Ο δημιουργός του «Δε Φταίω Εγώ Που Μεγαλώνω», του «Ανησυχώ» αλλά και πολλών άλλων σπουδαίων τραγουδιών σε μία αποκλειστική συνέντευξη!
Εύθυμος και νοσταλγικός ταυτόχρονα, ο Γιάννης Νικολάου κινείται επιδέξια ανάμεσα στη ροκ και τη μπαλάντα πλευρά του εαυτού του. Σημαντικός δημιουργός, μετρημένος, φιλοσοφημένος, κλείνει 30 χρόνια στη δισκογραφία έχοντας προσφέρει μερικά εξαιρετικά διαμάντια που στολίζουν το καλό ελληνικό τραγούδι. Μ’ αυτή την ευκαιρία θυμόμαστε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του και ο ίδιος μας διηγείται τις ιστορίες τους, σε μία συνέντευξη-διαβατήριο για ένα ταξίδι στ’ όνειρο…
«Ανησυχώ» - Ελένη Δήμου (1987)
Γ.Ν.: Το «Ανησυχώ» είναι τραγούδι-καταλύτης θα έλεγα, γιατί είναι η αιτία που ξεκίνησα να κάνω τότε δίσκους βινυλίου. Το 1987 δεν υπήρχε CD ούτε κατά φαντασία. Έπαιζα στη Σαντορίνη, και συγκεκριμένα στο Καμάρι, μ’ έναν Σκωτσέζο ονόματι Howe Stewart. Έμενα σ’ ένα υπόσκαφο, έτσι λέγονται αυτά: κάναβες. Έχω μείνει μεγάλο διάστημα δουλεύοντας στη Σαντορίνη. Πέντε χρόνια έχω μείνει εκεί, καλοκαίρι κατά κόρον μέχρι Οκτώβριο μήνα. Και μετά ερχόμουν κι έπαιζα στην Αθήνα. Πάντα μουσικός ήμουνα κι όλα τ’ άλλα που ήταν γύρω απ’ αυτό: μπάρμαν, σερβιτόρος, D.J. και τέτοια. Εκεί πέρα αγάπησα για πρώτη φορά στα 24 μου χρόνια μία κοπέλα ονόματι Δάφνη, που ήταν Κερκυραία και Αγγλίδα μαζί. Δούλευε για μια εταιρία που λεγόταν Sun Med –Sun Mediterranean- και έφερνε groups από το Μάντσεστερ νομίζω. Συνέβη, όμως, ένας καβγάς. Χωρίσαμε ένα μικρό διάστημα και έτσι έγραψα αυτό το τραγούδι. Ήταν η πρώτη φορά που αγαπούσα και η πρώτη φορά που έγραψα αλτρουιστικό τραγούδι. Δηλαδή δεν έγραφα για το πώς νιώθω εγώ αλλά με ενδιέφερε πως θα νιώθει εκείνη και αν θα την αγαπάνε οι άλλοι. Ενώ στα κουπλέ λέει «αφού με βγάζεις απ’ το παιχνίδι» και διάφορα τέτοια, στην πραγματικότητα αυτός –εγώ δηλαδή- δεν θέλει να φύγει από κοντά της. Αυτό γράφτηκε πάνω σε μία μηχανή Yamaha SR250 ερχόμενος από τα Φηρά στο Καμάρι. Όλο το τραγούδι ήρθε όταν ήμουνα πάνω στη μηχανή. Όπως μύριζε αυτή η ηφαιστειογενής αύρα του φθινοπώρου της Σαντορίνης –Σεπτέμβριο το έγραψα το τραγούδι- ένιωσα αυτό το συναίσθημα, που δεν εξηγείται ούτε το ‘χω ξανανιώσει θα έλεγα (γέλια). Είναι πολύτιμες αυτές οι μνήμες. Τέλος πάντων, για να μη στα πολυλογώ, το έγραψα αυτό το τραγούδι και σκέφτηκα ότι αν κάνω δίσκο θα το αφιερώσω στη Δάφνη. Όπως κι έγινε. Αν κοιτάξεις στο δίσκο «Απόψε Λέω Να Μην Κοιμηθούμε» από πίσω γράφει «αφιερωμένο στη Δάφνη». Όμως, όταν βγήκε ο δίσκος, είχαμε ήδη χαθεί. Ήμασταν για τρία καλοκαίρια μαζί αλλά μετά χαθήκαμε. Το τραγούδι δεν τ’ άκουσε. Επέστρεψε στην Αγγλία όπου μένει εκεί μόνιμα και το τραγούδι δεν τ’ άκουσε ποτέ. Το ερμήνευσε η Ελένη Δήμου κι έκανα κι εγώ δύο εκτελέσεις. Μία στο «Ταξίδι Στ’ Όνειρο» και μία, πιο unplugged ας πούμε, το 2008 στο «Δε Φταίω Εγώ Που Μεγαλώνω». Το πώς κατέληξε στην Ελένη Δήμου είναι μία μεγάλη ιστορία (γέλια). Θα τα γράψεις αυτά; Θα γίνουμε ρόμπες! Χα, χα. Εμείς γράφαμε στο Sierra, με ηχολήπτη τον Άκη Γκολφίδη που είχε σχέση με την Ελένη Δήμου. Ακούει το τραγούδι ο Γκολφίδης, που εκείνο τον καιρό έκανε άγρα τραγουδιών για την αγαπημένη του, και του άρεσε. Ενώ το ‘χαμε γράψει στον τόνο μου για να το πω εγώ, ξαφνικά το ακούω σε άλλο τόνο! Τότε υποψιάστηκα ότι μάλλον δεν θα το πω εγώ! (γέλια) Για να πω την αλήθεια, στεναχωρήθηκα πολύ. Βέβαια, εγώ δεν ένιωθα συνθέτης, ούτε με ένοιαζε για τα μεγάλα ονόματα. Εμένα με ‘νοιαζε να βγάλω τον νταλγκά μου. Όταν είσαι πιτσιρικάς έχεις άγνοια κινδύνου. Λες «εγώ είμαι νέος, είμαι όμορφος». Και δεν σε νοιάζει για τίποτα. Στενοχωρήθηκα, να πω την αλήθεια, αλλά επενέβη ο παραγωγός μου, ο Ηλίας Μπενέτος, και ο Μάτσας ο ίδιος –και μάλιστα ήταν στο στούντιο όταν το γράφαμε- και έγινε αυτή η μεγάλη επιτυχία. Βεβαίως, την ευγνωμονώ τη Δήμου γιατί είναι πολύ ωραία τραγουδίστρια και, εκ των υστέρων, το τραγούδι το αγάπησα πάρα πολύ και με τη φωνή της. Άλλωστε, το είπα κι εγώ μετά, στο «Ταξίδι Στ’ Όνειρο» και μου ‘φυγε ο νταλγκάς.
