Ο Νίκος Αντύπας αποκαλύπτει τις ιστορίες πίσω από τις μεγάλες του επιτυχίες και πώς από drummer έγινε πρωτοποριακός συνθέτης!
Ο Νίκος Αντύπας αποτελεί αναμφισβήτητα μοναδική περίπτωση στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Από drummer των Socrates -του κατά κοινή ομολογία καλύτερου ελληνικού Rock συγκροτήματος- εξελίχθηκε σε έναν πρωτοποριακό συνθέτη που δημιούργησε έναν καινούριο ήχο συνδυάζοντας στοιχεία από φαινομενικά διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Σ’ αυτή την αποκλειστική συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Παυλικιάνη, ο Νίκος Αντύπας εξιστορεί την πορεία του και αποκαλύπτει τις ιστορίες πίσω από τις μεγάλες του επιτυχίες: «Δι’ Ευχών» (Χάρις Αλεξίου), «Διθέσιο» (Άλκηστις Πρωτοψάλτη), «Η Ρίζα Του Ιεσσαί» (Έλλη Πασπαλά), «Ναι Θα Πω» (Μελίνα Ασλανίδου) κ.α.
Ν.Α.: Γεννήθηκα στα προσφυγικά της Καλλιθέας, σε πολύ μικρή ηλικία μεταφερθήκαμε στη Νέα Σμύρνη, πίσω από τον κινηματογράφο Σπόρτινγκ, το 1966 μετακομίσαμε στο Παγκράτι όπου και ξαναγύρισα και μένω τα τελευταία χρόνια. Το Παγκράτι είχε μοναδικές διπλοκατοικίες της δεκαετίας του 1950. Από τον Προφήτη Ηλία και κάτω είχε σχεδόν μόνο μονοκατοικίες. Τώρα, καμία σχέση. Το χαρακτηριστικό τους -απ’ ότι μου έλεγαν οι παλιότεροι- ήταν ότι τα σπίτια είχαν συγκεκριμένα χρώματα εκτός από το κόκκινο, λόγω της απέχθειας που είχαν για το αίμα από τον καιρό του πολέμου, καθώς η Καισαριανή είναι δίπλα. Πολύ σημαντικό ε; Γιατί το Σκοπευτήριο είναι λίγο πιο πάνω, εκεί που οι Γερμανοί εκτέλεσαν πολιτικούς κρατούμενους.
Πριν ξεκινήσουμε τις ιστορίες των τραγουδιών, θα ήθελα να πάμε στην εποχή που παίζατε drums στους Socrates.
Ν.Α.: Κατά την άποψή μου, οι Socrates είναι το κορυφαίο ελληνικό Rock συγκρότημα που έχει υπάρξει στην Ελλάδα, με μεγάλη δραστηριότητα και εκτός Ελλάδας. Τα «highlights», να το πω και έτσι, είναι ο τελευταίος δίσκος σε στούντιο που έκανε το συγκρότημα με τη Virgin Records στην Αγγλία, κάνοντας συγχρόνως και μία περιοδεία μ’ ένα τότε δημοφιλές συγκρότημα, τους U.F.O. Πήγαμε σε 24 πόλεις της Μ. Βρετανίας, Αγγλία, Ουαλία και φτάσαμε μέχρι το Αμπερντίν στη Σκωτία. Αυτό, ήταν για εμάς μεγάλο πανεπιστήμιο. Είδαμε από κοντά πώς διαμορφώνεται η μουσική σκηνή από χώρα σε χώρα. Παίζαμε Rock μουσική με αγγλόφωνο στίχο με αποφασιστικότητα και έμπνευση. Τα μουσικά Rock μοτίβα μοιάζουν μεταξύ τους, όπως και η θεματολογία και οι στίχοι τους καθώς τα περισσότερα Rock τραγούδια έχουν θέματα κοινωνικοπολιτικά. Εμείς δεν γράψαμε ποτέ τραγούδια μ’ ερωτικό στίχο. Η περίοδος όμως αυτή μας βοήθησε να ξεκλειδώσουμε και να δούμε και μία άλλη πλευρά του εαυτού μας, να έχουμε όραμα για το μέλλον και όχι να συναλλασσόμαστε μόνο με το παρελθόν για να το διασώσουμε… κάτι πού γίνεται κατά κόρον στην Ελλάδα. Μετέπειτα -όταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα- δραστηριοποιήθηκε ο καθένας μόνος του κάνοντας πράγματα στην ελληνική μουσική σκηνή πρωτοπόρα για εκείνη την εποχή... Ήταν θέμα εξέλιξης.
Ήταν κι η περίοδος της Θάτσερ, έτσι;
Ν.Α.: Βεβαίως! Πετύχαμε και την επιστράτευση που έκανε η Θάτσερ για τον πόλεμο με την Αργεντινή για τα νησιά Φώκλαντ και λέγαμε «εντάξει, τί ήρθαμε να κάνουμε εδώ;» (γέλια). Το άλλο στοιχείο είναι ότι γνωρίσαμε ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας που μας άνοιξαν τα μάτια στο τι σημαίνει ήχος και παραγωγή. Όλο αυτό το «πλέγμα», ας το πούμε έτσι. Δουλέψαμε σε σημαντικά στούντιο, όπου γνωρίσαμε και κορυφαίους καλλιτέχνες εκείνης της εποχής. Κι έτσι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει μία άλλη αισθητική στη μουσική και στο τραγούδι, πίσω από αυτό που θες να παίξεις και από αυτό που ακούς μέσα από μια κιθάρα ή έναν συνδυασμό κιθάρας, μπάσου και drums. Και για μένα προσωπικά ήταν σχολείο διότι έμαθα να δουλεύω με καλύτερους από μένα…. Γιατί λες: πρέπει να ξεχωρίσω κάνοντας κάτι ιδιαίτερο αφού εδώ όλοι είναι καλοί. Αρχίσαμε να βάζουμε και στοιχεία πιο μεσογειακού ταπεραμέντου. Ο Γιάννης Σπάθας -μιλάμε για μια μεγάλη κιθάρα- ξεχώριζε με ποικίλματα από την ελληνική παράδοση, την ρεμπέτικη μουσική, και λίγο από το αμερικάνικο Blues... Αυτά ήταν που κερδίσαμε. Κι εγώ προσωπικά νομίζω ότι η μετέπειτα πορεία μου ανοίχτηκε σε πολλά επίπεδα με τη νοοτροπία της καινοτομίας.
Πόσα χρόνια κράτησε αυτή η περιπέτεια στην Αγγλία;
Ν.Α.: Φύγαμε από την Ελλάδα το 1980 και γυρίσαμε το 1984.
Πολλοί μουσικοί μου έχουν πει σε συνεντεύξεις ότι οι Socrates ήταν το κορυφαίο ελληνικό συγκρότημα και πάντα σ’ αυτές τις συζητήσεις γίνεται κουβέντα για το τι θα γινόταν αν οι Socrates δεν αποφάσιζαν να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα, αν παίρνανε πιο «ζεστά» το στόχο της διεθνούς καριέρας…
Ν.Α.: Να στο πω απλά. Αφού κάναμε την περιοδεία, πήραμε αρκετά χρήματα για να κάνουμε τον δίσκο και, όταν υπογράψαμε με τη Virgin, ο στόχος είχε επιτευχθεί. Κοιταζόμασταν με τον Γιάννη και τον Αντώνη και σα να λέγαμε με το βλέμμα μας «εντάξει, το πετύχαμε».
Μήπως δεν ήταν αυτό το peak σας και θα μπορούσατε να πάτε ακόμα πιο ψηλά;
Ν.Α.: Η αλήθεια είναι -κι αυτό είναι γεγονός- ότι μέσω του Εγγλέζου παραγωγού, από τους καλύτερους εκείνης της εποχής, μας ήρθε μία δελεαστική πρόταση από την Αμερική. Ο όρος, όμως, ήταν ότι έπρεπε να μετακομίσουμε στην Αμερική, γιατί ήμασταν και εξαιρετικά καλοί σολίστες αλλά μπερδεμένοι και αναποφάσιστοι. Ο Αντώνης ήθελε να πάμε. Εγώ κι ο Σπάθας αρνηθήκαμε.
