ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Συνέντευξη Γιώργου Χατζηνάσιου στο MusicHeaven!

    O Γιώργος Χατζηνάσιος αφηγείται τις ιστορίες που κρύβουν τα τραγούδια του!

    Συνέντευξη Γιώργου Χατζηνάσιου στο MusicHeaven!

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    230 άρθρα στο MusicHeaven
    Τρίτη 04 Ιούλ 2023

    Τον λένε Γιώργο και ο τρόπος που τον αγάπησε το κοινό μεγάλος. Δεν ήταν μια παρένθεση και μόνο. Άνοιξε το παράθυρο της ελληνικής δισκογραφίας και στόλισε το ελληνικό τραγούδι με βασιλικό, γιαρέμ και δυόσμο. Κάναμε μάθημα σολφέζ, μάθαμε και τον έρωτα, ζητήσαμε συγνώμη που αγαπήσαμε πολύ και που τα θέλαμε μονά-ζυγά δικά μας, πήραμε τον ηλεκτρικό, ξενυχτήσαμε στην πόρτα και διαβάσαμε στα γαλάζια γράμματα την ενδεκάτη εντολή, πριν χτυπήσουν το κορμί μας 220 Volt και αναρωτηθούμε "Τι να πούμε τι" για τον Γιώργο Χατζηνάσιο που δεν έχει ειπωθεί ήδη; Πώς να παρουσιάσεις έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες της ελληνικής δισκογραφίας, με έργο τόσο πλούσιο και αναγνωρισμένο;

    Προσωπικά, η εκτίμηση και ο σεβασμός που είχα στο έργο και στο πρόσωπό του επιβεβαιώθηκαν και με το παραπάνω με το πέρας αυτής της απολαυστικής συνέντευξης που μου έδωσε ο σπουδαίος Γιώργος Χατζηνάσιος. Και, πιστέψτε με, δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι τυγχάνει να έχουμε κοινές ρίζες καθότι αμφότεροι γεννηθήκαμε στη Θεσσαλονίκη κι έχουμε καταγωγή από τη Νιγρίτα. Έχει να κάνει με την ποιότητα του ανθρώπου πίσω από τον συνθέτη. Με εξαιρετική ταπεινότητα και χιούμορ, έδωσε αυτήν τη μοναδικά ανθρώπινη και διαφορετική συνέντευξη, που όταν τη διαβάσετε θα καταλάβετε ότι ο χαρακτηρισμός που έδωσα δεν είναι καθόλου υπερβολικός...

    Γιώργος Χατζηνάσιος: Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1942. Ο πατέρας μου ήταν από τη Νιγρίτα Σερρών και η μητέρα μου από τη Γαλάτιστα της Χαλκιδικής. Από την ξαδέλφη μου έμαθα ότι οι πρόγονοί μας ήταν μετοικήσαντες από τη Ραψάνη της Θεσσαλίας που πήγαν στη Νιγρίτα. Τώρα η ράτσα από που προέρχεται, δεν ξέρω. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και η μητέρα μου… ηρωίδα! Τρία παιδιά που ασχολούνταν με τη μουσική και ο πατέρας μου τέσσερις, όλη μέρα να κοπανιούνται εκεί πέρα και να τα υπομένει η μάνα μου χωρίς καμιά διαμαρτυρία! Η ξαδέλφη μου στη Θεσσαλονίκη, μου είπε να ψάξω την ιστορία και τον πολιτισμό της Νιγρίτας και το έψαξα. Ο πατέρας μου είχε οργανώσει τη χορωδία της Νιγρίτας. Ήταν ο πρώτος που είχε την ιδέα να συγκροτηθεί μία τέτοια χορωδία εκεί. Ο μπαμπάς έπαιζε σε big band ορχήστρες και παρέδιδε και μαθήματα μουσικής. Έπαιζε όλα τα πνευστά όργανα, κιθάρα και τύμπανα. Πιάνο δεν έπαιζε καθόλου. Γι’ αυτό κι εμένα, όταν ήμουν πολύ μικρός, 5-6 χρονών, μου έβαλε ένα δίλημμα. Τι να μάθω; Πιάνο ή βιολί; Εν τω μεταξύ, επειδή ερχόντουσαν κάτι συνάδελφοι του πατέρα μου που έπαιζαν σε ορχήστρες, οι βιολιστές είχαν ένα σημάδι στο λαιμό, εδώ που ακουμπάει το βιολί, κι ήταν ένα μελανό πράγμα που ήταν αποκρουστικό για τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Και είπα:
    - Μπαμπά, σε παρακαλώ, δεν θέλω βιολί και να βγάλω αυτό το σημάδι που έχουν οι βιολιστές. Να με βάλεις στο πιάνο.
    Κι έτσι, λοιπόν, διάλεξα το πιάνο.

    Πώς και δεν σας παρότρυνε να ασχοληθείτε με τα πνευστά;
    Γ.Χ.: Ο πατέρας μου ήταν καπνιστής, όπως όλοι τότε, κι είχε πάθει κάτι σαν αδυναμία των πνευμόνων και δεν μπορούσε να φυσάει σε μεγάλες διάρκειες, γι’ αυτό και μετά ασχολήθηκε με τη διδασκαλία. Επομένως, για να μην πάθω κάτι, με προφύλαξε, γι’ αυτό και δεν μου πρότεινε τα πνευστά. Η κιθάρα, από την άλλη, δεν είναι ένα όργανο το οποίο μπορεί να ανταγωνιστεί το πιάνο. Το πιάνο είναι ένα πλούσιο όργανο και πολύ πιο διαδεδομένο από την κιθάρα. Έχω μια φωτογραφία του πατέρα μου με μία συμφωνική Jazz, όπως ήταν στην Αμερική οι μεγάλες ορχήστρες, με σμόκιν και μεγάλη φαντασμαγορική ορχήστρα.

    Εντυπωσιάστηκα σαν παιδάκι βλέποντας αυτήν τη φωτογραφία. Είπα: «Παναγία μου, να έπαιζα κι εγώ σε μία τέτοια ορχήστρα!». Στα 18 μου κατέβηκα στην Αθήνα με τον Πάνο Γαβαλά. Με ενδιέφερε να έρθω οπωσδήποτε, με οποιονδήποτε τρόπο. Εγώ ήμουνα της κλασικής μουσικής και της τζαζ, δεν ήμουνα για τα μπουζούκια, αλλά για μένα ήταν όχημα αυτό για να μπορέσω να έχω και μία βάση οικονομική, να μην πάω ξεκάρφωτα, ας πούμε, σε μία άλλη πόλη, στην πρωτεύουσα, χωρίς να έχω κάποια στήριξη οικονομική. Ήταν ευκαιρία και κατέβηκα. Δεν δούλεψε καλά το μαγαζί εκείνο και μετά από μια εβδομάδα έκλεισε, αλλά με ακούσανε κάποιοι μουσικοί του Μουζάκη, που ήταν στη Νεράιδα κι έτσι με πήρανε στην ορχήστρα. Τότε η γενιά η δικιά μας δεν είχε τη δυνατότητα της επιλογής. Μπορεί και τώρα να συμβαίνει αυτό, αλλά όλοι οι πατεράδες έκαναν τα παιδιά τους ό,τι ήταν οι ίδιοι. Αν ήταν ξυλουργός, το παιδί γινόταν ξυλουργός. Αν ήταν γιατρός, γιατρός. Δικηγόρος, δικηγόρος. Μουσικός, μουσικός. Δεν υπήρχε θέμα! 

    Σας βοήθησε καθόλου ο πατέρας σας;
    Γ.Χ.: Ο μπαμπάς μου; Πάρα πολύ! Και στο feeling της Jazz, ας πούμε, μ’ έπιανε από τους ώμους για να κουνιέμαι κιόλας όταν παίζω ένα ρυθμικό κομμάτι. Στο πιάνο έπαιζα κλασικά και μαθαίναμε στο ωδείο να παίζουμε πιάνο όπως οι πιανίστες της κλασικής μουσικής, χωρίς να κουνιόμαστε ποτέ. Εγώ έτσι έπαιζα και την Jazz. «Όχι!», και μ’ έπιανε από τους ώμους και φώναζε «Πάμε!». Αυτή η αίσθηση της κίνησης μεταβιβάζεται και στην ερμηνεία της μουσικής.      

     

    ΚΡΙΜΑ ΤΟ ΜΠΟΙ ΣΟΥ – Μαρινέλλα
    (1970, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Σέβη Τηλιακού)

    Γ.Χ.: Ο σύζυγος της Σέβης Τηλιακού ήταν ο Σπύρος Ράλλης, παραγωγός. Όταν κάναμε δισκογραφικές παραγωγές όπου εγώ έπαιζα για λογαριασμό άλλων συνθετών, σαν πιανίστας στις ηχογραφήσεις, είχαν παρατηρήσει ότι κάποιοι συνθέτες που είχαν δυσκολίες σε κάποιες μουσικές, με πλησιάζανε και μου λέγανε «Γιωργάκη, τι να κάνουμε εδώ πέρα για φινάλε; Πώς το ακούς;». Ε, τους έλεγα εγώ «να κάνουμε αυτό», «Α, ωραία!». Άλλος «πώς ν’ αρχίσουμε, να βάλουμε μια εισαγωγή, Γιωργάκη μου;». Καθόμουνα και δούλευα για λογαριασμό των άλλων. Οπότε, κάποια στιγμή, με πλησιάζει ο Ράλλης και μου λέει:
    - Βρε Γιώργο, γιατί κάθεσαι και σ’ εκμεταλλεύονται οι άλλοι; Γιατί δεν κάθεσαι να γράψεις εσύ δικά σου κομμάτια;
    - Δεν το ‘χω σκεφτεί, αλλά ούτε και στίχους έχω…
    - Άστο, θα σου δώσω εγώ της γυναίκας μου!
    Κι έτσι άρχισε η ιστορία και μπήκα στη σύνθεση. Εγώ δεν είχα αντιληφθεί ότι είχα φλέβα συνθετική. Δεν με απασχολούσε εμένα αυτό το πράγμα.

    Παρ’ όλα αυτά, ένα «ψαγμένο» αυτί μπορεί να καταλάβει ότι πίσω από τα μπουζούκια κρύβεται ένα Jazz τραγούδι.
    Γ.Χ.: Το τι τράβηξα από τους μπουζουξήδες… Οι οποίοι το ευχαριστηθήκανε τελικά! Μου λέγανε «Α! Παίζουμε και κάτι διαφορετικό!». Είναι αυτή η εισαγωγή που έχει αντιχρονισμούς. Όλα στον αέρα είναι! Αλλά ήθελα να μην πάω στην πεπατημένη. Αφού άρχιζα μία καινούργια καριέρα, σκοπός ήταν να μην πάω σε αυτά που υπήρχανε πριν, αλλά να κάνω μία υπέρβαση, που λένε, μουσική. Κι αυτό μ’ ακολούθησε και σ’ άλλους δρόμους αργότερα και πρόσεχα την ενορχήστρωση πάρα πολύ.

