Ένα ταξίδι από την Αργεντινή στην Ελλάδα με όχημα τα τραγούδια των Apurimac!
Καλώς ήρθατε στον κόσμο των Apurimac! Έναν κόσμο χωρίς σύνορα και που μ' έναν φανταστικό τρόπο, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής συνορεύουν με την Ελλάδα. Ανάμεσα δεν υπάρχουν βουνά ή θάλασσες, παρά μόνο τραγούδια. Κι οι ιστορίες τους μας ταξιδεύουν σ' αυτόν τον υπέροχο κόσμο με ξεναγούς τον συνθέτη και μουσικό Daniel Armando και τη στιχουργό Δέσποινα Φορτσερά, τους οποίους και ευχαριστώ θερμά!
Daniel Armando: Είμαι από την Κόρδοβα, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αργεντινής, η οποία βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της χώρας. Για να ‘χεις μια ιδέα, η θάλασσα από την πόλη μου είναι περίπου στα 1.200 χλμ! Οπότε εγώ είδα θάλασσα πρώτη φορά στα 20 μου. Σπούδασα αρχιτεκτονική για κάποια χρόνια και τα παράτησα. Είχαμε δικτατορία στην Αργεντινή, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, πολύ άσχημα, και κάποια στιγμή αναγκάστηκα να φύγω. Μαζί με άλλους τρεις φίλους κρεμάσαμε τσάντες στον ώμο, πήραμε και μία κιθάρα -που είχαμε μία για όλους- και φύγαμε με ωτοστόπ προς την Ουρουγουάη. Από κει ξεκινήσαμε και κάναμε επί δύο χρόνια, με ωτοστόπ, όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Δύο χρόνια ταξίδι… Κοιμηθήκαμε σε όποια παραλία υπάρχει, σε βενζινάδικα, σε γκαράζ, σε σχολεία, οπουδήποτε, και κάποια στιγμή περάσαμε στην Ευρώπη. Φτιάξαμε ένα μικρό συγκροτηματάκι, το οποίο λεγόταν τότε «Οι φωνές της Γης», και ταξιδέψαμε στην Ιταλία, Ελβετία, Αυστρία, Ολλανδία και φτάσαμε κάποια στιγμή στην Ελλάδα. Εδώ στην Ελλάδα τα χαλάσαμε, χωρίσαμε, ο ένας πήγε Ισπανία, ο άλλος έφυγε για Γαλλία, άλλος Γερμανία, κι εγώ έμεινα στην Ελλάδα. Γνώρισα κάποια παιδιά εδώ, που είχανε τρέλα με την ινδιάνικη μουσική. Και αφού χώρισα με το άλλο συγκρότημα, μου είπανε αυτοί «έλα να κάτσουμε να παίξουμε μαζί». Καθόμασταν κάθε μέρα και παίζαμε. Τους έδειχνα μερικά πράγματα, γιατί αυτοί μόνο από δίσκους ακούγανε και προσπαθούσανε. Είχανε κάποια όργανα ινδιάνικα, που είχανε βρει στη Γαλλία -γιατί στην Ελλάδα δεν υπήρχαν- κι εγώ μπορούσα να τους δείξω πιο συγκεκριμένα πώς παίζονται αυτά τα πράγματα. Και μία μέρα, εκεί που καθόμασταν, έρχεται ένας απ’ αυτούς και λέει:
- Έκλεισα την πρώτη συναυλία μας!
- Ποια συναυλία;
- Την πρώτη συναυλία!
- Δηλαδή;
- Θα πάμε να παίξουμε σ’ ένα φεστιβάλ νεολαίας του ΠΑΣΟΚ.
- Συγνώμη, δεν έχουμε συγκρότημα. Τί συναυλία…
- Ωραία! Από σήμερα έχουμε συγκρότημα!