Το μετανιώσατε καθόλου;
Ν.Α.: Κοίτα, δεν το μετανιώσαμε. Εγώ αποχωρώ ουσιαστικά από τα παιδιά όταν γυρνώντας στην Ελλάδα συνεργάστηκα ως ενορχηστρωτής στο «Μένω Εκτός» που ερμήνευσε η Ελευθερία Αρβανιτάκη και αμέσως μπήκα στην τραγουδοποιία. Περάσαμε ωραία και είμαστε φίλοι με τον Γιάννη και τον Αντώνη μέχρι σήμερα. Δηλαδή, είμαστε σχεδόν 50 χρόνια «οικογένεια». Αλλά δεν μ’ ενδιέφερε να συνεχίσω άλλο με το συγκρότημα, μ ενδιέφερε περισσότερο να παίζω τα τραγούδια μου ζωντανά ή στο στούντιο. Ήθελα να παίξω σε άλλο πάλκο κι αυτή ήταν η αιτία που ανέβηκα στο πάλκο με τη Χαρούλα Αλεξίου, την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, τον Γιώργο Νταλάρα, αφού προηγήθηκαν οι δύο υψηλοί μας συνθέτες Μάνος Χατζιδάκις και Μίκης Θεοδωράκης. Τέλος πάντων ήθελα να δραστηριοποιηθώ για να πάρω τη γεύση ενός άλλου κύκλου συναισθημάτων. Ήμουν και είμαι λάτρης του ρεμπέτικου. Δεν μου άρεσαν τόσο πολύ τα λαϊκά, εκτός κάποιων εξαιρέσεων και μπορώ να σου πω ότι και σήμερα ακόμη, όταν με ρωτάνε φίλοι ή κάθομαι και σκέφτομαι, αυτά που έχω κρατήσει μέσα μου, είναι αυτά του Μάρκου Βαμβακάρη και του Άκη Πάνου. Θεωρώ τον Άκη Πάνου έναν μπλουζίστα παγκόσμιας εμβέλειας και δεν μ’ ενδιαφέρει τώρα αν κάποιοι έχουν άλλους στο πρώτο βάθρο και τον Άκη Πάνου πιο κάτω. Το λέω συχνά και θα το λέω πάντα, όταν ακούω το τραγούδι «Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα / η ώρα που γεννιέται η ζωή», λέω… δεν υπάρχει ωραιότερο τραγούδι προσέγγισης στην ερωτική πράξη. Θαύμαζα τα Blues, Muddy Waters, B.B. King…, λόγω οργάνου, λόγω μουσικής, το ίδιο και τον Πάνου και τον Βαμβακάρη! Τί πιο έντεχνο από αυτούς; Γυρνώντας στην Ελλάδα τέλη του 1984, με τον Γιάννη Σπάθα επειδή γνωριζόμουν με τους αδελφούς Κατσιμίχα -δεν ήταν ακόμα επώνυμοι- ενορχηστρώσαμε τον δίσκο τους «Ζεστά Ποτά» (σ.σ. ο πρώτος δίσκος των αδελφών Κατσιμίχα) που ήταν μια μεγάλη στιγμή για το ελληνικό τραγούδι.
Και η παραγωγή του Μανώλη Ρασούλη.
Ν.Α.: Ναι. Ο Μανώλης ήταν ο παραγωγός του δίσκου «Ζεστά Ποτά». Δεν τον ήθελαν τότε τον δίσκο οι εταιρείες. Εγώ προσωπικά πήγαινα με κασέτες και παρουσίαζα τη δουλειά σε διάφορους παραγωγούς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ο Μανώλης -αξίζει να σημειωθεί αυτό- ήταν πολύ μέσα στα πράγματα και ήταν στην αρχή του δίσκου που θα έκανε με τον Ανδρέα Μικρούτσικο, «Νάμαστε Πάλι Εδώ, Αντρέα!» (1985), και ανεβαίνοντας τότε στη Ριζούπολη στην ΕΜΙΑΛ τον ακούω να λέει:
- Αν δεν γίνει αυτός ο δίσκος με τον Αντύπα, τον Σπάθα και τους Κατσιμίχα, εγώ δεν κάνω τον δίσκο μου.
Πρωτοστατούσε τότε στα μουσικά δρώμενα ο Μανώλης. Ήταν παντού. Ήταν προτεραιότητα για όλες τις εταιρείες. Οπότε παγωμένη η ΕΜΙΑΛ τότε, το αποδέχθηκε: «Ναι, ναι, ναι! Ό,τι θες Μανώλη!». Κι έτσι προχώρησε η δουλειά και έγινε.
Και ο Μάνος Ξυδούς είχε παίξει κάποιο ρόλο.
Ν.Α.: Βεβαίως έπαιξε ρόλο και συνέβαλε. Ο Ξυδούς δούλευε τότε στην ΕΜΙΑΛ και μάλιστα -ο Χάρης μου το είχε πει ή ο Πάνος- έλεγε ότι «αν ήταν στο χέρι μου αποκλειστικά, θα τον είχα κάνει χτες τον δίσκο!» Αλλά η Ελλάδα… Μόνο να σκεφτούμε ότι οι πιο προοδευτικοί μουσικοί στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1960 και του 1970 ήταν Έλληνες, οι οποίοι με το που έφευγαν από την Ελλάδα έκαναν μεγάλη καριέρα. Ο Ντέμης Ρούσος, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, η Νάνα Μούσχουρη… Δεν έκαναν απλά μια επιτυχιούλα. Εδώ για κάποιους λόγους ανεξήγητους δεν συμβαίνει να κάνεις καριέρα σε τέτοιο μέγεθος. Στην Ελλάδα πάντα κάτι υπάρχει και ο συντελεστής δυσκολίας είναι πιο μεγάλος απ’ ό,τι θα έπρεπε να είναι.
Και πάμε τώρα στις ιστορίες των τραγουδιών σας.
ΔΙ’ ΕΥΧΩΝ – Χάρις Αλεξίου
(1992, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου)
Αυτή είναι και η πρώτη φορά που το ευρύ κοινό σας γνωρίζει ως συνθέτη, αν και δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που γράφατε μουσική.