«Απόψε Λέω Να Μην Κοιμηθούμε» – Λαθρεπιβάτες (1987)
Γ.Ν.: Τους στίχους τους έγραψε ο Παντελής Θαλασσινός και τη μουσική την γράψαμε μαζί, πιο κοντά στο στυλ μου. Αν έχεις παρακολουθήσει τον τρόπο που γράφουμε κι οι δύο, καταλαβαίνεις ότι είναι κυρίως επηρεασμένο από την δυτική μουσική. Είναι ματζόρε, κατάλαβες; Αυτό το τραγούδι έχει την εξής ιστορία, το θυμάμαι σαν φωτογραφία: ο Μάτσας ήθελε ένα τραγούδι σαν το «Καλοκαιράκι» του Πορτοκάλογλου. Αν ακούσεις το δίσκο προσεκτικά, είναι δίσκος που έχει τραγούδια βαθιά : το «Ανησυχώ» ,το «Κρυώνω» ή το «Ρεμάλι», το «Ταξιδιάρικο Πουλί», «Άλλη Μια Νύχτα» ή το άλλο που λέει «Έξω καράβια φεύγουνε στου Πειραιά τη μπούκα» («Στο Γραφείο»). Ήταν πολύ ατμοσφαιρικός και ροκ δίσκος. Ο Μάτσας, όμως, ήθελε ένα τραγούδι που θα μας κατεύθυνε προς την Pop. Ο Παντελής είπε «Έχω ένα τέτοιο» και άρχισε να λέει το «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε» όχι όπως το ξέρετε αλλά με μία άλλη μουσική. Μινόρε. Σε κλίμακα ελάσσονα. Μια χαμηλή μπαλάντα. Το «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε» ήταν το κουπλέ, δεν ήταν το ρεφρέν. Το άκουσε ο Μάτσας και δεν του άρεσε έτσι. Θεώρησε ότι δεν ταιριάζει ο στίχος με τη μουσική. Και τότε μου λέει:
- Κύριε Νικολάου, εσείς ως ο κεντρικός δημιουργός του γκρουπ θα μπορούσατε να γράψετε μουσική;
Να πω την αλήθεια, εμένα δεν μου άρεσε –όχι ο στίχος- αλλά το σημείο που έλεγε «απόψε θα ζηλέψει ο Κηλαηδόνης». Τι σχέση είχαμε εμείς με τον Κηλαηδόνη; Εκ των υστέρων αποδείχθηκε επιτυχημένο και ευφυές. Τότε εγώ δεν ένιωθα δέος για κανέναν από αυτούς. Ήρωες μου ήταν ο Bryan Ferry, οι Beatles, ο Phil Collins, οι U2, ο Stevie Wonder… Ήμουνα της αγγλόφωνης σκηνής. Είπα «τι δουλειά έχει ο ‘‘Κηλαηδόνης’’ εδώ μέσα…».
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το έγραψα στην γκαρσονιέρα μου στην Καστέλα, στην Σκρα, μαζί με τον Παντελή σ’ ένα κόκκινο Sharp, σε μία κασέτα, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και απλώς πίστευα ότι αυτό το τραγούδι θα ‘πρεπε να είναι χαρούμενο. Κι ακολούθησα τον προσφιλή μου ματζόρε δρόμο. Αυτό είναι χαρακτηριστικό. Αν ακούσεις τα τραγούδια μου, φαίνεται ότι είναι ο δρόμος των Beatles. Το άκουσε, λοιπόν, ο Αντύπας και είπε:
- Ρε παιδιά, θα βάλετε αυτό το απλό Pop τραγούδι ανάμεσα σ’ αυτά τα σοβαρά τραγούδια που ‘χετε φτιάξει;
Όμως ο παραγωγός μας, ο Ηλίας Μπενέτος, του είπε:
- Άκου, Νίκο. Πρέπει να το βάλουμε γιατί αρέσει στον Μάτσα αυτός ο στίχος.
Το να τουμπάρουμε το στίχο «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε», που ήταν κουπλέ, και να τον πάμε στο ρεφρέν ήταν δικιά μου ιδέα. Το προηγούμενο ρεφρέν ήταν ο στίχος «Απόψε λέω να κάνουμε ένα πάρτι…». Και με τον Παντελή το κομμάτι το λέγαμε «Πάρτι». Το θυμάμαι λες και ήταν χθες. Αφού ακόμα κι όταν ξεκινήσαμε να το παίζουμε, λέγαμε «πάμε το ‘‘Πάρτι’’», δεν λέγαμε «το ‘‘Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε’’». Τελικά ο Νίκος Αντύπας, ο οποίος έκανε την ενορχήστρωση, πήρε ένα drum machine Oberheim, , έκανε ένα pattern, ο Γιάννης Εκμεκτζόγλου έπαιξε μία κιθάρα Ibanez 12χορδη και μια ηλεκτρική, ο Νίκος Βαρδής ένα μπάσο και ο ίδιος ο Νίκος Αντύπας έβαλε από ένα DX7 κάτι φλαουτάκια και πλάτες. Και ιδού το αποτέλεσμα. Και γράφτηκε στο Studio In. Είναι το μοναδικό τραγούδι που δεν γράφτηκε στο Sierra και το μοναδικό τραγούδι που δεν παίζει τύμπανα ο Νίκος Αντύπας αλλά παίζει drum machine. Κι έγινε μεγάλη επιτυχία. Στο στούντιο ήταν ηχολήπτης ο Μάνος Βλάχος και ιδιοκτήτης ο Robert Williams. Κι εγώ, ειλικρινά, δεν πίστευα ότι το συγκεκριμένο τραγούδι θα γινόταν επιτυχία. Μα το Θεό! Εγώ τότε δεν είχα καμία έφεση να γράφω σουξέ. Ήθελα τα τραγούδια να είναι διανοουμενίστικα. Αυτό είναι ένα ωραίο, γλυκό, Pop τραγουδάκι που, όμως, μας χαρακτήρισε. Ευτυχώς που μετά έγραψα το «Δε Φταίω Εγώ Που Μεγαλώνω».
