Το τραγούδι που γράφτηκε για πάρτι αλλά ξεσήκωσε τους Αφροαμερικανούς σε επανάσταση!
Το «Dancing In The Street» κυκλοφόρησε το 1964 και περιλαμβάνεται στον τρίτο δίσκο των Martha & the Vandellas, με τίτλο «Dance Party».
Πρόκειται για ένα Pop, R&B, Soul τραγούδι, το οποίο γράφτηκε από τους τραγουδοποιούς της Motown, Marvin Gaye, Ivy Jo Hunter και William "Mickey" Stevenson, και το οποίο έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία των Martha & the Vandellas και ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια της Motown.
Σύμφωνα με τον Stevenson, η ιδέα για το τραγούδι τού ήρθε μέσα στο κατακαλόκαιρο του 1964, ενώ έκανε βόλτα με τον Marvin Gaye στο Detroit. Εκεί είδαν τα παιδιά στους δρόμους να δροσίζονται με το νερό που έβγαινε από τους ανοιχτούς πυροσβεστικούς κρουνούς. Τότε ο Marvin Gaye είπε τη φράση «Dancing in the street» καθώς τα παιδιά έμοιαζαν να χορεύουν στο δρόμο παίζοντας με το νερό. Μία άλλη σημαντική συμβολή του Gaye ήταν που κατονόμασε στους στίχους πόλεις με μεγάλο πληθυσμό σε μαύρους «Philadelphia P.A., Baltimore and D.C now, Can't forget the motor city». Το μήνυμα των στίχων είναι η ενσωμάτωση και η συνύπαρξη καθώς και να προσπαθούμε να περνάμε καλά σε όποια πόλη και αν ζούμε. Ο William "Mickey" Stevenson είπε σχετικά:
- Παρά το μίσος και την προκατάληψη σ’ όλο τον κόσμο, τα παιδιά δεν είχαν καμία συναίσθηση του τι γινότανε. Τα παιδιά δεν έχουν χρώμα. Θα παίζουν έξω σαν να είναι αδέλφια κάθε θρησκείας. Έτσι, το τραγούδι αυτό προέρχεται απ’ αυτή την ιδέα.
Ο Stevenson έκανε ένα πρόχειρο σχέδιο των στίχων και το έδειξε στον Marvin Gaye ως… μπαλάντα. Όμως όταν ο Gaye διάβασε τους πρωτότυπους στίχους είπε ότι το τραγούδι ακουγόταν πιο χορευτικό. Με τη συνεργασία των δυο τους, γράφτηκε και η μουσική έχοντας στο μυαλό τους ότι το τραγούδι θα το ηχογραφούσε η Kim Weston, η οποία σύντομα θα γινόταν σύζυγος του Stevenson. Ωστόσο, η Weston το απέρριψε.
Εν τω μεταξύ, το καλοκαίρι του 1964, τα πάντα επρόκειτο ν’ αλλάξουν. Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ακόμα εμπλακεί για τα καλά στο Βιετνάμ, υπήρχαν εκεί ήδη μερικοί στρατιώτες ενώ και άλλες εισβολές ήταν στα σκαριά.
Στις 17 Ιουνίου η Ku Klux Klan επιτέθηκε με εμπρηστικό μηχανισμό στην πρώτη από τις δεκάδες εκκλησίες μαύρων που έκαψε εκείνο το καλοκαίρι. Στις 19 Ιουνίου πέρασε από τη Γερουσία ο νόμος περί πολιτικών δικαιωμάτων, ο οποίος στις 2 Ιουλίου υπογράφτηκε από τον Lyndon Johnson. Οι Beatles και άλλα βρετανικά συγκροτήματα είχαν αρχίσει να κυριαρχούν στα αμερικανικά μουσικά charts. Στο Detroit, η μαύρης ιδιοκτησίας Motown ήταν μία από τις λίγες εταιρείες που άντεχαν στα αγγλόφιλα γούστα του κοινού και παρήγαγε κορυφαίες αμερικανικές επιτυχίες.
Η Αμερική, λοιπόν, επρόκειτο ν’ αλλάξει αλλά για πολύ διαφορετικούς λόγους το ίδιο επρόκειτο να συμβεί και στη ζωή της Martha Reeves. Ζώντας με τη μητέρα της, τον πατέρα της και τα 10 αδέλφια της σ’ ένα διώροφο ξύλινο σπίτι που είχε αγοράσει με τις οικονομίες του ο πατέρας της, δουλεύοντας για την εταιρεία ύδρευσης της πόλης, η Martha Reeves έκλεινε τα 23 της χρόνια τον Ιούλιο του 1964. Περάσανε μόλις 3 χρόνια από τότε που εγκατέλειψε τη δουλειά της σ’ ένα καθαριστήριο. Όμως τώρα, με το συγκρότημά της, τις Vandellas, είχε ήδη τρεις επιτυχίες που μπήκαν στο αμερικάνικο Top 40. Στην πραγματικότητα, ήταν μία διάσημη τραγουδίστρια της R&B τόσο στο μαύρο όσο και στο λευκό κοινό. Οι άνθρωποι που ακούγανε Pop ήξεραν ποια είναι η Martha Reeves: ένα από τα κορυφαία αστέρια της Motown. Αλλά για την ίδια, όλα εξακολουθούσαν να είναι καινούργια και παράξενα. Μεγαλώνοντας ήξερε ότι ήταν μία καλή τραγουδίστρια και ταλαντούχα μουσικός. Της το έλεγε η οικογένειά της, της το έλεγαν και οι δάσκαλοί της. Όμως το να γίνει διάσημη δεν ήταν ποτέ κάτι που είχε προβλέψει για το μέλλον της. Λίγα χρόνια αργότερα, τα μαύρα γυμνασιόπαιδα του Detroit θα ονειρεύονταν να πάνε στη Motown, αλλά όταν η Martha πήγαινε γυμνάσιο δεν συμβαίναν τέτοια πράγματα.
Παρά τη φήμη της και τις τρεις επιτυχίες της, η Martha έπαιρνε το λεωφορείο που περνούσε από την Woodward Avenue και πήγαινε στο ζεστό στούντιο, το οποίο ένιωθε σαν το δεύτερο σπίτι της, το μικρό αυτό μέρος που την είχε κάνει διάσημη. Απ’ όσο γνώριζε, το στούντιο προς το παρόν δεν είχε κανένα νέο τραγούδι γι’ αυτήν. Όμως, καθώς εργαζόταν στη μουσική βιομηχανία, πήγαινε στο στούντιο για να πάρει οδηγίες που θα τη βοηθούσαν να βελτιωθεί.
Στις 19 Ιουνίου του 1964, η Martha πήγε στο στούντιο για να δει τη Maxine Powell, μία μικροσκοπική γυναίκα που είχε τελειώσει το σχολείο και συμβούλευε τη Martha και άλλους τραγουδιστές της Motown σε θέματα δημόσιας συμπεριφοράς. Η Martha με σεβασμό την αποκαλούσε πάντα «Miss Powell». Μερικές φορές πήγαινε επίσης για διδασκαλία μουσικής από τον Maurice King, έναν παλιό επαγγελματία από τις ημέρες των μεγάλων συγκροτημάτων, τον οποίο αποκαλούσε πάντα «Mr. King». Παρόλο που σε λίγες εβδομάδες έκλεινε τα 23 της χρόνια, κατά κάποιο τρόπο η Martha Reeves ήταν ακόμα ένα παιδί που πήγαινε στο σχολείο.
Η σύγκρουση που σκεφτόταν κάθε φορά που έπαιρνε το λεωφορείο ήταν ο συνεχής πόλεμος των συμμοριών ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του Detroit. Μία κοπέλα από τις ανατολικές συνοικίες, όπως η Martha, θα μπορούσε να ξυλοκοπηθεί περνώντας από την Woodward Avenue αν δεν ήταν στο λεωφορείο. Η Martha κατέβηκε από το λεωφορείο βαθιά στην εχθρική δυτική περιοχή και μπήκε σ’ ένα σπίτι που είχε σχεδόν το ίδιο μέγεθος με το δικό της και με μία ζωγραφισμένη στο χέρι ξύλινη πινακίδα στο μπροστινό μέρος, που έλεγε Hitsville U.S.A. Ήταν στη Motown.