Ν.Α.: Ναι, έχεις δίκιο, δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έγραφα μουσική. Με τη Χαρούλα Αλεξίου είχα συστηθεί ως drummer, έτυχε να είμαι και στην ορχήστρα της. Εντελώς όμως τυχαία, ένα απόγευμα κάναμε πρόβα στο σπίτι της και την ακούω που σιγοτραγουδούσε πηγαίνοντας στην κουζίνα της να φέρει καφεδάκια. Σταματώ τη συζήτηση που είχα με κάποιους μουσικούς και λέω από μέσα μου «γιατί τραγουδάει έτσι;». Τότε η Χαρούλα τραγουδούσε με στόμφο τα περισσότερα τραγούδια, έτσι την είχαμε στα αυτιά μας. Ξαφνικά, άκουσα έναν άλλο ήχο απ’ αυτήν, κάτι σαν αηδόνι που σιγοτραγουδούσε… Δεν της φανέρωσα εκείνη τη στιγμή την έκπληξή μου αλλά για πολύ καιρό, κάθε απόγευμα τη θυμόμουν να τραγουδάει μόνη της στην κουζίνα, χωρίς κοινό, τόσο χαλαρή, τόσο λυμένη…μία Ιέρεια. Σαν λάτρης της δημοτικής μουσικής και του ρεμπέτικου, άρχισα να σκέφτομαι τον συνδυασμό αυτού του λαϊκο-δημοτικού στοιχείου. Το «Δι’ Ευχών» που έχει αυτόν τον χαρακτήρα, είναι το δεύτερο ή το τρίτο τραγούδι που συνέθεσα από τη σειρά αυτών των 10 τραγουδιών του δίσκου και το έχω συνθέσει σε νησί. Ό,τι έχω γράψει μέχρι τώρα, εκτός από τους τελευταίους 2-3 δίσκους, είχαν γραφτεί πρώτα οι μουσικές και μετά οι στίχοι. Τη μουσική του «Δι’ Ευχών» τη συνέθεσα στη Σίφνο. Έχω πάρει την κιθαρούλα μου και μουρμουράω ανάμεσα σε Blues, ρεμπέτικα και δημοτικά… Το τραγούδι είναι αυτοσχεδιασμός, αλλά οργανωμένος. Όταν πήρα την απόφαση να κάνω δίσκο, είχα το παρελθόν με τους Κατσιμιχαίους, με την Ελευθερία -και αποφάσισα να τον κάνω μόνος, χωρίς συνεργασίες (στιχουργούς). Λέω, θα γράψω μουσικές και μετά θα αποφασίσω σε ποιον θα απευθυνθώ για τους στίχους. Είχαμε εξαιρετική συνεργασία με την Αλεξίου και τη Νικολακοπούλου. Η Αλεξίου τραγούδησε διαφορετικά γιατί είχε στα χέρια της κάτι διαφορετικό. Της έλεγα ότι εδώ υπάρχει μια άλλη προσέγγιση, μια άλλη αισθητική, είναι ένας ειδικός δίσκος για σένα. Η Αλεξίου δεν ήταν μόνο ότι είχε άποψη, αλλά σ’ έβαζε μ’ έναν τρόπο μέσα σ’ ένα «παιχνίδι» και σε στήριζε, σε ανέβαζε. Έχει τόσα τραγούδια με Μάνο Λοΐζο, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Χρήστο Νικολόπουλο, Θάνο Μικρούτσικο και τόσους άλλους, οπότε είχε ήδη διαμορφώσει το προφίλ της. Γι’ αυτό θεωρούσα πάντοτε το «Δι’ Ευχών» έναν ειδικό δίσκο για την ίδια.
Την περιμένατε αυτή την επιτυχία;
Ν.Α.: Καθόλου! Εγώ πατούσα στη γη και γι’ αυτό τον λόγο είχα πει από την πρώτη στιγμή στην Αλεξίου και στη Νικολακοπούλου ότι «αυτός είναι ένας ειδικός δίσκος». Αλλά οι μεγάλες αλλαγές, Κωνσταντίνε, έρχονται από μερικούς τρελούς. Κι η ιστορία πάντα θα επαναλαμβάνεται. Ο Χρήστος Κωνσταντίνου συμμετέχει στο τραγούδι, ένας εξαίρετος μουσικός, έχει φύγει πλέον ο Χρήστος, έπαιζε μπουζούκι και μες στον οίστρο πού είχα μέσα στο στούντιο του λέω:
- Χρήστο, δεν θέλω μπουζούκι.
- Έχω κάτι όργανα…
- Τι όργανα; Ό,τι περίεργο έχεις, είμαι μέσα.
Και φέρνει έναν ταμπουρά. Εξαιρετικό όργανο. Με το που ακούω τον Χρήστο να «σχολιάζει» με αυτό το όργανο, λέω «Αυτό!». Εκεί ήρθαμε και σε μια διαφωνία με κάποιους συνεργάτες. «Έτσι δε θα βγει μοντέρνο», «θα ακουστεί λίγο ελληνικό….». Απαντώ: «κάντε τη δουλειά σας, να κάνω κι εγώ τη δική μου».
Το τραγούδι γνώρισε εκτέλεση και από την Alannah Myles με τίτλο «Alibi».
Ν.Α.: Αυτό έγινε μετά από 9 χρόνια. Είχε έρθει περιοδεία στην Ευρώπη, με είχε καλέσει και στο Μιλάνο όπου έκανε συναυλία και πήγα και τη γνώρισα. «Ροκού», είχε τότε και μία μεγάλη επιτυχία, το «Black Velvet». Και, για να είμαι ειλικρινής, το έμαθα από την Αλεξίου όταν ήταν στο Παρίσι. Στο τηλέφωνο αν θυμάμαι καλά, μου λέει:
- Ακούω εδώ πέρα μία να λέει το τραγούδι μας!
Κάπως έτσι το είπε. Εγώ επειδή ήξερα ότι το είχαν «δανειστεί» κάποιοι Τούρκοι καλλιτέχνες, της λέω:
- Να είναι η Τουρκάλα; Δεν μπορεί!
- Όχι, όχι! Δεν είναι τούρκικα!
Πήγα στην δισκογραφική εταιρεία και μου είπαν ότι είχε ζητηθεί άδεια για την διασκευή. Δεν θυμάμαι τώρα λεπτομέρειες, αλλά ζήτησαν την άδεια και η εταιρεία την έδωσε. Εγώ ήμουν στο εξωτερικό. Περίμεναν να γυρίσω αλλά αυτοί είχαν ήδη προχωρήσει και το έβγαλαν αμέσως γιατί το ήθελαν για την περιοδεία τους στην Ευρώπη. Οπότε πιθανότατα η Χαρούλα θα έτυχε να το ακούσει σε καμπάνια διαφημιστική. Πήγα και τη γνώρισα τελικά τη Myles, μια ευγενέστατη κυρία…
Και πολύ ωραία γυναίκα απ’ όσο θυμάμαι!
Ν.Α.: Θεά! Περίμενα έξω από το καμαρίνι της. Είχε ένα χολ κι είχα μείνει εκεί και διάβαζα κάτι που έγραφε για το νέο της τραγούδι, γιατί είχε γράψει τους στίχους η ίδια. Φαίνεται της είπε ο manager της ότι εδώ έξω περιμένει ο συνθέτης, κι αυτή για να σπάσει τον πάγο βγαίνει και λέει:
- Who is this fucking guy?
Με πιάσανε τα γέλια! Και εντάξει, τη γνώρισα εκεί πέρα, της άρεσε πάρα πολύ το τραγούδι...
Εσάς πώς σας φάνηκε η δικιά της εκτέλεση;
Ν.Α.: Κατ’ αρχάς είναι μεγάλη τραγουδίστρια. Αυτό που έκανε η Myles, ήταν το εξής: Αφαίρεσε την ελληνικότητα και το δημοτικό στοιχείο που έχει η μελωδία. Το τραγούδι έγινε ροκ. Η γλώσσα, βέβαια, βοηθάει, αλλά τα ποικίλματα της φωνής που έχει είναι διαφορετικά από της Αλεξίου. Σ’ αυτό που δεν συμφωνούσα σαν παραγωγή είναι ότι το έκανε αμερικάνικο. Έβαλε τρομπέτα… Με ρωτούσε:
- You like it or not? Tell me!
Τώρα τι να της πω… αλλά στο τέλος με κατάλαβε. Της είπα για το συγκρότημα και τους δίσκους των Socrates και έτσι έμαθε την ιστορία μου. Με ρώτησε:
- You’re still drumming?
- Sometimes in the studio…
Βρήκε αργότερα, όπως έμαθα, τους δίσκους των Socrates, το «Waiting For Something» (1980) και το «Plaza» (1983). Πάντως μου αρέσει πολύ σαν καλλιτέχνιδα. Είναι εξαιρετική.