«Δε Φταίω Εγώ Που Μεγαλώνω» – Λαθρεπιβάτες (1990)
Γ.Ν.: Γι’ αυτό μπορώ να σου πω πολλά. Θεωρώ ότι είναι ένα τραγούδι βαθύ, ίσως το καλύτερό μου. Όταν το ‘γραψα ήμουν 28 χρονών. Στα live μου λέω ότι τώρα με αντιπροσωπεύει περισσότερο από τότε. Αυτό το τραγούδι γράφτηκε το καλοκαίρι του 1988 στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης. Εγώ, εκτός από τους Λαθρεπιβάτες, επειδή μου άρεσε πολύ το αγγλόφωνο δούλευα και extra. Τότε έπαιζα σ’ ένα roof garden, τον «Αλέξανδρο», πάνω από τη λίμνη του Αγίου Νικολάου. Ακόμα υπάρχει και το ‘χει ο ίδιος ακόμα, ο Γιώργος. Ένα μεσημέρι, που δεν ήθελα να πάω για μπάνιο, είχα βαρεθεί –Αύγουστος ήταν- πάω εκεί πάνω. Ήταν πολύ ωραία στο roof garden. Είχε παντού λουλούδια κι ήταν πολύ δροσερά. Καθόσουν κι έβλεπες αριστερά το λιμάνι με τα καραβάκια και δεξιά τη λίμνη, η οποία είναι ιστορική λίμνη. Έχουν συμβεί πράματα και θάματα εκεί πέρα. Και που λες, είχα την κιθάρα, ήμουνα μ’ ένα σορτσάκι, είχα ξαπλώσει τα πόδια μου κι έπαιζα τεμπέλικα. Αυτή είναι η ηδονή του μουσικού: να μπορείς να παίζεις χωρίς άγχος. Ξαφνικά, παίζοντας τ’ ακόρντα, άρχισε να μου ‘ρχεται το τραγούδι. Θα μου πεις: και μες στο καλοκαίρι, ρε μάγκα, βλέποντας το γαλάζιο πέλαγος, έγραψες «και να που τα ταξίδια μείναν μόνο όνειρα»; Κι όμως. Είναι μυστήριο πράγμα η ψυχή του ανθρώπου. Ίσως έβλεπα στο μέλλον… Αρχίζω να γράφω και λέω «ωραίο είναι αυτό». Έγραφα ταυτόχρονα τη μουσική και τους στίχους. Αλλά έγραψα μόνο μέχρι και το ρεφρέν. Μετά… κόμπλα! Δεν μπορούσα να γράψω τίποτε άλλο. Εκείνη την εποχή έκανα παρέα με τον φίλο μου τον Οδυσσέα Εισαγγελέα, με τον οποίο έχουμε γράψει πολλά και ωραία τραγούδια, και του λέω:
- Ρε συ, Οδυσσέα, έχω ένα στιχάκι.
Του το λέω, και μου λέει:
- Είναι πολύ καλό αυτό που έχεις γράψει.
- Καλό είναι; Λίγο θλιμμένο το βρίσκω.
Και μου γράφει κάτι πιο θλιμμένο ακόμα: «Ραγίσαν τα φεγγάρια που ‘χε φέρει η άνοιξη / Μαρμάρωσε το φως στο τελευταίο νύχτωμα / Φτιασίδι ερωτικό που θα φοράει το αύριο / στις πιάτσες της βροχής όταν πουλιέται Σάββατο»! Ντάλα καλοκαίρι γράφτηκε αυτό το τραγούδι! Δούλευα τότε μαζί με τον Βασίλη Χατζηλούκα. Θυμάμαι, είχαμε ένα μικρό αρμόνιο Casio Portasound και καθίσαμε σ’ ένα τετρακάναλο που είχα, με κασέτα, και γράψαμε το demo. Εγώ έπαιζα κιθάρα κι αυτός έπαιζε σ’ ένα τόσο δα αρμόνιο… Αυτό το πρώτο demo το έχει ο Βασίλης. Ακούς πουλιά, σφυρίγματα… Είναι συγκινητικό… Αυτή είναι η ιστορία του. Εγώ δεν σκέφτηκα ότι θα γίνει σουξέ. Αντιθέτως. Όταν γράφεις ένα τραγούδι φορτωμένος, εκείνη την ώρα δεν έχεις το νου σου αν θα γίνει σουξέ ή όχι. Ούτε σε νοιάζει αυτό. Άμα μπεις στο trip να το εξηγήσεις, χάνεις τη χρυσόσκονή σου. Η Μοίρα ρίχνει την χρυσόσκονη σε αυτούς που είναι μικρά παιδιά. Όταν γίνεις επιτήδειος, ακόμα κι αν είσαι καλός, χάνεις τη χρυσόσκονη. Αυτό να το γράψεις!
Το «Δε Φταίω Εγώ Που Μεγαλώνω» το έχει πει κι ο Πάνος Κατσιμίχας στον ομώνυμο δίσκο που έκανα το 2008. Την φωνή την έγραψε στο στούντιο Στέντωρ Ο Πάνος το είπε με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο.