Άκουσε ότι ο Marvin Gaye είναι στο στούντιο Α και ηχογραφούσε ένα τραγούδι με τίτλο «Dancing In The Street». Το τραγούδι, ή τουλάχιστον ο τίτλος του, δεν της έλεγε τίποτα. Κι όμως. Όπως είπαμε παραπάνω, το τραγούδι γράφτηκε αρχικά από τον William “Mickey” Stevenson, τον διευθυντή καλλιτεχνών και ρεπερτορίου, του τμήματος δηλαδή που ήταν αρμόδιο για την ανάπτυξη ταλέντων. Ο Stevenson έφερε τη Martha στη Motown ως γραμματέα του. Τουτέστιν, όταν η Martha προσλήφθηκε στη Motown δεν ήταν γιατί το αφεντικό Berry Gordy σκέφτηκε ότι είχε τα προσόντα να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια της εταιρίας. Μεταξύ των καθηκόντων της Martha Reeves ήταν να ηχογραφεί τραγουδώντας τους στίχους καινούργιων τραγουδιών για να μπορέσουν να μάθουν τις λέξεις οι τραγουδιστές που κάνανε δεύτερες φωνές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνει εφεδρική τραγουδίστρια, εντυπωσιάζοντας τα στελέχη της Motown με τη φωνή της. Στη συνέχεια, η Martha τούς έπεισε να προσλάβουν τα πρώην μέλη του συγκροτήματός της και να τις αφήσουν να ηχογραφήσουν ως τρίο. Όταν κλήθηκαν να κάνουν δεύτερες φωνές στο «Stubborn Kind Of Fellow» του Marvin Gaye (1961), το τρίο τραγούδησε με τέτοια ζωντάνια και αυτοπεποίθηση που ορισμένοι αστειεύτηκαν λέγοντας ότι «βανδαλίζουν» τον ήχο του Gaye. Αφού, λοιπόν, έκαναν τις δεύτερες φωνές σε μερικά τραγούδια του Marvin Gaye, ο Gordy εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ ώστε τους πρόσφερε δισκογραφικό συμβόλαιο και έτσι η Motown τους έδωσε τραγούδια που θα ερμήνευαν μόνες τους. Τα πρώτα singles των Martha & the Vandellas, όπως ονομάστηκε το συγκρότημα, βρήκαν απήχηση στο αμερικάνικο κοινό με κομμάτια όπως το «Come And Get These Memories» (1963) και το «(Love Is Like A) Heat Wave» (1963), τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, μπήκαν στα charts και άνοιξαν το δρόμο για τη συνέχεια.
Κάνοντας δεύτερες φωνές στον Marvin Gaye, η Martha Reeves ανέπτυξε τεράστιο θαυμασμό γι’ αυτόν και πάντα ήθελε ν’ ακούει τις ηχογραφήσεις του. Δεν ήταν η μόνη, αλλά φαίνεται πως είχε κάποιου είδους εφηβικό φλερτ με τον Gaye. Ο Marvin Gaye ήταν ένας σέξι, αινιγματικός άντρας που τραγουδούσε σε χαμηλό τόνο, έπαιζε διάφορα όργανα, έγραφε τραγούδια και περιπλανιόταν στο μικρό Hitsville φορώντας καπέλο, γυαλιά ηλίου και καπνίζοντας πίπα (σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, η Martha Reeves συνέχιζε να θολώνει το τοπίο μιλώντας για τον Marvin Gaye και να οδηγεί στο Detroit ακούγοντας τις ηχογραφήσεις του. «Τον ακολουθούσα παντού», εξομολογήθηκε η ίδια).
Εκείνη την ημέρα του Ιουνίου του 1964, η Martha Reeves μπήκε στο άδειο στούντιο Α, ένα όχι ιδιαίτερα μεγάλο δωμάτιο, με λευκή επένδυση στους τοίχους και ξύλινο πάτωμα, με ένα πιάνο να βρίσκεται στη μία πλευρά του δωματίου και τέσσερα μικρόφωνα να κρέμονται με τα καλώδιά τους από το ταβάνι. Το «Dancing In The Street» είχε ήδη ηχογραφηθεί από τον Marvin Gaye, ο οποίος βρισκόταν στην κονσόλα πίσω από το τζάμι, ακούγοντας τη λήψη και τραγουδώντας πάνω σ’ αυτήν.
Ο William Stevenson (άλλος ένας ψηλός και όμορφος άντρας) και ο Marvin Gaye παρουσίασαν στη Martha Reeves το τραγούδι. Η Martha άλλαξε αμέσως την άποψή της για το τραγούδι όταν άκουσε την εισαγωγή με τα χάλκινα (μία από τις καλύτερες εισαγωγές στην ιστορία των ηχογραφήσεων της Motown). Το τραγούδι είχε έναν ιδιαίτερο ήχο κι επιπλέον η Martha πιάστηκε από τον πρώτο στίχο: «Calling out around the world». Ήταν καλός γιατί έδινε μία αίσθηση παρακίνησης να βγεις έξω στο δρόμο, όμως ο Marvin Gaye το τραγουδούσε με το δικό του ρομαντικό τρόπο.
Στο ίδιο δωμάτιο, εκτός από τον Stevenson και τον Marvin Gaye, βρίσκονταν ο εύστροφος Ivy Jo Hunter και ο ηχολήπτης Lawrence Horn. Ξαφνικά, ο Marvin Gaye γυρνά και λέει στον Stevenson, ο οποίος έκανε την παραγωγή:
- Έι, φίλε, δοκίμασέ το με την Martha!
Η ίδια η Martha Reeves αφηγήθηκε ότι αρχικά θεώρησε ότι το τραγούδι ήταν υπερβολικά επαναλαμβανόμενο αλλά μετά αναθεώρησε την άποψή της. Είχε πια αποφασίσει ότι το τραγούδι ήταν καλό αλλά ήταν προορισμένο για ανδρική φωνή, κάτι που δεν ίσχυε στην πραγματικότητα καθώς το τραγούδι προοριζόταν για την Kim Weston. Ωστόσο, δεν διαφώνησε με τον Marvin Gaye. Η ουσία είναι ότι ο Gaye και ο Stephenson συμφώνησαν να της δώσουν το τραγούδι απλά για να έχουν κι ένα demo απ’ αυτήν. Έτσι, η Martha Reeves έβαλε τ’ ακουστικά, στάθηκε μπροστά από ένα κρεμασμένο μικρόφωνο και άκουσε το μουσικό αυτό κομμάτι που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο απ’ όσα είχε ακούσει ποτέ. Συνήθως φτιάχνεται ένα demo και ο τραγουδιστής το παίρνει για να το μελετήσει μία ή δύο εβδομάδες πριν από την κανονική ηχογράφηση. Αυτό ήταν που ήθελε να κάνει και ο Marvin Gaye. Αλλά η Martha Reeves, όπως είπε κι η ίδια αργότερα, απλά το τραγούδησε με τον τρόπο που το αισθάνθηκε, καθώς της θύμιζε τα καλοκαίρια στο Detroit. Η ερμηνεία της ήταν τόσο… αποστομωτική που κόπηκε κάθε άλλη συζήτηση. Μόνο που όταν η Martha Reeves ολοκλήρωσε το τραγούδι, ο Ivy Jo Hunter τής μετέφερε ένα δυσάρεστο νέο. Η ερμηνεία της ήταν σπουδαία αλλά δεν κατάφεραν να την ηχογραφήσουν κι έπρεπε να το ξανατραγουδήσει. Κι έτσι το τραγούδησε για δεύτερη φορά.
Αυτή τη φορά η ερμηνεία της Reeves ήταν πιο νευρική και δεν της άρεσε. Όταν όμως τελείωσε, κοίταξε προς το τζάμι του στούντιο και είδε τους άντρες να συγχαίρουν ο ένας τον άλλον σαν να έχει συμβεί κάτι ιδιαίτερο. Όλα αυτά συνέβησαν σε λιγότερο από 10 λεπτά. Η δε διάρκεια του τραγουδιού ήταν 2 λεπτά και 40 δευτερόλεπτα, όπως άλλωστε και πολλές άλλες ηχογραφήσεις εκείνης της εποχής για δίσκους 45 στροφών, καθώς αυτή ήταν η διάρκεια των τραγουδιών που ήθελαν να παίζουν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Δεν έγινε καμία συζήτηση για να αναθεωρήσουν ή να τροποποιήσουν κάτι.
Σε αντίθεση με τη μαλακή και θρηνώδη εκδοχή του Marvin Gaye, η Martha Reeves ερμήνευσε το τραγούδι δυνατά, με μεγαλοπρέπεια, και μ’ έναν υπαινιγμό ανυπομονησίας που είναι σαφής από την πρώτη κιόλας στιγμή που ακούγεται η φωνή της. Η Reeves αγκαλιάζει κάθε συλλαβή με τη γεμάτη φωνή της και προσφέρει σε κάθε νότα τη μέγιστη απόλαυση. Όταν ρωτάει «Are you ready for a brand new beat?», η φωνή της εκτός από το ερώτημα υποκρύπτει και την πρόκληση. Αυτό το στοιχείο φαίνεται πως δεν ήταν προμελετημένο αλλά, όπως αποκαλύφθηκε, εξωτερικεύτηκε επειδή η Martha Reeves ήταν εκνευρισμένη από το γεγονός ότι δεν ηχογραφήθηκε η πρώτη της ερμηνεία. Η δεύτερη και τελευταία λήψη, αυτή που κυκλοφόρησε δηλαδή, πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά το περιστατικό και ο εκνευρισμός της Reeves, που χρειάστηκε να το ξαναπεί το τραγούδι από την αρχή, κάνει την εμφάνισή του σε ορισμένα σημεία του τραγουδιού αλλά θα έχει –όπως αποδείχθηκε- και αλυσιδωτές συνέπειες.