ΜΑΓΙΣΣΑ – Χάρις Αλεξίου
(1992, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου)
Ν.Α.: Η «Μάγισσα» είναι ένα ταγκό. Μ’ άρεσε αυτός ο ρυθμός. Τόλμησα να γράψω κάτι χορευτικό, που συγχρόνως ήταν και ερωτικό. Μεγαλώνοντας με Led Zeppelin, με Queen… Οι ροκάδες είχαν πάντα ένα στο μυαλό τους: να κάνουν κάτι που να μην το έχει σκεφτεί άλλος. Κι εγώ λέω ότι θα κάνω ένα ταγκό που δεν θα ’ναι όπως το ξέρουμε, αλλά θα κάνω ακριβώς ό,τι τρέλα θέλω. Τον αντιχρονισμό. Πρόσεξε όμως, απ’ όλο το τραγούδι, το πρώτο σχήμα που είχε βγει ήταν αυτό (σ.σ. εννοεί τη χαρακτηριστική μουσική που ακούγεται ανάμεσα στις λέξεις του στίχου «Μ’ έλεγαν μάγισσα /που καρδιές ράγισα»). Και μάλιστα έλεγα να το κάνω λίγο ροκ, λίγο Hendrix. Το έψαχνα. Ξαφνικά το βρήκα με το πιτσικάτο (σ.σ. «τσιμπητά») και μου άρεσε. Έγραφα σ’ ένα τετρακάναλο κασετόφωνο τις ιδέες μου κι ήμουν πολύ κοντά στο άκουσμα που ήθελα. Εντάξει, δεν ήταν στούντιο, αλλά έδινα την κατεύθυνση το που θα πάει το τραγούδι. H Χαρούλα έλεγε, πριν καν γράψει η Λίνα τους στίχους, μόνο με τη μουσική:
- Από το πρωί το ακούω και την έχω λιώσει την κασέτα! Πρέπει να μου το ξαναστείλεις!
Έβγαλα τη μελωδία όπως πάντα: Έφτιαχνα τα πράγματα με τέτοιο τρόπο, σαν να έστρωνα ένα ωραίο τραπέζι, ώστε να κάτσει η Νικολακοπούλου και να… γράψει. Η ιδιαιτερότητα σ’ αυτό το τραγούδι ήταν ότι είχα πει στην Χαρούλα:
- Εδώ χρειάζεται να βάλεις την πινελιά της λαϊκής φινέτσας που έχεις. Όπως έχουμε έναν πίνακα ζωγραφικής και βάζουμε και λίγο κόκκινο στην άκρη...
- Τί εννοείς;
Στο φινάλε, άμα το προσέξεις, έχει ένα λαϊκό ποίκιλμα που είναι το χαρακτηριστικό της Αλεξίου.
ΝΑ ΖΗΣΩ Η ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ – Χάρις Αλεξίου
(1992, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου)
Εδώ από το ταγκό πάμε στο φλαμένκο!
Ν.Α.: Χα, χα! Το «Φλαμένκο» έχει μία πολύ περίεργη ιστορία. Δεν μου άρεσε να παίζω χορευτικά tempo σαν drummer. Μου άρεσε να παίζω τραγούδια πολυρυθμικά! Απέφευγα αυτό που κάνει τον άλλον να χορέψει. Έπαιζα λοιπόν στην κιθάρα ένα τραγούδι που πήγαινε κάπως έτσι… (σ.σ. κάνει τη μελωδία)
Το «El Porompompero»!
Ν.Α.: Ναι, έλεγα «αυτό είναι χορευτικό, αλλά μου αρέσει». Και όπως παίζω με την κιθάρα το τραγούδι, αρχίζω και τραγουδάω μια μελωδία. Πατάω το κασετόφωνο και λέω «εντάξει, ας το πάω στη Χαρούλα, που είναι πιο μέσα στα πράγματα, να μου πει τη γνώμη της». Είμαστε στον καναπέ, παίρνω εγώ την κιθάρα κι αρχίζω να λέω «λα-λα». Στην αρχή τρόμαξα. Ένιωσε έκπληξη που είχα γράψει τέτοιο τραγούδι. Η Χαρούλα και οι περισσότεροι καλλιτέχνες, με γνώριζαν σαν μουσικό, ειδικά από την δισκογραφία που συμμετείχα τότε, αλλά και σαν Rocker. Στην αρχή, βλέποντας την αντίδρασή της, λέω : «πω, πω, τι έκανα! Είναι χάλια!». Μετά όμως κατάλαβα... Η μελωδία ήταν εύκολη για τον κόσμο. Μου άρεσε τελικά και αυτός ο ρυθμός. Το τραγούδι έχει και μία τρίτη μελωδία («Θέλει ο έρωτας κι ο θάνατος ψυχή…»), μια γέφυρα στο τέλος, που ήταν πρωτόγνωρο τότε στα ελληνικά τραγούδια να βάζεις και τρίτο μέρος. Συνήθως έβαζαν instrumental το ρεφρέν. Και λέει «Φλέβα η ζωή που γρήγορα χτυπά» όπου σταματά ο ρυθμός και ξαναρχίζει πάλι με το ρεφρέν. Ήταν διαφορετικό, τελικά το χάρηκα, αλλά μου είχε φύγει η καρδιά!
Κιθάρα έπαιξε ο Αχιλλέας Περσίδης.
Ν.Α.: Ναι, ο Αχιλλέας. Στα φλαμένκο (κι όχι μόνο), είναι καταπληκτικός.
ΣΥΝΑΥΛΙΑ – Χάρις Αλεξίου
(1992, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου)
Ν.Α.: Πρέπει να ήμαστε με τα παιδιά στην περιοδεία στην Αγγλία και συνήθως στα καμαρίνια, έπαιρνα την κιθάρα του Γιάννη κι έπαιζα. Αυτό το σχήμα μπορεί να μην ήταν ακριβώς όπως κατέληξε να γίνει, αλλά το DNA ήταν αυτό. Δοκίμαζα τον ήχο της κιθάρας του Γιάννη και ασυναίσθητα έπαιζα, «πραμ-πραμ» (σ.σ.: μιμείται την εισαγωγή της «Συναυλίας»). Μου άρεσε αυτή η συγχορδία, αυτός ο κραδασμός που έβγαινε, όπου και βασίζεται η μελωδία του κουπλέ. «Δως μου ένα τσιγάρο…». Όταν έφτιαχνα μουσικές και άκουγα κασέτες με τις ιδέες που έγραφα, αναρωτιόμουν γιατί όταν πήγαινα να δοκιμάσω την κιθάρα μου, δοκίμαζα πάντα με αυτό το σχήμα. Σκεφτόμουν «γιατί μου έχει κολλήσει και συνέχεια παίζω αυτήν τη μουσική;». Θυμάμαι ήταν πρωί και σκέφτηκα... «γιατί δεν κάθομαι να το δουλέψω; Και να δούμε που θα βγει». Είναι ίσως το μόνο τραγούδι που βγήκε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Πηγαίνοντας προς το ρεφρέν και επειδή μου άρεσε πολύ ο μάγος David Bowie, ειδικά το πως κάρφωνε τις ψηλές νότες -κάτι πετάγματα αυθόρμητα- είχα το μυαλό μου εκεί και έτσι επηρεασμένος, μπήκα στη διαδικασία του ρεφρέν με αυτή τη σκέψη και βγήκε αυτό πού ακούμε σήμερα… πολύ… British! Σκεφτόμουν «που έχω μπλέξει» αλλά μου άρεσε. Πήγα κασέτα στη Χαρούλα -πάντα έτσι πήγαινα- και μου λέει:
- Σε παρακαλώ, δεν θέλω να μου ξαναφέρεις έτσι κασέτα. Δεν μπορώ να βάλω τη φωνή μου!
Γιατί τραγουδούσα τη μελωδία «λα-λα» και την έλεγα τόσο ωραία -γι’ αυτήν- που όταν πήγαινε να βάλει τη φωνή της, κάπως της φαινόταν… Το τραγούδι «Συναυλία» ήταν από τα τραγούδια που την γοήτευσαν από την πρώτη στιγμή. Μια φωτεινή στιγμή για μένα, το πάλκο, οι Socrates, ο David Bowie, ο Freddie Mercury, λίγο κιθάρα και drum, και μετά ήρθε η Νικολακοπούλου κι έγραψε ένα αριστούργημα. Θα σου πω ένα περιστατικό. Η Λίνα μου μίλησε κάποια στιγμή για τη μουσική, γιατί οι κεραίες της έπιαναν. Της λέω:
- Αυτό είναι βγαλμένο απ’ το πάλκο.