    Το τραγούδι γράφτηκε για την ομώνυμη ταινία όπου και ακούγεται;
    Γ.Χ.: Όχι. Δεν είναι γραμμένο για την ταινία. Επειδή έγινε επιτυχία βάλανε το τραγούδι, καταργήσανε τον τίτλο της ταινίας που είχανε προβλέψει και βάλανε το «Κρίμα Το Μπόι Σου». Η ταινία έχει μουσική Κατσαρού. Με ρωτήσανε και τους είπα:
    - Πάρτε το. Δεν πειράζει. Μόνο βάλτε το όνομά μου, μην το μπερδέψουνε και νομίζουν ότι είναι του Κατσαρού! 
    (γέλια)

    Είχατε κάποια επιρροή, μελετούσατε -ας πούμε- κάποιους συγκεκριμένους συνθέτες ή ενορχηστρωτές;
    Γ.Χ.: Όχι, όχι. Ανακάλυψα ότι για μένα η γιορτή της μουσικής δεν ήταν η σύνθεση του τραγουδιού, την οποία μοιραζόμουνα μ’ ένα άλλο είδος τέχνης που είναι ο λόγος. Η γιορτή για μένα ήταν η ενορχήστρωση του τραγουδιού που έκανα. Αυτό διασκέδαζα, όχι τη σύνθεση. Πάντα έπαιρνα υπόψη μου και τι έλεγαν οι στίχοι, προκειμένου να δημιουργήσω μια αίσθηση ενορχηστρωτική.

    ΑΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ ΦΙΛΑ ΣΤΑΥΡΟ – Δήμητρα Γαλάνη
    (1972, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιάννης Λογοθέτης)

    Γ.Χ.: Ήταν διασκεδαστικός ο Γιάννης Λογοθέτης. Ήμασταν και πολύ κολλητοί φίλοι τότε. Συνεργαζόμασταν γιατί ήταν γελοιογράφος κι ήταν πολύ παραστατικός και γλαφυρός στα στιχάκια του. Νόμιζες ότι έβλεπες video clip. Αυτό με διευκόλυνε πάρα πολύ στο να μεταφράσω τα λόγια του σε μουσική. Δεν κάναμε πολλές δουλειές, κάναμε έναν δίσκο νομίζω, με τη Γαλάνη και τον Μητσιά. «Έχει Ο Θεός» λεγόταν. Κάναμε παρέα, πηγαίναμε κανένα ταβερνάκι με τις γυναίκες μας, πίναμε κάνα κρασάκι…

    ΑΦΙΛΟΤΙΜΗ – Στράτος Διονυσίου [σ.σ. γεννηθείς στη Νιγρίτα]
    (1972, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Τάσος Οικονόμου)

    Γ.Χ.: Νομίζω ότι για πολλά χρόνια ήταν το μοναδικό γρήγορο κομμάτι που είπε ο Διονυσίου. Έλεγε συνέχεια ζεϊμπέκικα, χασάπικα, καμηλιέρικα… αλλά κάτι «γιορταστικό» για να τραγουδήσεις, να χορέψεις και να κάνεις παλαμάκια, δεν είχε για πολλά χρόνια. Μετά από μένα και μετά από χρόνια, νομίζω ότι είπε ένα τσιφτετέλι. Τον «Σαλονικιό» νομίζω. Αλλά αυτό δεν το είχα συνειδητοποιήσει όταν έγραφα το τραγούδι. Δεν είχα παρακολουθήσει το ιστορικό του Διονυσίου. Απλούστατα ήθελα να δώσω μία σατιρική άποψη στους στίχους, δεν ήθελα να δώσω δραματική χροιά, να το κάνω δηλαδή αργό. Το έκανα περιπαικτικό το κομμάτι και με μια ωραία εισαγωγή. Αυτοσαρκάζεται. «Ήμουνα μοναχοπαίδι, ήμουνα μοναχογιός, κι έχω γίνει ψυχοπαίδι, κι έχω γίνει παραγιός». Δηλαδή, μ’ έχεις καταντήσει…δράμα! Από Νιγρίτα, Δράμα! (πολλά γέλια) Δεν κάναμε πολλά κομμάτια με τον Διονυσίου, ήταν μικρά δισκάκια τα οποία τα εντάξαμε σ’ έναν μεγάλο δίσκο, «4,5,3» ήταν ο τίτλος του, και τα νούμερα αυτά αντιστοιχούσαν στα τραγούδια που έλεγε κάθε τραγουδιστής. Το 3 ήταν του Διονυσίου. Η «Αφιλότιμη» και δύο ζεϊμπέκικα. Η «Αφιλότιμη» έχει σηματοδοτήσει την καριέρα του Διονυσίου γιατί πραγματικά δεν υπήρχε πρόγραμμα που να μην είχε το τραγούδι μέσα. Την είχε κι ανάγκη λόγω του ρυθμού που είπα πριν. Απ’ τη δικιά μου μεριά, επειδή ήταν από τα πρώτα μου δισκάκια κι υπήρχε τότε η μόδα των juke box, θυμάμαι ότι πήγαινα σε περιβάλλοντα που δεν με ξέρανε καθόλου -δεν είχα βγει ακόμα στο προσκήνιο- κι έβαζα ένα ταλιράκι για να παίξει και να τ’ ακούει ο κόσμος. Και καθόμουν κι έκανα το κορόιδο κι έβλεπα τις αντιδράσεις. (γέλια) Αυτό θυμάμαι από την «Αφιλότιμη»!  

    ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ – Δήμητρα Γαλάνη
    (1972, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Χρήστος Στίππας)

    Γ.Χ.: Επειδή κάναμε τον δίσκο «4,5,3», είχα κάποια από τα δισκάκια τα μικρά και συμπλήρωσα κάποια κομμάτια για να γίνουν 12 -έτσι ήταν τότε οι δίσκοι Long Play- και μέσα στο συμπλήρωμα αυτό ήταν το «Ήταν Μια Φορά Κι Έναν Καιρό». Γράφτηκε ειδικά για να μπει στο «4,5,3». Αυτό είναι ένα τραγούδι του Χρήστου Στίππα, που νομίζω ότι είναι το μοναδικό κομμάτι που έγραψε. Δεν έγραψε τίποτε άλλο ή, αν έγραψε, δεν ακούστηκε κάποιο άλλο. Ο Στίππας ήταν ηθοποιός και με πλησίασε και από αυτά που μου έδειξε, βρήκα ένα. Μάλιστα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, μετά από κάποια χρόνια, μου είπε:
    - Ένα κομμάτι έχω ζηλέψει από αυτά που έχεις γράψει, το «Ήταν Μια Φορά Κι Έναν Καιρό». Είναι σπουδαίος στίχος.
    Του το είπα του Χρήστου τότε, ζούσε ακόμα, και ενθουσιάστηκε. Πάντοτε το παίζω στις συναυλίες μου και όταν φτάνω στο ρεφρέν όλος ο κόσμος τραγουδάει: «Τι να λησμονήσω, τι να θυμηθώ, ήταν μια φορά κι έναν καιρό». Κλασικό κομμάτι.  

    ΜΙΑ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟ – Σταμάτης Κόκοτας
    (1972, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Νίκος Βρεττός)

    Γ.Χ.: Είναι ένα τραγούδι που τραγουδήθηκε πάρα πολύ από τον κόσμο και τότε, στη Βόρεια Εύβοια όπου είχα πάει με τα παιδάκια μου, σ’ ένα εξοχικό που είχα φτιάξει, θυμάμαι πόσο το τραγουδάγανε παντού εκείνο το καλοκαίρι. «Μια παρένθεση και μόνο μέσα στον δικό σου δρόμο…». Αλλά αυτό το κομμάτι είχε την ιδιαιτερότητα στις εμφανίσεις του Κόκοτα να παίζεται πρώτο. Μ’ αυτό έκανε έναρξη. Μέσα σε τόσα αριστουργήματα και άλλα κομμάτια πολύ όμορφα, έμπαινε η εισαγωγή με την ορχήστρα κι εμφανιζόταν ο Κόκοτας κι ήταν τρομερό. Τέτοια αγάπη είχε, που ούτε εγώ δεν το περίμενα ότι θα έκανε τέτοια επιλογή ανάμεσα σε τόσα θαυμάσια κομμάτια που έχει πει. Αλλά αυτό τού πήγαινε στην ψυχούλα του πάρα πολύ.

     

    ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΩ – Γιάννης Πάριος
    (1972, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Κώστας Ρουβινέτης)

    Γ.Χ.: Την ίδια εποχή είναι κι αυτό. Ήμουνα τότε με συμβόλαιο αποκλειστικότητας στην Columbia για δύο χρόνια και είχα κάνει το τραγούδι αυτό με τον Κωστή Χρήστου. Τον είχα παντρέψει κιόλας κι ήμασταν φιλαράκια. Αλλά η εταιρεία δεν το υποστήριξε, δυστυχώς, το κομμάτι με τον Κωστή Χρήστου. Το άκουσε όμως ένας παραγωγός, πιθανότατα κι ο ίδιος ο διευθυντής της Minos, και το δώσανε στον Πάριο. Πήραν την άδεια από την ΑΕΠΙ και το κάνανε σε δεύτερη εκτέλεση με ενορχήστρωση του Κλάββα, γιατί εγώ δεν μπορούσα να το κάνω λόγω του συμβολαίου μου σε άλλη εταιρεία. Αυτό είναι ένας από τους «εθνικούς ύμνους» του Πάριου. Κι εγώ στις συναυλίες μου λέω στον κόσμο:
    - Και τώρα, θα πει την πρώτη λέξη ο τραγουδιστής και μετά ξέρω ότι δεν θα τον αφήσετε!
    «Μου λες να κρατήσω…» και τελείωσε! Τραγουδάνε όλοι μαζί μέχρι το τέλος! (γέλια)

     

    ΒΡΕ ΠΩΣ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ – Δήμητρα Γαλάνη
    (1973, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιάννης Λογοθέτης)

    Γ.Χ.: Αυτό είναι μια διασκευή του «Für Elize» του Beethoven. Κανείς δεν το ξέρει βέβαια. Δεν το ‘χω κλέψει γιατί έχω βάλει αστεράκι από κάτω, που λέω στον δίσκο ότι είναι διασκευή (γέλια). Αυτό ακούστηκε πολύ στα ραδιόφωνα.

    ΗΛΙΕ ΜΗΝ ΚΟΙΤΑΣ – Δήμητρα Γαλάνη
    (1973, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Ντίνος Δημόπουλος)

    Γ.Χ.: Αυτό είναι ένα κομμάτι που αγάπησε η Μαρία, η γυναίκα μου, πάρα πολύ. «Και που να γείρω, που να κρατηθώ…». Αυτό μπήκε στους τίτλους μίας ταινίας της Finos Films, «Ο Βάλτος». Το τραγούδι γράφτηκε για την ταινία και τους στίχους τούς έγραψε ο σκηνοθέτης. Ήθελε να του γράψω ένα κομμάτι για τους τίτλους. Μου έδωσε τους στίχους και μου είπε:
    - Αν μπορείς, Γιωργάκη, γράψε μια μουσική να το βάλουμε στους τίτλους

     

    ΜΕ ΛΕΝΕ ΓΙΩΡΓΟ – Μανώλης Μητσιάς
    (1973, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιώργος Κανελλόπουλος)

    Γ.Χ.: Και μένα! (γέλια) Η ιστορία είναι ότι με πήρε ένας άγνωστος στο τηλέφωνο, το σηκώνω και λέω:
    - Ναι;
    Και, αντί να μου πει «τον κύριο Χατζηνάσιο», ακούω μια φωνή:
    - Με λένε Γιώργο και ποτέ δεν τραγουδάω για της αγάπης τον γλυκόπικρο καημό. Δεν έχω μάθει μαργαρίτες να μαδάω, δεν περιμένω κανενός τον γυρισμό.
    Λέω:
    - Ποιος είναι;
    - Είμαι ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη και γράφω στίχους και πήρα να σας ζητήσω να συναντηθούμε για να διαβάσετε κάποια πράγματα.
    - Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Ειδικά το κομμάτι «Δεν έχω μάθει μαργαρίτες να μαδάω». Μπράβο! Έλα!
    Κι από τότε συνεργαστήκαμε και κάναμε πολύ μεγάλες επιτυχίες. Δεν είχε πάει φαντάρος ακόμα. Εγώ δεν είμαι από αυτούς που κρύβονται. Εγώ σηκώνω τα τηλέφωνα. Όπως όταν με πήρες κι εσύ και μιλήσαμε. Είναι άλλοι που έχουν εκπροσώπους να μιλάνε. Εγώ δεν ήμουν τέτοια βεντέτα. Εγώ σηκώνω και τ’ ακούω όλα, δυστυχώς. Και τις βλακείες και τα ψώνια που με παίρνουν κι όλα.