Για μένα η καλύτερη εκτέλεση στο «Δε Φταίω Εγώ Που Μεγαλώνω» είναι του Χάρη Κατσιμίχα live. Το έλεγε στις συναυλίες με τον Νταλάρα. Αυτή την εκτέλεση πρέπει να την ακούσεις. Θα πάθεις πλάκα. Έχει μια φοβερή ενορχήστρωση κι ο άνθρωπος έχει βγάλει τα σωθικά του. Θα σου εξιστορήσω πώς το άκουσε για πρώτη φορά το τραγούδι ο Χάρης Κατσιμίχας. Αυτή είναι ωραία ιστορία –μου την έχει πει ο ίδιος. Έχει πάει στην Κύπρο, είναι μέσα σ’ ένα ταξί, ακούει το τραγούδι στο ραδιόφωνο και κοκαλώνει. Του λέει του ταξιτζή:
- Ποιόν σταθμό ακούς;
- Τον τάδε.
- Πάρε τηλέφωνο τώρα και ρώτα ποιο τραγούδι παίζει!
Παίρνει τηλέφωνο ο ταξιτζής και του λένε:
- Λαθρεπιβάτες, «Δε Φταίω Εγώ Που Μεγαλώνω».
Το βρίσκει ο Χάρης και το περνάει στο πρόγραμμά του. Τόσο πολύ του άρεσε το τραγούδι αυτό. Εγώ το έχω γραμμένο σε κασέτα. Δεν έχει κυκλοφορήσει πουθενά. Υπάρχει όμως ανεβασμένο στο YouTube. Αυτή είναι η καλύτερη εκτέλεση. Σ’ αυτή την εκτέλεση ο Χάρης είναι σπαραξικάρδιος. Πολύ καλή εκτέλεση είναι κι αυτή με τον Στόκα, τον Λιδάκη και τον Μητροπάνο. Ο Παντελής, στην πρώτη εκτέλεση, ήταν καλός. Λίγο περισσότερο μινόρε απ’ ό,τι πρέπει. Όταν λες κάτι που προκαλεί θλίψη, δεν μπορείς να το υπερτονίζεις. Θα πρέπει να βρεις μία medium κατάσταση, αλλά παράλληλα να τραβάς και τον ακροατή. Δεν είχα και εγώ την πείρα που έχω τώρα για να του εξηγήσω… Αυτά που σου λέω είναι ψιλά γράμματα, ε; Αλλά εσύ ήθελες να μου πάρεις συνέντευξη! (γέλια).
«Ταξίδι Στ’ Όνειρο» - Λαθρεπιβάτες (1990)
Γ.Ν. Αυτό είναι στον ίδιο δίσκο που είναι και το «Δε Φταίω Εγώ Που Μεγαλώνω». Μέναμε σ’ ένα μικρό δυάρι με την τότε σύντροφό μου αλλά αισθανόμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Είχα ένα αρμόνιο και κάθισα και το ‘γραψα μέσα σ’ αυτό το σπίτι, το οποίο είναι στον Άγιο Δημήτριο στο Ψυχικό. Είναι πολύ ωραίο τραγούδι. Το αγαπώ το τραγούδι αυτό γιατί μου θυμίζει εκείνη την εποχή. Ξέρεις, τα τραγούδια πρέπει να υποκινούν μνήμες και καταστάσεις. Αλλιώς δεν έχουν αξία. Για ένα πράγμα είμαι περήφανος: ότι τα περισσότερα τραγούδια μου έχουν μια ιστορία από πίσω. Είναι ένα όχημα για να πηγαινοέρχεσαι από το παρελθόν στο μέλλον και τούμπαλιν.
«Απόψε Γίνε» - Νίκος Νομικός (1990)
Γ.Ν.: Κι αυτό είναι αγαπημένο μου τραγούδι, σε στίχους του Οδυσσέα Εισαγγελέα. Το πρωτοείπε ο Νίκος Νομικός, αλλά ήταν μακριά από τη δική μου άποψη. Η ενορχήστρωση ήταν ατυχής θα έλεγα. Εγώ δεν είχα λόγο σ’ αυτή τη δουλειά. Τ’ άκουσα και δεν μ’ άρεσε καθόλου. Εκείνο τον καιρό, επειδή ήταν της μόδας οι Ζιγκ Ζαγκ –αν τους θυμάσαι- εστίασε ο Νομικός σ’ ένα τραγούδι που έλεγε «Μωρό μου, πάμε βόρεια» (το έγραψε ο Δημήτρης Ζμπέκος των Ζιγκ Ζαγκ). Ούτε που ασχολήθηκε με το «Απόψε Γίνε». Το είπε μετά ο Κώστας Μάντζιος κι έγινε μεγάλη επιτυχία. Σ’ αυτό το δίσκο του Μάντζιου («Αν Ήταν Εύκολη Η Ζωή Θα Κράταγε Αιώνες», 1997) είχε γράψει στίχους και ο Ηλίας Κατσούλης. Μετά την επιτυχία που γνώρισε το τραγούδι με τον Κώστα Μάντζιο, το είπε κι ο Γιώργος Νταλάρας (στο άλμπουμ «Γι’ Αυτό Υπάρχουνε Οι Φίλοι», 2009). Εγώ προτιμώ την εκτέλεση του Μάντζιου. Ο Νταλάρας έκανε το λάθος να βάλει μέσα αραβικά βιολιά. Ενώ το είπε ωραία, το φτήνυνε η ενορχήστρωση. Αφαίρεσε τις εισαγωγές μου, που είναι χαρακτηριστικές, και έβαλε αραβικά βιολιά –τα γύφτικα που λέμε- από synthesizers. Εκεί πέρα μου το χάλασε το τραγούδι. Δυστυχώς, η πρώτη και η τελευταία εκτέλεση είναι εντελώς αποτυχημένες. Του Μάντζιου είναι η καλύτερη εκτέλεση γιατί την ενορχήστρωση την έχει κάνει ο Αντώνης Γούναρης ακολουθώντας την δική μου γραμμή κι ο Μάντζιος το τραγούδησε θαυμάσια.