Εδώ δεν υπάρχει ωδείο. Είναι του πεζοδρομίου, «είναι πάλκο», είναι η ζωή μου! Όπως όταν κατεβάζω τη μπακέτα στη drums, περνάει από μπροστά μου όλη η ζωή μου μέσα σ’ ένα κατέβασμα, έτσι κι αυτή η μελωδία είμαι εγώ, στο πάλκο 100%. Και τα συνέδεσε όλα, πάλκο, συναυλία, Νίκος, Αγγλία και λοιπά: «Συναυλία». Αυτό το ‘χει πετύχει η Λίνα σε τρία τραγούδια. Δηλαδή από τη συζήτηση βγήκε το θέμα του τραγουδιού! Μέχρι και σήμερα νομίζω ότι η Χαρούλα το θεωρεί, ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια.
Χρειάστηκε να παρέμβετε στους στίχους; Να πείτε αυτό «δεν το θέλω έτσι», «δεν με εκφράζει» κ.λπ;
Ν.Α.: Όταν δουλεύω μ’ έναν συνεργάτη, είμαι σίγουρος για ποιο λόγο θέλω την συνεργασία του. Έχω συνεργαστεί με τους καλύτερους. Θεωρώ ότι αυτό που θα μου φέρει είναι αντάξιο των απαιτήσεων και των δύο μας και της αισθητικής που ξέρω ότι έχει ο άλλος. Μπορεί να κάνει ένα μήνα να δώσει το στίχο. Όταν όμως τον δώσει, θεωρώ ότι τον υπογράφει κι αυτό μου αρκεί. Ήμασταν και στο συγκρότημα έτσι. Όταν έλεγε ένας μια ιδέα, οι άλλοι με σεβασμό την άκουγαν. Κι ας μην ήμουν τόσο καλός κιθαρίστας σαν τον Σπάθα ή ο Σπάθας τόσο καλός drummer για να μου πει κάτι.
ΕΪ ΤΡΕΛΑΘΗΚΑ – Χάρις Αλεξίου
(1994, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος)
Ν.Α.: Είναι, τί να πω…. η στιγμή που ίσως να ήθελα όχι να φύγω από τη Χαρούλα, αλλά να κάνω κάτι που να μη θυμίζει την περίοδο του «Δι’ Ευχών». Ήταν η πρώτη μου συνεργασία με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και αναρωτιόμουν… «Τί θα γράψει τώρα ο Παπαδόπουλος; «Σάββατο κι απόβραδο»;… Όλος ο δίσκος είναι μία κρυμμένη μεταμόρφωση, όχι ανανέωση! Με όλα αυτά τα σχήματα που έχει το συγκεκριμένο τραγούδι και με τη ροκέ μελωδία του ρεφρέν αυτό διακρίνεται. Αυτό που μπορώ να θυμηθώ είναι ότι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος -του οποίου η φήμη προηγείται σε πολλά- μου είπε:
- Τώρα θα δεις πώς γράφουν οι ποιητές!
Σαν να μην το ‘χει γράψει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Ν.Α.: Ακριβώς αυτό! Το πήρες απ’ το στόμα μου! «Σαν παιδί που κλέβει ένα ποδήλατο» κι έλεγα «τι λέει; Αυτός είναι ο Παπαδόπουλος;». Προηγουμένως είχε γράψει ένα άλλο τραγούδι του δίσκου, το «Είσαι η Νύχτα με τα αινίγματα», που επίσης με είχε ενθουσιάσει. Έδειξε το μέγεθός του! Το «Έϊ Τρελάθηκα» γράφτηκε μετά.
Ήταν δική σας επιλογή να συνεργαστείτε με τον Παπαδόπουλο;
Ν.Α.: Όχι, ήταν της Χαρούλας. Ήταν ένα σημείο που η Λίνα σαν να ήθελε να ξεκουραστεί, αλλά και να αποστασιοποιηθεί από τη νέα συνθήκη. Εγώ με τη Χαρούλα είχαμε πάρει φόρα, κάναμε περιοδείες… Η Λίνα έκανε κι άλλα πράγματα, έκανε επιμέλεια σε προγράμματα μουσικών σκηνών.
ΔΙΘΕΣΙΟ – Άλκηστις Πρωτοψάλτη
(1997, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου)
Ν.Α.: «Διθέσιο»… Η συνέχεια του ταξιδιού μου. Το «Διθέσιο» ήρθε ουρανοκατέβατο! Έχει μια ιστορία, η οποία ξεκινά ως εξής: Μαστόρευα προσπαθώντας να κάνω πράγματα, τα οποία δεν έχω τολμήσει. Απωθημένο μου ήταν οι κλασικές ορχήστρες σε πιο extreme καταστάσεις, σαν να ήθελα να πάω μία βόλτα χωρίς να ξέρω που θα με βγάλει. Στον δίσκο «Σαν Ηφαίστειο Που Ξυπνά» σε τρία τραγούδια παίζει η Φιλαρμονική της Πράγας. Ένα απ’ αυτά είναι το «Διθέσιο». Δεν ήμουν σίγουρος γι’ αυτό που ήθελα να κάνω με την Ορχήστρα. Αμηχανία μεγάλη. Μπήκαμε με τη Λίνα στο αυτοκίνητο, βάζω το κασετόφωνο για ν᾽ ακούσουμε και σταματώ να μιλάω, ανοίγω το volume δυνατά και όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, μου λέει η Λίνα:
- Μην σταματήσεις, συνέχισε!
Και οδηγώντας πάλι μου λέει:
- Αυτό είναι!
- Αυτό τι;
- Θα το δοκιμάσουμε με την Πρωτοψάλτη!
Απ’ την άλλη δεν ήμουνα πολύ ζεστός για την Άλκηστη, που τη θαύμαζα, αλλά δεν τη γνώριζα προσωπικά και ερχόταν και αυτή με μία μεγάλη καριέρα. Η Λίνα επέμενε. Ήτανε επίσης δύσκολο να απεγκλωβιστώ και από την Αλεξίου. Η Νικολακοπούλου επέμενε και σε μία συνάντηση μου λέει:
- Νίκο, εγώ συνεργάζομαι χρόνια -και πάρα πολύ καλά- με την Άλκηστη και τώρα θέλει να κάνει κάτι άλλο.
- Εντάξει.
Και αποφασίζουμε να μπούμε σ’ ένα στούντιο, να κάνουμε πρόβες-δοκιμές, για να δούμε πως πάει η μεταξύ μας χημεία. Η χημεία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, εγώ να μπορώ να εκφραστώ ελεύθερα, να εκφραστεί κι ο άλλος ελεύθερα. Η Άλκηστις είναι κατ’ αρχάς Rock, είναι Rock και σαν ηχόχρωμα και σαν διάθεση. Την κοιτάς και εκπέμπει ζωή. Δεν έχει, ας πούμε, μινόρε επάνω της. Η Χαρούλα το πιο χαρούμενο τραγούδι να σου πει, θα το ακούσεις λυπητερό. Η Άλκηστις είναι ακριβώς το αντίθετο. Πάμε στο Studio Sierra όπου κάναμε πρόβες. Η Άλκηστις ήταν από τις τραγουδίστριες που δεν μπορούσαν να τραγουδήσουνε με ένα λα-λα λα. Ήθελε στίχο. Δεν κοίταζε εμένα, κοίταζε τη Λίνα και της έλεγε:
- Εγώ τώρα τί θα λέω;
- Αυτό που ακούς!
- Ακούω, αλλά τί θα λέω;
Ο ερμηνευτής θέλει να καταλάβει τι πρέπει να πει. Δίνει κάτι με τον τρόπο που εκφέρει τις λέξεις, στις χειρονομίες του ακόμα και στο βάδισμά του. Έχει και μπορεί μ’ έναν κώδικα μυστικό, να μεταφέρει συναίσθημα ή να δημιουργήσει συναίσθημα. Και εγώ να βλέπω την Πρωτοψάλτη με αγωνία να λέει:
- Ναι, αλλά τί θα πω; Πρέπει να πω κάτι!