Όσον αφορά την ηχογράφηση, το μόνο που έμενε ήταν να καλέσουν την Rosalind Ashford και την Betty Kelly (τις δύο άλλες Vandellas) για να κάνουν τις δεύτερες φωνές. Ο Ivy Jo Hunter τραγούδησε μαζί τους για να τους δείξει πώς πρέπει να το πούνε.
Ο Ivy Jo Hunter, ο οποίος ήταν drummer σε πολλές από τις πρώτες επιτυχίες της Motown, είχε μερικές δικές του επιτυχίες αλλά αισθανόταν περισσότερο «στο σπίτι του» όταν έκανε παραγωγές δίσκων. Του Hunter του άρεσαν όλα σ’ αυτό το τραγούδι εκτός από τα drums. Του ήρθε μία ιδέα στο μυαλό, ζήτησε συγνώμη, πήγε στο αυτοκίνητό του και επέστρεψε κρατώντας έναν λοστό. Κάθισε στο πάτωμα και είπε: «Παίξτε την ηχογράφηση!». Καθώς έπαιζε το τραγούδι, ο Ivy Jo Hunter άρχισε να χτυπά το πάτωμα με τον λοστό πάνω στο ρυθμό του Marvin Gaye, δημιουργώντας έναν ενδιαφέροντα δυνατό ήχο, ο οποίος θεωρείται πλέον ένας από τους πιο καθοριστικούς και χαρακτηριστικούς ήχους κρουστών στην ιστορία του Rock and roll. Λέγεται, μάλιστα, πως χτυπούσε με τόση δύναμη ώστε μάτωσαν τα χέρια του. Αυτό θα πει θυσία στην υπηρεσία της τέχνης. Και σίγουρα το τελικό αποτέλεσμα άξιζε τον κόπο και την ταλαιπωρία!
Έτσι, στην τελική ηχογράφηση που έγινε γνωστή συμμετείχαν οι εξής: Martha Reeves (βασικά φωνητικά), Betty Kelly (φωνητικά), Rosalind Ashford (φωνητικά), William “Mickey” Stevenson (φωνητικά), Ivy Jo Hunter (φωνητικά και… λοστό!), Marvin Gaye (drums), James Jamerson (μπάσο), Jack Ashford (κρουστά), Henry Cosby (σαξόφωνο), Thomas “Beans” Bowles (σαξόφωνο), Russ Conway (τρομπέτα), Herbert Williams (τρομπέτα), Paul Riser (τρομπόνι), George Bohannon (τρομπόνι), Robert White (κιθάρα), Eddie “Chank” Willis (κιθάρα) και Joe Messina (κιθάρα).
Αυτό που αγνοούσε η Reeves τον Ιούνιο του 1964 ήταν ότι σε λίγο καιρό θα ξεσπούσε η κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική αναταραχή που χαρακτήρισε τη δεκαετία του 1960 και το «Dancing In The Street» θα αποτελούσε τον ύμνο της εποχής.
Στις 21 Ιουνίου, δύο ημέρες μετά την ηχογράφηση του τραγουδιού, η Συντονιστική Επιτροπή Φοιτητών κατά της Βίας (SNCC), ένα πρωτοποριακό κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, είχε αρχίσει αυτό που έγινε ευρύτερα γνωστό ως το Καλοκαίρι Ελευθερίας στο Μισισιπή. Την ίδια μέρα, τρεις από τους εθελοντές, ένας μαύρος και δύο λευκοί, εξαφανίστηκαν. Τον Ιούλιο ξέσπασαν ταραχές σε γειτονιές της Νέας Υόρκης. Ακόμα και το σχεδόν 20 ετών κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα βίωνε το πιο δραματικό του καλοκαίρι, με τον Malcolm X να δηλώνει «Θέλουμε ελευθερία με κάθε αναγκαίο μέσο».
Το «Dancing In The Street» (και όχι «Dancin’ In The Street» ή «Dancing In The Streets» όπως λανθασμένα αναφέρεται μερικές φορές) κυκλοφόρησε σε single στις 31 Ιουλίου του 1964, σε μία εποχή που τα πράγματα δυσκόλευαν. Σίγουρα η ενορχήστρωση, η παραγωγή, η «σ’ αρπάζω από το λαιμό» εισαγωγή με τα ωραία drums και το ντέφι που ξεσηκώνουν τον ακροατή πριν καν ανοίξει το στόμα της η τραγουδίστρια, και η ιδιαίτερα νευρική ερμηνεία της Martha Reeves λειτούργησαν κατά τρόπο ώστε το τραγούδι να ακούγεται αρκετά θυμωμένο, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν ένα οργισμένο τραγούδι διαμαρτυρίας. Όμως βγήκε σε μία εποχή που ένα τέτοιο τραγούδι ήταν απολύτως απαραίτητο και σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένο.
Τότε οι διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους σε όλες τις Η.Π.Α. Στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης και στη Φιλαδέλφεια ξέσπασαν ταραχές. Στο Atlantic City και στο New Jersey οι απεργοί ούρλιαζαν έξω από το συνέδριο των Δημοκρατικών και στην Ουάσινγκτον οι διαδηλωτές κατά του πολέμου κατέλαβαν το κεντρικό πάρκο. Και στο Detroit, την πόλη όπου ζούσε η Martha Reeves, ο κόσμος βάδιζε με τον Martin Luther King Jr έχοντας απέναντί του την αστυνομία. Το κλίμα ήταν τεταμένο και ρευστό.
Τον Αύγουστο υπήρξαν ταραχές στο New Jersey, το Chicago και το Jacksonville. Επίσης, δέκα μέρες μετά την κυκλοφορία του τραγουδιού, το Κογκρέσο υπερψήφισε το λεγόμενο «ψήφισμα του Κόλπου Tonkin» που θα οδηγήσει στην κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ, ενώ οι τρεις αγνοούμενοι εθελοντές της Συντονιστικής Επιτροπής Φοιτητών κατά της Βίας βρέθηκαν θαμμένοι σ’ ένα αγρόκτημα του Μισισιπή, με μία σφαίρα στην καρδιά καθενός από τους λευκούς άντρες και τρεις σφαίρες στον μαύρο. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ξέσπασαν φυλετικές εξεγέρσεις στη Φιλαδέλφεια. Και το soundtrack που έδινε τον παλμό στα γεγονότα ήταν ένα τραγούδι: το «Dancing In The Street» των Martha & the Vandellas. Ορισμένοι σοβαροί στοχαστές και πολιτιστικοί σχολιαστές, λευκοί και μαύροι, είδαν το «Dancing In The Street» ως πρόσκληση σε μία συσπειρωμένη δράση για κάποια απροσδιόριστη, αλλά υποτίθεται σαφή, αιτία: τη φυλετική ισότητα, τα πολιτικά δικαιώματα και μέσω της Μαύρης Δύναμης στο δρόμο προς την πολιτική ανυπακοή, τις βίαιες ταραχές και τη συντριβή των καταπιεστικών δομών της εξουσίας.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το Pop τραγούδι του καλοκαιριού γρήγορα αναδιαμορφώθηκε ως μία πρόσκληση στους διαδηλωτές να πάρουν τα όπλα. Όμως δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ακόμα κι αν το τραγούδι κυκλοφορούσε μέσα στο καταχείμωνο, ολόκληρες λεγεώνες ακροατών θα ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα της Martha Reeves και θα τη συνόδευαν στους δρόμους.
Το τραγούδι, λοιπόν, κυκλοφόρησε σε μία πολύ ταραγμένη περίοδο της αμερικανικής πολιτικής. Καθώς το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στις Η.Π.Α. βρισκόταν στην αποκορύφωσή του και ο φυλετικός διαχωρισμός είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο, πολλοί Αφροαμερικανοί ερμήνευσαν το «Dancing In The Street» ως μία πρόσκληση για δράση και για να διαδηλώσουν σε όλες τις πόλεις που αναφέρονται στο τραγούδι, παρόλο που αυτό κυκλοφόρησε ως ένα αθώο χορευτικό κομμάτι και δεν ήταν παρά μία πρόσκληση στον κόσμο να διασκεδάσει. Έτσι, το τραγούδι πήρε μία διαφορετική έννοια όταν οι ταραχές στο εσωτερικό της Αμερικής οδήγησαν πολλούς νεαρούς μαύρους διαδηλωτές να αναγάγουν το «Dancing In The Street» σε ύμνο των πολιτικών δικαιωμάτων για κοινωνική αλλαγή, γεγονός που οδήγησε ορισμένους συντηρητικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς να αφαιρέσουν το τραγούδι από το πρόγραμμά τους, θεωρώντας ότι οι περισσότεροι ακροατές θα το εκλάμβαναν ως παρακίνηση για να ξεκινήσουν ταραχές και ιδιαίτερα όταν ορισμένοι μαύροι μαχητικοί αγωνιστές, όπως ο H. Rap Brown, άρχισαν να παίζουν το τραγούδι κατά την οργάνωση διαδηλώσεων για να μεταδώσουν ενθουσιασμό σε συλλαλητήρια και πορείες. Παρά τις αντιδράσεις, το single έφτασε τελικά στο Νο 2 των Η.Π.Α. Στη Μεγάλη Βρετανία έφτασε αρχικά μέχρι το Νο 28 αλλά όταν επανακυκλοφόρησε το 1969 έφτασε στο Νο 4, αναβιώνοντας την επιτυχία των Vandellas στην Αγγλία.