«Του Αυγούστου Η Φωτιά» - Λαθρεπιβάτες (1991)
Γ.Ν.: Αυτό είναι, ίσως, μέσα στην τριάδα των αγαπημένων μου τραγουδιών. Αυτό ήταν ποίημα του Οδυσσέα Εισαγγελέα. «Σκληρά ποτά κακό ξενύχτι / και τα χαρτιά μου μια πληγή»… Ο Οδυσσέας Εισαγγελέας ήταν ένας σημαντικός ποιητής. Συνομήλικός μου. Του 1960 γεννηθέντες και οι δύο. Για πρώτη φορά τον συνάντησα στη Σαντορίνη το 1984. Πάνω στη μηχανή μου πηγαίναμε βόλτες όλη μέρα, για μπάνιο, για κορίτσια… Έπαιζε αυτός στο πιάνο κι εγώ την κιθάρα. Δουλεύαμε μαζί στον Κάτωνα. Έτσι λεγόταν το μαγαζί που δουλεύαμε. Στη Μεσαριά. Αγαπηθήκαμε πάρα πολύ μ’ αυτό το παιδί. Μέναμε μαζί κιόλας. Είχαμε κοινή συνισταμένη την ποίηση, τα όνειρα… Του έλεγα πάντα:
- Κι αν χαθούμε, εμείς θα έχουμε πάντα ανοιχτό παράθυρο στο όνειρο.
Έτσι του έλεγα. Το τραγούδι αυτό ήταν στο κύκνειο άσμα των Λαθρεπιβατών. Γράφτηκε το 1990 αλλά δεν μπήκε στο «Ταξίδι Στ’ Όνειρο» και το βάλαμε στο δίσκο «Έτσι Απλά» (1991). Ήταν η αληθινή ιστορία του Οδυσσέα, αυτού του σπουδαίου ποιητή που έχει γράψει απίστευτα πράγματα. Αν μπεις στο στίγμα του, θα καταλάβεις ότι είχε ένα «φευγιό». Λες και ψυχανεμιζόταν ότι θα φύγει γρήγορα. Αυτός έφυγε για την άλλη διάσταση κι εγώ έμεινα εδώ και τον σκέφτομαι ακόμα… 54 χρονών έφυγε. 13 Μαΐου του 2014. Πάνε δύο χρόνια. Αυτό το τραγούδι, λοιπόν, είναι σημείο αναφοράς. Όταν το παίζω πάντα συγκινούμαι και πάντα τον σκέφτομαι. Έχω το πρόσωπό του εδώ. Μπροστά μου.
«Τίποτα» - Λένα Αλκαίου (1994)
Γ.Ν.: Είναι ένα από τα τραγούδια που μ’ αρέσουν. Είναι η πρώτη μου απόπειρα να γράψω λαϊκά τραγούδια. Τους στίχους τους έγραψε ο Γιώργος Κρητικός. Κι αυτός σπουδαίος στιχουργός. Η Λένα Αλκαίου είναι Πειραιώτισσα και ο Άγγελος Κουτσούκης, ο οποίος αργότερα ήταν διευθυντής των δημοσίων σχέσεων της Lyra, μου έλεγε ότι θα μπορούσα να γράψω πολύ καλά λαϊκά τραγούδια. Εγώ το έβλεπα πολύ μακρινό αυτό. Η Λένα έχει μία πολύ ιδιαίτερη φωνή κι αποφάσισα να σκηνοθετήσω τραγούδια πάνω της. Τότε σκέφτηκα ότι αυτή η φωνή είναι πολύ κοντά στην Πόλυ Πάνου, τη Βίκυ Μοσχολιού, σ’ αυτές τις φωνές… Και λέω, αν θα έγραφα γι’ αυτή, πώς θα έγραφα; Θυμάμαι πήγαινα στην Πατριάρχου Ιωακείμ στο Χατζηκυριάκειο και βλέπαμε τη θάλασσα, το Σαρωνικό, απ’ το μπαλκόνι της και τότε, μεταξύ τυριού και αχλαδιού που λέμε, πίναμε κρασί, μιλάγαμε, κάναμε προσωπικές συζητήσεις –κυρίως με τον Άγγελο- και δοκιμάζαμε τα τραγούδια. Εκείνη την εποχή παίξαμε στο Cathedral στον Πειραιά και ήρθε ο Γιώργος Μακράκης, περίφημος παραγωγός της δισκογραφίας, του άρεσε ο χαρακτήρας της φωνής της και μου πρότεινε να κάνω έναν εναλλακτικό δίσκο, όπου από την πρώτη πλευρά θα κάνω εγώ μπαλάντες και από την άλλη τα λαϊκά της Λένας. Ζήτησα από το Γιώργο στίχους και πραγματικά μου έδωσε αριστουργήματα γι’ αυτό το δίσκο («Όνειρα Αυθαίρετα», 1994). Απ’ την πρώτη πλευρά έχει μπαλάντες κι απ’ την άλλη τραγουδάει η Λένα λαϊκά τραγούδια όπως το «Τίποτα», «Η Κόρη Της Κυρά Λένης», «Φωτιά Συνονόματη»… Αυτά ακουστήκανε πολύ. Τότε ξεκινούσε το έντεχνο. Και με το που τ’ ακούσανε αυτόν τον ήχο, όλοι πέσανε πάνω στα λαϊκά τραγούδια. Αυτό, όμως, με καταδίκασε. Ήταν ο πρώτος μου δίσκος μετά τους Λαθρεπιβάτες. Έτσι, λοιπόν, με κατατάξανε στους συνθέτες ενώ στην πραγματικότητα ήμουν τραγουδοποιός. Ήταν λάθος εκ μέρους μου να κάνω ένα δίσκο με φιλοξενούμενη λαϊκή τραγουδίστρια. Έπρεπε πρώτα να κάνω έναν δίσκο δικό μου. Δεν θέλει και πολύ ο κόσμος για να σε χαρακτηρίσει. Άρχισαν να με λένε όλοι συνθέτη, ενώ εγώ σ’ όλη μου τη ζωή παίζω την κιθάρα μου και τραγουδάω. Τέλος πάντων…