Η καινοτομία που υπάρχει στη συνεργασία με την Άλκηστη είναι ότι έχει ηχογραφηθεί σχεδόν όλη η μουσική και λίγο πριν τις μίξεις, γράφτηκαν οι στίχοι. Αν δεις, στο YouTube υπάρχει το τραγούδι «Τριανταφυλλιά Του Κόσμου», όπου είναι η Άλκηστις και η Φιλαρμονική της Πράγας που παίζει. Το βίντεο αυτό δείχνει όλη την ηχογράφηση που έχουμε κάνει στην Πράγα.
Κι όταν είδατε τον στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου, τι σκεφτήκατε;
Ν.Α.: Στο «Διθέσιο» ο στίχος είχε μία μοντέρνα ροκιά, να το πω κι έτσι, ένα θέμα επίκαιρο εκείνη την εποχή. Ήτανε το 1996, η εποχή με τους καταλύτες, την αλλαγή των αυτοκινήτων και τη μυρωδιά που άφηναν -που αποτύπωσε μ’ έναν αριστοτεχνικό τρόπο η Νικολακοπούλου εκείνη την περίοδο. Δεν ξέρω αν το θυμάσαι χρονικά, είναι η εποχή που έπρεπε ν´ αποσυρθούν τα αυτοκίνητα που μόλυναν την ατμόσφαιρα, με το σύννεφο πάνω από την Αττική, με τους καταλύτες να εισβάλλουν στη ζωή μας, με τα αυτοκίνητα της νέας τεχνολογίας που όλοι ήθελαν. Αυτά όλα, τα έβαλε η στιχουργός με μαγικό τρόπο σαν όνειρο που είναι δεμένο με τη ζωή μας και το τραγούδι ξεχώρισε. Έτσι, όταν ένα τραγούδι βγει στο φως τίποτε δεν μπορεί να του αντισταθεί.
ΛΑΒΑ – Άλκηστις Πρωτοψάλτη
(1997, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου)
Ν.Α.: Να σου πω κάτι; Εγώ πίστευα και πιστεύω ότι το τραγούδι αυτό είναι μία μοναδική στιγμή διότι είναι περίπου 5 λεπτά και όλοι είχαν ενδοιασμό ότι δεν μπορεί ένα τραγούδι να κρατάει τόσο πολύ, γιατί δεν θα παιχτεί στο ραδιόφωνο κι έχει και τέσσερα μουσικά θέματα διαφορετικά. Εγώ επέμενα βέβαια, και το θεωρώ σήμερα ένα από τα «διαμάντια». Όταν τέλειωσα το τραγούδι, η Λίνα ήταν εκστασιασμένη. Μάλιστα, κάποια στιγμή μου λέει:
- Άλλο ένα τέτοιο να ‘χω και δεν θέλω τίποτε άλλο! Βγάλε αυτόν τον διάολο από μέσα σου!
Το θεωρούσε πολύ… ευρωβαλκανικό, ξεσηκωτικό. Όταν έγραψε τον στίχο -είμαι ειλικρινής- σε κάποια σημεία δεν καταλάβαινα τι εννοεί. Πάμε σ’ ένα ταβερνάκι ένα βράδυ και τη ρωτάω:
- Λίνα, εξήγησέ μου, γιατί σε κάποιο σημείο λες «πες μου αν έμεινε κανείς για μας τα πετεινά»;
Μιλάμε εγώ.... ενθουσιασμένος τότε με το τραγούδι! Αν μπορούσα να έχω ένα δίσκο μόνο με τη «Λάβα» δέκα φορές, θα το έκανα! Και τί μου λέει;
- Νίκο κοίτα να δεις, αυτό το έγραψα γιατί αισθάνομαι ότι έφυγε ο Χατζιδάκις και μείναμε μόνοι μας, ορφανέψαμε.
Η λέξη «πετεινά», ξέρεις, την χρησιμοποιούσαν οι παλιοί που λέγανε: «Έλα μωρέ εμείς τα πετεινά…», δηλαδή ο «λαός» που στην όψη του έβλεπες την περιπέτεια της ζωής του. Μια επισήμανση που έκανε η Λίνα ήταν για τα κρουστά που έβαλα όταν ξεκινάει το τραγούδι. Λέει:
- Μ’ έχεις διαλύσει μ’ αυτό!
- Γιατί;
- Είναι σαν να βλέπω χιλιάδες ψαράδες να τινάζουν τα δίχτυα!
Αυτόν τον ήχο των κρουστών για να τον παράξω έπαιζα με το πίσω μέρος κάποιων εγχόρδων, κάτι από βιολιά και κιθάρες, το σώμα κιθάρας δηλαδή, χτύπαγα με διάφορα αντικείμενα αλλά και με μπαγκέτες. Δεν ήταν μόνο από τα drums. Έγραφα, έσβηνα, ξανάγραφα, μέχρι που βγήκε ένας ενιαίος ήχος. Αυτή είναι η μουσική! Κι εκεί που μου λέει η Λίνα για τα δίχτυα των ψαράδων, με μπέρδεψε γιατί σκέφτηκα «έχει γούστο ν’ αρχίσει να γράφει κάτι τέτοιο». Μέχρι που έφερε τον στίχο «Λάβα…».
Και η οπτικοποίηση του τραγουδιού στο βίντεο ήταν ωραία.
Ν.Α.: Αυτή είναι άλλη μεγάλη ιστορία! Γυρισμένο στη Σαντορίνη, στο ηφαίστειο, η Άλκηστη δεν ήθελε ούτε σωσία ούτε κασκαντέρ, τίποτε! Ανέβαινε, κατέβαινε, πήρε φωτιά το φόρεμά της… Ιστορίες γι’ αγρίους! Αλλά ήμασταν τόσο δεμένοι, τόσο ενωμένοι! Αποδεχόντουσαν την παραξενιά μου στο να προσπαθώ να εναρμονίσω πράγματα που δεν έχουν σχέση.... όλοι είμαστε λίγο πολύ παράξενοι. Εγώ ένιωθα πολύ αγχωμένος γιατί είχα να αναμετρηθώ μ’ ένα «Δι’ Ευχών», που ήταν πριν 5 χρόνια, και -θα το πω λαϊκά- όλοι με περίμεναν... στη γωνία. Οπότε πήρα μια απόφαση να αλλάξω κατεύθυνση. Είναι ωραίο συναίσθημα το να αλλάζεις, π.χ. να αλλάζεις μυαλά για να μην τα χάσεις. Έβγαλα απ’ το μυαλό μου τον ήχο του «Δι’ Ευχών», ήχοι σηκώθηκαν, έγχορδα, κρουστά, κιθάρες ακουστικές και βασίστηκα σε αυτά. Πιο ολοκληρωμένες μελωδίες, όπως το τραγούδι «Αιγαίο» που είναι ένα αριστούργημα. Άλλαξε εντελώς ο ήχος που είχα πριν από 5 χρόνια. Κατάλαβες; Οπότε έβαλα ένα στοίχημα με τον εαυτό μου, το οποίο μου δημιούργησε ένα ψυχιατρικό πρόβλημα που δεν μπορούσα να ξεπεράσω με τίποτα. Μέχρι να τελειώσει. Όλοι μου λέγανε «τέλειωσε, μια χαρά είναι» εγώ όμως καθόμουνα μέρα-νύχτα ακόμα και μετά τις μίξεις, ξαναπήγα κάποια στιγμή στο στούντιο για να κάνω κάποιες αλλαγές της τελευταίας στιγμής. Ξέρεις, οι δημιουργοί έχουμε δαίμονες μέσα στο κεφάλι μας και καμιά φορά προσπαθούμε να εξοικειωθούμε με κάτι που μας φαίνεται εχθρικό, αλλά αυτό το κάτι δεν έχει τη συνείδηση της εχθρότητας, γι’ αυτό πολλές φορές ξεκινάς κάτι κι έχεις τον φόβο ότι δεν θα τα καταφέρεις.