Το «Dancing In The Street» έχει δύο έννοιες. Η πρώτη είναι αυτή που υποστήριξε η Martha Reeves σε δημοσιογράφους στην Αγγλία. Οι Βρετανοί δημοσιογράφοι ήθελαν να μάθουν αν η Reeves συμφωνούσε, όπως πολλοί είχαν ισχυριστεί, ότι το «Dancing In The Street» ήταν μια πρόσκληση για εξέγερση. Για την Reeves το ερώτημα ήταν παράλογο. «Ήταν τραγούδι για πάρτι», είπε. «Θέλω μόνο να είμαι υπεύθυνη ώστε να γίνω μία καλή τραγουδίστρια» και συμπλήρωσε λέγοντας ότι δεν είχε ακούσει ποτέ της τη Συντονιστική Επιτροπή Φοιτητών κατά της Βίας. Ο Berry Gordy (δισκογραφικός παραγωγός και ιδρυτής της Motown) είχε δημιουργήσει την ετικέτα Black Forum για να διατηρήσει τη σκέψη και τη δημιουργική γραφή των μαύρων, αλλά κράτησε και τη δισκογραφική εταιρία Motown και τις Pop επιτυχίες που έβγαζε ώστε να μη θεωρηθεί υπερβολικά πολιτική η στάση του. Γενικά, ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικός στο να συνδεθεί η επιχείρησή του με οποιαδήποτε οργάνωση κινήματος που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την εμπορική επιτυχία της εταιρίας του. Το κεντρικό δόγμα της Motown ήταν να παράγει ήχο που να είναι αρκετά ευγενικός ώστε να ελκύσει το λευκό ακροατήριο σε όλη τη χώρα, διατηρώντας παράλληλα τον χαρακτήρα της εταιρίας έχοντας αφροαμερικανούς καλλιτέχνες ώστε να αντανακλά την αφρικανική διασπορά στην Αμερική. Το «Dancing In The Street», λοιπόν, δεν είναι παρά ένα γλυκό, μελωδικό, επαναλαμβανόμενο αλλά ξεσηκωτικό και χορευτικό τραγούδι. Το πρωταρχικό του νόημα ήταν αρκετά αθώο ώστε επέτρεψε τα εθνικά ακροατήρια να το αποδεχτούν και να το απολαύσουν, τουλάχιστον στην αρχή. Όλα τα υπόλοιπα περί βίας και υποτιθέμενης ενθάρρυνσης για να βγει ο κόσμος έξω και να τα σπάσει όλα, ήταν το κρυφό νόημα που αποδόθηκε στο τραγούδι αργότερα.
Η Motown είχε έναν ξεχωριστό ρόλο να παίξει στη μαύρη κοινότητα της πόλης και αυτή η κοινότητα διατύπωσε και προώθησε τη δική της κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ατζέντα. Οι τοπικές κοινότητες, οι οποίες αντανακλούσαν τις μοναδικές ανησυχίες των Αφροαμερικανών που ζούσαν στον αστικό ιστό του βορρά, ανταποκρίθηκαν και αναδιάρθρωσαν την εθνική εκστρατεία για τα πολιτικά δικαιώματα.
Τον Αύγουστο του 1965 ξέσπασαν ταραχές στο Watts, μία γειτονιά του Los Angeles. Ο Marvin Gaye έγραψε στην αυτοβιογραφία του ότι άκουγε ένα τραγούδι του στο ραδιόφωνο, όταν ο εκφωνητής διέκοψε για να μεταδώσει την είδηση.
- Το στομάχι μου πραγματικά σφίχτηκε και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Ήθελα να πετάξω κάτω το ραδιόφωνο και να κάψω όλες τις μαλακίες που έχω τραγουδήσει και να βγω έξω ν’ αγωνιστώ με τους υπόλοιπους αδελφούς. Ήξερα ότι έκαναν λάθος. Ήξερα ότι δεν σκέφτονταν, αλλά καταλάβαινα το θυμό που συσσωρεύτηκε εδώ και χρόνια –γαμώτο, εδώ και αιώνες- και ένιωθα τον εαυτό μου να εκρήγνυται. Γιατί η μουσική μας δεν έχει κάνει τίποτα γι’ αυτό;
Κι όμως. Για ορισμένους ακροατές το έκανε. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι το «Dancing In The Street» απαγορεύτηκε από το ραδιόφωνο επειδή παρακινούσε τη βία. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που δόθηκε στο τραγούδι μία δεύτερη έννοια, αυτή του ύμνου διαμαρτυρίας, προσδίδοντας σ’ αυτό τη φλόγα της αναταραχής. Αυτό το τραγούδι (και άλλα παρόμοια) και οι συνδεδεμένες με αυτό πολιτικές έννοιες δεν βρίσκονταν στο κενό. Αντιθέτως, μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό περιβάλλον, είχαν δημιουργική επιρροή το ένα στο άλλο, καθώς οι Αμερικανοί έβγαιναν στους δρόμους για να αγωνιστούν για τα πολιτικά δικαιώματα και κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Όμως το κίνημα της μαύρης δύναμης ήταν το πρώτο που ενστερνίστηκε αυτή την έννοια του τραγουδιού. Τον Οκτώβριο του 1965, ο Roland Snellings, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής Φοιτητών κατά της Βίας (S.N.C.C.), έγραψε ένα άρθρο στο περιοδικό Liberator με τίτλο «Keep On Pushin’: Rhythm & Blues As A Weapon» κάνοντας αναφορά στο «Dancing In The Street».
Τα πρώτα χρόνια του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα πυροδοτήθηκαν από τραγούδια για την ελευθερία, παραδοσιακούς ύμνους και φολκλορικές μελωδίες όπως τα «We Shall Overcome», «This Little Light Of Mine» και «Which Side Are You On?». Αλλά το κίνημα της μαύρης δύναμης βαρέθηκε τα τραγούδια για την ελευθερία. Στις συγκεντρώσεις της S.N.C.C. το 1966, έπαιζαν R&B αλλά όχι πολύ Motown. Το μόνο μέρος που δεν αισθανόταν κανείς την ένταση της μουσικής του 1966 ήταν το Detroit, όπου ο Berry Gordy επέλεξε ν’ ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο και να κάνει τη Motown λιγότερο μαύρη, λιγότερο τεταμένη και πιο ελεγχόμενη. Η εταιρεία δεν κυκλοφόρησε απροκάλυπτα πολιτικά τραγούδια παρά το 1970, όταν και κυκλοφόρησαν τα «War» (Edwin Starr), «Ball Of Confusion» (The Temptations) και «Heaven Help Us All» (Stevie Wonder). Ακόμα και το «What’s Going On» του Marvin Gaye δεν κυκλοφόρησε παρά το 1971. Ο Gaye το είχε ηχογραφήσει την προηγούμενη χρονιά αλλά ο Gordy αρνήθηκε να το κυκλοφορήσει λέγοντας ότι ήταν «το χειρότερο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου». Η S.N.C.C. προτιμούσε καλλιτέχνες όπως ο Curtis Mayfield, ο οποίος τραγουδούσε ανοιχτά για τα πολιτικά δικαιώματα και την περηφάνια των μαύρων.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1966 έγιναν 43 ταραχές σε πόλεις των Η.Π.Α. Το 1967 υπήρξαν πάνω από 120 ταραχές. Ο H. Rap Brown ήταν πρόεδρος της S.N.C.C. και τότε έπαιζε συχνά το «Dancing in the Street» κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στις μαύρες γειτονιές. Οι χειρότερες ταραχές εκείνο το καλοκαίρι έγιναν στο ίδιο το Detroit.
Την ημέρα που ξέσπασαν οι ταραχές, η Martha Reeves ήταν στη μέση αυτών που υποτίθεται ότι θα ήταν δέκα εμφανίσεις στο Fox Theatre. Κατά περίεργη σύμπτωση, κατά τη διάρκεια που τραγουδούσε το «Dancing In The Street» ο διευθυντής σκηνής τη διέκοψε για να της πει ότι η πόλη είναι στις φλόγες. Η έκθεση Kerner, στον οποίο ανέθεσε ο πρόεδρος Johnson να μελετήσει τα αυξανόμενα κρούσματα πολιτικών διαταραχών, γράφει ότι στο Detroit επικρατούσε ένα κλίμα ανέμελου μηδενισμού. Αναφέρθηκε και η περίπτωση ενός μάρτυρα που είπε ότι οι νέοι «χορεύανε μέσα στις φλόγες». Η Martha Reeves ήταν τρομοκρατημένη.
Το «Dancing In The Street» ήταν μια εξαίρεση. Δεν ήταν μόνο οι στίχοι, ήταν και ο ήχος της φωνής της Martha Reeves. Δεν ήταν γλυκιά, ούτε όμορφη, αλλά είχε μία ακατανίκητη δύναμη που κάποιοι θα αποκαλούσαν σέξι, άλλοι νευρική και κάποιοι «πολιτική», όχι με την έννοια της σκοπιμότητας αλλά με την έννοια της δυναμικής. Ακολούθησαν πολλές εκτελέσεις του «Dancing In The Street» αλλά μόνο η αρχική συνδέθηκε με ταραχές και προκάλεσε χιλιάδες σχόλια –με ένα από τα πιο ενδιαφέροντα που έχουν ειπωθεί να θεωρεί ότι ο ρυθμός του και η χρήση του λοστού αποτελεί άμεση αναφορά στο δουλεμπόριο! Το κατά πόσο επιτυχημένο κρίνεται ένα τραγούδι συνδέεται με το αν πέτυχε τους στόχους του και με το αν είχε λαϊκή αποδοχή. Και το «Dancing In The Street» συμπεριλαμβάνεται αναμφισβήτητα σ’ αυτή την κατηγορία. Η επιρροή του στην εξέλιξη της μουσικής είναι σημαντική, καθώς το τραγούδι αυτό, πέραν της σύνδεσής του με τα κοινωνικοοικονομικά και ιστορικά γεγονότα της εποχής του, έγινε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας του 1960 και ο πρόδρομος του κινήματος της Disco της δεκαετίας του 1970. Νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1968, οι Rolling Stones κυκλοφόρησαν το σκοτεινό και πολιτικό ύμνο «Street Fighting Man» όπου χρησιμοποίησαν το στίχο «Cause summer's here and the time is right for fighting in the street, boy», τον οποίο «δανείστηκαν» από το «Dancing In The Street».
Το 1987, η Martha Reeves ερμήνευσε ζωντανά στο Los Angeles το «Dancing In The Street» μαζί με τη Mary Wells, τον David Ruffin και τον Eddie Kendricks (των Temptations), σε μία συνεύρεση που ναι μεν πραγματοποιήθηκε πολλά χρόνια μετά την εποχή που οι καλλιτέχνες βρίσκονταν στο απόγειο της καριέρας τους, πλην όμως διατήρησε ζωντανή τη γοητεία της.
Άλλες εκτελέσεις
Όπως συμβαίνει με πολλά άλλα σημαντικά τραγούδια της Motown, έτσι και στην περίπτωση του «Dancing In The Street», οι επανεκτελέσεις αφθονούν. Όμως η πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή του «Dancing In The Street», αυτή του demo με τον Marvin Gaye, δεν βγήκε ποτέ στο φως της δημοσιότητας. Οι φαν του τραγουδιού διατηρούν μία κρυφή ελπίδα ότι κάπου υπάρχει η δοκιμαστική εκδοχή της αρχικής απόδοσης του Marvin Gaye, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει εμφανιστεί (αν υπάρχει). Μέχρι τότε αρκούνται στην εκρηκτική εκτέλεση των Martha & the Vandellas αλλά και στις πολλές άλλες εκτελέσεις που ακολούθησαν:
Η εκτέλεση των Van Halen είχε αξιοπρεπή εμπορική επιτυχία καθώς έφτασε στο Νο 38 των Η.Π.Α. και στο Νο 15 του Καναδά.
Στην ηχογράφηση του τραγουδιού συμμετείχαν οι Kevin Armstrong, G. E. Smith και Earl Slick (κιθάρα), Matthew Seligman και John Regan (μπάσο), Neil Conti (drums), Pedro Ortiz και Jimmy Maclean (κρουστά), Mac Gollehon (τρομπέτα), Stan Harrison και Lenny Pickett (σαξόφωνο), Steve Nieve (keyboards), Helena Springs και Tessa Niles (δεύτερες φωνές). Ο drummer Neil Conti είπε για την ηχογράφηση:
- Ήταν ένα τεράστιο εγωιστικό ταξίδι του Mick, ο οποίος προσπάθησε να επισκιάσει τον David.
Μέσα σε μόλις 4 ώρες ήταν έτοιμη μία πρόχειρη μίξη του τραγουδιού. Το 2007 ο Mick Jagger είπε στο περιοδικό Rolling Stone:
- Το βγάλαμε μέσα σε δύο μόλις λήψεις. Ήταν μία ενδιαφέρουσα άσκηση για το πώς μπορείς να κάνεις κάτι χωρίς ν’ ανησυχείς τόσο πολύ.
Η εκτέλεση αυτή έχει κάποιες αλλαγές στους στίχους. Αρχίζει με μία ανακοίνωση προς τον κόσμο, ώστε να αντικατοπτρίζει την οικουμενικότητα του φιλανθρωπικού μηνύματος: «OK, Tokyo, South America, Australia, France, Germany, UK, Africa!». Όταν ολοκληρώθηκε η ηχογράφηση, ο Bowie και ο Jagger έτρεξαν αμέσως στις προβλήτες του Λονδίνου για να γυρίσουν το επίσημο βίντεο του τραγουδιού. Μερικές ώρες αργότερα ήταν κι αυτό έτοιμο. Σκηνοθέτης του βίντεο είναι ο David Mallet, ο οποίος γύρισε διάσημα τραγούδια όπως τα «Hanging On The Telephone» (Blondie), «I Don’t Like Mondays» (Boomtown Rats), «PhotogRaph» (Def Leppard), «Eyes Without A Face» (Billy Idol), «Let’s Stay Together» (Tina Turner), «Rock You Like A Hurricane» (Scorpions), «I Want To Break Free» (Queen), «Fresh» (Kool & the Gang), «You Shook Me All Night Long» (AC/DC), «Love To Hate You» (Erasure), «Crimson And Clover» (Joan Jett) και πολλά άλλα. Με τον David Bowie έχουν συνεργαστεί πολλές φορές καθώς ο Mallet σκηνοθέτησε, μεταξύ άλλων, τα «Ashes To Ashes», «Under Pressure» (Queen & David Bowie), «Let’s Dance» και «China Girl».
Το βίντεο του «Dancing In The Street» προβλήθηκε δύο φορές κατά τη διάρκεια του Live Aid στις 13 Ιουλίου του 1985 και απέκτησε κάπως κακή φήμη εξαιτίας της κακόγουστης χορογραφίας του. Ο Bowie και ο Jagger σχεδίαζαν αρχικά να τραγουδήσουν το κομμάτι κάνοντας ένα διηπειρωτικό ντουέτο μέσω δορυφορικής σύνδεσης, με τον Bowie να τραγουδά στο στάδιο Wembley του Λονδίνου και τον Jagger στο στάδιο John F. Kennedy στη Φιλαδέλφεια των Η.Π.Α. Έτσι κλήθηκε ο παραγωγός και μηχανικός ήχου David Richards, γνωστός κυρίως από τη συνεργασία του με τους Queen, να μιξάρει εικόνα και ήχο κατά τρόπο ώστε να μπορέσουν ο Jagger και ο Bowie να τραγουδήσουν ταυτόχρονα το ντουέτο τους στους αντίστοιχους χώρους. Στη συνέχεια το BBC θα διασφάλιζε ότι αυτές οι μίξεις ήχου και εικόνας θα ήταν συγχρονισμένες ενώ παράλληλα θα έδειχνε και ζωντανές μιξαρισμένες εικόνες και από τους δύο χώρους. Αυτό το συνδυασμένο υλικό θα έπρεπε στη συνέχεια να μεταδοθεί μέσω δορυφόρων στα διάφορα ραδιοτηλεοπτικά κανάλια σε όλο τον κόσμο. Όμως, λόγω του χρονικού διαστήματος, καθώς το σήμα θα χρειαζόταν να μεταδοθεί δύο φορές υπερατλαντικά, ο Richards συνειδητοποίησε ότι η δορυφορική σύνδεση θα προκαλούσε καθυστέρηση στον ήχο και συμπέρανε ότι δεν υπήρχε πρακτικός τρόπος για τον Jagger ώστε να μπορέσει να ακούσει ή να δει την ερμηνεία του Bowie στο σωστό χρόνο και άρα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αλληλεπίδραση μεταξύ των καλλιτεχνών και το όλο εγχείρημα θα οδηγούνταν σε αποτυχία. Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι η μόνη εξ αποστάσεως πρακτική λύση ήταν ο ένας από τους δύο να ανοιγόκλεινε απλά το στόμα του μιμούμενος τα προηχογραφημένα φωνητικά του όπως θα μεταδίδονταν ως μέρος του ζωντανού ήχου στη συναυλία του άλλου. Όμως κανένας από τους δύο καλλιτέχνες δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει τον μίμο σ’ ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός όπως το Live Aid. Αντ’ αυτού αποφάσισαν να συνεργαστούν με τον Richards για να δημιουργήσουν ένα video clip του τραγουδιού που θα ερμήνευαν μαζί. Έτσι, το βίντεο προβλήθηκε στις οθόνες των δύο σταδίων και μεταδόθηκε και από πολλά κανάλια ως μέρος της τηλεοπτικής κάλυψης του γεγονότος.