«Του Φεγγαριού» - Γιάννης Νικολάου & Κώστας Χρονάκης (1995)
Γ.Ν.: Αυτό γράφτηκε στη Νεάπολη του Λασιθίου σε στίχους του Μιχάλη Χουρδάκη (Νίσπιτα). Υπάρχει σε πολλές εκτελέσεις. Η πρώτη εκτέλεση είναι πολύ καλή γιατί έχει κάτι το πρωτόλειο. Το ‘χω πει και με τον Θαλασσινό στους «Άγγελους Του Έρωτα» (2005). Το τραγούδι το έγραψα το 1993. Τότε δεν ήταν της μόδας η κρητική μουσική στην Αθήνα. Με τίποτα. Μόνο τον Ξυλούρη ξέρανε. Και τώρα με τον Χαρούλη και άλλους αρχίζουν να μαθαίνουν και νομίζουν ότι είναι έτσι η κρητική μουσική. Εντάξει, δεν είναι έτσι -λέω εγώ. Το τραγούδι, λοιπόν, το έγραψα σ’ ένα καφενείο, το «Πέριξ» -έτσι λεγόταν- στη Νεάπολη Λασιθίου, μία πολύ όμορφη και γραφική πόλη. Εγώ έμενα στο σπίτι ενός φίλου μου, του Γιάννη, απ’ όπου μάλιστα πέρασαν και ο Ρασούλης και ο Αγγελάκας. Μέναμε μαζί σ’ αυτό το σπίτι. Το «Πέριξ» ήταν ένα μεζεδοπωλείο όπου έτρωγα το μεσημέρι, βαριόμουν να μαγειρεύω, και ξαφνικά βλέπω έναν κύριο, μ’ ένα βλέμμα σαν της αλεπούς, έτσι πολύ έξυπνο. Και μου λέει:
- Να σου πω. Είσαι μουσικός;
- Νομίζω…
Ήτανε μόλις είχαν διαλυθεί οι Λαθρεπιβάτες. Είχαμε παίξει για τελευταία φορά, θυμάμαι, στην Κύπρο το 1993 και μετά πήγα στην Κρήτη. Εκεί ήθελα να θητεύσω στην παράδοση. Ήθελα να φύγω. Ξέρεις, ο δημιουργός πρέπει να αναχωρεί. Άμα δεν αναχωρείς, τότε δεν ανανεώνεται η τέχνη σου. Θα πρέπει να αυτοαναιρείσαι. Ο κύριος που γνώρισα στο «Πέριξ», λοιπόν, ήταν ο λαογράφος Μιχάλης Χουρδάκης. Μου έδωσε πολλές κρητικές μαντινάδες κι από αυτές επέλεξα κάποιες και έγραψα το «Του Φεγγαριού». Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1995 από την FM Records. Ο Κώστας Χρονάκης παίζει λύρα και τραγουδάει μαζί μου. Ήταν ένα νεαρό παιδί που δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός τότε αλλά εγώ τον έβαλα για το «χρώμα» μέσα. Έχει το τρακ του, ίσως μερικές ατέλειες, αλλά είναι υπέροχη εκτέλεση…
«Ίχνος» - Λένα Αλκαίου (1997)
Γ.Ν.: Αυτό είναι σπουδαίο τραγούδι. Σε στίχους του Γιώργου Κρητικού. Αυτό έχει την εξής ιστορία. Κάνουμε ένα δίσκο με την Αλκαίου και γράφει τα επτά τραγούδια ο Γιώργος Ζήκας και τα πέντε εγώ. Μου αφαίρεσαν ένα τραγούδι από μέσα και τους είπα ότι θα πρέπει να βάλω άλλο τραγούδι. Δεν μπορεί να μου αφαιρέσουν ένα τραγούδι και να μην βάλω άλλο. Και παίρνω τον Κρητικό και μου λέει:
- Έχω κάτι στίχους… Τους έχω δώσει σε 2-3 συνθέτες αλλά δεν μου αρέσει έτσι όπως το κάνανε.
Και μου λέει το «Ίχνος». Του λέω «Εντάξει». Με το που το παίρνω, μου βγαίνει η μουσική αμέσως. Τότε δεν είχα κινητό. Μιλάμε για το 1996. Εγώ κινητό πήρα το 1999. Πήρα τηλέφωνο τη Λένα, δεν το σήκωνε, και βγήκε ο τηλεφωνητής. Είπα «άκου να σου πω, αυτό το τραγούδι θα βάλουμε μέσα». Και της το τραγουδάω στον τηλεφωνητή! Το μήνυμα δεν κράτησε πολύ γιατί έκλεισε ο τηλεφωνητής. Μετά με παίρνει τηλέφωνο η Λένα και μου λέει:
- Ωραίο είναι. Μπορείς να μου το παίξεις όλο;
Το παίζω και πάμε στο Sierra. Την ενορχήστρωση την έκανε ο Γιάννης Ιωάννου και ήταν πολύ ωραία. Του άρεσε πολύ και του Κώστα Καλημέρη. Μας λέει:
- Γράφτε το αμέσως!
Ήταν παραγωγός τότε. Και μου το βάλανε όγδοο στο δίσκο! Κι όμως, έγινε μεγάλη επιτυχία, έχει περάσει σε πολλά προγράμματα και το είπανε πολλές τραγουδίστριες.