Επιζητούσατε την τελειότητα.
Ν.Α.: Αυτό εννοώ ότι μου είχε δημιουργήσει ψυχιατρικό θέμα. Λέω, αφού πήρες την ευθύνη να κάνεις κάτι διαφορετικό και να μην πας σε κάτι πιο οικείο κάτι πιο γνώριμο σε σένα, φοβούμενος ή την τεμπελιά σου ή την ανικανότητά σου, κάνε λοιπόν το καλύτερό σου και μάλιστα γρήγορα, πριν γυρίσουν όλες οι μουσικές πίσω στο σκοτάδι και το μετανιώσεις!
Η ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΙΕΣΣΑΙ – Έλλη Πασπαλά
(1998, στίχοι: Άρης Δαβαράκης)
Ν.Α.: Είχα ενθουσιαστεί από τον Δαβαράκη από το «Έι», όπου συνεργαστήκαμε σε 2 τραγούδια και έγραψε όντως κάτι διαφορετικό. Ετοίμαζα τότε έναν ορχηστρικό δίσκο («Θεατής») και αποφασίζω να συμπεριλάβω 2-3 τραγούδια. Ένα απ’ αυτά ήτανε η «Ρίζα Του Ιεσσαί». Πάω στον Άρη και του λέω:
- Άρη, θα σου δώσω αυτή τη μουσική και θα εξαφανιστώ. Ούτε θα μιλάμε στο τηλέφωνο.
Γιατί από την προηγούμενη συνεργασία μας, είχαμε κάθε μέρα «σου στέλνω εκείνο», «αυτό δεν το κατάλαβα» κι εγώ δεν έχω επέμβει ποτέ σε στίχους επάνω. Και γι’ αυτή τη μελωδία, που είναι απλή και τετράγωνη, ένιωθα κάτι, το οποίο ήθελα να το πάρει ένας άνθρωπος του βεληνεκούς του Άρη και να το πάει με τον λόγο του όπου θέλει. Μου λέει ο Άρης:
- Τί εννοείς να μην σε πάρω τηλέφωνο;
- Όχι ότι θα τσακωθούμε, αλλά δεν θέλω να έχεις τη λογική συνεργασίας που είχαμε στο «Έι». Αν μπορείς να ταξιδέψεις μ’ αυτό, αν ακουμπήσει η ψυχή σου επάνω σε μια τέτοια μελωδία, με το ηχόχρωμα αυτό, το θέλω.
- Μ’ αρέσει!
Μπαίνω εγώ, το ηχογραφώ και του στέλνω τη μουσική. Η Έλλη, με την οποία ήμασταν φίλοι, δεν φοβότανε αλλά είχε μία ανασφάλεια επειδή προερχόταν από τον Χατζιδάκι και ήταν λίγο Αμερικάνα στη νοοτροπία, λόγω του ότι έζησε εκεί πολλά χρόνια. Κάθε λίγο και λιγάκι με ρωτούσε: «Σου έστειλε κάτι ο Άρης;», «Και τί θα γράψεις εδώ;» και το ένα και το άλλο. Ένα πρωί, χτυπάει το τηλέφωνο, ήταν ο Άρης και μου λέει:
- Πού είσαι να βρεθούμε;
Δεν τον ρώτησα αν έγραψε αλλά λέω ότι αφού με πήρε τηλέφωνο κάτι θα ‘χει γράψει. Βρισκόμαστε στο Κολωνάκι, μου δίνει το χαρτί και με κοίταζε στα μάτια. Εγώ είμαι πολύ… flat, δηλαδή αυτό που λέμε... «ξενέρωτος»! Όσοι με ξέρουνε, ξέρουν ότι είμαι βαρετός και flat! Οι ακραίες μου πλευρές βγαίνουν στο στούντιο. Του λέω:
- Τί σημαίνει η «Ρίζα Του Ιεσσαί»;
Και μου λέει:
- Αυτό έχεις να μου πεις; (γέλια)
- Καλά, άσ’το να το ψάξω μόνος μου!
Μου εξιστορεί τι είναι η ρίζα του Ιεσσαί. Η ρίζα του Ιεσσαί είναι μια εικονογραφική εκδοχή του γενεαλογικού δένδρου της ανθρώπινης καταγωγής του Χριστού. Δεν γνώριζα τι σημαίνει. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω και του λέω:
- Φεύγω, πάω στο στούντιο να το τραγουδήσω και θα σε πάρω τηλέφωνο.
Συγκινήθηκε γιατί έβλεπε ότι αδημονούσα να πάω στο στούντιο, να βάλω αυτές τις λέξεις πάνω στις νότες και να το τραγουδήσω. Εγώ ήθελα ν’ ακούσω τις λέξεις πώς ηχούν πάνω στη μελωδία και συγχρόνως να καταλάβω τι λέει. Δεν περιορίζω την ελευθερία μου, αυτός είναι άλλωστε και ο ρόλος του καλλιτέχνη. Πάω στο στούντιο, παίρνω την Έλλη τηλέφωνο πριν πάρω τον Δαβαράκη και της λέω:
- Έλλη, κατέβα στο στούντιο!
Ήρθε και ο Άρης μετά, και του λέω:
- Ένα θα σου πω. Δεν μου καίγεται καρφί τι θα πουν. Αυτό είναι ένα μικρό αριστούργημα! Δεν μ’ ενδιαφέρει τί θα πουν.
Ήρθε και η Έλλη μετά και κάναμε τα φωνητικά, όλα την ίδια μέρα. Είναι θρήσκος ο Άρης και έδειχνε την αγωνία του. Δεν είναι ότι δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό που έχει γράψει. Ήταν σίγουρος ότι είχε γράψει έναν ύμνο.
Ο Ιεσσαί ήταν ο πατέρας του Δαβίδ.
Ν.Α.: Ναι, εγώ δεν το ήξερα. Δεν πάω στην εκκλησία για να δω ότι στο κάτω μέρος του σταυρού γράφει «ρίζα του Ιεσσαί». Αν πας στην εκκλησία και προσέξεις τον σταυρό της Σταύρωσης, στα πόδια του κάτω το γράφει: «ρίζα του Ιεσσαί».
Η επιλογή της Πασπαλά πώς έγινε;
Ν.Α.: Για περίπου 2-3 χρόνια ήμουν μουσικός του Μάνου Χατζιδάκι. Την Έλλη την γνώρισα εκεί, είχαμε μία ωραία φιλική σχέση και αλληλοεκτίμηση ο ένας για τον άλλο. Την πίστευα πολύ σαν καλλιτέχνιδα. Μου άρεσε η καθαρότητα της φωνής της, η δροσιά που είχε, την πήρα τηλέφωνο και της είπα να μου κάνει την τιμή να τραγουδήσει στο δίσκο μου. Χαρήκαμε και οι δυο πάρα πολύ. Αργότερα συζητήσαμε με την Έλλη και για έναν ολοκληρωμένο δίσκο αλλά δεν προέκυψε.
ΝΑΙ ΘΑ ΠΩ – Μελίνα Ασλανίδου
(2001, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου)
Ν.Α.: Αυτή είναι μια ωραία ιστορία! Αποφασίζουμε να κάνουμε έναν πολυσυλλεκτικό δίσκο, το «Οπωσδήποτε Παράθυρο» με τον Γιάννη [Σπάθα]:
- Γιάννη, να μιλήσουμε στη Λίνα και να γράψουμε από 5 τραγούδια;
Είχε προηγηθεί η συνεργασία των τριών σε μια μουσικοθεατρική παράσταση. Μπήκαμε στη διαδικασία επιλογής των ερμηνευτών. Εγώ ήμουν γοητευμένος με τη φωνή της Βιτάλη, η οποία ερμηνεύει μέσα στο δίσκο δύο τραγούδια μου («Αϊ Γιάννης» και «Πυρόσβεση»). Και είναι και το «Ναι Θα Πω», του οποίου ψιθυρίζω τη μελωδία μες στο στούντιο στη Λίνα και μού απαντά:
- Αυτό πρέπει οπωσδήποτε να το κάνουμε!