Κι ήταν ένας φίλος εκεί, ο Γιάννης Λούτσιος, ο οποίος τότε είχε εκπομπή στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ και έπαιζε Latin μουσική. Ήταν η μοναδική Latin εκπομπή που υπήρχε στην Ελλάδα το 1983. Ήτανε μπροστά. Και λέω για πλάκα:
- Ο.Κ., να φτιάξουμε συγκρότημα. Και πώς θα λεγόμαστε ας πούμε;
Και πετάγεται αυτός και λέει:
- Apurimac!
- Τι σημαίνει Apurimac;
- Apurimac είναι ο θεός του λόγου. Είναι ο θεός που κατέβηκε, κατά τους Ίνκας, και έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να μιλάει και να συνεννοείται.
Μας άρεσε, μετά από μία εβδομάδα κάναμε την πρώτη συναυλία, κι από κει ξεκίνησαν οι Apurimac. Εγώ πιστεύω ότι το πιο σημαντικό πράγμα που έχουμε κάνει όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι τα τραγούδια, είναι οι συνεργασίες. Είναι ότι μπορούμε αυτή τη στιγμή να μιλήσουμε με οποιονδήποτε καλλιτέχνη στην Ελλάδα, να ζητήσουμε ή να ρωτήσουμε κάτι, και να μας λένε «ναι». Και να λένε ότι μας εκτιμούνε, μας αγαπάνε, και για μένα αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος που έχουμε.
Δέσποινα Φορτσερά: Εγώ τον Daniel τον γνώρισα σ’ ένα φεστιβάλ της ΚΝΕ, όταν ήμουν φοιτήτρια Φιλοσοφικής στο Πανεπιστήμιο και οργανωμένη κιόλας στην ΚΝΕ. Σε μία σκηνή θα παίζανε οι Apurimac κι ήταν ο Daniel με τα παιδιά και κάνανε πρόβα και… ψιλοκοιταζόμασταν. Σ’ ένα διάλλειμα, ο Κωστής με τον Γιώργο παίζανε τάβλι μέχρι να ξεκινήσουνε πάλι την πρόβα, κι επειδή εγώ είμαι φανατική με το τάβλι, πήγα και ζήτησα το τάβλι για να παίξουμε με την παρέα μου και μείναμε αργότερα και στη συναυλία. Για καλή θεωρώ τύχη, σ’ αυτό το φεστιβάλ θα παίζανε και οι Wailers, το συγκρότημα του Bob Marley. Εγώ, όμως, ήθελα να δω τη συναυλία των παιδιών γιατί μ’ άρεσε αυτή η μουσική και για έναν λόγο παραπάνω, γιατί είδα και κάποιον πάνω στη σκηνή που μου άρεσε (γέλια)! Η παρέα μου έλεγε «πάμε, ξεκινάνε οι Wailers», ενώ εγώ είχα στηθεί μπροστά στη σκηνή όπου έπαιζαν τα παιδιά και κοίταζα τον Daniel που έπαιζε κένες (σ.σ. φλάουτα των Άνδεων) και σαμπόνιες (σ.σ. αυλοί του Πανός). Οι φίλοι βαρέθηκαν κάποια στιγμή να με περιμένουν και μου λένε «εμείς φεύγουμε» και όντως, λίγο πριν τελειώσουν οι Apurimac, ανηφορίζω κι εγώ για να πάω στην κεντρική σκηνή να δω τους Wailers. Κι όπως κάνω πίσω έτσι, βλέπω τον Daniel που ανεβαίνει κι εκείνος τρέχοντας! Είχανε τελειώσει κι έτρεχε να προλάβει να δει τη συναυλία. Κάπως έτσι γνωριστήκαμε!