Η οπτική αντιπαράθεση των δύο τραγουδιστών να χορεύουν και να τραγουδούν σχεδόν στόμα με στόμα είναι ενδεικτική του προσωπικού τους ύφους. Η γλώσσα του σώματος του Mick Jagger δείχνει να κυριαρχείται-όπως πάντα- από το στόμα του, που έχει τη… δική του χορογραφία. Ο ήχος που βγαίνει από αυτό, εφορμά με ένταση για να δώσει ρυθμική έμφαση στο τραγούδι. Ακόμα κι ο χορός του φαίνεται ότι έχει αυτό το σκοπό. Αντίθετα, η φωνή του David Bowie τείνει να περιστρέφεται γύρω από την αρμονία και οι χορευτικές του κινήσεις είναι ομοίως ελαφρύτερες, πιο ανεξάρτητες και με πολύ λίγη παρωδία. Με την πρώτη εικόνα του (στο 0:38), βλέπουμε τα χέρια του Bowie βαθιά χωμένα στις τσέπες, θέλοντας να δείξει ότι είναι άνετος και, σε αντίθεση με την εικόνα του ροκ αστέρα που εμφάνιζε ο Jagger, επέτρεψε στον εαυτό του μία πιο ειρωνική και χαλαρή στάση. Στη συνέχεια, τους βλέπουμε έξω στο δρόμο. Ο Jagger δείχνει ανυπόμονος να δείξει την αντοχή του, η οποία προφανώς αποκτήθηκε από τα χιλιόμετρα που έτρεχε και από τα καθημερινά μαθήματα μπαλέτου. Ο Bowie, από την άλλη, ως showman διατηρεί την ενέργειά του για περισσότερο υπολογισμένες κινήσεις: το άλμα στο 0:43, την Latin diva πόζα στο 1:56 και τα ολίγον σουρεαλιστικά χέρια που κουνιούνται με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα στο 2:10-2:15, που θυμίζουν τα πρώτα χρόνια μαθητείας του Bowie δίπλα στον μεγάλο μίμο Lindsay Kemp. Όλα αυτά φαίνονται ενδιαφέροντα, όμως είναι εμφανές ότι η χορογραφία ως συνολική εικόνα είναι κάτι παραπάνω από… προβληματική. Αντιθέτως, οι Martha & the Vandellas στο δικό τους βίντεο χορεύουν πιο συγκροτημένα, με τον χαρακτηριστικό τρόπο όλων των ερμηνευτών της Motown, με συντονισμένες κινήσεις των ώμων και των γοφών. Αυτός ο περιορισμός των κινήσεων είναι και το κλειδί για τη μεθυστική επίδραση του τραγουδιού, που δίνει χώρο στη φωνή της Martha Reeves να εκφράσει την επαναστατική της χαρά σ’ ένα ανώτερο συναισθηματικό επίπεδο. Η δε εναρκτήρια κραυγή είναι σίγουρα μία κίνηση στην οποία κάνει αναφορά ο Jagger επαναλαμβάνοντάς την στο δικό του μέρος (0:26).
Λίγο αργότερα από την πρώτη προβολή του παιχνιδιάρικου βίντεο, το «Dancing In The Street» κυκλοφόρησε σε single με όλα τα έσοδα να διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Παρά την ευγενή πρόθεση των τραγουδιστών, η εκτέλεσή τους δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας. Δεν βοήθησε και το γεγονός ότι ηχογραφήθηκε σχεδόν στο ναδίρ της θρυλικής τους καριέρας. Ο David Bowie μόλις είχε ολοκληρώσει τον χαρούμενο χορευτικό δίσκο «Tonight» (1984) ενώ ο Mick Jagger βρισκόταν στη μέση των ηχογραφήσεων του πρώτου του σόλο δίσκου «She’s The Boss» (1985), προσπαθώντας να αποχωριστεί το θρυλικό του συγκρότημα. Ωστόσο, το ευρύ κοινό είχε διαφορετική άποψη. Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1985, το «Dancing In The Street» έριξε από την κορυφή των βρετανικών charts το «I Got You Babe» των UB40 και της Chrissie Hynde και ανέβηκε στο Νο 1 της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ έφτασε και στο Νο 7 των Η.Π.Α. Επίσης έγινε Νο 1 στην Αυστραλία και Ιρλανδία, Νο 3 στη Νορβηγία, Νο 4 στη Σουηδία, Νο 6 στην Αυστρία και Γερμανία, Νο 9 στην Ελβετία και Νο 34 στη Γαλλία. Ο David Bowie και ο Mick Jagger ερμήνευσαν το τραγούδι για άλλη μία φορά σε συναυλία που δόθηκε για φιλανθρωπικούς σκοπούς στο Λονδίνο στις 20 Ιουνίου 1986.
Το τραγούδι συμπεριλήφθηκε σε διάφορες συλλογές του David Bowie ενώ κυκλοφόρησε και σε διάφορες εκδοχές (Clearmountain Mix, Dub Version, Edit, Instrumental και Steve Thompson and Michael Barbiero Mix). Επίσης προβλήθηκε σε κινηματογραφικές αίθουσες πριν την ταινία «Σας Παρακαλώ, Σκοτώστε Την Γυναίκα Μου» (Ruthless People, 1986), της οποίας ο Mick Jagger είχε ηχογραφήσει το τραγούδι των τίτλων. Ήταν η πρώτη φορά που ένα διαφημιστικό μουσικό βίντεο χρησιμοποιήθηκε εκτός του MTV ή τηλεοπτικής εκπομπής. Το 2011, σε μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την PRS For Music, το «Dancing In The Street» ψηφίστηκε ως το κορυφαίο τραγούδι που το βρετανικό κοινό θα έπαιζε στους δρόμους για να γιορτάσει τον βασιλικό γάμο της Kate Middleton και του πρίγκιπα William.
Το 2013, ο παραγωγός Joel Dickinson έκανε remix στην αυθεντική ηχογράφηση της Motown, ειδικά για τα clubs.
Στην ταινία «Τρελές Αδελφές 2» (Sister Act 2, 1993) υπάρχει μία ενδιαφέρουσα σκηνή, παρόλο που δεν πρόκειται για ταινία από αυτές που προκαλούν σοβαρές συζητήσεις για τον κινηματογράφο. Η Whoopi Goldberg υποδύεται μία τραγουδίστρια που κρύβεται ως μοναχή και προσπαθεί να συγκεντρώσει χρήματα για μία χορωδία. Βγαίνει στους δρόμους του San Francisco και για να συγκεντρώσει λεφτά τραγουδάει το «Dancing In The Street».
Το τραγούδι ακούγεται επίσης στις ταινίες «Heaven Help Us» (1985), «Ένα Τρελό, Τρελό Καλοκαίρι» (One Crazy Summer, 1986), «Οργισμένα Χρόνια» (In Country, 1989), «Crimson Tide» (1995), «Διακοπές Για Πάντα» (Recess: School’s Out!, 2001), «Standing In The Shadows Of Motown» (2002), «Ο Δρόμος Προς Τη Δόξα» (Glory Road, 2006), «Γνωρίζοντας Τον Ντέιβ» (Meet Dave, 2008) και «Ροκ Εν Πλω» (The Boat That Rocked, 2009), στο ντοκιμαντέρ «Michael Jackson: Η Ζωή Ενός Ειδώλου» (Michael Jackson: The Life Of An Icon, 2011), στις τηλεοπτικές σειρές «Takin’ Over The Asylum» (1994), «Un Paso Adelante» (2002), «Being Erica» (2010) και «Family Guy» (2011) και στα αμερικανικά shows «Dancing With The Stars» (2011) και «American Idol» (2011).