Έχει αντίληψη η Λίνα, είναι πολύ πιο μέσα από μας. Της λέω:
- Ερμηνευτή, ποιόν;
- Τον Μανώλη Λιδάκη.
- Εξαιρετική ιδέα!
- Θα καλέσουμε τον Μανώλη να έρθει στο στούντιο.
Την ίδια μέρα που είμαστε στο στούντιο και περιμένουμε να έρθει ο Λιδάκης, περνάει ο Δημήτρης Μητροπάνος. Το ένα τραγούδι, την «Πυρόσβεση», που τραγούδησε η Ελένη [Βιτάλη], ήθελα να το δοκιμάσουμε και με τον Μητροπάνο γιατί έχει κάτι «αντρίκιο» αυτό το τραγούδι. Έρχεται ο Μητροπάνος κι έρχεται και ο Μανώλης. Μπαίνω εγώ μέσα στο στούντιο με τον Μητροπάνο να δοκιμάσει το τραγούδι και ο Λιδάκης είναι στο control με τη Λίνα. Φεύγει ο Δημήτρης και μπαίνοντας εγώ μέσα στο control ακούω να λέει ο Μανώλης:
- Ναι αλλά εγώ θέλω κάτι να γραφτεί για μένα. Δεν θέλω να είναι κάτι έτοιμο. Θέλω κάτι το οποίο να σκεφτείς εσύ με τον Νίκο και να το γράψετε πάνω μου.
Του Μανώλη τού άρεσε ένα τραγούδι που είχα γράψει με την Αλεξίου, τα «Πέδιλα», και λέει:
- Θέλω ένα τέτοιο τραγούδι!
Εγώ τώρα, από τη μια έχω τον νου μου στον Μητροπάνο και τη Βιτάλη και τι θα κάνω, αλλά δεν έχω καταλάβει ακριβώς τι έχει συμβεί και λέει η Λίνα:
- Λοιπόν, Νίκο, ο Μανώλης δεν θα το πει το τραγούδι! (σ.σ.: το «Ναι Θα Πω»)
Γυρίζει ο Λιδάκης:
- Δεν είπα αυτό!
Ξέρεις, οι τραγουδιστές τις περισσότερες φορές δεν ξέρουν τι θέλουν. Πολλές φορές παίρνουν κάτι -όχι όλοι- όχι επειδή τους αρέσει αλλά για να μην το πάρει κάποιος άλλος. Κατάλαβες; Ξαφνικά φεύγουν όλοι, μένουμε μόνοι με τη Λίνα και της λέω:
- Λίνα, τέρμα. Θα ψάξουμε να βρούμε ένα νέο παιδί γιατί η Ελένη θα πει τα δύο τραγούδια…
Και πάνω στη συζήτηση έρχεται ένας μουσικός και μας μιλάει για… Πώς το λέγανε εκείνο το συγκρότημα που ήταν η Ασλανίδου;
Οι Απέναντι.
Ν.Α.: Α, ναι! Και μας έλεγε:
- Ρε παιδιά, μας έχουνε φάει μ’ αυτό το τραγούδι της Πόλυς Πάνου που ξέθαψαν, το «Τι Σου ’Κανα Και Πίνεις».
Και βάζουμε και το ακούμε. Της λέω της Λίνας:
- Λίνα, άκου μια ωραία δροσερή φωνή.
Το τραγούδι το ήξερα, δεν ήξερα όμως ότι ήταν μια μικρή κοπέλα και για να είμαι ειλικρινής, δεν της είχα δώσει και σημασία γιατί ήμουνα στον οίστρο του δίσκου που κάναμε 4-5μήνες για να τον ηχογραφήσουμε. Και με πιάνει τρέλα, παίρνω τηλέφωνο, δεν θυμάμαι σε ποια εταιρεία και λέω «θέλω να βρούμε αυτήν την κοπέλα, άμα μπορεί να έρθει στο στούντιο μία απ’ αυτές τις ημέρες…». Την ίδια μέρα, με παίρνει τηλέφωνο ο manager της και ήρθε η κοπέλα σαστισμένη -σου λέει «ωχ, που με στείλανε». Μπαίνουμε μέσα στο στούντιο, τραγουδάει το demo κι αυτό που ακούει σήμερα ο κόσμος είναι το... demo! Μάλιστα η ορχήστρα δεν είχε ολοκληρωθεί, γιατί έβαλα μετά λίγο μπουζουκάκι. Ο δε Μανώλης τραγούδησε ένα αργό χασάπικο, σε μουσική του Γιάννη (σ.σ. το «Σήμερα Δεν Ήθελα Πολλά»).
Όλα αυτά τα τραγούδια, όλες αυτές οι μεγάλες επιτυχίες, έχουν έναν κοινό παρονομαστή: τις γυναικείες φωνές. Αυτό είναι συμπτωματικό;
Ν.Α.: Συγκυριακό και απωθημένο. Την εποχή που δραστηριοποιήθηκα, παγκόσμια στην επικαιρότητα ήταν πιο πολύ οι γυναικείες φωνές. Ερχόμενος από την Αγγλία στην Ελλάδα, έχει πρωτοεμφανιστεί η Madonna, Debbie Harry και άλλες. Επίσης στην εφηβεία μου άκουγα τη Γιώτα Λύδια, την Τζένη Βάνου, δύο μεγάλες φωνές που δεν ήμουν τυχερός να γράψω γι’ αυτές. Όλο αυτό το απωθημένο, όλη αυτή η ένταση η εσωτερική, βγήκε πιο πολύ σ’ αυτές τις δύο περσόνες: τη Χαρούλα Αλεξίου και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Με τη Γιώτα Λύδια ήμουν γοητευμένος. Έπαιζα μουσική και άκουγα τη φωνή της! Τότε, Κωνσταντίνε, η τραγουδίστρια και ο τραγουδιστής έβγαινε χωρίς πολλά φώτα στο πάλκο αλλά όταν άρχιζε το τραγούδι μεταμορφωνόταν μπροστά σου, στα δύο μέτρα. Τώρα το πως συνδεόταν η Γιώτα Λύδια με τους Led Zeppelin και τον Hendrix και η Τζένη Βάνου με την Janis Joplin και τους Queen μες το κεφάλι μου..., είναι ένα θέμα! Θα σου πω κάτι σημαντικό και τελειώνω. Έχω καταλάβει πὠς γράφει ένας δημιουργός, πὠς διαλέγει ποιος θα τον τραγουδήσει και πὠς επικοινωνεί με συναδέλφους δηλ. εξαρτάται πὠς μεγάλωσε, που μεγάλωσε, ποιο ήταν το περιβάλλον του, τι έχει διαβάσει, από που κατάγεται και ποιες είναι οι παρέες του. Ο Άκης Πάνου σε μία συνέντευξη λέει για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: «ωραία στιχουργός, έχει γράψει όμως ένα τραγούδι «Μείνε μαζί μου και μη μ’ αγαπήσεις... Όχι, όχι, μη με παρατάς»… Εγώ δεν συμφωνώ μαζί της! Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω μ’ έναν άνθρωπο που να μη με αγαπάει. Πώς γράφει αυτή «όχι, όχι, μη με παρατάς»; Πολλά δεν ήταν ανεκτά από αυτόν. Είναι διαστροφή ή δεν είναι; Σαφώς λοιπόν στα τραγούδια δεν παίζει ρόλο μόνο η σωστή χρησιμοποίηση των λέξεων και των μουσικών σχημάτων αλλά και ο μαγικός τρόπος που τα συνθέτει κανείς ώστε να επικοινωνεί.
Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας και γι’ αυτή την υπέροχη συνέντευξη!
Ν.Α.: Κι εγώ χάρηκα Κωνσταντίνε και σ’ ευχαριστώ πολύ!
Κωνσταντίνος Παυλικιάνης
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο