη εκτύπωση του “Δεν Είχα Δύναμη” του Αντώνη Βαρδή, εμφανιζόταν το όνομα του Κώστα Τριπολίτη ως στιχουργού. Αλλά, εντάξει, αυτά συμβαίνουν. Μετά διορθώθηκε.

    Φεύγουν Καράβια” (Βασίλης Παπακωνσταντίνου, 1978)
    Με τον Αντώνη Βαρδή κάναμε το τραγούδι “Με Τον Μπομπ Ντίλαν”. Άρεσε πάρα πολύ στον Θεοφίλου και στον Μάτσα και ήθελαν να το δώσουν στον Παπακωνσταντίνου για να φύγει λίγο από τα πολιτικά και να του κάνουμε ένα πιο κοινωνικό τραγούδι. Κι έτσι του κάναμε σχεδόν όλο το δίσκο (“Βασίλης Παπακωνσταντίνου”, 1978). Είχα 9 τραγούδια σ' αυτό το δίσκο, 7 με τον Αντώνη Βαρδή και 2 με τον Lluis Llach, ενός Καταλανού συνθέτη.Αυτός ο δίσκος του Παπακωνσταντίνου, σ' αυτά τα 35 χρόνια, πρέπει να έχει περάσει τις 600-700.000 πωλήσεις! Σ' αυτό το δίσκο ήτανε και το “Φεύγουν Καράβια”. Κι αυτό γράφτηκε πάνω σε μουσική. Αρχικά το είχε γράψει ο Αντώνης για τον Γιώργο Νταλάρα. Αλλά επειδή κάτι συνέβη, ίσως το είχε πάρει ο Νταλάρας μ' άλλο στίχο -δεν ξέρω τι έγινε, δεν μου είπε ο Αντώνης- το τραγούδι δόθηκε στον Παπακωνσταντίνου.Τον δίσκο του Παπακωνσταντίνου τον είχαμε ξεκινήσει από την άνοιξη ή το καλοκαίρι (του 1978). Το “Φεύγουν Καράβια” και το “Πάλι Βρέχει” ήταν από τα τελευταία τραγούδια που ηχογραφήσαμε και ήταν πλέον φθινόπωρο. Εγώ ήμουν στη Στυλίδα για μερικές ημέρες και ο Αντώνης είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη μ' ένα αμάξι Honda -κι έτρεχε και πολύ, ήταν άρρωστος με την οδήγηση και το τρέξιμο, ραλίστας!- και σταματάει στο σπίτι μου στη Στυλίδα, τρώμε, μου παίζει στην κιθάρα το τραγούδι “Πάλι Βρέχει”, και μάλιστα μου λέει:
    - Θέλω να γράψεις το στίχο “Πάλι βρέχει”. Έτσι το θέλω. Είναι μια δική μου ιστορία. Εσύ γράψε ό,τι θέλεις από κει και πέρα.

    Κι όντως το κράτησα. Μετά με παίρνει κι ερχόμαστε στην Αθήνα. Συζητάμε διάφορα στο δρόμο και θυμάμαι που ο καιρός ήτανε μουντός και περίεργος. Και περνούσαμε από διάφορα μέρη που είχαν θάλασσα. Στυλίδα, Άγιος Κωνσταντίνος, Καμένα Βούρλα κ.λπ. και κάποια στιγμή μου δίνει τη μουσική του “Φεύγουν Καράβια”και μου λέει “άκου τη μουσική”, την ακούω, λέω “πολύ ενδιαφέρον τραγούδι” και κάτι μου έλεγε για τα λόγια. Λέω:
    - Δεν ξέρω... Επειδή είναι η εποχή που εγώ ταξιδεύω πολύ με τα σκάφη, με τη θάλασσα που βλέπω κ.λπ., μου κάνει να γράψω ένα στίχο ταξιδιάρικο.
    - Κάνε ό,τι θέλεις.
    - Εντάξει.

    Πρέπει να είχα μία συνέντευξη στο Πόρτο Ράφτη, όπου φύσαγε πάρα πολύ αέρας και κάποια σκάφη είχανε πάθει ζημιές. Τότε έπαιρνα το λεωφορείο και κυκλοφορούσα. Είχα πάει στη Ραφήνα κι έβλεπα τα καράβια να φεύγουνε. Ήταν πολύ μουντός ο καιρός και ξαφνικά, δεν ξέρω πως μου 'ρθε, και σκέφτηκα το “Φεύγουν καράβια στο γιαλό κι εγώ τους γνέφω στο καλό, παράπονό μου”. Δεν το θυμάμαι ακριβώς. Πάντως το 'χω συνδέσει με την εικόνα να φεύγουν τα καράβια κι εγώ να νιώθω ότι και μια αγαπημένη φεύγει μαζί με τα καράβια. Βέβαια το τραγούδι έχει και κοινωνικά στοιχεία μέσα. Ήταν κι η εποχή που ήμουν ασυμβίβαστος και περνούσα κάποια δικά μου πράγματα μέσα στα τραγούδια, τα οποία αρέσανε και αρέσουν μέχρι σήμερα.

    Μετά ακολούθησε μία “νεκρή” περίοδος (1978-1986). Τί συνέβη τότε;
    Τα προηγούμενα τραγούδια που είπαμε έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες και μάλιστα εγώ δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω γιατί τότε δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, υπήρχε μόνο το κρατικό ραδιόφωνο, το Β' Πρόγραμμα, που παρουσίαζε τα διαφημιστικά προγράμματα των εταιριών. Και ξαφνικά, στο “Η Minos Παρουσιάζει”, εκπομπή που μεταδιδόταν 3-4 φορές την εβδομάδα, ακουγόταν το όνομά μου σε τρία τραγούδια. Αυτό ήτανε, ας πούμε, “πρόκληση”. Εγώ δεν είχα δώσει σημασία γιατί δεν μ' ενδιέφερε. Το όνομά μου ακουγόταν αλλά εγώ ήμουν αλλού, πιτσιρίκος 26-28 χρονών, και δούλευα ως δημοσιογράφος σε περιοδικά και σε εφημερίδες αλλά έφυγα γιατί ήθελα να είμαι ελεύθερος και ασυμβίβαστος. Συνέχισα να δουλεύω μέχρι τη σύνταξή μου σε περιοδικά που είχαν σχέση με τη θάλασσα, όπως το “Yachting”, την “Τρίαινα”, την “Πλεύση”, τον “Υποβρύχιο Κόσμο”... Ήμουνα συντάκτης, μετά διευθυντής και γύρναγα όλη την Ελλάδα πηγαίνοντας σ' αγώνες ψαρέματος, ιστιοπλοΐας κ.λπ. και έκανα και βιβλία σχετικά με το ψάρεμα και μπορεί να συνεχίσω 2-3 βιβλιαράκια ακόμα και να κλείσει ο κύκλος αυτός. Στην αρχή, λοιπόν, έκανα λίγα τραγούδια. Όλοι μου ζητούσαν τραγούδια. Εγώ δεν είχα συνειδητοποιήσει τι έκανα γιατί μ' ενδιέφερε η δημοσιογραφία, να κάνω ταξιδάκια και να γράφω ποιήματα, τα οποία δεν δημοσίευα. Όταν ξεκίνησα ν' ασχολούμαι επαγγελματικά με το στίχο σταμάτησα να δημοσιεύω ποιήματα. Άσχετα αν έχω σήμερα 5.000 ποιήματα, τα οποία μπορεί κάποια στιγμή να τα εκδώσω. Μπορεί. Δεν ξέρω. Έχουμε, λοιπόν, αυτές τις μεγάλες επιτυχίες στη Minos, πωλήσεις φοβερές, και με τον Πουλόπουλο και με τη Γαλάνη και με τον Παπακωνσταντίνου, αλλά έτυχε να έρθω σε σύγκρουση με τον Μάκη Μάτσα.

    Έτυχε;
    Ε, “έτυχε”... Επειδή, όπως σου είπα, ήμουν ασυμβίβαστος, δεν είχα αίσθηση του επαγγελματικού περιβάλλοντος στο οποίο βρισκόμουνα. Παρόλο που μου λέγανε ότι ο Μάτσας είναι η κινητήρια δύναμη του ελληνικού τραγουδιού, δηλαδή αυτός που κινεί τα νήματα σ' όλη τη δισκογραφική επικράτεια, εγώ δεν έδινα σημασία. Εγώ ήμουνα πολύ δεμένος με τον Πατσιφά στη Λύρα. Ήμουνα συναισθηματικά δεμένος γιατί μου 'χε φερθεί ωραία. Είχα πάει στον Μάτσα, εκείνος έτρωγε το μήλο του, και του λέω:
    - Κύριε Μάτσα, έχω τη μητέρα μου άρρωστη. Σας παρακαλώ, γίνεται να μου δώσετε μερικά ποσοστά, 1%-2%, και να μου δώσετε και 10.000 δραχμές προκαταβολή, μιας και θα έχουμε μία συνέχεια στη συνεργασία μας;
    - Καλά, δεν ντρέπεσαι; μου λέει. Αντί να μας πληρώνεις για τη διαφήμιση που σου έχουμε κάνει, έρχεσαι και μας ζητάς χρήματα; Φύγε από δω!

    Κι έφυγα με την ουρά στα σκέλια. Τι να κάνω; Πήγα στον Πατσιφά. Ο Πατσιφάς δεν έδινε ποσοστά, ούτε χρυσούς δίσκους. Ήτανε μιας άλλης σχολής. Ήτανε και μέτοχος στον Ίκαρο, μέσω του οποίου εξέδιδε έργα ποιητών, όπως του Σεφέρη, του Ελύτη, και είχε μία άλλη κουλτούρα. Στο γραφείο του ήταν πάρα πολύ αυστηρός και περίεργος. Στο σπίτι του ήτανε ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Και βέβαια ένας άνθρωπος που τον σεβόντουσαν όλοι. Από το θέατρο, τη δισκογραφία, απ' όλα τα επαγγέλματα. Και μάλιστα έκανε διακοπές κοντά στο χωριό μου. Είχε φίλους στην Αγία Μαρίνα και πήγαινε για διακοπές εκεί. Εκ των υστέρων το έμαθα και μάλιστα το εκμεταλλεύτηκα αυτό. Και του 'λεγα:
    - Κύριε Πατσιφά, αφού δεν μου δίνετε ποσοστά, μπορείτε να μου δώσετε τουλάχιστον τα ναύλα μου να πάω στη Στυλίδα να κάτσω εκεί μερικές μέρες;
    - Πόσα θες;
    - Εεε... 5.000 δρχ.

    Και μου τις έδινε. Μετά, αφού είδα ότι μου έδινε χρήματα, όχι έναντι ποσοστών αλλά έτσι για δώρο, 10.000, 20.000, τα έπαιρνα. Μέχρι που πέθανε ο άνθρωπος μου έδινε χρήματα. Και τον σεβόμουνα. Μου άρεσε αυτός ο τρόπος. Και ξαφνικά, το 1979-1980, έχω ένα τραγούδι με τον Μιχάλη Δημητριάδη, που τον έχω ανακαλύψει εγώ, και πήγαμε στον Πατσιφά. Του άρεσε του Πατσιφά ο νεαρός. “Πρέπει να τον αλλάξουμε”, μου λέει, γιατί ήτανε με κάτι δαχτυλίδια, παιδάκι τότε ο Δημητριάδης και δεν ήξερε πως να ντυθεί. Πήγαμε με την Άννα Ραγκούση, σημερινή Άννα Νταλάρα, που ήτανε στις δημόσιες σχέσεις, και τον φτιάξαμε, του πήραμε ρουχαλάκια κ.λπ. Έδινε λεφτά ο Πατσιφάς κι ήθελε να τον φτιάξει. Κάποια στιγμή του στέλνουμε ένα τραγούδι για το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, με τίτλο “Από Τη Χαβάη Μέχρι Το Σουέζ”. Ήτανε ένα τραγούδι που είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και όλοι λέγανε ότι αυτό θα πάρει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ. Το άκουσε ο Μάτσας, που είχε την επιτροπή και όλους τους ανθρώπους δικούς του -το έμαθα εκ των υστέρων ότι ήτανε μέσα στα πράγματα ο Μάτσας-, και με κάλεσε στην εταιρία παρόλο που είχαμε μαλώσει και δεν είχαμε πια καμία συνεργασία. Πήγα εγώ με τον τραγουδιστή και του είπα:
    - Αυτός ο τραγουδιστής θα το πει, που είναι με τον Πατσιφά.
    - Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θέλω να μου δώσεις το τραγούδι!
    - Μα πώς;
    - Έχεις υπογράψει συμβόλαιο με τη Λύρα;
    -
    Όχι. Έχω ηθική δέσμευση.
    - Δεν υπάρχουν ηθικές δεσμεύσεις στη δουλειά! Όποιος δίνει τα περισσότερα.
    - Και τι θέλετε να κάνετε;
    - Εγώ θέλω να πάω στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης μ' αυτό το τραγούδι κι έναν καινούργιο τραγουδιστή που έχω, τον Μανώλη Λιδάκη.
    - Ωραία. Και πώς θα γίνει αυτό;
    - Ξέχασε τον τραγουδιστή που έχεις και δωσ' τον στον Πατσιφά να τον κάνει ό,τι θέλει. Το τραγούδι θα το πάρω εγώ, θα το πάω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θα πας τώρα στο λογιστήριο και θα πάρεις 500.000 δραχμές.
    - Και μετά τί θα κάνω;
    - Θα κάνεις μισό δίσκο με την Αλεξίου, μισό με τον Πάριο και μισό με τον Νταλάρα.

    Έχοντας όμως την εικόνα του διωγμού που είχε προηγηθεί, δεν ένιωθα πολύ καλά απέναντί του. Μπροστά στη συζήτηση ήταν και ο Αχιλλέας Θεοφίλου (παραγωγός και σύζυγος τότε της Χαρούλας Αλεξίου) ενώ ο Δημητριάδης ήταν απ' έξω. Και του είπα του Μάτσα “Εντάξει κύριε Μάτσα. Απλά θέλω να μου υπογράψετε ένα συμβόλαιο”, γιατί ο Αντώνης Βαρδής είχε κάνει συμβόλαιο και κάπου είχα ενοχληθεί γιατί εγώ δεν είχα κάνει συμβόλαιο και μου είχε πει κιόλας ότι θα 'πρεπε να τον πληρώνω επειδή μου έκανε διαφήμιση. Και μου λέει:
    - Είσαι τρελός! Σου δίνω χρήματα κι εσύ θέλεις να σου υπογράψω συμβόλαιο;
    - Ναι!
    - Όχι! Θα πας κάτω στο λογιστήριο. Είσαι τρελός;
    -Αν δεν μου υπογράψετε δεν πάω σε κανένα λογιστήριο!
    - Ρε Αχιλλέα, τί άτομο είναι αυτός;

    Ο Αχιλλέας με χτύπαγε στο πλάι με το πόδι του και μου 'λεγε “Άντε, πάρτα”. Εγώ επέμενα:
    - Αν δεν υπογράψω συμβόλαιο, δεν παίρνω τίποτα!
    Μάτσας: Δεν είσαι στα καλά σου!
    - Δηλαδή επιμένετε να μην υπογράψετε;
    - Ναι! Σου δίνω τα λεφτά μου!
    - Καλά. Θα πάω στον κύριο Πατσιφά που είναι έντιμος. Εσείς δεν είστε έντιμος! Γεια χαρά!

    Κι έφυγα. Το μεσημέρι με πήρε τηλέφωνο ο Κώστας Τσαρούχας, ο δημοσιογράφος, που ήτανε σύμβουλος του Μάτσα, και μου είπε:
    - Καλά, τρελός είσαι; Μ' αυτό που έκανες υπέγραψες την καταδίκη σου! Δεν πρόκειται να ξανακάνεις τραγούδι στη δισκογραφία ποτέ! Όχι μόνο στον Μάτσα, αλλά σε καμία άλλη εταιρία!
    - Ε, ας μην κάνω! Τί θα γίνει; Αφού μου έλεγε παπαριές! Και τι, θα έπαιρνα τα λεφτά και θα 'φευγα;
    - Όχι, ήταν λάθος σου.

    Με είχε προσβάλει ο Μάτσας και ήθελα κι εγώ να τον προσβάλω. Βλακείες βέβαια. Νεανικές βλακείες. Κι όντως δεν μπόρεσα να κάνω τραγούδια. Έκανα κάποια τραγούδια στη Λύρα, μετά πέθανε κι ο Πατσιφάς και δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Στην ουσία ξαναέκανα επιτυχία όταν σταμάτησε η καραντίνα με τον Μάτσα και μαζί με τον Βαρδή κάναμε επιτυχία με το “Δεν Είχα Δύναμη”και με τη Γλυκερία με το “Ό,τι Και Να Γίνει Θυμήσου”.

    Ό,τι Και Να Γίνει Θυμήσου” (Γλυκερία, 1986)
    Αυτό είναι σε μουσική του Στέλιου Φωτιάδη και είναι ένα τραγούδι μοντέρνο, στο οποίο καλούμαι εγώ να γράψω το στίχο. Είχε γραφτεί ένας στίχος από άλλο στιχουργό αλλά δεν ταίριαζε. Τελικά δίνουν τη μουσική σ' εμένα και γράφω το στίχο. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς για ποιον ήτανε, πάντως κάπου απευθυνόταν. Το θέμα είναι ότι μέσα στο στούντιο είχα κολλήσει γιατί λέει “Ό,τι και να γίνει θυμήσου, θα 'μαι η ζωή στη ζωή σου, ό,τι και να γίνει θυμήσου...” και είχα κολλήσει εκεί και δεν μου έβγαινε η συνέχεια. Επειδή στον ίδιο δίσκο υπήρχε κι ένα τραγούδι του Λευτέρη Χαψιάδη, μέσα στο στούντιο ήταν κι ο Λευτέρης. Και του λέω:
    - Ρε Λευτέρη, έλα να βοηθήσεις εδώ γιατί έχω κολλήσει.

    Και η φράση “ήρθα και θα μείνω μαζί σου” ήταν του Λευτέρη. Κι έτσι ολοκληρώθηκε το τραγούδι. Αυτά τα έχουμε κάνει πολλές φορές στο στούντιο, κι εγώ σε άλλους στιχουργούς κ.λπ.

    Ο στίχος αυτού του τραγουδιού έχει μία... “εγωκεντρική” αντίληψη των πραγμάτων.
    Από ένα σημείο και μετά, αυτό το πράγμα μού βγήκε πολύ έντονα. Μου έχουν πει ότι γράφω τραγούδια εγωκεντρικά. Αλλά υπάρχει σε όλα μια εξήγηση. Μπορώ να δώσω κάποιες εξηγήσεις, όχι για τίποτ' άλλο αλλά περισσότερο για μένα. Όταν ένα άτομο είναι καταπιεσμένο από μία ερωτική σχέση και δεν μπορεί να εκφράσει αυτό που νιώθει, το εκφράζει μέσα από ένα τραγούδι. Εγώ ήθελα να πω στον άνθρωπο που αγαπούσα και με καταπίεζε, δηλαδή δεν μου φερόταν έτσι όπως θα ήθελα να μου φερθεί, “ξέρεις, άντε γεια” αλλά δεν είχα τη δύναμη να του το πω αυτό, ότι “φεύγω για μένα, για να νιώσω καλά”, και το λέω μέσω του στίχου.

    Δεν Είχα Δύναμη” (Αντώνης Βαρδής, 1986)
    Σ' αυτό το τραγούδι γράφτηκε πρώτα ο στίχος. Το ξεκίνημα του κουπλέ (“Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα”) είναι από ένα ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, από τη συλλογή “Συνέχεια” (1954). Ο Αναγνωστάκης είναι ένας από τους ποιητές που εμένα τουλάχιστον με έχει σημαδέψει. Και όχι μόνο ο Αναγνωστάκης. Αλλά και ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης... Το ποίημα, απ' ό,τι θυμάμαι, ήταν για κάποιον πολιτικό εξόριστο, δεν θυμάμαι τώρα. Δεν είχε καμιά ερωτική σχέση. Απλά μου άρεσε σε μένα η φράση. Ταίριαζε στη δική μου ιστορία. Οι στίχοι του “Δεν Είχα Δύναμη” είναι μία πραγματική ιστορία. Είχαμε χωρίσει με τη γυναίκα μου και ήταν εκτός Αθήνας. Εγώ έμενα σ' ένα σπίτι στο Παγκράτι όπου δεν είχα τηλέφωνο. Είχα τηλέφωνο στο γραφείο όπου ήταν το περιοδικό που δούλευα. Τότε δεν είχαμε κινητά και είμασταν και καλύτερα. Τώρα αγγίζουμε κινητά και laptop αντί ν' αγγίζουμε άλλα σώματα. Τέλος πάντων, ενώ έχουμε χωρίσει, έρχεται και με ψάχνει. Πήγε στο περιοδικό, δεν με βρήκε φαίνεται και σκέφτηκε “θα 'ναι σπίτι”. Και όντως ήμουνα σπίτι. Χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω την πόρτα και μόλις τη βλέπω την ξανακλείνω. Μετά συνειδητοποιώ τι βλακεία κάνω, την ανοίγω την πόρτα και την αγκαλιάζω. “Κι όμως δεν είχα δύναμη την πόρτα να σου κλείσω”. Ήρθε την ώρα που δεν την περίμενα. Με είχε τσατίσει τόσο πολύ η συμπεριφορά της, που της έλεγα να έρθει και δεν ερχότανε, και η πρώτη αντίδραση ήταν να της κλείσω την πόρτα. Και την κλείνω την πόρτα, συνειδητοποιώ ότι κάνω λάθος, και την ανοίγω. Έχει πολύ ενδιαφέρον να πω ότι το τραγούδι αυτό το είχα δώσει στον Σπύρο Παπαβασιλείου. Με τον Παπαβασιλείου είχαμε κάνει κάποια τραγούδια το 1986 με τη Μοσχολιού. Ο δίσκος λεγόταν “Στους Ανήσυχους Δρόμους” και είχα γράψει το “Πρώτα Απ' Όλα Εμείς Και Η Αγάπη” και το “Σε Συναντώ”. Είδα ότι με το “Δεν Είχα Δύναμη” δεν έγινε τίποτα και το έδωσα και στον Αντώνη Βαρδή. Ο Βαρδής ήταν παραγωγός τότε στη SONY και ήθελε να το δώσει σε μία νέα τραγουδίστρια, την Άννα Φωτίου.Η Φωτίου είχε πολύ καλή λαϊκή φωνή. Με παίρνει ο Αντώνης τηλέφωνο και μου λέει:
    - Ρε Πάνο, μπορείς να έρθεις από την εταιρία;

    Πάω στη SONY και είναι εκεί και η Χριστίνα Μαραγκόζη. Δεν της έχει ετοιμάσει ακόμα δίσκο, ούτε για τον εαυτό του. Τίποτα. Ο Αντώνης θέλει να τραγουδήσει κι εγώ τον πιέζω, μετά την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια που έκανε με ποίηση το 1975, να βγει ως τραγουδιστής. Έχει καλή φωνή αλλά φοβάται. Φοβάται μια καινούργια αποτυχία ως τραγουδιστής. Κάποια στιγμή, μου παίζει το τραγούδι με την κιθάρα στο γραφείο του και μου λέει:
    - Πώς το ακούς;
    - Πάρα πολύ καλό και σου ταιριάζει.
    - Δηλαδή να το πω εγώ;
    - Ναι!
    - Αυτό λέει κι η Χριστίνα.
    - Ναι ρε Αντώνη!
    - Ήθελα να το δώσω στην Άννα.
    - Όχι ρε Αντώνη, εσύ θα το πεις.
    - Καλά, εντάξει. Θα το πω εγώ.

    Κι έτσι το είπε. Αυτό ήταν το μοναδικό τραγούδι μου στο δίσκο “Συγκάτοικοι Είμαστε Όλοι Στην Τρέλα”. Δεν έτυχε να κάνουμε άλλο γιατί με τη Χριστίνα ετοιμάζαμε άλλα τραγούδια κι ο Αντώνης ψαχνόταν πολύ γι' αυτόν το δίσκο. Μάλιστα μου είπε:
    - Αν δεν κάνω επιτυχία τώρα, θα πάω να γίνω μπακάλης!

    Και του είπα “Θα γίνει επιτυχία, πιστεύω”. Και όντως έγινε επιτυχία. Η ατμομηχανή του δίσκου ήταν το “Δεν Είχα Δύναμη”. Το είπε σε δεύτερη εκτέλεση και η Τζένη Βάνου στη Minos. Ουσιαστικά ο Μάτσας ήθελε να το έχει αυτό το τραγούδι, αλλά είχε φύγει ο Βαρδής, είχα φύγει κι εγώ, κι έβαλε την Τζένη Βάνου να το πει.

    Αυτή Τη Νύχτα” (Γλυκερία, 1987)
    Αυτό είναι ένα τραγούδι συνέχεια του “Ό,τι Και Να Γίνει Θυμήσου”. Πρώτα έγραψε τη μουσική ο Στέλιος Φωτιάδης και έπειτα έγραψα τους στίχους. Επειδή το “Ό,τι Και Να Γίνει Θυμήσου” ήταν τόσο μεγάλη επιτυχία, ο νέος δίσκος βγήκε λίγο μπερδεμένος. Είχε και λαϊκά τραγούδια, είχε και μοντέρνα τραγούδια, όπως ήταν μοντέρνο και το “Αυτή Τη Νύχτα”, που εμένα μ' αρέσει πάρα πολύ και έκανε επιτυχία αλλά όχι τόσο μεγάλη επιτυχία όση περίμενα εγώ. Δεν ξέρω τι φταίει. Ίσως να 'χει ακουστεί τόσο πολύ το “Ό,τι Και Να Γίνει Θυμήσου” και ήταν κοντινά αυτά και δεν μπορούσε ν' “ανασάνει” το καινούργιο τραγούδι. Μπορεί, δεν ξέρω να δώσω μια εξήγηση λογική στην όλη υπόθεση. Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι αν κάποιος πει αυτό το τραγούδι σήμερα, θα κάνει επιτυχία. Θέλω να το κάνω με μία κοπέλα που να έχει τα προσόντα. Αλλά έτσι όπως είναι σήμερα η κατάσταση...

    Ωστόσο πριν από δύο χρόνια έγινε επιτυχία το “Κι Αυτό Το Βράδυ” (Κωνσταντίνα, 1988) σε νέα εκτέλεση με τον Κωνσταντίνο Χριστοφόρου και την Κωνσταντίνα.
    Όταν κυκλοφόρησε την πρώτη φορά δεν έγινε επιτυχία. Ήτανε την εποχή που η Κωνσταντίνα έκανε το δίσκο “Σε Ζητώ”, σε τραγούδια του άντρα της και παραγωγού Παναγιώτη Μαθιέλλη, κι έγινε επιτυχία το “Ψέματα” που το έγραψα σε μουσική του Μαθιέλλη. Το “Κι Αυτό Το Βράδυ” (σε μουσική του Στέλιου Φωτιάδη), που εγώ το πίστευα, δεν έκανε επιτυχία. Ίσως δεν το προμοτάρανε τόσο πολύ. Δεν ξέρω. Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Δεν νομίζω ότι η Κωνσταντίνα το υποστήριξε, για πολλούς και ποικίλους λόγους. Άσ' το τώρα. Μην το ψάχνουμε. Εγώ τα ξέρω βέβαια πώς γίνονται αυτά τα πράγματα και για ποιο λόγο γίνονται.

    Αν υποθέσουμε ότι υποκρύπτεται κάποιος λόγος για τον οποίο θέλουν να θάψουν τον Φαλάρα, τότε για ποιο λόγο κυκλοφόρησε το τραγούδι; Ας μην έμπαινε καθόλου στο δίσκο.
    Υπάρχουν άλλοι λόγοι. Ο Μαθιέλλης λέει “βάζω τον Φαλάρα αλλά βάζω και τον Φωτιάδη, που έχει γράψει τόσες επιτυχίες για τη Γλυκερία, για να βοηθήσει”. Όταν όμως υπάρχει έντονο το στοιχείο του ανταγωνισμού, άντρας ο ένας της Κωνσταντίνας, άντρας ο άλλος της Γλυκερίας, έπρεπε να επικρατήσει ο άντρας της Κωνσταντίνας. Αυτή είναι μία απλή εξήγηση. Δεν ξέρω αν ισχύει αλλά λέω ότι πιθανότατα να είναι αυτό. Στο δίσκο της Γλυκερίας με το “Αυτή Τη Νύχτα”, είχα κάνει κι ένα τραγούδι με τον Σπανό, ένα ζεϊμπέκικο από τα καλύτερα πιστεύω, το “Για Ποιαν Αγάπη” (“Για ποιαν αγάπη τα τραγούδια μας να πουν
    αφού οι άνθρωποι δε μάθαν ν’ αγαπούν...
    ”). Η Γλυκερία δεν είχε κάνει κανένα ζεϊμπέκικο. Το “Μέχρι Να Βρούμε Ουρανό”, σε μουσική του Φωτιάδη, το έκανε το 1992. Το 1989 έκανα εκπομπές στο ραδιόφωνο και μου το ζητούσαν κάθε βράδυ. Δεν ήθελα να βάζω δικά μου τραγούδια. Παρόλα αυτά υπέκυψα σ' αυτό που μου ζητάγανε οι άνθρωποι και τότε συνειδητοποίησα, το 1989, πόσο καλό τραγούδι ήτανε. Και θα μπορούσε, αν το υποστήριζε η Γλυκερία ή ο Φωτιάδης, να γίνει επιτυχία. Ένα τραγούδι αν το λες κάθε βράδυ, κάνεις πλύση εγκεφάλου στον κόσμο και περνάει. Όταν είναι καλό τραγούδι και χρειάζεται καιρό, αν δεν τ' ακούει ο κόσμος στην τηλεόραση, δεν τ' ακούει στο ραδιόφωνο και δεν τ' ακούει και στο μαγαζί, μετά δεν υπάρχει καν. Είναι ανύπαρκτο. Τελικά δεν έγινε αυτό. Θεωρώ όμως ότι είναι ένα καλό τραγούδι και τ' αγαπάω μέχρι σήμερα.

    Οπότε πιστεύετε ότι και στην περίπτωση του “Κι Αυτό Το Βράδυ” έγινε το ίδιο, επειδή ο Παναγιώτης Μαθιέλλης ήθελε να προωθήσει περισσότερο τα τραγούδια που έγραψε αυτός;|
    Και καλά έκανε. Και το λέω αυτό, δεν είμαι βέβαιος, γιατί υπήρξα και φίλος με τον Παναγιώτη, αλλά θεωρώ ότι αυτό πρέπει να συνέβαινε γιατί και ο επόμενος δίσκος της Κωνσταντίνας (“Στον Επόμενο Τόνο”, 1989) ήταν με τον Παναγιώτη Μαθιέλλη, άσχετα αν είχε και κάποιους άλλους. Όσον αφορά τη νέα εκτέλεση του Χριστοφόρου δεν είχα καμία σχέση εγώ. Απ' ό,τι έμαθα εκ των υστέρων, η ιδέα πρέπει να ήτανε του Χριστοφόρου. Του άρεσε το τραγούδι και πρότεινε στην Κωνσταντίνα να το πούνε μαζί. Καλή ιδέα ήτανε. Να σου πω, δεν είχα πάρει είδηση τι γινότανε. Ήτανε η εποχή που εγώ απείχα λίγο από τα πράγματα γιατί είχε αρρωστήσει ο πατέρας μου, και σε μία παρουσίαση που έκανε η Κωνσταντίνα με τον Χριστοφόρου εκεί κατάλαβα τι ακριβώς είχε γίνει, όταν είδα την ανταπόκριση του κόσμου.

    Στον Επόμενο Τόνο” (Κωνσταντίνα, 1989)
    Αυτό έχει πολύ μεγάλη ιστορία. Δηλαδή, γράφω το στίχο και ο Κυριάκος Μαραβέλιας, ο οποίος είναι ο διευθυντής της Lyra μετά το θάνατο του Πατσιφά, είχε αναλάβει προσωπικά την Κωνσταντίνα και νοιάζεται για την επιτυχία της κοπέλας. Και θυμάμαι ότι δουλεύει η Κωνσταντίνα στη Θεσσαλονίκη, έχει επιτυχία και έκανε κάποιες διασκευές ξένων τραγουδιών με στίχους του Γιώργου Μίτσιγκα. Μου τα βάζει ο Μαραβέλιας να τ' ακούσω. Μου λέει:
    - Τί γνώμη έχεις;
    - Πάρα πολύ ωραία τραγούδια, απλά δεν υπάρχει σουξέ.
    - Είσαι σίγουρος;
    - 1000%!
    - Μήπως το λες επειδή δεν έχεις γράψει στίχους εσύ;
    - Όχι κύριε Μαραβέλια, δεν το λέω γι' αυτό το πράγμα. Το λέω γιατί ενδιαφέρομαι για την εταιρία σας αρχικά και φυσικά και για την Κωνσταντίνα να έχει επιτυχία.
    - Τί έχεις να προτείνεις;
    - Έχω ένα στίχο και θεωρώ ότι άμα μπει η κατάλληλη μουσική θα έχουμε επιτυχία.

    Διαβάζει τον στίχο “Στον Επόμενο Τόνο” και μου λέει:
    - Α, έχεις δίκιο! Αυτό ταιριάζει για το κορίτσι μας! Κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο τον Μαθιέλλη, να δούμε τι θα μας πει.

    Τον παίρνει τηλέφωνο:
    - Παναγιώτη, έχω εδώ τον Πάνο τον Φαλάρα κι έχει ένα στίχο που ταιριάζει στο κορίτσι μας. Θα τον στείλω με ταξί κάτω, στη Νέα Σμύρνη, να έρθει να το γράψετε.
    - Εντάξει.

    Κλείνει το τηλέφωνο και μου λέει:
    - Θα πας από το σπίτι του Μαθιέλλη.
    - Εντάξει.
    - Πάρε και 5.000 για το ταξί.
    - Κύριε Μαραβέλια, δεν...
    - Σε παρακαλώ, πάρε 5.000.
    - Μα κύριε Μαραβέλια, με προσβάλετε...
    - Βρε παιδί μου, πάρε 5.000 γιατί θα σου βγάλει το λάδι αυτός μέχρι να γράψει τη μουσική! Παρ' τα για να έχεις για ταξί να πηγαίνεις συνέχεια.

    Το ταξί δεν θυμάμαι πόσο πήγαινε τότε... τέλος πάντων, με το ζόρι μού δίνει 5.000, πάω στον Μαθιέλλη και προσπαθούμε να μελοποιήσουμε τον στίχο. Και η Κωνσταντίνα εκεί, όλοι μαζί. Ε, δεν μας βγαίνει αυτό που περιμέναμε, δηλαδή να γίνει σουξέ το τραγούδι. Μου λέει:
    - Έλα κι αύριο.

    Πάω την άλλη μέρα και την άλλη μέρα έχουμε πετύχει το τελικό αποτέλεσμα, αυτό που θέλαμε, και που έγινε επιτυχία το τραγούδι.

    ΜΕ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
    ΜΕ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

    Οφείλω να πω πως εμένα η Κωνσταντίνα μου άρεσε και σαν γυναίκα. Και τότε και τώρα.
    Ναι, και τώρα είναι ωραία. Και άρεσε σε πολλούς. Τότε ο Μαραβέλιας έμενε κάτω στο Μαύρο Λιθάρι, προς την Ανάβυσσο, και πηγαίναμε εγώ κι ο Μαραβέλιας και είμασταν η επιτροπή όπου η Κωνσταντίνα έκανε θαλάσσιο σκι. Και βέβαια ως αντροπαρέα κάναμε σχόλια. Κάποια στιγμή, έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό, του λέω:
    - Τι σου αρέσει σ' αυτή τη γυναίκα;
    - Γιατί, δεν σου αρέσει; Σ' όλο τον κόσμο αρέσει!
    - Ναι, βέβαια, ωραία γυναίκα είναι αλλά έχει κάτι γόνατα που... δεν μ' αρέσουν.
    - Μην το ξαναπείς αυτό! Μην το ξαναπείς! Είναι πανέμορφη! Είναι θεά! Είναι ωραία σε όλα της! Από το κεφάλι μέχρι τα πόδια είναι ωραία! Μην το ξαναπείς!
    - Εντάξει κύριε Μαραβέλια... Έτσι νόμιζα εγώ...

    Δεν σήκωνε κουβέντα. Ούτε για τη φωνή της, ούτε για την ομορφιά της, για τίποτα. Τα 'χω πει στην Κωνσταντίνα αυτά και γελάει. Η Κωνσταντίνα δεν θυμάται. Γιατί ένας τραγουδιστής που είναι επί το έργον, δηλαδή στην πίστα πάνω, δεν μπορεί να δει και να ξέρει τις λεπτομέρειες. Της εξήγησα πάρα πολλά πράγματα. Με την Κωνσταντίνα είμαστε φίλοι μέχρι και σήμερα. Η καλύτερή της είναι να της λέω ιστορίες από κείνη την εποχή, που ούτε καν τις θυμάται. Και μου λέει:
    - Μα είναι δυνατόν να συνέβαινε αυτό;
    - Κι όμως είναι.

    Δηλαδή πράγματα περίεργα αλλά..., εντάξει, τα πήρε ο χρόνος... Εγώ της έκανα κι ένα δίσκο το 1996, στη Minos πλέον. Στίχους έγραψα εγώ με τον Μπουγά και με τον Φοίβο, όπου εκεί ήταν το “Δηλητήριο” με τον Βασίλη Καρρά. Ουσιαστικά εγώ έδωσα την ιδέα για να γίνει ντουέτο και αυτό το στιχάκι ήταν δικό μου και μετά τους έδωσα την ιδέα και συνεργάστηκαν ο Καρράς με τον Φοίβο και βγήκε αυτό. Έκανα κι άλλα τραγούδια με την Κωνσταντίνα, όπως το “Ζάλη”.

    Κάνε Κάτι” (Γλυκερία, 1990)
    Αυτό το γράψαμε με τον Στέλιο Φωτιάδη πάνω σε μουσική και βγήκε αμέσως, εντελώς αυθόρμητα. Προσπαθούσαν η Γλυκερία και ο Φωτιάδης επί μία εβδομάδα να με πείσουν να βγάλω την τελευταία φράση “και ας πεθάνω”. Μου λέει η Γλυκερία:
    - Σιγά μην πω “και ας πεθάνω”!
    - Γιατί κορίτσι μου; Μια χαρά είναι.
    - Όχι δεν το λέω!

    Μου έλεγε κι ο Φωτιάδης:
    - Έλα, άλλαξέ το. Είναι βλακεία.

    Έκανα διάφορες παραλλαγές αλλά είδαμε ότι αυτές οι αλλαγές που είχα κάνει δεν ταιριάζουνε. Και τελικά έμεινε το “και ας πεθάνω”. Όχι ότι εγώ επέμενα με εγωιστικό τρόπο, γιατί μέσα στο στούντιο εγώ έχω αλλάξει ολόκληρα τραγούδια. Ειδικά με τη Γλυκερία. Υπάρχει ένα τραγούδι, πρέπει να ήταν το 1998, που κάναμε στο δίσκο της Γλυκερίας “Μάσκα”. Λέει “Μια γυναίκα αν τρελαθεί και στον πόνο της χαθεί...” (σ.σ. πρόκειται για το “Μια Γυναίκα”). Ο στίχος που υπήρχε στο συγκεκριμένο τραγούδι ήτανε “Της καρδιάς μου τα φιλιά, μου τα πήρες μια βραδιά...”, μια βλακεία. Εγώ τον είχα γράψει το στίχο. Εγώ τον είχα δώσει στον Φωτιάδη. Απλά η μουσική που 'χε κάνει ο Φωτιάδης με τον συγκεκριμένο στίχο δεν ταίριαζε. Μου λένε:
    - Μα είναι σουξέ!
    - Δεν είναι τίποτα! Δεν ταιριάζει ο στίχος.
    - Μα, σε παρακαλώ...
    - Γλυκερία μην το τραγουδάς.

    Κατεβαίνω κάτω στο φουαγιέ του στούντιο, κατεβαίνει κι ο Φωτιάδης μαζί μου και γράφω στο φουαγιέ τον καινούργιο στίχο: “Μια γυναίκα αν τρελαθεί και στον πόνο της χαθεί, τότε πια να τη φοβάσαι”, που έγινε επιτυχία. Βλέπει ο Φωτιάδης τον στίχο που έχω γράψει και μου λέει:
    - Αυτό είναι για την Άντζελα Δημητρίου!
    - Μην λες βλακείες. Έτσι το θεωρείς εσύ. Να το πάμε στη Γλυκερία να το τραγουδήσει και αν της ταιριάζει το κρατάμε. Αν δεν ταιριάζει, δεν το κρατάμε.

    Κι όντως έτσι έγινε. Πήγαμε πάνω στο στούντιο, το τραγούδησε η Γλυκερία, της άρεσε, μας άρεσε και το κρατήσαμε. Και άλλα τραγούδια έχω αλλάξει έτσι. Μέχρι το 1991 όλο το θέμα το έβλεπα σαν πάρεργο και όχι επαγγελματικά. Είχα τη δημοσιογραφική μου δουλειά, δούλευα και στο ραδιόφωνο, και στην ΕΡΤ δούλευα με μπλοκάκι κάνοντας ραδιοφωνικές εκπομπές, και μετά σε άλλους σταθμούς, στο Δίαυλο, στον Τικ Τακ, κι εκεί πάλι, παρόλο που είχα μεγάλη επιτυχία κι έπαιρνα πολλά χρήματα, σταμάτησα γιατί μου κάνανε προτάσεις που για μένα ήτανε προσβλητικές. Από τον ΑΝΤ1, το ΣΚΑΙ, από διάφορους σταθμούς. Τέλος πάντων, δεν συνέχισα να δουλεύω στο ραδιόφωνο. Από τότε που σκοτώθηκε ο γαμπρός μου, της μικρής μου αδελφής ο άντρας, ήρθανε τα πάνω κάτω. Άλλαξε η ζωή όλων μας στην οικογένεια. Και εκεί συνειδητοποίησα ότι πρέπει πλέον να δω τα πράγματα σοβαρά. Ήμουν και 40 χρονών και έπρεπε να κάνω συμβιβασμούς, να μαζέψω χρήματα, γιατί έβγαζα χρήματα κι εκείνη την εποχή, μπορεί να έβγαζα σχεδόν 1.000.000 δραχμές, αλλά δεν κρατούσα ούτε μία δραχμή. Όχι ότι κρατάω σήμερα αλλά τουλάχιστον κατάφερα να πάρω δύο σπίτια.

    Και πού τα ξοδεύατε;
    Τα ξόδευα με τη γυναίκα μου σε διακοπές, ταξίδια, τραπέζια, θέατρο, κινηματογράφο... Μέχρι το 1991 ήμουνα κάθε μέρα έξω. Μου άρεσε να είμαι με παρέα, με φίλους... Είμαι χορτασμένος απ' όλες τις πλευρές. Έχω ξοδέψει τα χρήματά μου γνωρίζοντας πού πηγαίνουνε. Δηλαδή, μπορεί κάποιοι να λένε “Α, το κορόιδο ο Φαλάρας, μας έκανε το τραπέζι”. Αυτό που έκανα εγώ, το έκανα με την ψυχή μου. Το τι λένε αυτοί δεν μ' ενδιαφέρει. Ή κάποιοι που μου πήρανε χρήματα προφασιζόμενοι κάτι... Εδώ στην οδό Ηπείρου είναι ένα περίπτερο. Κάθε εβδομάδα άφηνα φακελάκια με κάτι μέσα, για γνωστούς κι αγνώστους. Του κυκλώματος. Δεν τρέχει τίποτα. Δεν μου μιλάνε αυτοί, ούτε να με πάρουν τηλέφωνο να μου πουν τι γίνεται. Δεν έχει σημασία. Καλά να 'ναι οι άνθρωποι. Κι έχουν πει και τα χειρότερα αυτοί. Είμαστε, λοιπόν, στο 1991 μετά το τροχαίο του γαμπρού μου. Έπρεπε να σοβαρευτώ. Έχω έναν εκδότη, τον Θανάση Χρηστάκη, που πέθανε πολύ νέος. Τον ήξερα από τα νιάτα του. Ένας υπέροχος άνθρωπος. Ήξερε ότι είχα κάνει με τα περιοδικά κάποια βιβλία, από τα οποία με κλέβανε κι εννοώ αυτόν που είχε το Yachting στον οποίο κάποια στιγμή είπα “δως μου 4.000.000 και παρ' τα βιβλία”, τα οποία είχαν πουλήσει πάνω από 200.000 και μου παρουσίαζε ότι πουλήσανε 5-10.000. Τέλος πάντων, ο Θανάσης ήξερε τις πωλήσεις των βιβλίων μου και μου έδωσε κάποια χρήματα, νομίζω 2.000.000, κι εγώ ξεκίνησα να γράφω ένα βιβλίο για τα δολώματα. Και κάθισα σχεδόν δύο χρόνια κλεισμένος εδώ στο σπίτι και έκανα δύο βιβλία. Μ' έχει βοηθήσει ο άνθρωπος γιατί κανείς στο κύκλωμα και με το πρόβλημα που είχα δεν μ' είχε βοηθήσει. Εγώ τους είχα βοηθήσει όλους και τους βοηθούσα και μετά.

    Πληρώνω” (Πασχάλης Τερζής, 1991)
    Αυτό είναι βιωματικό τραγούδι. Είναι το 1991, τη χρονιά που σκοτώθηκε ο γαμπρός μου. Είναι μια εποχή που έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Κλείνει η ταβέρνα που είχε ο πατέρας μου στη Στυλίδα, την κάνει σπίτι για να μείνει η αδερφή μου, γιατί το σπίτι που έμενε με τον γαμπρό μου ήταν δίπλα και δεν άντεχε να 'ναι σπίτι μετά το θάνατό του. Ο συγχωρεμένος ο γαμπρός μου είχε κάποια χρέη χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. Πλήρωνε ο πατέρας μου, πλήρωνα εγώ, και κάποια στιγμή σταμάτησα να πληρώνω. Ερχόντουσαν όλοι χωρίς χαρτιά και λέγανε “Χρωστάει εδώ τόσα”, “Χρωστάει εκεί τόσα” κι εγώ πλήρωνα και κάποια στιγμή σταμάτησα. Λέω “εντάξει, ό,τι πλήρωσα, πλήρωσα”. Εκεί, λοιπόν, γυρίζω στο σπίτι ένα βράδυ και βλέπω ότι δεν υπάρχει δίπλα μου κανείς για να μου προσφέρει κάτι κι εγώ πληρώνω κι έχω μείνει...

    Ταπί και ψύχραιμος;
    Κανονικά! Δηλαδή, είναι η μέρα που έχω πάρει τηλέφωνο τον Θανάση Χρηστάκη και του λέω αν γίνεται να βγάλουμε κάποια βιβλία γιατί βρισκόμουν σε οικονομικό αδιέξοδο. Μέσα σ' αυτό το κλίμα έγραψα το “Πληρώνω”. Φοβερά βιωματικό. Και το πάω στην εταιρία, στη SONY, και το αφήνω στο γραφείο του Κοντοσταυλάκη, που ήτανε παραγωγός και είχε στην εταιρία του, μεταξύ άλλων, τον Βαρδή και τον Πασχάλη Τερζή, που δεν ήτανε ακόμα πολύ γνωστός. Εγώ δεν τον ήξερα τον Τερζή καθόλου. Αφήνω στο γραφείο του Κοντοσταυλάκη στίχους, μεταξύ των οποίων και το “Πληρώνω”, για να τους δώσει στον Βαρδή. Ο Βαρδής είχε αλλάξει πλέον σπίτι και είχε πάει στην Παιανία και περνούσε από την εταιρία κι έπαιρνε ό,τι υλικό υπήρχε. Και είχα γράψει ότι το υλικό αυτό είναι για τον Βαρδή. Αυτός αφήνει τα στιχάκια έτσι και τα διαβάζει όπως τα βλέπει και πάνω-πάνω είναι το “Πληρώνω”. Το βλέπει, λοιπόν, ο Τερζής μια μέρα που πάει στο γραφείο και λέει:
    - Τί είναι αυτό;
    - Τα 'χει φέρει ο Φαλάρας για τον Βαρδή.
    - Το κλέβω!

    Όπως μου έχει πει ο Τερζής -και το έχει πει και δημόσια- αυτό τον στίχο τον “έκλεψε” από τον Νταλάρα. Και γυρίζουνε με τον συνθέτη Δημήτρη Ρακιντζή επί δύο νύχτες με το αμάξι για να βγάλουνε τη μουσική. Και μπαίνει στο δίσκο “Θα 'Θελα Να 'Σουν Εδώ” απ' όπου ακούγεται το “Πληρώνω” και το “Θα 'Θελα Να 'Σουν Εδώ”, αλλά και πάλι ήτανε λίγες οι πωλήσεις, γύρω στις 10-15.000. Πολλοί δεν ήξεραν ότι το έχω γράψει εγώ. Και συνεργάτες μου ακόμη. Ας πούμε ο Βασίλης Κελαϊδής, με τον οποίο έχουμε βγάλει πολλά τραγούδια, το 1995 με 1996 μου λέει κάποια στιγμή:
    - Δεν μπορείς να μου γράψεις ένα στίχο σαν αυτό το “Πληρώνω”; Με χαρακώνει αυτός ο στίχος. Είναι μαχαιριά στην καρδιά.
    - Αυτά γράφονται μια φορά. Μπορώ να το ξαναγράψω;
    - Γιατί; Ποιός το 'χει γράψει αυτό; Εσύ; Τρελός είσαι;
    - Εγώ το έχω γράψει!

    Και τρελάθηκε! Νόμιζε ότι το είχε γράψει κάποιος άλλος.

    Λατέρνα” (Στέφανος Κορκολής, 1992)
    Αυτό είναι ένα τραγούδι του οποίου τη μουσική έχει γράψει ο Στέφανος Κορκολής πάνω σε στίχους του Βαγγέλη Κωνσταντινίδη. Δεν θυμάμαι τι έχει γράψει ο Κωνσταντινίδης. Υπήρχε όμως ένα ωραίο σημείο που λέει: “Κάπου μια λατέρνα παίζει μ' ένα κέρμα όλα τα τραγούδια του έρωτα”. Ήταν πολύ ωραίο και νοσταλγικό. Από κει και πέρα ο παραγωγός Βαγγέλης Γιαννόπουλος με κάλεσε στο στούντιο για να κάνω κάποια άλλα τραγούδια του Κορκολή, μεταξύ των οποίων και το “Με Τη Φωνή Του Φεγγαριού” που έδωσε τον τίτλο και στο δίσκο, και μου λέει:
    - Μπορείς να το αλλάξεις το τραγούδι και να μπει και τ' όνομά σου;

    Και κάθομαι μέσα στο στούντιο και γράφω τον τελικό στίχο. Από τον Βαγγέλη Κωνσταντινίδη κράτησα το στίχο “Κάπου μια λατέρνα παίζει μ' ένα κέρμα όλα τα τραγούδια του έρωτα”. Όλος ο υπόλοιπος στίχος είναι δικός μου. Έκανε μεγάλη επιτυχία. Μετά υποτίθεται ότι θα είχαμε και συνέχεια. Ήταν στηνBMGτου Καρατζά αλλά... με “φάγανε στη στροφή”.

    Ποιός σας “έφαγε στη στροφή”;
    Α, δεν ξέρω. Τι ψάχνεις τώρα... Από τη στιγμή που υπάρχουν άλλα ονόματα στους επόμενους δίσκους, δεν υπήρχε ο Φαλάρας.

    Φταίει Ο Έρωτας” (Άντζελα Δημητρίου, 1993)
    Η Άντζελα Δημητρίου και ο Λευτέρης Πανταζής θέλανε διακαώς να τους γράψω τραγούδια. Εγώ δεν είχα τίποτα μαζί τους, δεν τους ήξερα, αλλά ήμουνα σ' έναν άλλο δρόμο. Κάποια στιγμή γνώρισα την Άντζελα από κοντά και μου είπε: “Θα μου κάνεις τραγούδια;”. Είπα “Άμα κάτσει κάτι, εντάξει”. Όντως μια μέρα μου δώσανε λεφτά από τη SONY για να γράψω στίχους για την Άντζελα Δημητρίου. Και τους έγραψα. Μου δώσανε καλά λεφτά. Και μετά, το 1993, κι ενώ ήδη είχα κάνει το “Δεν Πάει Άλλο” με την Άντζελα Δημητρίου (1991) και το “Πληρώνω” με τον Πασχάλη Τερζή (1991), που ήταν βιωματικό, έκανα το “Φταίει Ο Έρωτας”. Αυτό το τραγούδι γράφτηκε πάνω στη μουσική. Μου το έφερε ο Βασίλης Κελαϊδής για να το γράψω για την Γαρμπή. Μου αρέσει η μουσική αλλά δεν υπάρχει έμπνευση. Κάποια στιγμή που είχα ξεκινήσει στη SONY με την Άντζελα Δημητρίου, έχω πάει στον Δουλάμη και μου βάζει κι ακούω τη μία πλευρά της Άντζελας Δημητρίου που είχε κάνει με τον Αλέξη Παπαδημητρίου και την Ελένη Γιαννατσούλια, το “Κλείσε Φώτα, Κλείσε Μάτια”. Και μου λέει:
    - Ρε Φαλάρα, σε χρειάζομαι για την άλλη πλευρά.
    - Πάντως είναι πολύ καλό ζεϊμπέκικο. Φοβερό. Θα κάνει επιτυχία.
    - Ναι αλλά χρειάζομαι κάτι παραπάνω για να φύγει μπροστά.

    Κάποια στιγμή, εκείνη την ημέρα που συζητάω με τον Δουλάμη, έχω γνωρίσει μία κοπελιά που έχει δεσμό και μ' αρέσει. Αλλά, ξέρεις, πλατωνικό το θέμα. Παίρνω τηλέφωνο και της λέω:
    - Τί κάνεις; Τί κάνει ο δικός σου;
    - Καλά. Μια χαρά. Σε παρακαλώ μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο γιατί δεν θα γίνει τίποτα μεταξύ μας.
    - Εντάξει, δεν...
    - Όχι. Να μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο.

    Μετά που πάω σπίτι, βγάζω από το συρτάρι την κασέτα και μέσα σε τρία λεπτά βγαίνει το “Φταίει Ο Έρωτας”. Πάω την άλλη μέρα στο Δουλάμη και του λέω έτσι κι έτσι. Το τραγούδι είναι μοντέρνο και κάνει για την Άντζελα. Έρχεται ο διευθυντής της εταιρίας, το ακούει και λέει:
    - Καλό, αλλά είναι σουξέ;
    - Μεγάλο σουξέ!
    - Ναι αλλά... “Φταίει ο έρωτας”; Γιατί να φταίει ο έρωτας; Ο έρωτας είναι κάτι ωραίο.
    - Αν νιώσεις κι εσύ αυτό που ένιωσα εγώ, επειδή είσαι παντρεμένος, όταν κάποια στιγμή καψουρευτείς μια άλλη γυναίκα και φας την χυλόπιτα, τότε θα καταλάβεις πως φταίει ο έρωτας.
    - Είναι μια εξήγηση κι αυτό.
    - Άστο να κυκλοφορήσει το τραγούδι και θα δούμε.

    Κυκλοφόρησε και μέσα σ' ένα μήνα πούλησε 80-90.000. Χαμός! Νομίζω ότι έγινε πλατινένιος. Θεωρώ ότι ο Κελαϊδής μ' αυτό το τραγούδι άνοιξε το δρόμο σ' όλους τους άλλους να κάνουν αυτό το μοντέρνο λαϊκό τραγούδι.

    Έρωτα Πειρατή” (Βίκυ Χαρίτου, 1994)
    Εδώ μου δώσανε τη μουσική του Κώστα Παπακωνσταντίνου και έγραψα ένα τραγουδάκι για ένα κοριτσάκι. Ήταν ωραία η μουσική, μου άρεσε και έγραψα άμεσα τους στίχους. Βέβαια, ο Μίλτος Καρατζάς ήθελε να κάνω τραγούδια που να απευθύνονται στα παιδιά της Μυκόνου και στα παιδιά της Αράχωβας. Του λέω “θα κάνουμε για τη Μύκονο, αλλά για την Αράχωβα τί να κάνουμε; Ότι πάμε για σκι στην Αράχωβα;”. Τέλος πάντων, του είπα ότι θα κάνω με τον δικό μου τρόπο αυτό το γλυκό τραγουδάκι, που ήταν όντως ωραίο και ευαίσθητο, και το έκανα. Εν συνεχεία μου ζητήσανε να γράψω για τη Μύκονο.

    Νύχτες Στη Μύκονο” (Βίκυ Χαρίτου, 1994)
    Αυτό το τραγούδι ήταν μ' άλλο στίχο, σε δίσκο της Κωνσταντίνας, το 1988 με 1989, που έλεγε “είσαι η κόλαση και ο παράδεισος μαζί”, κάτι τέτοιο. Είχε γράψει ο Παναγιώτης Μαθιέλλης τη μουσική και μου λέει “γράψε για τη Μύκονο πάνω σ' αυτό”. Φαίνεται πως ο Μαθιέλλης είχε στερέψει και δεν μπορούσε να γράψει κάτι. Τον ρώτησα:
    - Να σου δώσω στίχο;
    - Όχι. Θα σου δώσω εγώ τη μουσική αυτή. Στην ίδια μουσική να κάνεις στίχο.
    - Μα η Κωνσταντίνα θα σε κυνηγάει.
    - Όχι, εντάξει, δεν τρέχει τίποτα. Αφού δεν έγινε επιτυχία.

    Και πήραμε το τραγούδι αυτό και βάλαμε άλλο στίχο.

    Ανήκω Σε Μένα” (Γιώργος Μαζωνάκης, 1994)
    Αυτό το τραγούδι έχει γραφτεί την ίδια εποχή που είχα γράψει και το “Πληρώνω”, δηλαδή στα πέτρινα και δύσκολα χρόνια. Είναι κι αυτό βιωματικό, με την έννοια την εξής: ήμουνα κλεισμένος στο σπίτι και επειδή δεν είχα βοήθεια από κανέναν είπα “μην μ' ενοχλείτε”, δηλαδή και να βαράνε τα κουδούνια “εγώ ανήκω σε μένα και στα όνειρά μου, δεν θέλω κανένα μες στη μοναξιά μου”. Έντονα βιωματικό τραγούδι. Το δίνω στον Βαρδή, δεν το έκανε, αν και του άρεσε πάρα πολύ ο στίχος, και κάποια στιγμή ξεκινώ συνεργασία με τον Νίκο Τερζή και κάνουμε τα τραγούδια “Τρεις Το Πρωί”, “Με Τα Μάτια Να Το Λες” και “Ανήκω Σε Μένα”. Τα 'χει μελοποιήσει ο Νίκος και ήταν για γυναικεία φωνή, για την Έλενα Πατρόκλου, πριν τα πει ο Μαζωνάκης, γιατί τα είχαμε γράψει αρχικά για την Καίτη Γαρμπή. Τελικά μάλωσε ο Νίκος με τη Γαρμπή ή με τη SONY και τα τραγούδια πήγανε στον Μαζωνάκη. Με τον Μαζωνάκη έκανα έναν ολοκληρωμένο δίσκο και τα υπόλοιπα ήταν συμμετοχές στους δίσκους του με 4-5 τραγούδια.

    Με τον Μαζωνάκη τί συνέβη και διακόπηκε η συνεργασία σας;
    Δεν ξέρω γιατί δεν ξανάγραψε μαζί μου. Εγώ αν βγάλω τον Μαζωνάκη από την καριέρα μου έχω μία τεράστια καριέρα. Ο Μαζωνάκης αν βγάλει τα τραγούδια μου από την καριέρα του δεν θα του μείνει τίποτα. Και μου λένε όλοι τώρα, ακόμα και ο Λιονάκης ο μαέστρος με πήρε τηλέφωνο, γιατί γράφω δημόσια εναντίον του Γιώργου. Δεν γράφω εναντίον του Γιώργου. Γράφω την πραγματικότητα. Δεν γίνεται στα δημοσιεύματα που υπάρχουν να μιλάνε όλοι ότι σταθμός στην καριέρα του Γιώργου υπήρξε ο Φοίβος. Επειδή έκανε το “Gucci”; Το “Gucci”τού έδωσε και χρήματα και δημοφιλία εκείνη την εποχή, αλλά τα δικά μου τραγούδια, που είναι διαχρονικά και κρατήσανε μέχρι σήμερα 20 χρόνια, του δίνουν μεροκάματο. Αν βγάλει τα τραγούδια μου από το πρόγραμμά του και πει το “Gucci”δεν θα γίνει τίποτα. Αν δεν πει όμως το “Ανήκω Σε Μένα”, θα λείψει στον κόσμο. Αν δεν πει το “Φεύγω Για Μένα” θα του λείπει. Αν δεν πει το “Ζηλεύω”, αν δεν πει “Το Λάθος Μου Το Τελευταίο”, το “Παλιόπαιδο”, το “Τρεις Το Πρωί”, το “Ένα Κενό”, “Το Λουκέτο”, πόσα θα πει; Στον πρώτο του δίσκο, έχω το “Ανήκω Σε Μένα”, το “Τρεις Το Πρωί” και το “Με Τα Μάτια Να Το Λες”, δηλαδή 3 στα 4 τραγούδια μου έγιναν επιτυχίες. Και πηγαίνει στην Μπεκατώρου -η πρώτη εκπομπή που πήγε ήταν στην Μπεκατώρου στο Τηλε Άστυ- και μιλάει για μένα γιατί δεν έχει τι να πει για τον εαυτό του, οπότε σου λέει “θα πω για τον Φαλάρα που είναι μία προσωπικότητα”. Ενώ τώρα δεν λέει τίποτα για τον Φαλάρα γιατί είναι ο ίδιος μια προσωπικότητα. Και καλά κάνει.

    ΜΑΖΩΝΑΚΗΣ - ΦΑΛΑΡΑΣ
    ΜΑΖΩΝΑΚΗΣ - ΦΑΛΑΡΑΣ

    Υπάρχει εξήγηση γι' αυτό;
    Φυσικά υπάρχει. Θεωρεί τον Φαλάρα σαν κάτι παρωχημένο. Θεωρεί ότι τα άτομα με τα οποία συνεργάζεται τώρα, είναι πολύ μπροστά. Δηλαδή έτη φωτός μπροστά. Είναι στον Κρόνο, στον Άρη... κάπου είναι. Ο Φαλάρας πατάει στη γη. Δεν έχω πρόβλημα. Κι όντως έχει κάνει ορισμένα καλά τραγούδια με τους νέους στιχουργούς, εννοώ νέους σε καριέρα γιατί ηλικιακά μπορεί κάποιοι να είναι πιο μεγάλοι από μένα. Αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι εγώ του έκανα τραγούδια που ήτανε γραμμένα με την ψυχή μου. Το παιδί αν θέλει να κάνει πράγματα τα οποία, εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να γράψω... δηλαδή να του γράψω “εγώ αγαπάω αναρχικά” δεν μπορώ γιατί δεν νομίζω να ξέρει τι σημαίνει αναρχισμός. Και έχει κάνει πολλά λάθη και πολλές αποτυχίες. Εγώ σε όποιους δίσκους του έκανα, είχα επιτυχία. Δεν έκανα μία αποτυχία ποτέ. Δεν θα 'πρεπε να με ξανακαλέσει να του κάνω τραγούδια; Και ας αποτύχω. Αφού είναι επιτυχημένος αυτός, δεν πειράζει.

    Μήπως δεν είναι στο χέρι του; Εννοώ μήπως οι συνθέτες, με τους οποίους συνεργάζεται, δουλεύουν με συγκεκριμένους στιχουργούς;
    Τα ξέρω πολύ καλά. Όταν ήταν με τον Φοίβο το ξέρω ότι δεν μπορούσε να συνεργαστεί με μένα. Όμως εδώ και τρεις δίσκους δουλεύει με διάφορους συνθέτες και διάφορους στιχουργούς και το τελικό Ο.Κ. το δίνει αυτός, άσχετα αν γράφει ως παραγωγό τον Καλημέρη όπως και τότε που κάναμε τις επιτυχίες, όμως στην ουσία παραγωγός του ήταν ο Μουρατίδης. Ο Μαζωνάκης έχει 15 συνθέτες. Αν ήθελε, μπορούσε να πει “κάνω με τον Φαλάρα κι εσείς οι συνθέτες θα προσπαθήσετε να γράψετε αυτά τα τραγούδια”. Πολύ απλά. Όπως κάναμε και παλιά και είχαμε τις επιτυχίες.

    Μη Μιλάς Σ' Αγαπώ” (Εύα Κανέλλη, 1994)
    Αυτό το γράψαμε με τον Βασίλη Κελαϊδή. Πολύ ωραίο τραγούδι. Με κάλεσε να τον βοηθήσω να γράψουμε κάποια τραγούδια για την Εύα Κανέλλη. Αυτό γράφτηκε μέσα στο στούντιο. Ο Κελαϊδής είχε έτοιμη την μουσική κι εγώ έγραψα τους στίχους. Γενικά δούλευα ώρες στο στούντιο, βοηθούσα, έλεγα τη γνώμη μου, πέραν τους στίχους που τους έδινα έτσι, σε άλλους συναδέλφους κ.λπ. Έβαλα μέσα στο τραγούδι πολύ κόσμο. Π.χ. εγώ πίεσα τον Γιάννη Καραλή να μπει στο χώρο. Μου έχουνε κάνει προτάσεις να γίνω παραγωγός από την εποχή του 1980 γιατί δούλευα πολλές ώρες μέσα στο στούντιο και μυριζόμουνα το σουξέ. Αλλά δεν ήθελα να γίνω υπάλληλος σ' εταιρία. Ήθελα να 'μαι ελεύθερος.

    Ας Με Λένε Τρελλή” (Άντζελα Δημητρίου, 1994)
    Είναι ο επόμενος δίσκος μετά το “Φταίει Ο Έρωτας”, όπου ο μισός δίσκος είναι να γίνει με συνθέτη τον Τάκη Μπουγά και ο άλλος μισός με τον Βασίλη Κελαϊδή. Πραξικοπηματικά ο Δουλάμης βάζει τρία τραγούδια του Φοίβου, που ακόμα δεν είχε κάνει τίποτα, και με το ζόριμπαίνουνδύο τραγούδια του Κελαϊδή. Ανάμεσα στα τραγούδια που κάνω με τον Μπουγά είναι το “Ας Με Λένε Τρελλή”. Η Άντζελα Δημητρίου ήθελε σαν τρελλή να κάνει το δίσκο κι εγώ γράφω το στίχο “Ας Με Λένε Τρελλή” και της λέω “Σου ταιριάζει γιατί έχεις μια τρέλλα”. Ουσιαστικά το έγραψα για την Άντζελα. Το δίνω στον Μπουγά, το μελοποίησε κι έγινε ένα καλό τραγουδάκι. Δεν είχε βέβαια την επιτυχία του “Φταίει Ο Έρωτας” αλλά παρόλα αυτά ακούστηκε και μάλιστα κυκλοφόρησε και στην Τουρκία με τούρκικο στίχο.

    Οπότε υπήρχε ο αντίστοιχος... Φαλάρογλου στην Τουρκία που έγραψε τους τούρκικους στίχους.
    Ναι! (γέλια) Πολλά τραγούδια μου κυκλοφόρησαν στη Βουλγαρία, την Τουρκία και αλλού. Χαμός. 1500 τραγούδια έχω κάνει, πού να βρούμε άκρη...

    Και Που Σ' Αγαπώ Τι Φταίω” (Κατερίνα Τοπάζη, 1996)
    Αυτό το τραγούδι το κάναμε με τον Νίκο Τερζή, πρώτα ο στίχος και μετά η μουσική. Το στίχο τον είχα γράψει για την Γλυκερία. Αλλά είχε γίνει ο δίσκος της Γλυκερίας και μου λέει ο Φωτιάδης, ο οποίος είχε στην εταιρία του την Τοπάζη, “δεν το δίνεις για την Κατερίνα Τοπάζη;”. Και το δώσαμε σ' αυτήν. Εγώ είχα δώσει το στίχο αρχικά στον Φωτιάδη για να γράψει αυτός τη μουσική. Μου λέει ο Φωτιάδης:
    - Άσ'το. Δωσ' το στον Τερζή να γράψει τη μουσική.

    Δεν Παραδίνομαι” (Γιάννης Σαββιδάκης, 1997)
    Αυτό είναι πολύ ωραίο τραγουδάκι. Στον προηγούμενο δίσκο του Σαββιδάκη είχα κάνει τη “Μαγεμένη Σου Ματιά” (1995) και είπαμε να ξανασυνεργαστούμε. Έτσι, με τον Τάκη Μπουγά κάναμε το “Δεν Παραδίνομαι”. Ο Σαββιδάκης έβαλε χέρι και στο στίχο γιατί ήθελε να “παλεύει” με το στίχο. Είναι καλό τραγούδι. Δεν θυμάμαι πως γράφτηκε, ίσως δεν θέλω να θυμάμαι. Έχω γράψει ένα στίχο που λέει “Δεν θέλω να θυμάμαι όσα δεν μ' αφήνουν να κοιμάμαι”.

    Στην πορεία σας βλέπουμε μία σημαντική αλλαγή ως προς την ποιότητα των τραγουδιστών. Ενώ είχατε συνεργαστεί με τον Γιάννη Πουλόπουλο, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τη Γλυκερία, τον Αντώνη Βαρδή κ.α., τη δεκαετία του 1990 συνεργαστήκατε με την Άντζελα Δημητρίου, τη Βίκυ Χαρίτου, τον Γιώργο Μαζωνάκη, την Κατερίνα Τοπάζη...
    Ναι, έτσι είναι. Αλλά τα έκανα με πολύ αγάπη και είχαν επιτυχία. Και τα έκανα γιατί δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Αν μου ζητούσε τραγούδια ο Πουλόπουλος θα του έγραφα. Πήγα στον Παπακωνσταντίνου αλλά δεν... Έπρεπε λοιπόν να δουλέψω με άλλους τραγουδιστές.

    Το “δεν” τί σημαίνει; Σας έλεγε ας πούμε ο Παπακωνσταντίνου ότι συνεργάζεται με άλλους στιχουργούς ή σας έλεγε να του δώσετε στίχους αλλά τελικά δεν γίνονταν ποτέ τραγούδι;
    Ούτε κι εγώ ξέρω. Πήγαινα τραγούδια αλλά δεν τους ενδιέφερε. Μου λέγανε το γνωστό παραμύθι που λένε οι εταιρείες, και μπορεί να το λένε και σήμερα. Αν με βλέπανε, λέγανε “ωραίοι στίχοι αλλά η μουσική δεν είναι πολύ καλή”. Όταν βλέπανε τον συνθέτη, λέγανε “ωραία η μουσική αλλά οι στίχοι δεν...”. Αν σ' ενδιαφέρει ένα τραγούδι κι είναι πολύ καλό λες ότι θα το κάνω με άλλο στίχο ή τον στίχο αυτό θα τον κάνω με άλλη μουσική. Εκεί πέρα, μέσα στην πληθώρα, χάθηκαν και πολύ ωραία τραγούδια. Αυτό φάνηκε κι από γνωστούς συνθέτες με τους οποίους έχω συζητήσει, που μετά από 15 χρόνια βγάλανε κάποια τραγούδια, όπως έκανε ο Σπανός με το “Ρίξε Στο Κορμί Μου Σπίρτο”, το οποίο είχε άλλο στίχο και όταν τον άλλαξε έγινε επιτυχία. Ήταν μία ανέλπιστη επιτυχία, που ούτε ο ίδιος την περίμενε αλλά ούτε κι αυτοί στη Minos. Είχανε κάνει το δίσκο της Κατερίνας Κούκα και δεν το πιστεύανε το τραγούδι. Τέτοια παραδείγματα έχω κι εγώ. Το 1997 είχα γράψει το “Ζηλεύω” για τον Μαζωνάκη. Κανείς δεν το πίστευε το τραγούδι. Ο μόνος που το πίστευε ήμουν εγώ. Τώρα μπορεί κάποιοι να θέλουνε να μ' έχουνε έξω από το κύκλωμα αλλά ευθύνομαι κι εγώ από τη στιγμή που πέθανε ο πατέρας μου, πέθανε η μητέρα μου, και είπα “Όχι” στον εαυτό μου. Αλλά δεν μ' αρέσει κι αυτή η μαλακία που γίνεται. Οπότε δεν φταίει κανείς άλλος. Δηλαδή, αυτό που ακούω συχνά που λένε “α, το κύκλωμα, α, το έτσι”, απλά συμβαίνει. Αλλά, ας πάρουμε έναν νέο άνθρωπο, ένα ταλέντο ποτέ δεν πάει χαμένο. Αν επιμένει θα τον βρει τον δρόμο του.

    Για ποιο στίχο σας είστε πιο πολύ περήφανος;
    Για το “Με Τον Μπομπ Ντίλαν”και το “Δεν Είχα Δύναμη”. Κι ένα άλλο τραγούδι που έχω κάνει με τον Μάριο Τόκα και λέγεται “Άλλος Ο Θεός Του Κόσμου”, ένα ζεϊμπέκικο που δεν ακούστηκε ιδιαίτερα και που τραγούδησε ο Πασχάλης Τερζής το 2001. Επίσης το “Πληρώνω”. Θεωρώ ότι αυτοί είναι οι πολύ καλοί στίχοι μου.

    Ποιό στίχο άλλου στιχουργού ζηλέψατε;
    Έχω ζηλέψει το “Όλα Σε Θυμίζουν” του Μανώλη Ρασούλη, το “Άγαλμα” του Λευτέρη Παπαδόπουλου, γενικά του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Μάνου Ελευθερίου, του Μανώλη Ρασούλη, της Λίνας Νικολακοπούλου...

    Από τους νέους στιχουργούς ποιόν ξεχωρίζετε;
    Βλέπω την περίπτωση του Νίκου Μωραΐτη. Ξεκίνησε το παιδί σε ηλικία μικρή, έκανε κάποια πράγματα που δεν είχαν επιτυχία, αλλά αυτή τη στιγμή, για μένα, ο Μωραΐτης είναι ο πιο ταλαντούχος στιχουργός που έχει βγει τα τελευταία χρόνια. Πολύ μεγάλο ταλέντο. Δεν ξέρω στην πορεία τι θα κάνει ο άνθρωπος αλλά θεωρώ ότι είναι μεγάλο ταλέντο. Δηλαδή άμα γράψει και λαϊκά τραγούδια, γιατί για να γράψεις λαϊκά τραγούδια πρέπει να περάσεις τα 40. Να 'χεις ζήσει κάποιες καταστάσεις. Δεν γίνεται να γράψεις ζεϊμπέκικο και να 'σαι 20 χρονών. Πρέπει να είσαι η ταλεντάρα και να έχεις τις φοβερές εμπειρίες. Αν γράψει ο Μωραΐτης και λαϊκά τραγούδια που να μείνουνε, σαν αυτά τα ωραία τα μοντέρνα που γράφει, πιστεύω ότι θα κάνει μεγάλη καριέρα. Όλοι οι άλλοι είναι μία από τα ίδια νομίζω και λέω “νομίζω” γιατί μπορεί να αδικώ κάποιον. Όλη η Ελλάδα γράφει και όλοι θεωρούν ότι είναι οι καλύτεροι. Δεν γίνεται. Θέλει πολύ δουλειά.

    Με ρωτούν “γιατί δεν γράφεις;”. Γιατί να γράψω; Γράφω για την πάρτη μου κάποια πράγματα. Αν αύριο μου πει κάποιος “θέλουμε να κάνεις ένα δίσκο για το Μαζωνάκη ή για το Ρέμο”, θα καθήσω μέχρι το βράδυ και θα γράφω. Και θα κάνω τα καλύτερα γιατί η ψυχολογία μου θα είναι διαφορετική. Δεν θα είμαι πεσμένος. Αλλά ίσως με θεωρούν παρωχημένο. Μπορεί. Δεν ξέρω. Παρόλο που τα τραγούδια μου ακούγονται μέχρι σήμερα και όλοι βγάζουν λεφτά από αυτά. Δεν είναι αρκετά χρόνια πίσω που έκανα σουξέ. Έκανα και με τον Καραφώτη το “Δεν Θα Μείνω” (2006) -και εύχομαι να μείνει το παιδί και να μην είναι συμβολικό το τραγούδι.

    Με ποιον συνθέτη ή τραγουδιστή θα θέλατε να συνεργαστείτε αλλά δεν έτυχε ποτέ;
    Το 1975 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος μ' είχε στείλει στον Μάνο Λοΐζο. Πολύ ωραίος τύπος ο Λοΐζος, συζητούσαμε, είχε πάρει στίχους και μου είπε “Έχω κάποιες υποχρεώσεις με άλλους στιχουργούς αλλά κάποια στιγμή θα συνεργαστούμε”. Και σίγουρα θα συνεργαζόμασταν αν δεν είχε πεθάνει τόσο νωρίς. Ήτανε πολύ ωραίος τύπος. Έχω κάνει και demo με την Αλεξίου αλλά πρέπει να γράψω ειδικό βιβλίο για την ιστορία με την Αλεξίου και το τι έγινε με τον Μάτσα. Ο δίσκος της Αλεξίου “Ξημερώνει” (1980) ήταν να γίνει όλος με δικούς μου στίχους. Το “Φεύγω” εγώ ξεκίνησα να το κάνω τραγούδι και το συνέχισαν ο Αντώνης Βαρδής με την Αλεξίου. Ο Αντώνης είχε γράψει κάποιους πρόχειρους στίχους που έλεγαν “κάποτε ήμουν γυμνός σαν το χορτάρι”. Άλλα αντ' άλλων.

    Έχετε μετανιώσει για κάποια συνεργασία σας;
    Όλα καλά, περασμένα-ξεχασμένα για τις συνεργασίες που με στενοχώρησαν.

    Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη σελίδα του Πάνου Φαλάρα στο Facebook

    1984. ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΚΑΛΔΑΡΑ,ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ,ΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ Δ.ΚΑΠΡΑΝΟ
    1984. ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΚΑΛΔΑΡΑ,ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ,ΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ Δ.ΚΑΠΡΑΝΟ
    1992. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΣΚΟΥ ΤΗΣ ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ
    1992. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΣΚΟΥ ΤΗΣ ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ
    ΜΑΖΩΝΑΚΗΣ - ΦΑΛΑΡΑΣ
    ΜΑΖΩΝΑΚΗΣ - ΦΑΛΑΡΑΣ
    ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ
    ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ
    ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΣΧΑΛΗ ΤΕΡΖΗ
    ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΣΧΑΛΗ ΤΕΡΖΗ
    Πάνος Φαλάρας - Συνέντευξη
    Πάνος Φαλάρας - Συνέντευξη
    ΜΕ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΡΙΟ, ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΚΑΛΔΑΡΑ
    ΜΕ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΡΙΟ, ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΚΑΛΔΑΡΑ
    AΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ, ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΝΟΣ ΦΑΛΑΡΑΣ, ΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΚΑΛΙΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΜΟΙΡΑΣ ΚΑΙ ΙΩΝ ΣΤΑΜΠΟΥΛΗΣ. ΠΙΣΩ Ο ΗΧΟΛΗΠΤΗΣ ΜΠΑΜΠΗΣ ΜΠΙΡΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΤΟΥΜΟΣ. ΜΠΡΟΣΤΑ ΚΑΘΙΣΤΟΣ Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ.
    AΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ, ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΝΟΣ ΦΑΛΑΡΑΣ, ΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΚΑΛΙΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΡΟΜΟΙΡΑΣ ΚΑΙ ΙΩΝ ΣΤΑΜΠΟΥΛΗΣ. ΠΙΣΩ Ο ΗΧΟΛΗΠΤΗΣ ΜΠΑΜΠΗΣ ΜΠΙΡΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΤΟΥΜΟΣ. ΜΠΡΟΣΤΑ ΚΑΘΙΣΤΟΣ Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ.
    ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΚΟΤΑ
    ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΚΟΤΑ
    ΣΕ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΣΚΟΥ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΟΡΚΟΛΗ
    ΣΕ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΣΚΟΥ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΟΡΚΟΛΗ
    ΜΕ ΚΑΡΡΑ, ΚΕΛΑΙΔΗ
    ΜΕ ΚΑΡΡΑ, ΚΕΛΑΙΔΗ
    1994.H ΠΡΟΚΡΙΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΕ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΔΟΥΛΑΜΗΣ,ΑΚΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΩΤΙΑ ΤΣΩΤΟΥ. ΠΙΟ ΠΙΣΩ: ΛΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΜΑΡΙΟΣ ΤΟΚΑΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΓΡΑΨΑΣ,ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟΣ,  ΣΑΣΑ ΜΑΝΕΤΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΙΜΙΖΑΚΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΗΣ, ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
    1994.H ΠΡΟΚΡΙΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΕ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΔΟΥΛΑΜΗΣ,ΑΚΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΩΤΙΑ ΤΣΩΤΟΥ. ΠΙΟ ΠΙΣΩ: ΛΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΜΑΡΙΟΣ ΤΟΚΑΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΓΡΑΨΑΣ,ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟΣ, ΣΑΣΑ ΜΑΝΕΤΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΙΜΙΖΑΚΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΗΣ, ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
    1984. ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ
    1984. ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #27870   /   23.09.2013, 10:10   /   Αναφορά

    Όπως πάντα οι συνεντεύξεις του Κωνσταντίνου πλουμιστές, συνταιριάζοντας τις ανθρώπινες με τις επαγγελματικές ιστορίες.


    Υποκειμενικά μιλώντας θα διαφωνήσω κάθετα με τον χαρακτηρισμό «κι ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς της ελληνικής δισκογραφίας». Κρατώ και μένω στο «στιχουργός»  ελαφρολαικών τραγουδιών με μερικές έντεχνες πινελιές στα πρώτα χρόνια. Ως εκεί. Προς τιμή του βεβαίως, μιλά ξεκάθαρα για το ρόλο του χρήματος στις επιλογές του οπότε κάθε επιπλέον σχόλιο περισσεύει...


     


    * Μια διόρθωση: Τη Νέα Εστία δεν την ίδρυσε ο Ξενόπουλος, ήταν ο πρώτος διευθυντής της.


    * Μια ατυχής σύγκριση: «το τραγουδούσε ο Θέμης Ανδρεάδης, ο  οποίος ήταν ο Σάκης Ρουβάς της εποχής  εκείνης»


     

    #27873   /   23.09.2013, 19:46   /   Αναφορά

    Όντως ατυχής η σύγκριση του Θέμη με τον Ρουβά. Καμία σχέση απολύτως. 

    #27875   /   24.09.2013, 10:36   /   Αναφορά

    Άλλη μια συνέντευξη επαγγελματικού επιπέδου και ουσιαστική. Πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, παρακολουθώντας στα πλαίσια της φασολάδας που βέβαια είναι ιερή πέρα απο λαϊκισμούς, την πορεία ενός ανθρώπου απο τον Μπομπ Ντύλαν στο βιομηχανοποιημένο τραγούδι.


    Πολλά ++++

    Administrator
    #27876   /   24.09.2013, 17:28   /   Αναφορά

    Μπράβο Κωνσταντίνε, πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, με ιστορικά στοιχεία, που αποκαλύπτει πως μπορεί να σκέφτεται ένας "εμπορικός" καλλιτέχνης. Η λέξη "χρήματα" άλλωστε αναφέρεται πάμπολες φορές, όπως παρατήρησε και ο Σπύρος πιο πάνω.


    Αυτή την εμπορικότητα νομίζω ήθελε να τονίσει και ο Κωνσταντίνος στην εισαγωγή του με την αναφορά "σημαντικός".


    Για μένα πάντως ήταν και ιδιαίτερα τυχερός που κατάφερε και έκανε τόσες επιτυχίες, με στίχους που δεν έχουν καμία "ποιητικότητα", αν είναι σωστή η χρήση αυτής της λέξης.


    Πόσα χρήματα να έδωσε άραγε η SONY για το παρακάτω;



    Όταν κοιτάζω τα μάτια σου, πόσο με καίνε,
    κι όμως μια λέξη τα χείλη σου ούτε μου λένε.

    Πίνω, καπνίζω, φεύγω, γυρίζω,
    μου φταίει ό,τι αγγίζω.

    Φταίει ο έρωτας
    για ό,τι μου συμβαίνει.
    Φταίει ο έρωτας
    που ακόμα με τρελαίνει.