Το τραγούδι έδωσε τον τίτλο του στο βιβλίο της Suzanne E. Smith «Dancing in the Street: Motown and the cultural politics of Detroit». Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία της Motown –τόσο ως μουσικό ύφος όσο και ως επιχειρηματικό φαινόμενο- και των σχέσεών της με την πολιτική και τον πολιτισμό του Detroit. Καθώς η Suzanne Smith αφηγείται την εξέλιξη της Motown, από μία μικρή δισκογραφική εταιρεία -βαθιά ριζωμένη στη μαύρη κοινότητα του Detroit- σε μία διεθνή γιγαντιαία μουσική βιομηχανία, μας δίνει μία σαφή άποψη της πολιτιστικής πολιτικής. Εδώ βλέπουμε τη μουσική της Motown όχι ως απλό soundtrack της ιστορίας αλλά ως ενεργό παράγοντα της πολιτικής. Σ’ αυτό το κομμάτι της ιστορίας, η Motown Records έμελε να παίξει ξεχωριστό και δραματικό ρόλο στη μαύρη κοινότητα της πόλης καθώς αυτή η κοινότητα προωθούσε τη δική της κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ατζέντα. Η Suzanne Smith δείχνει πώς αυτές οι τοπικές ατζέντες, οι οποίες αντανακλούσαν τις ανησυχίες των Αφροαμερικανών που ζούσαν στον αστικό Βορρά, βρήκαν θετική ανταπόκριση και αναζωπύρωσαν την εκστρατεία για τα πολιτικά δικαιώματα. Από τις γεμάτες πάθος σελίδες του βιβλίου περνάνε μικρές και μεγάλες προσωπικότητες της μαύρης πολιτικής, του πολιτισμού και των τεχνών. Σε ένα πλαίσιο βαρυσήμαντων γεγονότων που διαδραματίζονταν σε εθνικό επίπεδο –με τους Martin Luther King Jr, Langston Hughes, Nat King Cole και Malcolm X- το βιβλίο αυτό παρουσιάζει μία ζωντανή εικόνα του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων στο Detroit, με τη Motown στην καρδιά του, και προσφέρει μία νέα οπτική στο ρόλο που παίζει η λαϊκή κουλτούρα στη διαδικασία των πολιτικών αλλαγών.
Το «Dancing In The Street» ήταν και παραμένει το απόλυτο και κλασικό τραγούδι της Motown. Το καλοκαίρι του 1964 καθιέρωσε τον ήχο της Motown παρόλο που κατά ειρωνικό τρόπο αυτό δεν επιτεύχθηκε από τα μεγάλα ονόματα της εταιρίας, όπως οι Supremes, οι Temptations, οι Four Tops ή οι Miracles, ούτε καν από τον Stevie Wonder ή τη Mary Wells. Αντιθέτως, επιτεύχθηκε από το γυναικείο συγκρότημα των Martha & The Vandellas, γεγονός που το καθιστά ακόμα πιο εντυπωσιακό. Επίσης, ήταν έκπληξη που το τραγούδι αυτό δεν γράφτηκε από την «χρυσή» τριάδα των δημιουργών Holland/Dozier/Holland αλλά φέρει την υπογραφή του Marvin Gaye, του παραγωγού William “Mickey” Stevenson και του Ivy Jo Hunter.
Η Martha Reeves, η οποία νίκησε τον εθισμό στα χάπια και στο αλκοόλ στα τέλη της δεκαετίας του 1970, έκανε περιοδείες και θήτευσε και στο Δημοτικό Συμβούλιο του Detroit. Το 1994 χρησιμοποίησε το τραγούδι ως μέρος του τίτλου της αυτοβιογραφίας της («Dancing In The Street: Confessions Of A Motown Diva»), όπου εξιστορεί την επακόλουθη πτώση της και την τραγική κατάρρευση της σταδιοδρομίας των Vandellas. Η συντριπτική δημοτικότητα του τραγουδιού διήρκησε περισσότερο από τις Vandellas, οι οποίες διαλύθηκαν επίσημα το 1972 (αν και κατά καιρούς πραγματοποίησαν κάποιες εμφανίσεις αργότερα).
Στις 12 Απριλίου του 2006 ανακοινώθηκε ότι η εκτέλεση του «Dancing In The Street» από τις Martha & the Vandellas θα είναι μία από τις 50 ηχογραφήσεις που θα συμπεριληφθούν στο Εθνικό Μητρώο Ηχογραφήσεων της Βιβλιοθήκης του αμερικανικού Κογκρέσου. Η βασική τραγουδίστρια Martha Reeves είπε ότι ήταν ενθουσιασμένη από τη διαχρονικότητα του τραγουδιού, λέγοντας ότι «είναι ένα τραγούδι που σε κάνει απλά να θες να σηκωθείς και να χορέψεις». Αλλά ακόμα και αν ειδωθεί απλά ως ένα τραγούδι για πάρτι, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι είναι ένα αρκετά πιασάρικο κομμάτι και άξιος εκπρόσωπος της σημαντικής κληρονομιάς της Motown. Το τραγούδι ακούγεται ακόμα και αναμφισβήτητα δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι θα εξαφανιστεί σύντομα από την κουλτούρα της Pop όσο συνεχίζει να γεμίζει τις πίστες μισό αιώνα μετά την κυκλοφορία του.
Μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ηςΣεπτεμβρίου του 2011, ο ραδιοφωνικός όμιλος Clear Channel δημιούργησε μία λίστα 150 τραγουδιών τα οποία έπρεπε να αποφύγουν να παίξουν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Μεταξύ των τραγουδιών αυτών ήταν και το «Dancing In The Street», η ένταξη του οποίου έμοιαζε με… αστείο.
Το 2013 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα και ερευνητή Mark Kurlansky «Ready For a Brand New Beat: How "Dancing in the Street" Became the Anthem for a Changing America», όπου γράφει για την προέλευση του τραγουδιού και αναλύει το πώς έγινε ο ριζοσπαστικός ύμνος της Αμερικής που άλλαζε και πώς από τότε το τραγούδι εξαπλώθηκε σαν φωτιά μέσα στη μουσική βιομηχανία. Φαίνεται πως κανένα γεγονός γύρω από το «Dancing In The Street» δεν έχει διαφύγει από τις σελίδες του βιβλίου. Ο Kurlansky θέτει τις βάσεις της μελέτης του σε μία σειρά αποτελεσματικών ιστοριών –από τις ρίζες του Rock and roll, τη Μεγάλη Μετανάστευση και την τεχνολογία των φορητών πικάπ- για να μας φέρει στις απαρχές της ίδρυσης της Motown. Ο υπότιτλος του βιβλίου είναι λίγο… «κουμπωμένος». Θα ήταν πιο ακριβής αν λεγόταν «Πως το "Dancing in the Street" έγινε ο ύμνος της Μαύρης Εξέγερσης», καθώς ο συγγραφέας αναπτύσσει τους λόγους για τους οποίους το «Dancing In The Street» ερμηνεύτηκε ευρέως ως μία πρόσκληση για δράση. Ο Kurlansky απαριθμεί μερικές από τις εξηγήσεις που έδωσαν ο λευκός Τύπος και οι πολιτικοί για τις εξεγέρσεις των μαύρων: καύσωνες, αδύναμος χαρακτήρας, υπερπληθυσμός, τα γραπτά του James Baldwin και οι ραδιοφωνικές εκπομπές του Magnificent Montague, του οποίου το σύνθημα ήταν «Burn, baby! Βurn!». Υπήρχε ακόμα και άρθρο στο περιοδικό της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης (1967) με τίτλο «Μήπως η εγκεφαλική ασθένεια παίζει ρόλο στις ταραχές και την αστική βία;». Εντούτοις, τα πραγματικά περιστατικά που υποκίνησαν τις ταραχές φαίνεται να δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση: η μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων ξεκίνησε από την μεταχείριση κάποιου μαύρου από την αστυνομία. «Παραδόξως, οι εξεγέρσεις έπαιρναν συχνά ένα πνεύμα πάρτι», γράφει ο Kurlansky. «Μπορεί να το δει κανείς στις φωτογραφίες των συμβάντων που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο –με τον κόσμο να στέκεται τριγύρω, να γελάει και να χλευάζει την αστυνομία. Κι αυτή ήταν η ατμόσφαιρα στη δημιουργία της οποίας βοήθησε το τραγούδι αυτό. Θα έπαιζε ο δίσκος. Ο κόσμος θα το τραγουδούσε και θα αναφέρονταν σ’ αυτό που έκαναν ως “Dancing In The Street”».
Ο Kurlansky αποκαλεί τη Martha Reeves «ένα πραγματικά απολιτικό πρόσωπο». Αλλά η ίδια είπε «Ήμασταν πάντα πολιτικοποιημένοι. Πουλούσαμε αγάπη μπροστά σε φυλετικά διαχωρισμένα ακροατήρια. Αυτό είναι πολιτική». Κι ο Gordy έχει συχνά αναφερθεί ως απολιτικός και είναι αλήθεια ότι δεν ήθελε την πολιτική στα τραγούδια του μέχρι που αυτό έγινε αναπόφευκτο, αν και το 1963 είχε ξεκινήσει στη Motown μία ετικέτα ονόματι Black Forum, η οποία κυκλοφόρησε ομιλίες και συζητήσεις μαύρων στοχαστών από τον Langston Hughes μέχρι τον Stokely Carmichael. Αλλά δεν είναι ο ακτιβισμός που τους έκανε πολιτικοποιημένους. Ο Αμερικανός συγγραφέας Norman Mailer είπε κάποτε στον συγγραφέα James Baldwin: «Θέλω να μάθω πώς λειτουργεί η εξουσία, πώς λειτουργεί πραγματικά, με κάθε λεπτομέρεια» και ο Baldwin στο δοκίμιό του «The Black Boy Looks At The White Boy» απάντησε: «Λοιπόν, ξέρω πως λειτουργεί η εξουσία, δούλεψε πάνω μου, και αν δεν ήξερα πώς λειτουργεί η εξουσία θα ήμουν νεκρός. Και είναι αυτονόητο, ίσως, ότι εγώ απλά ποτέ δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να έχει αυταπάτες σχετικά με τη χειραγώγηση της εξουσίας». Οι γονείς της Martha Reeves ήταν κολίγοι από την Αλαμπάμα. Οι παππούδες του Gordy γεννήθηκαν στη σκλαβιά. Σίγουρα, λοιπόν, δεν είχαν αυταπάτες. Το 1970, ο Gordy είχε τη μεγαλύτερη εταιρεία μαύρου ιδιοκτήτη στην Αμερική. Μ’ αυτή την έννοια, γράφει ο Kurlansky, ο Gordy «ήταν στην πραγματικότητα το ιδανικό της μαύρης δύναμης». Σε άλλο σημείο του δοκιμίου του για τον Norman Mailer, ο James Baldwin γράφει: «Αυτό που οι περισσότεροι λευκοί φαντάζονται ότι μπορούν να σώσουν από την καταιγίδα της ζωής είναι η αθωότητά τους». Έτσι και ο Kurlansky επικρίνει την τεράστια ικανότητα των λευκών Αμερικανών να είναι ανυποψίαστοι.
Ο τρόπος που ο κόσμος άκουγε το «Dancing In The Street» δεν μπορεί να διασπαστεί σε «λευκές» και «μαύρες» κατηγορίες. Μερικοί λευκοί ριζοσπαστικοί το εξέλαβαν ως επαναστατικό ύμνο –ο Mark Rudd είπε στον Kurlansky ότι η αριστερή οργάνωση των Weathermen θεώρησε ότι ήταν ένας «κωδικός για ταραχές»- και πολλοί μαύροι, όπως η Reeves, το εξέλαβαν απλώς ως ένα τραγούδι για πάρτι. Εν πάση περιπτώσει, και οι δύο εκδοχές είναι αληθινές: πρόκειται για ένα αθώο τραγούδι, για τα παιδιά που το καλοκαίρι χορεύουν με τους δίσκους έξω στο δρόμο, και ταυτόχρονα είναι ένα προκλητικό τραγούδι για την ανάληψη δράσης σε μία κρίσιμη ώρα. Αλλά σε γενικές γραμμές το μαύρο και το λευκό κοινό βρίσκονται σε διαφορετική θέση όταν πρόκειται να αναγνώσουν το νόημα ενός τραγουδιού όπως το «Dancing In The Street». Ο Kurlansky αναφέρει αποσπάσματα από το βιβλίο του Amiri Baraka «Blues People»: «Η αφρικανική παράδοση στη γλώσσα στοχεύει περισσότερο στην περίφραση παρά στον ακριβή ορισμό. Η άμεση δήλωση θεωρείται αδέξια και χωρίς φαντασία». Ένα ευφυές μήνυμα μεταφέρεται από συνεχώς μεταβαλλόμενες παραφράσεις. Αυτή η παράδοση της «συγκάλυψης» πηγαίνει πίσω στις ρίζες της μαύρης αμερικανικής κουλτούρας, όταν τα μηνύματα της διαφυγής και της εξέγερσης ήταν κρυμμένα στα θρησκευτικά τραγούδια των σκλάβων, και αναπτύχθηκε μέσα από τα περίτεχνα υπονοούμενα των στίχων της Blues μουσικής. Για το μαύρο κοινό, γράφει ο Kurlansky, το να αναζητεί το κρυφό νόημα ήταν «η φυσιολογική αντίδραση όταν ακούει ένα νέο τραγούδι». Η κυριολεκτική ανάγνωση αφαιρεί το μυστήριο ενός τραγουδιού όπως το «Dancing In The Street», του οποίου η δύναμη και η αντοχή ως ύμνος προέρχεται εν πολλοίς από την εμμεσότητά του.
Mark Kurlansky: Ξέρετε, αυτό είναι ένα τραγούδι που ξεσηκώνει τον κόσμο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οτιδήποτε θέλετε. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μαύρη δύναμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον φεμινισμό ή για να συγκεντρωθούν χρήματα για μία χορωδία, γιατί απλά εμπνέει τον κόσμο.
Σχολιάζοντας την εκτέλεση των David Bowie και Mick Jagger, ο Kurlansky είπε:
- Ο κόσμος σκέφτηκε ότι ήταν εραστές. Οι άνθρωποι του Jagger με υπερασπίστηκαν στον ίδιο, αλλά αυτός είπε «Εγώ δεν μιλάω σ’ αυτόν τον τύπο».
Δυστυχώς ο Marvin Gaye, ένας από τους δημιουργούς του «Dancing In The Street», δολοφονήθηκε από τον ίδιο του τον πατέρα το 1984. Στην αυτοβιογραφία του, ο Gaye έγραψε: «Είναι αστείο, αλλά απ’ όλους τους καλλιτέχνες εκείνης της εποχής σκέφτηκα ότι οι Martha and the Vandellas ήρθαν πιο κοντά στο να πουν πραγματικά κάτι. Δεν ήταν κάτι συνειδητό, αλλά όταν τραγούδησαν κομμάτια όπως το “Quicksand”, το “Wild One”, το “Nowhere To Run” ή το “Dancing In The Street”, συνέλαβαν ένα πνεύμα που έμοιαζε πολιτικό σε μένα. Αυτό μου άρεσε».
Το Rolling Stone κατέταξε το «Dancing In The Street» στο Νο 40 των 500 καλύτερων τραγουδιών όλων των εποχών. Επίσης το κατέταξε στο Νο 1 των καλύτερων καλοκαιρινών τραγουδιών όλων των εποχών γράφοντας τα εξής: Όντας η απόλυτη πρόσκληση να βγεις έξω και να απελευθερωθείς, το «Dancing In The Street» επανεφευρίσκει τον κόσμο σαν ένα γιγάντιο καλοκαιρινό πάρτι. Με συνδημιουργό τον Marvin Gaye, έχει τους καλύτερους στίχους για ένα τζαμάρισμα/πάρτι και τα drums χτυπούν σαν πυροβολισμός. Η Martha Reeves ακούγεται σαν να κάνει κάτι περισσότερο από το να δίνει το έναυσμα για πάρτι. Ακούγεται σαν να αρχίζει επανάσταση.
Είναι δύσκολο να σβήσει κανείς το αποτύπωμα που άφησε η ιστορία στο τραγούδι, αν και η καρδιά των στίχων του είναι μία ουτοπία: Όποιος κι αν είσαι, ό,τι κι αν φοράς, απ’ όπου κι αν είσαι, βγες έξω, άρπαξε κάποιον (ή κάποια) και χορέψτε. «All we need is music, sweet music». Μακάρι η ζωή να ήταν τόσο απλή… Ωστόσο, το «Dancing In The Street» θα συνεχίσει ν’ ακούγεται ανάμεσα στις νέες επιτυχίες που ξεπηδούν κάθε καλοκαίρι γιατί, όπως λέει και ο Mark Kurlansky, «είναι η τέλεια ηχογράφηση. Είναι απλά άψογο».
DANCING IN THE STREET – Martha & the Vandellas
Callin' out around the world, are you ready for a brand new beat?
Summer's here and the time is right for dancin' in the street.
Dancin' in Chicago (dancin' in the street)
Down in New Orleans (dancin' in the street)
In New York City
All we need is music, sweet music,
There'll be music everywhere
There'll be swingin' swayin', and records playin,
Dancin' in the street
Oh it doesn't matter what you wear, just as long as you are there.
So come on every Guy, grab a girl,
everywhere, around the world.
There’ll be dancin', they're dancin' in the street.
This is an invitation, across the nation,
a chance for folks to meet.
There'll be laughin' singin', and music swingin'
Dancin' in the street
Philadelphia P.A., Baltimore and D.C now,
Can't forget the motor city,
All we need is music, sweet music
There'll be music everywhere
There'll be swingin' swayin', and records playin,
Dancin' in the street
Oh it doesn't matter what you wear…
They're dancin', dancin' in the street
Way down in L.A., every day they're dancin' in the street
Lets form a big strong line, and get in time,
We're dancin' in the street.
Across the ocean blue, me and you
we’re dancin’ n the street
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#29628 / 05.07.2017, 18:07 / Αναφορά Ο James Jamerson στο μπασο,κορυφαιος,η εκτελεση των Βαν Αλλεν μου αρεσε περισσοτερο από ολες τις διασκευες. |