D.A.: Να διορθώσω… Δεν είχαμε τελειώσει. Είχα πει στα παιδιά ότι σ’ όποιο σημείο και να βρισκόμαστε, μόλις ακούσουμε την πρώτη νότα από τους Wailers, θα μετρήσω μέχρι το 4 και θα σταματήσουμε. Οπότε, με το που άκουσα την πρώτη νότα ότι ξεκινάνε οι Wailers, κι ενώ ήμασταν στη μέση ενός τραγουδιού, λέω «Uno, dos, tres, quatro» και σταματήσαμε. Χειροκρότημα, γεια σας και φσσσς… έφυγα!
Και η ενασχόλησή σου Δέσποινα με τους στίχους;
Δ.Φ.: Είχα το… «σκουλήκι» από μικρή και έγραφα, αλλά ποτέ δεν ονειρεύτηκα να δημοσιεύσω κάτι. Ήτανε περισσότερο παρότρυνση του Daniel, αρέσανε κάποια απ’ τα στιχάκια μου στα παιδιά, κι έτσι ξεκίνησε η συνεργασία.
Να υποθέσω, λοιπόν, ότι πρώτα τους έδινες στίχους και μετά γράφανε τη μουσική;
Δ.Φ.: Σε κάποιες περιπτώσεις, μου δώσανε και μουσική. Συμβαίναν και οι δύο περιπτώσεις.
Πριν μου διηγηθείτε τις ιστορίες των τραγουδιών που γράψατε, θα ήθελα να μου πείτε για ένα τραγούδι που… δεν γράψατε εσείς!
ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ – Χάρης Κατσιμίχας, Apurimac
(1997, μουσική-στίχοι: Χάρης Κατσιμίχας)
D.A.: Αυτό έχει μία πολύ ωραία ιστορία. Δεν είναι μόνο το «Λουλούδι Του Δάσους», είναι όλος ο δίσκος «Μάνα Γη», όπου είναι μέσα και το «Λουλούδι Του Δάσους». Έναν χειμώνα παίζαμε σ’ ένα μαγαζί στην Ηλιούπολη. Το πρόγραμμα σ’ αυτό το μαγαζί ήτανε Βασίλης Καζούλλης, Γιάννης Γιοκαρίνης, Αναστασία Μουτσάτσου, Χρήστος Γιαννόπουλος, Apurimac. Εμείς βγαίναμε στο τέλος και κάναμε τα Latin και μετά από μας, αργά, βγαίνανε και κάτι ρεμπέτες -τις καλές εποχές που τα μαγαζιά μένανε ανοιχτά μέχρι τις 4 το πρωί. Εκεί γνωρίζουμε τον Βασίλη Καζούλλη και κάθε μέρα ήμασταν μαζί. Οι Κατσιμιχαίοι, οι οποίοι είχανε έρθει από Γερμανία και στη Γερμανία ακούγανε ινδιάνικη-λατινοαμερικάνικη μουσική, μάθανε ότι σ’ αυτό το μαγαζί παίζει ένα συγκρότημα τέτοια μουσική. Οπότε σχεδόν κάθε βράδυ έρχονταν στο μαγαζί. Τι γινόταν όμως: Έρχονταν κατά τις 12-12:30, την ώρα που βγαίναμε εμείς γιατί ήθελαν ν’ ακούσουν τα Latin. Μεγάλη τιμή για μας αυτό. Εν τω μεταξύ, με τον Καζούλλη γίναμε φίλοι και μια μέρα μάς λέει ο Καζούλλης:
- Ετοιμάζω δίσκο, το «Κάτι Να Γυαλίζει» (σ.σ. 1992), και θέλω να βάλω κάποια τέτοια όργανα μέσα στον δίσκο.