    Να, όμως, που στην περίπτωση του Κανελλόπουλου κάτι βγήκε.
    Γ.Χ.: Ναι, βέβαια βγήκε. Και τα «Γαλάζια Σου Γράμματα» έγινε ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία.

     

    ΝΑ ‘ΧΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ – Σταμάτης Κόκοτας
    (1973, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιώργος Κανελλόπουλος)

    Γ.Χ.: «20 χρονών και κλαις για μια αγάπη σου χαμένη…». Το «Να ‘χα τα χρόνια σου» είναι στον δίσκο «Διαδρομή». Θυμάμαι που διασκέδαζα με τους φίλους μου, ήμασταν με τη Μαρία πολύ κοινωνικοί με φίλους, απλούς ανθρώπους, άσχετα αν στη διάρκεια των χρόνων μπήκαμε και σε άλλες κοινωνικές κατηγορίες ανθρώπων, αλλά στην αρχή έπαιζα στους φίλους μου τα κομμάτια και διασκεδάζαμε, χωρίς να έχουν βγει σε δίσκο ακόμα. Μου λέγανε, ας πούμε, «για πες κάνα καινούργιο από αυτά που έχεις γράψει». Και μέσα από κει, αυτό το κομμάτι το αγάπησε μια πολύ ωραία κοπέλα, φίλη της Μαρίας, κι από αυτούς που τραγουδάγαμε στην παρέα στη Βόρεια Εύβοια. Ήταν το κομμάτι της, το λάτρευε. «20 χρονών και κλαις». Και πρέπει να ήτανε σ’ αυτήν την ηλικία. Δεν υπάρχει στη ζωή τώρα.

    [Εκείνη την στιγμή μπαίνει η Μαρία, η σύζυγος του Γιώργου Χατζηνάσιου, και μας χαιρετάει]
    Γ.Χ.: Αυτή είναι η γυναίκα μου, η Μαρία. Μην νομίζετε ότι βρήκα καμιά πιτσιρίκα! (γέλια)

    Συγνώμη, να κάνω μια αδιάκριτη ερώτηση; Πόσο χρονών είναι η Μαρία; Έχει βρει το εξιτήριο της νεότητας;
    Γ.Χ.: Άντε ντε! Έχουμε πέντε χρόνια διαφορά.

    Δείχνει 30 χρόνια μικρότερη!
    Γ.Χ.: Εμένα θα μου πεις τι δείχνει; (γέλια) Κάθε φορά που βγαίνουμε, την ματιάζουνε! Ευτυχώς αυτο-ξεματιάζεται!

    ΑΣΤΟΥΣ ΝΑ ΛΕΝΕ – Σταμάτης Κόκοτας
    (1973, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιώργος Κανελλόπουλος)

    Γ.Χ.: Έγινε επιτυχία αυτό; Ακούστηκε; Εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ. «Άστους να λένε, άστους να πουν, αυτοί δεν ξέρουν ν’ αγαπούν / τρέχουν να φτάσουν, μα δεν μπορούν, άστους να λένε, άστους να πουν». Δεν το ‘χω ακούσει ποτέ να παίζεται! Μου έκανε εντύπωση τώρα. Πολλές φορές δεν το υποστηρίζουν κι οι ίδιοι οι τραγουδιστές. Δηλαδή, ενώ ήταν στην ψυχούλα του Κόκοτα η «Παρένθεση», αυτό δεν το έλεγε.

    Ο ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ – Θέμης Ανδρεάδης
    (1973, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιώργος Κανελλόπουλος)

    Γ.Χ.: «Κι εσύ Δημητράκη δεν τρως το φαΐ σου…».  Ο αδελφός μου είναι Δημητράκης αλλά δεν το ήξερε ο Κανελλόπουλος! «Πριν 30 χρόνια τέτοια εποχή, τρώγαμε μπομπότα, ήταν Κατοχή». Είμαι παιδί της Κατοχής και με συγκίνησε αυτό το πράγμα. Φύγανε οι Γερμανοί και μετά άρχισα να «ξυπνάω», ας πούμε, κι ότι υπάρχω. Τότε ήμασταν μωρά των… παγετώνων. Μην βλέπεις τώρα που από τα 4 έχουν computer και κινητό τηλέφωνο. Είχα συγκινηθεί, λοιπόν, από αυτό και το έκανα διασκεδαστικό, λίγο μαρς. Να θυμίζει Γερμανούς με την μπότα. Τώρα δεν νομίζω ότι παίζεται πια. 

    Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ – Σταμάτης Κόκοτας
    (1973, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιώργος Βρούβας)

    Γ.Χ.: Ο μπαμπάς μου, μου είπε να βρω έναν στιχουργό να γράψει τη φράση «καλύτερα μαζί σου και ζητιάνος, παρά με κάποιαν άλλη βασιλιάς». Και το είπα στον Βρούβα, έβαλε τα κουπλέ και έβαλε τη φράση στο ρεφρέν. «Ο τρόπος που σ’ αγάπησα μεγάλος / μεγάλος και ο πόνος της καρδιάς / Καλύτερα μαζί σου και ζητιάνος / παρά με κάποιαν άλλη βασιλιάς». Το κάνουμε αυτό εμείς οι συνθέτες, γιατί πολλές φορές δεν έχουμε σχέση με την στιχουργική. Μπορώ να κάνω καλές διορθώσεις αλλά δεν μπορώ να γράψω στίχο με τίποτα. Κι απαξιώ κιόλας. Δεν ξέρω γιατί. Δεν αισθάνομαι καμία ικανοποίηση να γράψω κάτι καλό.

    ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΕΙ ΠΟΥ ΘΑ ΒΓΕΙ – Μανώλης Μητσιάς
    (1973, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Τάσος Οικονόμου)

    Γ.Χ.: Η πρώτη εκτέλεση είναι του Μητσιά. Αυτή η περίπτωση εντάσσεται πάλι στο συμβόλαιό μου με την Columbia. Ό,τι έκανε ο Μάτσας στο «Τι Θέλεις Να Κάνω», έκανε και στο «Που Θα Πάει Που Θα Βγει». Ο Πάριος το έκανε πιο μεγάλη επιτυχία. Και με τον Μητσιά είμαστε κοντοχωριανοί γιατί η μαμά μου ήταν από τη Γαλάτιστα και η Δουμπιά [όπου γεννήθηκε ο Μανώλης Μητσιάς] είναι στα 15 χιλιόμετρα. Ο Μητσιάς είναι τόσο εξαιρετικό παιδί που δεν νομίζω να τον πείραξε και πάρα πολύ. Έχει πει και τόσο ωραία κομμάτια ο Μανώλης… Το «Που Θα Πάει Που» είναι στην ίδια συνομοταξία με το «Τι Να Πούμε Τι». Έχουνε μια σχέση μεταξύ τους. Είναι και τα δύο 5/8… Σαν sequel είναι! (γέλια) 

     

    ΤΙ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΤΙ – Μανώλης Μητσιάς
    (1973, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιάννης Λογοθέτης)

    ΣΥΓΝΩΜΗ ΠΟΥ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ ΠΟΛΥ – Δήμητρα Γαλάνη
    (1973, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιώργος Κανελλόπουλος)

    Γ.Χ.: Αυτό με συγκίνησε. Από την στιγμή που είδα τη φράση αυτή, είπα ότι εδώ έχουμε ένα τραγούδι κλασικό. Κι αυτό έγινε πάλι δεύτερη εκτέλεση με τον Πάριο στη Minos. Αλλά πιο πολύ ακούστηκε με τη Γαλάνη.

    Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, συνήθως πρώτα σας έφερναν τους στίχους και μετά γράφατε τη μουσική.
    Γ.Χ.: Σιγά-σιγά μαθαίνεις. Πολλές φορές έδινα εγώ τη μελωδία και μου γράφανε βλακείες επάνω. Κάνανε κι άλλη προσπάθεια, άλλη βλακεία, και τρίτη… και όταν απορρίπτεις τρεις φορές δημιουργείς έναν εχθρό. Δεν έκανα τον δύσκολο, αλλά ήταν βλακείες. Αυτό που με ενδιέφερε στην επιλογή μου ήταν η αλήθεια, δηλαδή αυτό να υπάρχει. Δεν μ’ αρέσανε οι παρομοιώσεις, ας πούμε «σαν τ’ αστέρι που κυλά στον ουρανό», ήθελα «συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω ν’ αγαπώ όμως πιο λίγο». Τέρμα.   

    ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ – Γιώργος Σουνάς
    (1974, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Αλέξης Αλεξόπουλος)

    Γ.Χ.: «Εσύ κι εγώ / με βήμα αργό…». Ωραίο τραγούδι. Είναι από την ταινία «Ψυχή Και Σάρκα», γραμμένο για το soundtrack. Ο παραγωγός της ταινίας [Κλέαρχος Κονιτσιώτης], και στο «Αγκίστρι» επίσης με τον ίδιο παραγωγό συνεργαστήκαμε αλλά μόνο με μουσική, ήταν λάτρης στο να βάζει εμβόλιμα κάποια τραγούδια στις σκηνές, όπως έκανε και με το «Εκείνο Το Καλοκαίρι» (1971) του Σπανού και με τον Σταύρο Ξαρχάκο [το «Κορίτσια Στον Ήλιο», 1968]. Ήθελε να μπλέκονται μέσα στην ιστορία τραγούδια. Και μάλιστα τα έντυνε σαν να μοιάζουν με video clip. Έδειχνε, για παράδειγμα, ένα σκάφος με ωραία πανιά στη θάλασσα, ή στο «Εσύ Κι Εγώ», όπου ο πρωταγωνιστής ήταν πιλότος και έπρεπε να ανεβαίνει το αεροπλάνο, έμπαινε η μουσική και γινότανε σαν video clip γι’ αυτό και ήταν σαν «προσοδοφόρα», ας πούμε, περίπτωση για έναν συνθέτη να μπορεί να λέει ότι έγραψε το τάδε τραγούδι σε μια ταινία. Επειδή τα Soundtracks είναι συνέχεια κάτω από ομιλία κι από δράση, ο κόσμος δεν τα συνειδητοποιεί. Μπορεί να πει κανείς: «είχε μουσική;». Δεν την παρακολουθούνε. Το τραγούδι, όμως, το συνειδητοποιεί αμέσως ο ακροατής. Τον Γιώργο Σουνά τον είχα σε συναυλίες κι εγώ πάντα έψαχνα νέους καλλιτέχνες. Ο Σουνάς δεν συνέχισε την καριέρα του, δεν ξανάκανε τίποτα. Ούτε η Γαλάνη [που συμμετέχει στο soundtrack] ήταν επιθυμία του Κλέαρχου. Εγώ επέβαλα τους τραγουδιστές. Η Γαλάνη δεν είχε βγει ακόμα στο προσκήνιο πολύ γερά, αλλά εγώ την έβαλα γιατί ήθελα να τη βοηθήσω. Μ’ αυτή την έννοια έβαλα και τον Σουνά.   

    ΚΙ ΟΜΩΣ – Γιάννης Πάριος, Χάρις Αλεξίου, Δημήτρης Κοντολάζος, Άννα Βίσση, Κώστας Σμοκοβίτης
    (1974, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Σώτια Τσώτου)

    Γ.Χ.: Έκανα έναν δίσκο μ’ αυτούς, το «Άσπρο Μαύρο», κι είπα να κάνω κι ένα ομαδικό κομμάτι, στο τέλος του δίσκου, ώστε να τελειώνει κάπως θριαμβευτικά. Σε στίχους της Σώτιας Τσώτου. Στον επίλογο του δίσκου, λοιπόν, κάναμε ένα θριαμβευτικό κομμάτι για να συμμετέχουν όλοι οι τραγουδιστές του δίσκου. Την Άννα Βίσση την αξιοποίησα γιατί είχα γράψει τη μουσική σε μια μεγάλη επιθεώρηση τότε στο Παρκ και την έβαλα πρωταγωνίστρια στο β’ μέρος. 16,5 χρονών ήταν τότε και τα έβγαλε εις πέρας καταπληκτικά. Δηλαδή από τότε έδειχνε ότι το «είχε». Όλα αυτά τα κομμάτια που υπήρχανε μέσα στον δίσκο, τα είχε πει εκεί, μαζί με τον [Σταύρο] Παράβα -κάνανε και ντουέτο. Μετά, όμως, χαθήκαμε. Αισθάνομαι ότι η Βίσση έχει ένα άστρο, το οποίο μπορείς να το ταιριάξεις με τη Μαρινέλλα, δηλαδή είναι τραγουδίστρια πίστας. Η Μαρινέλλα σε εκθαμβώνει από την παρουσία της την ώρα που τη βλέπεις. Εκεί είναι αναντικατάστατη, αξεπέραστη. Και ο Καρβέλας έδωσε στη Βίσση αυτήν την αίσθηση, να μπορεί να παρουσιάσει πιο φανταχτερά τα κομμάτια απ’ ό,τι ο Σταύρος Κουγιουμτζής με μια μπαλάντα πολύ καλή. Της πήγαινε στην ιδιοσυγκρασία της πάρα πολύ να μπορεί να παρουσιάσει επάνω στην σκηνή τα κομμάτια. Γι’ αυτό και ταιριάξανε. Δεν είναι τυχαίο αυτό που τη λένε «απόλυτη σταρ».   

    ΟΛΑ ΜΑΣ ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ – Γιάννης Πάριος
    (1974, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Σώτια Τσώτου)

    Γ.Χ.: Αυτό είναι στον ίδιο δίσκο [«Άσπρο Μαύρο»].

    ΠΑΡΕ ΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ – Μανώλης Μητσιάς
    (1974, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιάννης Λογοθέτης)

    Γ.Χ.: Γιάννης Λογοθέτης. Στη μέση έχω βάλει ένα πιανάκι, για να ξαναπάει πάλι από την αρχή το κομμάτι, και το φανταζόμουνα σαν να τρέχει ο ηλεκτρικός στις ράγες επάνω [μιμείται τον ήχο του πιάνου στο σημείο αυτό]. Σαν να βλέπεις τον ηλεκτρικό! (γέλια) Αυτό θυμάμαι μόνο!

    ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ – Αντώνης Καλογιάννης
    (1975, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Ερρίκος Θαλασσινός)

    Γ.Χ.: Του Αντώνη Καλογιάννη είναι δεύτερη εκτέλεση. Η πρώτη εκτέλεση είναι του Περικλή Περάκη.

    Σε κάποια πηγή διάβασα ότι το τραγούδι πρωτακούστηκε στην ταινία του Ερρίκου Ανδρέου «Ένας Νομοταγής Πολίτης» (1974).

    Γ.Χ.: Όχι, πρώτη φορά μπήκε στον δίσκο «Αντιθέσεις» με τον Περικλή Περάκη. Το πήρανε και το κάνανε δεύτερη εκτέλεση και μετά το βάλανε στην ταινία, όπου έγραψα όλη τη μουσική. Η εκτέλεση του Περάκη δεν ακούστηκε καθόλου. Δεν ποντάρισε η εταιρεία πάνω σ’ αυτόν. Κάνανε λάθος επιλογή. Σαν τραγουδιστή δεν τον εκτιμούσανε, εκ των υστέρων όμως, αφού έγινε ο δίσκος.

    ΓΙΑΡΕΜ – Χριστιάνα
    (1975, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Νίκος Γκάτσος)

    Γ.Χ.: Αυτό έκανε τέσσερις εκτελέσεις. Η πρώτη εκτέλεση ήταν της Αιμιλίας Νομικού. Ήταν στο ίδιο δίσκο με το «Άνοιξε Το Παράθυρο». Μετά το είπε η Χριστιάνα, η Δήμητρα Γαλάνη και το έκανα πάλι με τη Νάνα Μούσχουρη, αρκετά χρόνια μετά. Αυτή η μουσική φράση είναι η πιο Rock φράση κι ακόμα τότε δεν είχε «παγκοσμιοποιηθεί» από τους ροκάδες της Αμερικής και της Αγγλίας. Εγώ την έκανα το 1975. Όχι ότι την κλέψανε από μένα, δεν την κλέψανε, αλλά λόγω της Jazz και της ευρύτητας που διαθέτω στη μουσική, είχα ανακαλύψει με το μυαλό μου πώς με δύο νότες να κάνω ένα τραγούδι. Σε στίχους του Γκάτσου βέβαια. «Με βασιλικό, γιαρέμ-γιαρέμ, και δυόσμο / στόλισε ο Θεός, γιαρέμ-γιαρέμ, τον κόσμο». Δεν ήξερε κι ο ίδιος ο Γκάτσος τι ήταν το «γιαρέμ». Νομίζω ότι ήτανε «νεοπλάστης» ο Γκάτσος. Αυτή είναι και η ίντριγκα του κομματιού γιατί το να ρωτάς είναι σπουδαίο. Είναι σαν να με ρωτάς στη «Γλυκιά Συμμορία» (1983) τι λέω. Σ’ ένα σημείο κάνω ένα μουρμουρητό, τρία φωνητικά, και λέω αγγλικά, αλλά αγγλικά «μούφα». Δεν είχανε ειρμό. Ήταν άνθρωποι που καθόντουσαν να ψάξουν «τι λέει μέσα;» και μετά με βρήκανε. «Δεν λέει τίποτα ρε παιδιά!», τους λέω! Μα τίποτα! Ήθελα την αίσθηση αυτή! Κατάλαβες; (γέλια)         

    ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ – Βίκυ Μοσχολιού
    (1976, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιώργος Κανελλόπουλος)

    Γ.Χ.: Αυτό το έγραψα μετά την εισβολή στην Κύπρο και το συνέδεσα με την Κατοχή της Κύπρου. «Είμαστε εμείς κομμένα λούλουδα κάποιου πικρού Απρίλη». Δηλαδή η Χούντα ήταν η αιτία της καταστροφής της Κύπρου. Αλλά είναι κρυφό το μήνυμα μέσα. Εγώ το συνδύασα μετά. Δεν ξέρω ποια ήταν η πρόθεση του Κανελλόπουλου. Εγώ δεν ήμουνα στα «συνθήματα».

    Η αλήθεια είναι ότι από το 1970 που ξεκινήσατε με το «Κρίμα Το Μπόι Σου» μέχρι σήμερα, ποτέ δεν εκμεταλλευτήκατε ούτε παρασυρθήκατε από το πολιτικό κλίμα κάθε εποχής.  
    Γ.Χ.: Κοίταξε, τα παραδείγματά μου διεθνώς ήταν οι συνθέτες. Ο Michel Legrand, ο Henry Mancini, άνθρωποι που μιλάγανε για τα συναισθήματα των ανθρώπων. Όχι ν’ αλλάξει η κυβέρνηση, ας πούμε. Δεν είχα στο μυαλό μου τέτοιο πράγμα. Αυτά έγιναν με τον Θεοδωράκη και μετά, αλλά εγώ δεν ήμουν αυτής της σχολής. Δεν ήμουν άνθρωπος που θα ήμουν όμηρος ενός στίχου. Ήθελα η μουσική να είναι το πρώτο ζητούμενο. Δεν ήθελα με τη μουσική μου να παρακινήσω τον κόσμο να πάρει, ας πούμε, τα όπλα.

    Υπήρξε, όμως, εποχή που σχεδόν όλοι οι συνθέτες -και δεν το λέω με την αρνητική έννοια- έπιασαν το πνεύμα μιας εποχής, στην οποία ο λαός ήθελε να εκτονωθεί. Εκτός από τον Θεοδωράκη ήταν κι ο Ξαρχάκος και ο Λοΐζος…
    Γ.Χ.: Και ο Ανδριόπουλος, ο Μικρούτσικος… Αυτό τι σημαίνει, Κώστα; Σημαίνει ότι ήθελαν τη δυναμική του στίχου περισσότερο από το τι θα υπογράφανε ως μουσική. Ενώ στο άλλο, το ανώδυνο του στίχου που διάλεγα εγώ, η μουσική παίζεται και χωρίς τους στίχους.

    Παρόλα αυτά, αν και ήσασταν μάλλον μοναχικός…
    Γ.Χ.: Μα… ήμουν μοναχικός!

    …τα τραγούδια σας κατάφεραν, κόντρα στο πνεύμα της εποχής, να γνωρίσουν επιτυχία και ν’ αγαπηθούν από τον κόσμο.
    Γ.Χ.: Αυτό να λες! Αυτό να λες! Εμένα τα κομμάτια μου γίνονται και ορχηστρικά. Τα άλλα, αν βγάλεις τους στίχους, δύσκολα γίνονται ορχηστρικά. Γι’ αυτό κι έχω φάει κυνηγητό.

    ΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΣΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΑ – Δήμητρα Γαλάνη
    (1976, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιώργος Κανελλόπουλος)

    Γ.Χ.: Την εποχή που ήμουν στο Παρίσι για ανώτερα θεωρητικά, κάπου το 1965-1966, μου έστελνε η Μαρία γαλάζια επιστολόχαρτα, αλλά εμένα δεν μου έκανε καμιά ιδιαίτερη αίσθηση αυτό. Το θεωρούσα κοριτσίστικο. Απαντούσα, αλλά με γράμματα αεροπορικά που λέγαμε. Τα απλά. Όταν ήρθε ο Κανελλόπουλος εδώ πέρα [δέκα χρόνια αργότερα], μου έφερε ένα πακέτο πάλι όπου ήταν μέσα τα «Γαλάζια Σου Γράμματα». Του λέω:
    - Τι είναι αυτά; «Τα Γαλάζια Σου Γράμματα»;
    - Είναι καινούργιο!
    - Τι «καινούργιο»; Σου είπε η Μαρία τίποτα;
    - Τι να μου πει;
    - Πλάκα μου κάνεις;
    - Τι είναι αυτά που λες;
    Φωνάζω τη Μαρία που ήτανε πάνω. Μου λέει:
    - Όχι, δεν είπα εγώ τίποτα!
    Σύμπτωση ήταν. Κι έκατσα στο πιάνο μπροστά στον Κανελλόπουλο και το έγραψα. Σ’ αυτό εδώ το πιάνο που βλέπεις. Τα περισσότερα τραγούδια σ’ αυτό γραφτήκανε. Έγραψα, λοιπόν, τη μελωδία σε μια φόρτιση συγκινησιακή. Ήτανε ένα πολύ αληθινό κομμάτι και από στίχο και από μουσική. Κι αμέσως μόλις βγήκε στο προσκήνιο, το κομμάτι αγαπήθηκε απ’ όλον τον κόσμο. Είναι το κλασικό κομμάτι της Δήμητρας Γαλάνη. Όπου πάει, αν δεν το πει, φωνάζουνε. Τα έχω ακόμα τα γράμματα. Είναι σ’ ένα πακέτο αλλά έχουν κιτρινίσει από τον χρόνο. Ξεθωριάσανε…   

    ΞΕΝΥΧΤΗΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ – Βίκυ Μοσχολιού
    (1976, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιώργος Κανελλόπουλος)

    Γ.Χ.: «Εδώ είναι ο Παράδεισος κι η κόλαση εδώ». Αυτό είναι ένα ρητό που πραγματικά έχει… «επισημοποιηθεί». Το λέμε και στην καθομιλουμένη πια. Αυτό με τράβηξε εμένα. Αλλά είδα ότι και τα κουπλέ έχουν μεγάλη σημασία. Έχει μεν νύξεις ερωτικές το κομμάτι, αλλά και σοφιστικέ έννοια μέσα στον στίχο. «Είναι η ζωή μια φυλακή / και γύρω-γύρω τοίχοι / Είναι του πόνου η μουσική / της μοναξιάς οι στίχοι». Έχει έννοιες ωραίες και το πρόσεξα αυτό. Ο στίχος, η ρίμα του στιχουργού, σε καθοδηγεί. Είναι και πού τονίζεται. Σε καθοδηγούν κι οι συλλαβές. Είναι ένας περίεργος ρυθμός που δεν είναι εύκολος για τους μουσικούς. Είναι 10/8 και κάθονται και το μελετάνε για να το παίξουνε. Ο Κανελλόπουλος έφυγε νέος, 42 χρονών, από καρκίνο. Κρίμα, κρίμα… Και δεν μπόρεσε να ταιριάξει μ’ άλλον. Εμείς ταιριάξαμε πάρα πολύ. Μετά ήρθε ο Μπουρμπούλης που δέσαμε πολύ.   

    ΘΑ ‘ΘΕΛΑ ΝΑ ΗΣΟΥΝ (ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ) – Μαρινέλλα
    (1977, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Νίκος Βρεττός)

    Γ.Χ.: Την ενορχήστρωση την έκαναν οι Αθηναίοι. Δεν την έκανα εγώ. Μου το ζήτησε ο Παπαθεοδώρου [παραγωγός της Μαρινέλλας και ιδρυτικό μέλος του Τρίο Καντσόνε που μετεξελίχθηκε στους Αθηναίους]. Μου είπε:
    - Θέλω να κάνω έναν δίσκο με τη Μαρινέλλα, με διάφορους συνθέτες, και θα ήθελα αυτό το κομμάτι που είχες παίξει κι έτυχε να το ακούσω, να το πάρω και να το βάλω στον δίσκο αυτόν. Θα το κάνω εγώ, όμως.
    - Κάν’το εσύ. Δεν υπάρχει πρόβλημα
    .
    Κι έβαλε μία ωραία εισαγωγή. Η εισαγωγή είναι δική του. Με κιθάρες. Αυτός ήταν ο ήχος του Τρίο Καντσόνε και έπρεπε να υποστηρίξει τον ήχο του γιατί ο δίσκος λέει «Μαρινέλλα & Αθηναίοι». Εγώ δεν θα έβαζα κιθάρες, ας πούμε, θα έβαζα πιάνο για εισαγωγή ή κάτι άλλο αλλά δεν έχει σημασία. Αγαπήθηκε έτσι.    

    ΜΑΘΗΜΑ ΣΟΛΦΕΖ – Πασχάλης, Μαριάννα Τόλη, Robert Williams, Μπέσσυ Αργυράκη
    (1977, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Σέβη Τηλιακού)

    Γ.Χ.: Το «Μάθημα Σολφέζ» ήταν δικιά μου ιδέα. Εγώ έκανα τις νότες. Έπαιζα εδώ πέρα τη μουσική και μου λέει η Μαρία από πάνω:
    - Αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο! Μπορεί να γίνει επιτυχία και στο εξωτερικό!
    - Τι εννοείς; Για τη
    Eurovision;
    - Ναι!
    - Άμα βάλουμε ελληνικά λόγια θα πάει πάτος!
    Οπότε μου ήρθε η ιδέα: γιατί, αφού υπάρχει κώδικας διεθνής, να μην βάλω τις νότες; Αρκεί να υπάρχει μια ιστορία που να δικαιολογούν που έβαλα τις νότες. Κι έτσι πήρα τον Σπύρο [Ράλλη] και του είπα να το κάνουμε και μου είπε:
    - Ναι, πάρε τη Σέβη να σου το φτιάξει!
    Της λέω της Σέβης:
    - Δεν θα βάλουμε ρεφρέν με λόγια! Θα βάλουμε εκεί τις νότες τις αντίστοιχες και θα γράψεις εσύ τα κουπλέ.
    Επέλεξα και τους τραγουδιστές. Ήθελα ένα κομμάτι με δροσερά παιδιά και με καλές φωνές. Και μάλιστα στη θέση της Μαριάννας Τόλη ήθελα αρχικά την Ελπίδα, η οποία δεν δέχθηκε. Κι έτσι πήρα τη Μαριάννα και μας βοήθησε και πάρα πολύ στο ντύσιμο και στην κίνηση, τη χορογραφία.

    I LOVE, I LOVE, I LOVE YOU – Πασχάλης, Μαριάννα Τόλη, Robert Williams, Μπέσσυ Αργυράκη
    (1977, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι:
    Robert Williams)

    Γ.Χ.: Αυτό ήταν το flip side του «Μάθημα Σολφέζ». Δεν ήταν γραμμένο όταν έκανα το «Μάθημα Σολφέζ», αλλά επειδή θα κυκλοφορούσε στο εξωτερικό ήθελα ένα flip side που να είναι σε γλώσσα οικεία, γιατί το ένα ήταν στα ελληνικά, ώστε όποιος θα έπαιρνε το «Μάθημα Σολφέζ» να μπορούσε ν’ ακούσει και την άλλη πλευρά. Πιστεύω ότι θα μπορούσε να γίνει ένα κομμάτι χορευτικό της εποχής εκείνης και μάλιστα έκανε τεράστια επιτυχία στη Βραζιλία και στην Πορτογαλία. Έχει ωραία μελωδία. Κι έγινε και σε άλλες γλώσσες. Το έκανε κι ο Cordalis στη Γερμανία [«Nimm das nächste Schiff nach Rhodos», 1978]. 

    ΜΑΘΑΜΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ – Robert Williams, Μπέσσυ Αργυράκη
    (1977, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Τάκης Καρνάτσος)

    Γ.Χ.: «Και τραγουδούσανε τ’ άλλα παιδιά Δεν περνάς κυρά Μαρία…». Το έκανε σε δεύτερη εκτέλεση κι ο Κόκοτας, στη Minos όμως, όχι στην Columbia.

     

    ΠΩΣ – Πασχάλης
    (1977, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Τάκης Καρνάτσος)

    Γ.Χ.: «Πως περάσανε τα χρόνια...». Είναι ένα από τα τραγούδια του δίσκου «Μάθημα Σολφέζ» κι ήρθε ο Πασχάλης εδώ για να του διδάξω το κομμάτι, ώστε να πάμε να κάνουμε την ηχογράφηση, και μου λέει:
    - Ρε Γιώργο, τι τραγούδι καταπληκτικό είναι αυτό! Κι είδα στον ύπνο μου χθες ότι έτρωγα μέλι! Μα πάρα πολύ μέλι!
    - Τι λες παιδί μου;
    - Ναι! Και μου έκανε εντύπωση. Κι έρχομαι εδώ πέρα και μου παίζεις αυτό το τραγούδι!
    Κι έτσι έμεινε αυτό το πράγμα πως είναι το μέλι του Πασχάλη! (γέλια) Τον Πασχάλη τον πάντρεψα και βάφτισα και την κόρη του, τη Ζήνα.

    ΤΙ ΤΑ ΘΕΛΕΙΣ ΤΩΡΑ – Πασχάλης, Μαριάννα Τόλη, Robert Williams, Μπέσσυ Αργυράκη
    (1977, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Τάκης Καρνάτσος)

    Γ.Χ.: Πάει αυτό. Χάθηκε δια παντός.

    Γιατί;
    Γ.Χ.: Ξέρω εγώ γιατί; Είναι καταπληκτικό τραγούδι. Και πως ανεβαίνει και λοιπά… Κάποια κομμάτια χάνονται, δεν ξέρω. Είχε και πολλά καλά τραγούδια εκείνος ο δίσκος [«Μάθημα Σολφέζ»] κι όταν συμβαίνει αυτό κάποια χάνονται… Αυτό θα βγουν κάποιοι άλλοι κάποια στιγμή και θα το κάνουν. Θα το ανακαλύψουν. Αυτό είναι και τετραφωνία, θέλει τέσσερις διαφορετικές φωνές.

     

    ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ
    (1977, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος)

    Γ.Χ.: Είναι ένα soundtrack, μετά από το «Εσύ Κι Εγώ» για το οποίο μιλήσαμε προηγουμένως. Ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης δεν ήθελε τραγούδια σ’ αυτό, ήθελε μόνο μουσική. Ήταν μια κοσμοπολίτικη ταινία, από αυτές που έκανε συνήθως ο Κονιτσιώτης. Οι εταιρείες δεν τα θέλανε τα Soundtracks, αλλά επειδή είχα κάνει αρκετές επιτυχίες, τότε είχα πάει και στην Polygram και ήτανε πολύ ευχαριστημένοι απ’ τις επιτυχίες που κάναμε και με τη Μαρινέλλα και με τη Eurovision, μου είπανε «ναι, ας το κάνουμε το soundtrack». Κι έτσι έγινε αυτός ο δίσκος, ο οποίος έκανε αίσθηση εκ των υστέρων. Τι γάμοι έχουνε γίνει μ’ αυτό…

    Ο ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ – Τάνια Τσανακλίδου
    (1980, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος)

    Γ.Χ.: Ο «Ανθρωπάκος» ήταν να τραγουδηθεί από τη Μελίνα Μερκούρη. Γράφτηκε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο γιατί επρόκειτο να γίνει ένας δίσκος με τον Joe Dassin και τη Μελίνα Μερκούρη και πλησίασα τον Λευτέρη και κάναμε κάποια κομμάτια, έναν πυρήνα 4-5 κομματιών δηλαδή. Ήρθε ο Joe Dassin εδώ πέρα κι έκανε πρόβα, σ’ αυτήν τη γωνία, ν’ ακούω τη φωνή του κι αφού τα ετοιμάσαμε αυτά… δεν συμφωνεί με την εταιρεία! Ήταν η CBS. Δεν μου είπανε ποτέ τον λόγο, μου λέγανε βλακείες αλλά δεν πίστεψα τίποτα. Δεν τα βρήκανε και τότε με πλησίασε ο Νίκος Αντύπας που ήταν διευθυντής στη Philips και μου λέει:
    - Τι έχουμε απ’ αυτά τα κομμάτια, να τα κάνουμε με μία καινούργια τραγουδίστρια;
    - Ποια τραγουδίστρια;
    - Είναι κάποια που θέλουμε να ετοιμάσουμε ως διάδοχο της Μαρινέλλας
    .
    Εννοούσανε την Τάνια Τσανακλίδου. Μίλησα με τον Λευτέρη και κάναμε τη δουλειά αυτή. Το τραγούδι το πίστευα πάρα πολύ. Είναι πολύ ραδιοφωνικό κομμάτι. Και τώρα που το παίζουμε σε συναυλίες, τραγουδάνε όλοι μαζί «Για δεν μ’ αφήνετε ήσυχο…». Αν γινόταν ο δίσκος με τον Dassin, θα ήταν ο τελευταίος του δίσκος [σ.σ. ο Joe Dassin απεβίωσε στις 20 Αυγούστου 1980].

    Την ίδια εποχή και ανάμεσα στους δίσκους που κάνατε, γράψατε και τη μουσική σε πολλές σειρές και ταινίες, ανάμεσα στις οποίες και για την ταινία «Ο Κώτσος Και Οι Εξωγήινοι» (1980). Ένας συνάδελφος, μου είπε ότι η συγκεκριμένη ταινία θεωρείται cult από τους φαν του είδους κι ένας από τους λόγους είναι και η μουσική της. Και μεταφέρω την ερώτησή του: τη μουσική αυτή την γράψατε έχοντας δει την ταινία;
    Γ.Χ.: Α, Κώστα, δεν θυμάμαι! Δεν θα τον ικανοποιήσουμε τον φίλο σου. Ούτε που θυμάμαι! Κοίταξε, μπορεί να είχα θέματα που να τα είχα σκόρπια, ρετάλια δηλαδή από δω κι από κει, και τα ανακαλώ στη μνήμη μου και τα χρησιμοποιώ για να μη γράφω καινούργια. Αυτή είναι μια άλλη διαδικασία. Ή μπορεί να είδα σκηνές και να με εμπνέανε να γράψω κάτι καινούργιο εκείνη την στιγμή. Δεν θυμάμαι και εξάλλου δεν θεωρείται αυτή καμιά ταινία σπουδαία. Ήτανε με τον Βουτσά. Με τον Κώστα ήμασταν φίλοι οικογενειακοί. Τα παιδιά μας σπουδάσανε μαζί. Φίλοι κολλητοί η Θεοδώρα [Βουτσά] με τη Ρίτα [Χατζηνάσιου]. Υπάρχει κι η ταινία «Τζακ Ο Καβαλάρης» (1979), όπου τραγουδάω εγώ! Τους παρακάλεσα να μην βάλουν τ’ όνομά μου. Και το λέω καταπληκτικά το κομμάτι! Επειδή στην ταινία ο Κώστας είναι καουμπόης, το τραγουδάω σε στυλ western. Τέτοια πράγματα! (γέλια)       

    ΤΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ (ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΕΝΟΣ ΠΑΛΙΟΥ ΡΕΜΠΕΤΗ) – Δημήτρης Μητροπάνος
    (1981, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης)

    Γ.Χ.: «Μια φορά κι ακόμα μία / χελιδόνι μου πετάς...». Ο Μητροπάνος ήταν σ’ ένα είδος τραγουδιού το οποίο εγώ δεν μπορούσα να το συνεχίσω. Λέω «δεν μπορώ να κάνω αυτό το πράγμα και να το συνεχίσω. Θα με τραβήξει εμένα προς τα κάτω, δεν μπορώ να τον ανεβάσω εγώ, που λέτε εσείς να τον ανεβάσω». Και μου λέει ο Αντύπας «κάνε αυτό που θέλεις. Μόνο εσύ μπορείς να τον βγάλεις». Και το έκανα. Έκανε αίσθηση μεγάλη, βγήκε ο δίσκος της χρονιάς τότε.

    Η ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΕΝΤΟΛΗ – Νάνα Μούσχουρη
    (1985, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Νίκος Γκάτσος)

    Γ.Χ.: Η μεγαλύτερη επιτυχία της Νάνας Μούσχουρη μετά την εποχή του Χατζιδάκι και την επιτυχία που γνώρισε στο εξωτερικό, είναι η «Ενδεκάτη Εντολή». Αυτή η ιστορία ξεκίνησε από τον Μάκη Μάτσα. Αυτός ήταν ο «κουμπάρος» για τη συνεργασία αυτή, με τον Γκάτσο και τη Μούσχουρη. Αλλά μετά κάτι έγινε με τη Phillips του εξωτερικού και δεν έγινε η δουλειά στον Μάτσα και έγινε στη Phillips. Κι έτσι όλοι πήγαμε πακέτο εκεί πέρα επειδή η Νάνα Μούσχουρη έκανε συμβόλαιο ανανέωσης με τη Phillips. Πρώτα ήταν ο στίχος. Η «ενδεκάτη εντολή», όπως έχω πει πολλές φορές, είναι η ελευθερία. Το τραγούδι αρχίζει από χασάπικο και με αλλαγές τόνων γίνεται μετά Rock. Αυτό έκανα εγώ. Έναν συνδυασμό. Εδώ έκανα «παιχνίδι», γι’ αυτό σου έλεγα πριν, Κώστα, ότι περισσότερο διασκεδάζω την ενορχήστρωση παρά το ίδιο το κομμάτι. Το κομμάτι είναι ένα λεπτό εκεί πέρα, τσακ, το παίζεις και λες «μπράβο». Το κάνεις επί τρία και γίνεται τρία λεπτά τραγούδι. Μετά πήγα στο Παρίσι, έκανα τις ηχογραφήσεις, μετά ήρθαμε εδώ πέρα, στο Sierra, και βάλαμε κάτι έγχορδα από πάνω και λαϊκά όργανα. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος αυτός, έκανε τεράστια αίσθηση και μεγάλη επιτυχία.

     

    ΜΟΝΑ-ΖΥΓΑ – Αλέκα Κανελλίδου
    (1988, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος)

    Γ.Χ.: Άλλος ένας δίσκος που πήγε χαμένος λόγω των συμφερόντων. Ήταν ένας σπουδαίος δίσκος, «Μικρές Επαναστάσεις», κι είχε κι άλλα πολύ ωραία τραγούδια. Δεν διαφημίστηκε καθόλου γιατί δεν έγινε ανανέωση του συμβολαίου της Κανελλίδου. Το «Μονά Ζυγά» ακούστηκε στα ραδιόφωνα αλλά τα υπόλοιπα δεν ακούστηκαν.

     

    220 VOLT – Γιάννης Πάριος
    (1991, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Χριστόφορος Μπαλαμπανίδης)

    Γ.Χ.: Ο Χριστόφορος είναι εξαιρετικό παιδί. Το τραγούδι δεν ήθελε ο Μάτσας να το βγάλουμε! Μου έλεγε «Πού τον πας τον Πάριο; Πού τον πας;». Κι όμως οι νεαροί, στις παραλίες, αυτό ακούγανε στα αυτοκίνητα! Και τον πέρασα τον Πάριο στην νεολαία γιατί μέχρι τότε ήταν μόνο στα ερωτικά.

    Πώς επιλέγατε κάθε φορά ποιος ή ποια τραγουδίστρια θα πει κάθε τραγούδι;
    Γ.Χ.: Κώστα, τρία πράγματα δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Δεν έχω πάρει εταιρεία για να κάνω δίσκο -πάντα με προλαβαίνανε οι εταιρείες-, δεν έχω πάρει στιχουργό με δική μου πρωτοβουλία για να μου δώσει στίχους και δεν έχω πάρει δημοσιογράφο για να δώσω συνέντευξη. Αυτά δεν τα έχω κάνει ποτέ. Ούτε μία φορά. Ούτε σε εφημερίδα, ούτε σε τηλεόραση, ούτε σε τίποτα. Όπως, ας πούμε, υπάρχει η αγοραφοβία, η κλειστοφοβία και όλες οι φοβίες, εγώ έχω πάθει «τηλεφωνοφοβία». Από ποιους; Από τους στιχουργούς. Από τους στιχουργούς που με παίρνανε και μου ζητάγανε να κάνουμε ένα ραντεβού για να δω τους στίχους. Εγώ δεχόμουνα ο φουκαράς. Κι έβγαλα εφτά στιχουργούς. Δεν είναι μόνο ο Κανελλόπουλος. Και τον Βρεττό έχω βγάλει, και τον Ντούμο, και τον Οικονόμου, τον Καρνάτσο… Ξεχνάω κιόλας. Όλοι αυτοί βγήκαν από μένα. Τότε δεν μου δίνανε εμένα οι καταξιωμένοι στιχουργοί. Με θεωρούσανε «δόκιμο» ακόμα. Δεν είχα σταθεί στα πόδια μου. Και δεν είχα κάποιον μόνιμο στιχουργό. Έπαιρνα από διάφορους. Ήξερα και ν’ απορρίπτω πολλά πράγματα. Δεν έδινα το δικαίωμα να μου επιβληθεί ένας στιχουργός σε κάτι που δεν μου άρεσε. Όταν έγραφα, λοιπόν, με τους στιχουργούς κάποια κομμάτια, δεν είχα στο μυαλό μου έναν τραγουδιστή. Είχα στο μυαλό μου το κομμάτι που έκανα και τον στίχο. Αν λοιπόν την ώρα που μ’ έπαιρνε ο Λεφεντάριος ή ο Μακράκης ή ο Ράλλης, οποιοσδήποτε, είχα 3-4 κομμάτια και μου έλεγε να κάνουμε δίσκο με τη Μαρινέλλα, έλεγα «κοίταξε, έχω 3-4 κομμάτια», υπήρχε δηλαδή ένας πυρήνας. Από κει και πέρα, μου λέγανε π.χ. «Γιωργάκη, τώρα είναι Δεκέμβριος. Γράψε σε παρακαλώ, μέχρι τον Μάιο που θα βγει ο δίσκος, μερικά κομμάτια ακόμα για να συμπληρώσουμε τον δίσκο». Έτσι γινόταν. Βέβαια, υπήρχανε και δίσκοι όπως το «Νοκ Άουτ» (1986), που ήταν soundtrack, οπότε δεν υπήρχε θέμα. Έχω  πλέον πολλά κομμάτια με τα οποία οι τραγουδιστές είναι «υποχρεωμένοι» είτε να κάνουν έναρξη είτε φινάλε. Είναι αυτά που χαρακτηρίζουν τον τραγουδιστή. Έτσι είναι ο «Ανθρωπάκος» με την Τάνια Τσανακλίδου, το «Καμιά Φορά» με τη Μαρινέλλα, το «Ποιος Να Συγκριθεί Μαζί Σου» και το «Τι Θέλεις Να Κάνω» με τον Πάριο, το «Πως» με τον Πασχάλη, το «Άνοιξε Το Παράθυρο» με το οποίο έκανε έναρξη ο Καλογιάννης, «Μια Παρένθεση» με τον Κόκοτα που έκανε έναρξη… Αυτό, επίσης, που δεν έκανα ποτέ είναι να κλέψω τραγούδι. Είχα απέχθεια μεγάλη.

    Αν κάποιος που δεν γνωρίζει το έργο σας, ακούσει το «Κρίμα Το Μπόι Σου» και την «Αφιλότιμη» και μετά το «I Love, I Love, I Love You», τα «Γαλάζια Σου Γράμματα», την «Ενδεκάτη Εντολή» και, τέλος, το «220 Volt», όλα αυτά είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους που πιθανότατα να μην πιστέψει ότι είναι του ίδιου συνθέτη.
    Γ.Χ.: Γιατί, το «Νοκ Άουτ» μπορείς να το πιστέψεις, που είναι Rock; Ή τα «Μακεδονίτικα» (1993) που έχω κάνει με τον Μητσιά; Τους έχω τρομάξει πάρα πολύ, Κώστα μου! Άσε τώρα την πλάκα! Και σαν δεινός πιανίστας. Δεν είναι μόνο η μουσική. Γιατί μπορεί σαν πιανίστας να είσαι μέσα στους δύο-τρεις και σαν συνθέτης να είσαι μέσα στους είκοσι. Μην το παραγνωρίζουμε αυτό το πράγμα.

    Δεν είχατε σκεφτεί ποτέ να φύγετε, ας πούμε στην Αμερική;
    Γ.Χ.: Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Στα 250.000.000 δεν έχεις την ίδια τύχη μ’ εδώ πέρα που είναι 10.

    Όταν ήσασταν μικρός και κάνατε τα πρώτα σας βήματα στη μουσική, φανταζόσασταν την πορεία που θα είχατε;
    Γ.Χ.: Όχι βέβαια! Φανταζόμουνα να ήμουνα σαν τον μπαμπά μου. Ένας καλός παίκτης. Εγώ, με το ωδείο και την Jazz, δεν ήξερα τότε τους συνθέτες της ελαφράς μουσικής. Ήξερα μόνο τους κλασικούς που έκανα στο ωδείο και κάποιους τζαζίστες performers. Μετά έμαθα τον Cole Porter, τον George Gershwin… Δεν υπήρχε η έννοια του συνθέτη, του δημιουργού δηλαδή. Ήμουνα ενθουσιασμένος μόνο που θα έπαιζα έτσι και θα με κοιτάγανε να παίζω, ας πούμε, και να λένε «πω, πω, τι παίζει ο άνθρωπος!».

    Ο πατέρας σας, πρόλαβε την επιτυχία που γνωρίσατε;
    Γ.Χ.: Βέβαια! Μάλιστα είχαμε βγει και στον Φρέντυ Γερμανό, τότε με το «Μάθημα Σολφέζ» (1977) που πήγαμε στη Eurovision. Κι εκεί εξιστόρησε και την ιστορία ο πατέρας μου ότι ήταν καθηγητής μουσικής και είχε τη μεγάλη Jazz ορχήστρα. Το μήλο, νομίζω, κάτω από τη μηλιά θα πέσει.

    Στη σημερινή εποχή, βλέπετε κάποιον που θα μπορούσε να είναι ο διάδοχός σας; Ένας νέος «Χατζηνάσιος»;
    Γ.Χ.: Κοίταξε, έχω πάρα πολλούς που μ’ έχουν σαν πρότυπο και οι περισσότεροι με λένε δάσκαλο. Αυτός ο οποίος πραγματικά θα μπορούσε να κάνει πράγματα, είναι ο Στέφανος Κορκολής. Είναι πολύ καλός πιανίστας, δεν έχει όμως τη διαφορετικότητα των ηχοχρωμάτων που έχω εγώ, να μεταπηδώ σε διαφορετικά είδη μουσικής, γιατί έχω γράψει με τον Μητροπάνο τα «Συναξάρια», τα οποία έχουν μέσα ζεϊμπέκικα που άμα τ’ ακούσεις… Ας πούμε, το «Μαυραγορίτης Μάγκας». Απ’ το στούντιο καθώς ερχόμουν να έρθω εδώ πέρα, ήταν καλοκαίρι ή άνοιξη, τέτοια εποχή, και κάναμε το remix, και άκουγα στην κασέτα τι θα κάνουμε την άλλη μέρα. «Δυο χρόνια σ’ ένα σπίτι / δεν άναψε ένα φως…». Σταματάει ένα μηχανάκι, μπροστά ήταν ο οδηγός και πίσω μια κοπέλα και του λέει:
    - Αγάπη μου, άκου τι ακούει ο Χατζηνάσιος!
    Δηλαδή ούτε καν πιστεύανε ότι θα μπορούσε να είναι δικό μου αυτό το κομμάτι! Είναι τρομερό. Ήμουνα με τον πατέρα μου, πέρα από τα κλασικά και την Jazz, σε δύο συγκροτήματα στη Θεσσαλονίκη live στο ραδιόφωνο, ΕΙΡ λεγότανε [Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας], στο Σμυρναϊκό συγκρότημα και στο Μακεδονικό συγκρότημα, κι έπαιζα ακορντεόν -γιατί δεν είχε πιάνο η ορχήστρα αυτή, ήταν λαϊκή ορχήστρα- και περάσανε από μένα όλα τα μακεδονίτικα και όλα τα σμυρναίικα κομμάτια. Είχα μια προπαίδεια. Αυτό δεν το έχει ο Στέφανος. Ο Στέφανος είναι στο κλασικό. Στην Jazz καθόλου.

    Έχετε συνεργαστεί με τον Νίκο Γκάτσο, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τη Λίνα Νικολακοπούλου, τον Μιχάλη Μπουρμπούλη… με όλους τους κορυφαίους στιχουργούς, ένα προνόμιο που δεν το έχουνε πολλοί συνθέτες, και με σπουδαίους τραγουδιστές. Επίσης έχετε δώσει συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό σε ιστορικούς χώρους και γνωρίσατε τεράστια και αναγνωρισμένη επιτυχία. Δεν έχετε σκεφτεί να γράψετε ένα βιβλίο με τα απομνημονεύματά σας;
    Γ.Χ.: Όλοι έχουνε τουλάχιστον μία επιτυχία από μένα. Αλλά άντρας που είναι με μια γυναίκα 60 χρόνια, δεν μπορεί να κάνει βιβλίο. Αν δεν έχεις γυναίκα μέσα, ν’ απατήσεις τη γυναίκα σου, να παντρευτείς δυο-τρεις, τι να κάνεις; Δεν έχει ίντριγκα. Άσε με τώρα! Δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα στη ζωή. Πάμε παρακάτω! Έχω δουλέψει πολύ, Κώστα. Πάρα πολύ. Και κάθε μέρα μελετάω. Σήμερα, μου έφαγες την ώρα! (γέλια).

    Ζητώ συγνώμη!
    Γ.Χ.: Όχι, δεν θέλω να αισθανθείς άσχημα! (γέλια)

    Ποιον τίτλο θα βάζατε που να συνοψίζει την πορεία σας;
    Γ.Χ.: Ταξιδιώτης του ονείρου.

    Σας ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ!
    Γ.Χ.: Αφού κάναμε τη δουλειά μας, μπράβο Κωστάκη! Μπράβο!

    Συνέντευξη Γιώργου Χατζηνάσιου στο MusicHeaven!

    Άλλα τραγούδια του Γιώργου Χατζηνάσιου

    ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙΣ – Μαρινέλλα
    (1978, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Μάνος Κουφιανάκης)

     

    ΕΧΕΙΣ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΧΕΙΣ – Μαρινέλλα
    (1978, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης)

    Μιχάλης Μπουρμπούλης (συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Παυλικιάνη): Τον δίσκο τον γράψαμε στο Polysound. Απέναντι ακριβώς από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι ένας δρομίσκος στην Πατησίων που μπαίνεις μέσα, αριστερά. Είναι αδιέξοδο. Εκεί στο βάθος υπήρχε το Polysound. Εκεί, λοιπόν, γράψαμε με τη Μαρινέλλα. Εκείνο που θυμάμαι με την εν λόγω Κυρία, και θα το λέω όπου βρεθώ, είναι η αρτιότητά της ως μητέρα. Όταν τελείωνε το κάθε τραγούδι, που ξέρεις ότι δεν λέγεται με την πρώτη, πήγαινε στο τηλέφωνο και έπαιρνε να δει τι κάνει η κόρη της. Το παιδί της τότε πήγαινε στις σχολές Κωστέα Γείτονα, αν δεν κάνω λάθος. Και έπαιρνε να δει πώς είναι, με μια μητρική ζεστασιά που λέω: «αυτή η κοπέλα πέρασε βράδια σε εξέδρες με ρεμπέτες, με Καζαντζίδηδες…» –όχι με την κακή έννοια. Ήταν πειθαρχημένη μουσικά στον Χατζηνάσιο. Γιατί είναι και διάβολος ο Γιώργος. Δεν πιάνεται. Εννοώ στη γνώση της μουσικής και στην πληκτρολόγηση του πιάνου, είναι αξεπέραστος. Του έδινα μία στοίβα στίχων και, επειδή είναι πανέξυπνος διάβολος, καταλάβαινε ποιο πηγαίνει στην τραγουδίστρια ή στον τραγουδιστή που θα επιλέξει. Κι έτσι διάλεγε. Το «Έχεις Λίγα Χρόνια Έχεις» δεν το έγραψα συμβολικά απάνω σε κάτι, σε κάποια σχέση δηλαδή γνωστού προσώπου ή της ίδιας της Μαρινέλλας ή του Χατζηνάσιου. Είναι ένα τραγούδι για κάποιον 20χρονο/25χρονο, που έχει λίγα χρόνια. Όχι ότι του μένουν λίγα χρόνια αλλά ότι έχει λίγα χρόνια στην πλάτη του. Γι’ αυτό και λέω ότι «είναι από μάλαμα».

    ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΤΟ ΤΡΑΝΖΙΣΤΟΡ – Μαρινέλλα
    (1978, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης)

    Μιχάλης Μπουρμπούλης (συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Παυλικιάνη): Είναι από τους πρώτους στίχους μου που πήγα στον Γιώργο. Το έγραψα στον Λυκαβηττό. Έμενα μόνος μου στη Στάθη Γεροδήμου 24 και ακριβώς κάτω από το παράθυρό μου οχλοβοούσαν τα παιδιά. Ήθελα κάτι να γράψω και δεν μπορούσα. Και πηγαίνοντας προς το παράθυρο, είδα από κάτω που πέρναγε ένας αθίγγανος και είχε στον ώμο του ένα τρανζίστορ. Ξέρεις, έτσι τα πουλάγανε τότε. Στο τραγούδι υπάρχει ένας άλλος συμβολισμός: «κι εσύ περνάς στους δρόμους / με το μπουφάν στους ώμους / και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα». Ήταν μία φωτογραφία τραβηγμένη μέσα στο 1967-1974. Μας ήρθε από το εξωτερικό ενός μετέπειτα βαπτισμένου ήρωα του ΠΑΣΟΚ. Ήταν ο Αντώνης Τρίτσης. Μας ήρθε από τη Βολιβία, την ώρα που εμείς πεινάγαμε και μας κυνήγαγαν οι Λύκοι, και είχε το μπουφάν στους ώμους. Καλός άνθρωπος και πρωταθλητής στο πένταθλο στην Ελλάδα. Τον πήρα ως ερέθισμα, ως σύμβολο, όχι ότι ήταν τέτοιος άνθρωπος, μιας γενιάς, της γενιάς του ΠΑΚ που ήταν έξω, όπως ο συγχωρεμένος ο Ανδρέας Παπανδρέου, και όλοι αυτοί ζούσαν με ξένα λεφτά. Ποιος δούλευε;

    ΣΗΜΕΡΑ – Μαρινέλλα
    (1978, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Μίμης Θειόπουλος)

    ΖΩ – Δήμητρα Γαλάνη
    (1979, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Κώστας Τριπολίτης)

    ΤΟ ΓΡΑΝΑΖΙ – Δήμητρα Γαλάνη
    (1979, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Κώστας Τριπολίτης)

    ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΑ (ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ) – Τάνια Τσανακλίδου
    (1980, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Κώστας Τριπολίτης)

    Η ΑΓΑΠΗ ΧΑΘΗΚΕ – Δημήτρης Μητροπάνος
    (1981, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης)

    Μιχάλης Μπουρμπούλης (συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Παυλικιάνη): Αυτό ακούγεται. Πρόσεξε τώρα τι συνέβη. Κι αν θες το βάζεις. Πρότειναν στον Χατζηνάσιο, στη δόξα του επάνω, να κάνει έναν δίσκο με τον Μητροπάνο. Κι ο Χατζηνάσιος, επειδή είναι και ατακαδόρος-χιουμορίστας, δηλαδή λέει και αστεία, λένε ότι είπε:
    - Τώρα με τα σκυλάδικα και το ρεμπετολόι, μου φέρνουν τον Μητροπάνο;
    Και το μεταφέρουν στον Μητροπάνο. Πανέξυπνος ο Μητροπάνος, γιατί είχε πίσω του τη σύζυγό του, η οποία ήταν πολύ ρεαλίστρια και καταλάβαινε ότι ο Χατζηνάσιος δεν είναι παίξε-γέλασε, κι αφού γυρίστηκε ο δίσκος, ο Μητροπάνος δεν λέει κανένα τραγούδι πουθενά. Εις αντιδικίαν. Γιατί του είχαν μεταφέρει ότι ο Χατζηνάσιος δεν τον πήρε με ενθουσιασμό για να τραγουδήσει.

    Ένα-δύο τραγούδια που ακουστήκανε, έγινε τυχαία. Στα κέντρα και τις συναυλίες δεν τα προωθούσε. Στο ραδιόφωνο, όμως, όσα πέρασαν έγινε «κατ’ επέμβαση» της εταιρίας. Με τον Μητροπάνο είχαμε πάρα πολύ καλές σχέσεις, γιατί το αγάπαγα αυτό το παιδί.

    Πίστεψέ με, ήταν καλός άνθρωπος. Ο Χατζηνάσιος είχε μία σειρά από τραγούδια. Αν θες να κάνεις δίσκο και να μην κάνεις τον μαγκιώρο, με κάποιον συνθέτη επώνυμο, όπως ήταν ο Χατζηνάσιος μέσα στα τρία πρώτα ονόματα τότε και το πρώτο όνομα σ’ αυτού του είδους –Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, άλλο είδος- του είχα δώσει μία σειρά από στίχους. Κατ’ εκτίμηση δική του, λόγω της ικανότητάς του ως μουσικού, ήξερε διαβολικά τι πήγαινε σε κάθε τραγουδιστή. Βέβαια, έκανε στο παρελθόν τραγούδια τα οποία δεν ακούστηκαν. Παρότι ήταν τα ονόματα. Δηλαδή, Πάριος, Κόκοτας… Δεν ακούστηκαν πολύ. Εδώ, όμως, επειδή υπήρχε η μονοκρατορία ολόκληρου του δίσκου, η εταιρία ήταν υποχρεωμένη να προωθήσει όχι έναν από τους τραγουδιστές, αλλά να προωθήσει τον δίσκο («Τα Συναξάρια»). Εγώ, έχοντας μανία με τους συμβολισμούς που ολίγον τι φιλοσοφούν, αλλά όχι τη φιλοσοφία του «εν αργούς νοώ», αλλά την σκληρή αίσθηση της πίκρας, του λέω του Χατζηνάσιου:
    - Θα μου κάνετε ένα χατίρι, το ζητώ από σένα και τον Μητροπάνο.
    Ήταν το «Μαυραγορίτης Μάγκας», που το θεωρώ και το καλύτερο. Όσο για το χατίρι, αυτό ολοκληρώθηκε με το «Η Αγάπη Χάθηκε». Το πρώτο έθελγε εμένα, το δεύτερο άρεσε και σε μένα και στον Γιώργο στην αρχή ως στίχος. Ιδιαίτερα το ρεφρέν: «Η αγάπη χάθηκε σαν ένα καράβι / ψάχνοντας για να ‘βρει κάπου μια στεριά. / Η ζωή μας κύλησε κι έφτασε στο τέρμα / όπως ένα κέρμα στην κατηφοριά». Το «κέρμα» έσωσε την οικονομία του τραγουδιού κατηφορίζοντας. Είναι μια μεταφορική σάτιρα στη σχέση αγάπης και ευτελούς χρήματος.

    ΓΥΡΝΑ ΤΟ ΦΥΛΛΟ – Δημήτρης Μητροπάνος
    (1981, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Μάνος Ελευθερίου)

     

    ΜΗΝ ΠΑΡΑΠΟΝΙΕΣΑΙ ΤΩΡΑ – Δημήτρης Μητροπάνος
    (1981, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Μάνος Κουφιανάκης)

     

    ΜΙΑ ΠΑΡΕΑ ΕΙΜΑΣΤΕ – Δημήτρης Μητροπάνος
    (1981, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης)

    Μιχάλης Μπουρμπούλης (συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Παυλικιάνη): Ήτανε τότε το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδος. «Μια παρέα είμαστε / που χωρίζει σε μια γωνία». Για τον στίχο «Γεια σου Στέλλα, γεια σου Αγγελική και μην κλαις Μαρία» υπάρχει ένα ανέκδοτο που δεν μπορώ να στο πω. Είναι πολύ σόκιν. Στην Ιθάκη έβγαλα ναυτική σχολή. Επομένως είχα ζήσει τη ζωή των ναυτικών και προοριζόμουνα για ναυτικός. Και έβλεπα την αφάνταστη πίκρα. Να τελειώνεις το σχολείο, το Γυμνάσιο, το Ναυτικό Λύκειο και να είσαι μετά αναγκασμένος να φύγεις, αφού αρραβωνιαστείς κάποια που είτε αγαπούσες είτε ήταν από συνοικέσιο. Κι όταν έφευγες, καταλαβαίνεις… Η πίκρα ήταν μεγάλη. Και σήμερα, αυτή δεν είναι η Ελλάδα; Δεν φεύγουν; Μια παρέα είναι, που το βράδυ σ’ ένα κέντρο, διασκεδάζουνε, τρώνε, πίνουνε και μετά, την άλλη μέρα, ο ένας είναι στην Αμερική και ο άλλος στην Ευρώπη. Το τραγούδι δεν πιάνει μόνο τους μετανάστες. Η πίκρα είναι βαθύτερη.

     

    ΠΟΣΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ – Γιάννης Κούτρας
    (1981, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος)

     

    ΠΕΦΤΕΙ ΒΡΟΧΗ – Νάνα Μούσχουρη
    (1985, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Νίκος Γκάτσος)

     

    ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ – Μαρινέλλα
    (1983, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης)

    Μιχάλης Μπουρμπούλης (συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Παυλικιάνη): Ακούγεται μέχρι σήμερα. «Λέω ν’ αλλάξω ουρανό / μα δεν υπάρχουν δρόμοι». Αυτό ολόκληρο είναι ένα παράλογο σχήμα, αλλά είναι συμβολικό. Ήμουνα συνεχώς βυθισμένος μέσα στην παγκόσμια ποίηση κι έβλεπα ότι τα νοήματα είναι πίσω από τις λέξεις. Αλλά ποιός θα πει τι λέξεις; Ποιος θα τις γράψει είναι άλλη δουλειά. Αν δεν κάνει; Και μετά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν συνεργάζεσαι μ’ έναν άνθρωπο με το έξυπνο και διαβολικό μυαλό του Χατζηνάσιου, πρέπει να ξέρεις που πας. Πρέπει να ξέρεις ποιον θα συναντήσεις και ποιον ιδίως θα συναντήσετε μετά, δηλαδή τον τραγουδιστή. Αυτό το ‘χα πετύχει. Λέω, λοιπόν, «καμιά φορά / λέω ν’ αλλάξω ουρανό / μα δεν υπάρχουν δρόμοι». Δεν έχω τη δύναμη. Αγαπάω ακόμα. Το επιστέγασμα του ελληνικού έρωτα είναι ο ουρανός. Είναι η πιο πολυσύχναστη λέξη στο ελληνικό τραγούδι. Και το «σ’ αγαπώ». Οι λαοί πάντοτε είναι αδύναμοι και η μόνη διαφυγή είναι δίδρομος. Ο θάνατος κάτω είναι ο ένας δρόμος και ο άλλος της φαντασίας ο ουρανός. Το «Καμιά Φορά» είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να διαφύγει μέσα από μία κατεστημένη κατάσταση που δεν ελέγχει, ερωτική έστω.

    Σ’ ΟΠΟΙΟΝ ΑΡΕΣΟΥΜΕ – Δήμητρα Γαλάνη
    (1986, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου)

     

    ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΣΟΥ ΛΕΩ ΠΑΜΕ – Γιάννης Πάριος
    (1991, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Γιάννης Πάριος)

     

    ΠΟΙΟΣ ΝΑ ΣΥΓΚΡΙΘΕΙ ΜΑΖΙ ΣΟΥ – Γιάννης Πάριος
    (1991, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Ντέλλα Ρούνικ)

    ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ – Αλέξια
    (1994, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Σταύρος Σιδεράς)

     

    ΣΕ ΛΙΓΟ ΘΑ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΣ – Αλέξια
    (1994, μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι: Χριστόφορος Μπαλαμπανίδης)

     





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #30134   /   04.07.2023, 15:32   /   Αναφορά
    Εύγε Κωνσταντίνε! Υπέροχη η συνέντευξη!
    CHE
    #30138   /   12.07.2023, 08:24
    Σ' ευχαριστώ πολύ Γιώργο! Να είσαι καλά!

    Administrator
    #30135   /   04.07.2023, 19:42   /   Αναφορά
    Κωνσταντίνε τι να πω... πρέπει να την διαβάσουν όλοι αυτή τη συνέντευξη, όσοι αγαπούν το τραγούδι, αλλά και οι συνθέτες του σήμερα. Να δουν πως τραγούδια γράφονται μόνο με αλήθεια και όχι βασισμένα σε... βλακείες που αναφέρει συχνά ο Χατζηνάσιος και έχει δίκιο. Όχι άλλες παρομοιώσεις. Να είσαι καλά, σπουδαία συνέντευξη!
    CHE
    #30139   /   12.07.2023, 08:26
    Ευχαριστώ πολύ Γιώργο!

    #30136   /   04.07.2023, 23:52   /   Αναφορά
    Κωνσταντίνε, θερμά συγχαρητήρια!!!
    Αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα! Μια συμπυκνωμένη, αλλά υπέροχη καταγραφή της τεράστιας πορείας αυτού του μεγάλου συνθέτη που μας χάρισε τόσες πολλές και υπέροχες μουσικές δημιουργίες.
    Ένα από τα επόμενα βήματά σου θα πρέπει να ΄ναι, κάποια στιγμή, η έκδοση ενός βιβλίου με όλες αυτές τις συνεντεύξεις που έχεις καταφέρει να πάρεις από σημαντικούς δημιουργούς της χώρας μας και που αποκαλύπτουν σημαντικές πλευρές της προσωπικότητας, της πορείας και του έργου τους.
    CHE
    #30140   /   12.07.2023, 08:29
    Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια! Σε ό,τι αφορά το βιβλίο, ναι -μπορώ να το πω νομίζω- έχω ήδη υπογράψει συμβόλαιο με εκδοτικό οίκο και το βιβλίο με τις συνεντεύξεις προβλέπεται να εκδοθεί την άνοιξη του 2024 (εκτός απροόπτου φυσικά). Εννοείται πως θα ενημερώσω για ό,τι νεότερο.

    Administrator
    #30143   /   16.07.2023, 13:41
    Και podcast στο Spotify με χορηγό το ΜΗ.

    #30137   /   06.07.2023, 19:58   /   Αναφορά
    Καταπληκτική συνέντευξη !!
    Έμαθα τόσα πολλά που δεν τα γνώριζα και χάρηκα ιδιαίτερα .
    CHE
    #30141   /   12.07.2023, 08:34
    Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Χαίρομαι γι' αυτά που έγραψες διότι αυτός ακριβώς είναι ο στόχος αυτής της σειράς συνεντεύξεων που κάνω εδώ και χρόνια με συνθέτες και στιχουργούς. Να μάθει ο κόσμος τις αληθινές ιστορίες που κρύβονται πίσω από τα τραγούδια και τους ανθρώπους.

    #30144   /   19.07.2023, 10:22   /   Αναφορά
    Υπέροχο!