«Τ’ άγρια πουλιά» - Γιάννης Νικολάου (1998)
Γ.Ν.: Αυτό το έγραψα σε στίχους του Κώστα Φασουλά, ο οποίος έγραψε το στίχο πάνω στον Ψηλορείτη βλέποντας έναν αετό να πλανάρει. Εγώ τότε έκανα το «Κακό Παιδί», μελοποιημένη ποίηση της Λένας Παππά, και το έβαλα στον ίδιο δίσκο («Κακό Παιδί», 1998). Ο δίσκος κυκλοφόρησε από μία ανεξάρτητη εταιρεία, την Ankh Productions, που θυμάμαι ότι έφερνε τη Cesaria Evora πριν γίνει πολύ γνωστή. Είχα την ατυχία να τον κάνω εκεί. Ήτανε εταιρεία η οποία κατά κανόνα έφερνε εισαγόμενα και δεν τον προώθησε πάρα πολύ. Όμως είμαι περήφανος γι’ αυτόν το δίσκο και για το τραγούδι αυτό. Αργότερα κυκλοφόρησαν και άλλες εκτελέσεις κι έτσι έγινε επιτυχία. Ο Βασίλης Σκουλάς έκανε και δίσκο μ’ αυτό το τραγούδι, που τον ονόμασε «Τ’ Άγρια Πουλιά» (2000).
«Ποτέ Μου Δε Μιλώ Γι’ Αυτή» - Παντελής Θαλασσινός (2005)
Γ.Ν.: Οι Λαθρεπιβάτες διαλύθηκαν γιατί δώσαμε ό,τι ήταν να δώσουμε. Το 2005, που κάναμε ξανά δίσκο μαζί με τον Παντελή, ήτανε με τραγούδια επάνω στο έντεχνο. Τότε υπήρχε λόγος που το κάναμε αυτό. Υπήρχε λόγος γιατί αυτός ο δίσκος, «Οι Άγγελοι Του Έρωτα», εντάχθηκε στους διαχρονικούς, με το «Ποτέ Μου Δε Μιλώ Γι’ Αυτή», «Του Έρωτα» και σε νέες εκτελέσεις «Τ’ Άγρια Πουλιά», «Του Φεγγαριού»... Ήτανε κύκλος τραγουδιών και μάλιστα με τραγούδια κρητικοφανή. Είναι σημαντικός δίσκος για μένα. Το «Ποτέ Μου Δε Μιλώ Γι’ Αυτή» είναι κομβικό τραγούδι. Εκτός από τη μουσική, έχω γράψει και τους στίχους. Είναι αληθινή ιστορία. Δεν θέλω να πω κάτι άλλο. Είναι πολύ φορτισμένο τραγούδι. Αληθινό. Τα τραγούδια, ξέρεις, είναι ο υπερβατικός εαυτός ενός δημιουργού.
Το κακό με τη σημερινή εποχή είναι ότι πλέον όλοι κάνουν αρπαχτές. Παλιά –την έχεις περάσει αυτή την περίοδο- έπαιρνες το βινύλιο και τ’ άκουγες. Και τώρα, με τα mp3 που έχουνε βγει, αυτό το «τζάμπα» έχει απομυθοποιήσει την τέχνη μας. Κανένας δεν εστιάζει. Κανένας δεν εμβαθύνει. Μου φαίνεται τόσο παράξενο που είμαστε εδώ και μιλάμε. Θα πρέπει, πλέον, να προσπαθεί πολύ σκληρά ο δημιουργός να περάσει τα τραγούδια του στον κόσμο. Ενώ παλιά οι παραγωγοί ήταν πολύ ισχυροί. Ήταν προσωπικότητες… Δεν καταλαβαίνανε από τα play lists…
Πάμε στο σήμερα!
Γ.Ν.: Το 2015 κυκλοφόρησα το δίσκο «Του Νότου Τα Πουλιά» με κύριο ερμηνευτή τον Μιχάλη Κουνάλη. Σ’ αυτό το δίσκο τα περισσότερα τραγούδια είναι σε στίχους της Μαρίας Παπαδάκη. Στο ομώνυμο τραγούδι, τους στίχους τούς έγραψα εγώ. Τώρα ετοιμάζω νέο δίσκο: το «Homemade» -έτσι λέγεται γιατί το ‘φτιαξα όλο στο σπίτι μου. Έχω ένα ερασιτεχνικό στούντιο σπίτι μου. Ο δίσκος έχει αρκετές μπαλάντες κι υπάρχει κι ένα τραγούδι, το τελευταίο που έφτιαξα του Οδυσσέα, που μου το ‘χε δώσει εδώ και χρόνια αλλά δεν μπήκε σε κανένα δίσκο και το ξανάκουσα από μια κασέτα που είχα γράψει και λέω «τι κρίμα που δεν το κυκλοφορούσα τόσα χρόνια». Σαν σημείο αναφοράς θα βγει. Επίσης, ένα τραγούδι με τον Θαλασσινό, που λέγεται «Οι Λαθρεπιβάτες». Το 2011, ξαναπαίξαμε στο Σταυρό του Νότου με το group το original των Λαθρεπιβατών. Ήτανε ένα reunion κατά κυριολεξία. Κι εκεί πέρα έγραψα ένα τραγούδι, το βάλανε video clip με την ιστορία μας, κι αυτό το τραγούδι έπαιζε από πίσω. Σ’ αυτό έχω κάνει ένα παζλ από πολλά τραγούδια των Λαθρεπιβατών κι έχει πλάκα. Το είπαμε μαζί με τον Παντελή αυτό το τραγούδι και θα είναι και το τελευταίο που θα μιλάει για τους Λαθρεπιβάτες. Σκέφτομαι μ’ αυτό να ρίξω αυλαία με το θέμα «Λαθρεπιβάτες». Δεν θα ξαναμιλήσω γι’ αυτό. Γιατί οι πληροφορίες έχουν γίνει πολλές πλέον. Είναι σαν κάτι συγκροτήματα που τα μέλη τους δεν κάνανε τίποτα ξανά. Ενώ εμείς έχουμε κάνει πολλά.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι σας, που σας απογοήτευσε που δεν πέρασε στον κόσμο;
Γ.Ν.: Ναι, υπάρχει και είναι αγαπημένο μου κιόλας. Το 2008 έκανα ένα δίσκο που λεγόταν «Δε Φταίω Εγώ Που Μεγαλώνω». Είναι πολύ καλός δίσκος αυτός και είχε και τέσσερα καινούργια τραγούδια, μεταξύ των οποίων είναι και το «Νύχτα Γλυκιά Καλοκαιριού», τραγούδι που ‘χα γράψει για να προλογίσουμε τις συναυλίες που κάναμε τότε με τον Παντελή. Σ’ αυτό το δίσκο, λοιπόν, είναι και το «Κρυμμένο». Πιστεύω ότι αυτό είναι φουτουριστικό τραγούδι. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα το καταλάβουν. Συμμετέχει και μια θαυμάσια σοπράνο, η Βίκυ Σκλαβενίτη, και κάνει μία άρια μέσα. Είναι μυστήριο τραγούδι. Δεν τ’ ακούει, όμως, ο κόσμος αυτά. Γενικά, πιστεύω ότι η ελλαδική πραγματικότητα δεν προσφέρεται για υπερβάσεις. Γι’ αυτό κι οι περισσότεροι αναπαράγουν το είδωλό τους. Η τέχνη, όμως, θέλει τρέλα. Αυτοί θα πάρουν σύνταξη και θα λένε ακόμα τα ίδια. Υπάρχει μία πεπατημένη, η οποία είναι γνωστή: των μανατζαρέων και των κομμάτων που στηρίζουν καλλιτέχνες, υπερεκτιμημένους κατά τη γνώμη μου. Έτσι, υπάρχουν δύο είδη: ή το σκυλάδικο ή το «intellectual». Εμείς που είμαστε στη μέση, θα μπορούσε να ‘μασταν οι χθεσινοί Λοΐζοι ή Σπανοί ας πούμε. Μελωδοί που γράψανε τραγούδια, τα οποία -όπως αποδείχθηκε- ο χρόνος δεν τα άγγιξε. Όμως οι κρατούντες, και οι τωρινοί και οι προηγούμενοι, είναι δήθεν. Δεν είναι οραματιστές ούτε αγαπούνε την τέχνη και τον πολιτισμό. Πάνε χρόνια από την τελευταία μου συνέντευξη.
Γράφοντας ένα τραγούδι που πιστεύετε ότι είναι πολύ ωραίο, γιατί δεν το λέτε ο ίδιος;
Γ.Ν.: Πολλά από αυτά που δεν είπα, προφανώς δεν μου ταιριάζανε. Τότε δεν έβλεπα τον εαυτό μου σαν τραγουδιστή που μπορούσε να τα πει όλα. Εγώ άργησα να αποκτήσω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου ως τραγουδιστής. Αλλιώς από την αρχή θα είχα πει το «Δε Φταίω Εγώ Που Μεγαλώνω» και όλα τ’ άλλα. Πίστευα ότι τότε ο Παντελής τα ‘λεγε καλύτερα από μένα κι είχα δίκιο. Τώρα πιστεύω ότι είμαι καλός τραγουδιστής. Τραγούδι-τραγούδι στο τέλος έμαθα! (γέλια) Πάντα ήμουν δίκαιος με τα τραγούδια. Ποια είναι η δικαιοσύνη; Αν υπηρετείς το τραγούδι, θα πρέπει να βρεις το βέλτιστο γι’ αυτό. Κατάλαβες τι σου λέω; Με τη δικιά μου φωνή δεν θεωρούσα ότι πιάνω το βέλτιστο. Θεωρούσα ότι δεν είναι αρκετό. Το άκουγα από μένα και δεν θεωρούσα ότι ήταν κάτι σημαντικό. Κάποιος έπρεπε να το πει καλύτερα από μένα. Και δεν ζήλεψα ποτέ γι’ αυτό. Αντιθέτως, ευγνωμονούσα αυτούς που δώσανε την αίγλη στα τραγούδια με την ξεχωριστή φωνή τους.
Κάτι για το «φινάλε» της συνέντευξης;
Αυτό που κάνεις Κωνσταντίνε, με τις ιστορίες των τραγουδιών, είναι πολύ ωραίο concept. Μπορεί να γίνει και μία θαυμάσια ραδιοφωνική εκπομπή. Αυτά που σου λέω, κάποτε θα ‘χουνε αξία. Μπορεί να μην είμαστε εδώ, αλλά εκ του μακρόθεν δημιουργούνται οι μύθοι. Όσο υπάρχουμε εν ζωή, δεν καταλαβαίνει κανένας με ποιους έχει να κάνει. Γιατί είναι εδώ, τους αναπνέει, τους ζει. Όταν η τέχνη κάνει το απόσταγμά της τότε θα ψάχνουνε όλοι να τους βρούνε, αλλά δεν θα τους βρίσκουνε… Ευχαριστώ πολύ.
Υ.Γ. Ο Γιάννης Νικολάου παίζει κάθε Παρασκευή live με τον ταλαντούχο νεαρό μουσικό και τραγουδιστή Γιάννη Γεωργόπουλο στη μπυραρία LDraft (Χρυσοστόμου Σμύρνης 124 & Κοραή 30-32, Μοσχάτο), χαρίζοντας πραγματικά πολύ κεφάτες και «ζεστές» βραδιές, που θυμίζουν τις παλιές καλές ημέρες των μπουάτ της Πλάκας. Εκεί πραγματικά θα απολαύσετε το απόσταγμα του καλού τραγουδιού.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#29454 / 18.05.2016, 18:18 / Αναφορά Ευχαριστώ πέρασα ευχάριστα μια ώρα ακούγοντας τα. Ειδικά τα: ''Ανησυχώ'' και του ''Φεγγαριού'' που ήδη τα έβαλα στο ρεπερτόριο μου. Τι ωραία τραγούδια!! |
#29456 / 19.05.2016, 08:17 / Αναφορά Καλημέρα. Όπως πάντα, μια πλήρης και εμπεριστατωμένη συνέντευξη. Ε.Σ. |
#29458 / 21.05.2016, 03:20 / Αναφορά Για μια φορά ακόμα, ένα άρθρο που έχει κάτι να πει ! |