Οπότε πήγαμε και γράψαμε κάποια όργανα ινδιάνικα, ας πούμε στο «Αν Ήσουν Άγγελος» έχει μια φλογέρα, αλλά παίξαμε και σ’ άλλα τραγούδια του δίσκου. Ο Βασίλης έμεινε πάρα πολύ ευχαριστημένος και ένα βράδυ έρχεται στο μαγαζί και μου κάνει δώρο ένα βιβλιαράκι με ινδιάνικα ποιήματα των φυλών της Αμερικής. Τον ευχαρίστησα πολύ και το έβαλα στο σακάκι που φορούσα. Εκείνο το βράδυ, ήρθανε οι Κατσιμιχαίοι στο μαγαζί. Τελειώνουμε και πάω και κάθομαι μαζί τους -είχαμε γνωριστεί πια γιατί έρχονταν κάθε βράδυ. Κάθισα δίπλα στον Χάρη και κάποια στιγμή βλέπει στην τσέπη μου, απ’ όπου εξείχε το βιβλιαράκι. Μου λέει:
- Τί είναι αυτό;
- Άστο αυτό. Δεν είναι για σένα.
- Δείξε μου γρήγορα τι είναι αυτό!
- Όχι!
Τελικά το βγάζω, το βλέπει, κάνει έτσι, το ξεφυλλίζει και μείναμε εκεί. Εκείνο το βράδυ ήπιαμε αρκετά. Καθίσαμε πολύ ώρα, ακούσαμε όλα τα ρεμπέτικα, ανεβήκαμε πάνω και παίζαμε μαζί με τους ρεμπέτες, τιμπάλες, κόνγκας και άλλα. Περνάει ένας χρόνος κι αποφασίσαμε να κάνουμε σαν Apurimac έναν δίσκο, όπου καθένας από τους φίλους μας θα γράψει ένα τραγούδι για μας. Και πήρα τηλέφωνο τον Χάρη και του λέω:
- Χάρη, έχω αυτήν την ιδέα! Θα γράψεις ένα τραγούδι για μας;
- Όχι!
- Γιατί;
- Αν θες να κάνουμε κάτι μαζί, θυμάσαι εκείνο το βιβλιαράκι που μου ‘δειξες;
- Πού το θυμάσαι; Εκείνο το βράδυ γίναμε τύφλα!
- Εσύ το θυμάσαι;
- Το θυμάμαι! Θες να κάνουμε μαζί αυτό το βιβλιαράκι ολόκληρο δίσκο;
- Τότε ναι! Για ένα τραγούδι δεν σου κάνω! Ή όλο το CD ή τίποτα!
- Χάρη, μάλλον μ’ έπεισες!
Και καθίσαμε με τον Χάρη και μας πήρε… μπορεί και παραπάνω από έναν χρόνο. Ένα απ’ αυτά τα ποιήματα ήταν το «Λουλούδι Του Δάσους». Ο Χάρης το έγραψε σε μία κιθάρα σε στυλ Rock και του λέω:
- Περίμενε! Τώρα θα το φέρω εγώ στα δικά μας! Δεν θα παίξουμε εμείς Rock, θα το κάνουμε Latin.
Και το άκουσε Latin και είπε:
- Αυτό είναι!
Σ’ αυτό το CD υπάρχει κι ένα τραγούδι που λέγεται «Άμα Τη Δεις», με τον Παντελή Θαλασσινό. Επειδή η ιδέα ήταν να ζητήσουμε από κάθε φίλο ένα τραγούδι, πριν πάρω τον Χάρη είχα πάρει τον Παντελή. Κι ο Παντελής μού είπε:
- Βέβαια! Θα σου γράψω!
Οπότε, όταν αποφασίσαμε με τον Χάρη να κάνουμε το CD με τα ινδιάνικα ποιήματα, ο Παντελής είχε ήδη γράψει το τραγούδι για μας. Και λέω στον Χάρη:
- Ο Παντελής έχει κάνει αυτό το τραγούδι. Δεν μπορώ να τον πουλήσω, γιατί είναι και πολύ ωραίο τραγούδι.
- Μέσα! Καν’το ινδιάνικο και το βάζουμε μέσα!
Οπότε μέσα στο CD υπάρχει και το τραγούδι του Παντελή.
ΜΑΝΑ ΓΗ – Χάρης Κατσιμίχας, Apurimac
(1997, μουσική: Daniel Armando, στίχοι: Χάρης Κατσιμίχας)
D.A.: Είναι ινδιάνικο ποίημα, όπου ο Χάρης έφτιαξε ουσιαστικά τον στίχο γιατί του άρεσε πάρα πολύ αυτό το ποίημα. Και μου λέει:
- Έχω φτιάξει έναν πολύ ωραίο στίχο, αλλά δεν μπορώ να βρω τη μουσική του. Δεν βρίσκω τη μουσικότητά του.
Εγώ πήγαινα πολύ συχνά στο Μπραχάμι, εκεί μένανε οι Κατσιμιχαίοι, και καθόμασταν σε μία καφετέρια, σαν αυτή εδώ, και του λέω:
- Για δώσε μου τον στίχο, να το βρω εγώ.
Ήθελα να δω αν μπορούσα να βρω αυτή τη μουσικότητα. Όταν βλέπεις έναν στίχο, τον διαβάζεις και σιγά-σιγά σού έρχεται ένα drum beat. Τον παίρνω τον στίχο στο χέρι και του λέω:
- Χάρη, νομίζω ότι το ‘χω!
- Για πες το!
- Όχι. Άσε μου δύο μέρες, να το φτιάξω λίγο.
Εκείνη την εποχή, κυκλοφορούσα μόνο με μηχανάκι και ήμουνα δύο μέρες πάνω στο μηχανάκι, όλη την ώρα μ’ αυτό το πράγμα. Και, κάποια στιγμή, ήρθε ολοκληρωμένο. Πήρα τηλέφωνο και λέω:
- Χάρη, το ‘χω!
Κι έτσι βγήκε το «Μάνα Γη».
ΑΠΟΨΕ ΘΕΛΩ – Apurimac
(2001, μουσική: Daniel Armando, στίχοι: Δέσποινα Φορτσερά)
D.A..: Πρώτα γράφτηκαν οι στίχοι, οπότε να πει η Δέσποινα!
Δ.Φ.: Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα γι’ αυτό το τραγούδι! Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάτι σαν ιστορία από πίσω.
D.A.: Αν θυμάμαι καλά, είχε κάποιον στίχο η Δέσποινα που είχε ξεκινήσει και μένα μου ήρθε αυτή η μουσικότητα. Άρχισα να φτιάχνω μια μουσική πάνω σ’ αυτό που είχε και μετά άρχισε να γράφει πάνω σ’ αυτή την ιδέα. Ήταν η πρώτη μπατσάτα που γράψαμε.
Τί είναι η μπατσάτα;
D.A.: Είναι ένα πιο μοντέρνο μπολέρο.
Δ.Φ.: Εγώ είμαι λάτρης του μπολέρο! Τον είχα ζαλίσει! «Βρε παιδί μου, για μένα, για μας. Ας μην κυκλοφορήσει ποτέ!».
D.A.: Το μπολέρο είναι το ερωτικό Latin.
Δ.Φ.: Του έλεγα συνέχεια να φτιάξουμε ένα μπολέρο. Προφανώς είχε διαβάσει το στιχάκι, το οποίο δεν είχε φτιαχτεί, ήταν πρωτόλειο και είδε τις σημειώσεις μου και του γεννήθηκε αυτή η ιδέα.
Οφείλω να πω πως μου αρέσει πολύ αυτό το τραγούδι και ιδιαίτερα αυτή η κλιμάκωση στο τέλος.
Δ.Φ.: Σε πολλούς αρέσει!
D.A.: Από μπατσάτα γίνεται τσα-τσα-τσα.
Δ.Φ.: Κι έχει πολύ καλή ενορχήστρωση. Είναι πολύ ψαγμένη.
Αυτό είναι που μ’ αρέσει πολύ στους Apurimac. Στα τραγούδια σας δεν θ’ ακούσει κανείς την κλασική ενορχήστρωση με κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα και drums, αλλά και πολλά άλλα όργανα.
D.A.: Αυτό είναι και το πρόβλημά μας. Περνάμε πολλές ώρες στο στούντιο. Ατελείωτες ώρες. Κάθε δίσκος που γράφαμε ήταν μίνιμουμ 600 ώρες στούντιο. 600 ώρες δηλωμένες, γιατί στην ουσία στο στούντιο μάς χαρίζανε και κάποιες ώρες ακόμα. Και μετά για να κάνεις τη μίξη, όταν έχεις 40 κανάλια, θέλει πολλή δουλειά. Είναι βασανιστήριο.
Δ.Φ.: Πολλές φορές, που βρέθηκα μέσα στο στούντιο, είδα ότι οι ηχολήπτες το γουστάρανε. Οι Apurimac έχουν μία τρομερή δύναμη όταν παίζουν ζωντανά. Και το λέω ως θεατής. Είναι μαγικοί πάνω στη σκηνή. Ακούς αυτό που ακούς και σε συνεπαίρνει ή σου είναι αδιάφορο, γιατί υπάρχει και κόσμος που δεν ακούει αυτή τη μουσική. Πάντως γεγονός είναι ότι ακόμα κι αν δεν ακούει κάποιος μουσική, οι ενορχηστρώσεις που έχουν τα παιδιά στα τραγούδια τους κερδίζει έναν άνθρωπο που είναι μουσικόφιλος. Αυτό που είπες πριν, ότι δεν ακούς μόνο τέσσερα όργανα, πάνω στη σκηνή φαντάσου το εις τη νιοστή.
ΣΑΝ ΤΟ ΚΥΜΑ – Apurimac
(2001, μουσική: Daniel Armando, στίχοι: Δέσποινα Φορτσερά)
D.A.: Λοιπόν, σ’ αυτό το τραγούδι γράφτηκε πρώτα η μουσική. Ένα βράδυ, το θυμάμαι ακόμα, ήμουν στο κρεβάτι και δεν μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα. Και σηκώθηκα 2 με 3 η ώρα το πρωί, πήγα στον χώρο μου όπου παίζω τη μουσικούλα μου, πήρα την κιθάρα και άκουγα μέσα μου τη μουσική όλη. Την άκουγα αλλά έπρεπε να τη βγάλω, γιατί άλλο αυτό που ακούς μέσα σου κι άλλο αυτό στο οποίο μεταφράζεται. Πολλές φορές ακούς πράγματα, τα οποία πας να τα βγάλεις, και μετά, όταν τ’ ακούς, λες «τι πατάτα ήταν»! Συμβαίνει. Εκείνη την εποχή, είχα το μυαλό μου στην Αργεντινή, όπου ήταν η μάνα μου, τ’ αδέλφια μου, ο πατέρας μου, και, δεν ξέρω γιατί, μου έβγαινε ένα τραγούδι που ήθελα εγώ να είναι προς το αργεντίνικο αλλά πήγαινε προς το κουβανέζικο. Κι έλεγα «τί γίνεται, κάτι δεν πάει καλά. Εγώ θέλω να πάει προς το αργεντίνικο κι αυτό όλο με πάει προς το κουβανέζικο». Κάποια στιγμή, μπορεί να έχει φτάσει 5-6 το πρωί, λέω «αυτό το τραγούδι είναι κουβανέζικο. Τέλος!». Οπότε άρχισα να σκέφτομαι κουβανέζικα. Και το έγραψα στα ισπανικά για να μπορώ να το τραγουδάω εκείνη την ώρα. Μετά πήγα στη Δέσποινα και της λέω:
- Δέσποινα, εμένα μ’ αρέσει πολύ αλλά θέλω να είναι ελληνικό. Θέλω να τ’ ακούει ο κόσμος και να καταλαβαίνει τι λέμε.
Και το πήρε η Δέσποινα κι από κει και πέρα θα σου πει. Εν τω μεταξύ, το τραγούδι το πήγα στο συγκρότημα και τους είπα ότι μέχρι να γίνει ελληνικό θα το παίξουμε στα ισπανικά.
Δ.Φ.: Λοιπόν, για να ξαναγυρίσουμε στην αρχική μας συζήτηση, ο Daniel ήταν τόσο ενθουσιασμένος, που τελικά το τραγούδι έγινε κουβανέζικο και τον κέρδισε από μόνο του (γέλια). Εμένα μου βγήκε η αίσθηση που είχα όταν τον πρωτοείδα πάνω στη σκηνή. Γι’ αυτό και κάποιοι στίχοι μιλάνε γι’ αυτό το βλέμμα. Είναι όλο Daniel. Είναι αυτό που ένιωσα όταν τον πρωτοερωτεύτηκα. Είναι αυτό που εξέπεμψε με το βλέμμα του.
D.A.: Εγώ πιστεύω ότι το πιο όμορφο τραγούδι που έγραψε η Δέσποινα για μένα, προσωπικά για μένα, είναι το «Ψυχή Μου Λατίνα». Αυτό το τραγούδι λέει «Όλο τον κόσμο γύρισα / άκουσα, είδα, μίλησα / και μόνο εδώ βρήκα ξανά γωνιά να με δεχθεί / Μίλα ψυχή μου λατίνα». Αυτό το τραγούδι είναι για μένα το καλύτερο δώρο που μου έκανε η Δέσποινα. Είναι ΤΟ τραγούδι!
Εδώ κάνω μια παρένθεση γιατί θέλω να ρωτήσω κάτι στον Daniel. Τα ελληνικά σε δυσκολέψανε; Πότε ξεκίνησες να μιλάς ελληνικά;
D.A.: Όταν ήρθα στην Ελλάδα, τα ελληνικά μού φανήκανε άσχημη γλώσσα γιατί είχα συνηθίσει τις λατινογενείς γλώσσες. Μιλούσα ισπανικά, πορτογαλικά και ιταλικά το ίδιο, γαλλικά λίγο λιγότερο -γιατί δεν μ’ αρέσουν και πολύ- και ξαφνικά βρίσκομαι μπροστά σε μία γλώσσα που είναι άσχετη εντελώς. Αλλά τελικά δεν ήταν τόσο δύσκολο. Για έναν χρόνο δεν μίλαγα καθόλου. Ούτε μια λέξη. Με τα παιδιά, που σου είπα ότι γνωριστήκαμε και φτιάξαμε τους Apurimac, μιλάγαμε μόνο αγγλικά και πέντε λέξεις ισπανικά που ξέρανε τα παιδιά. Εγώ, όμως, άκουγα ελληνικά όλη μέρα. Πάνω στη σκηνή μίλαγα αγγλικά, γιατί πάνω στη σκηνή μόνο εγώ μιλάω και κάνω το show. Περίπου μετά από έναν χρόνο, σε μία πρόβα, πετάω ξαφνικά μία ολόκληρη φράση στα ελληνικά! (γέλια) Και γυρίσανε όλοι και είπανε:
- Τί έγινε;
- Δεν ξέρω! Μου βγήκε!
Είχανε μαζευτεί επί ένα χρόνο μέσα μου όλα τα ελληνικά και είπα «από σήμερα αρχίζω και μιλάω ελληνικά»! Και βγαίνουμε πάνω στη σκηνή και τα έλεγα όλα στα ελληνικά. Γελάγανε όλοι! (γέλια). Γινόταν ο χαμός από κάτω! Το γέλιο ήταν ασταμάτητο. Εγώ δεν ντρέπομαι καθόλου. Άμα ακούσεις σε συναυλία, το 1987-1988 ας πούμε, τα ελληνικά που λέω πάνω στη σκηνή, θα πεθάνεις στο γέλιο! Και γελάγανε όλοι! Γέλαγε ο κόσμος από κάτω, γελάγανε όλοι οι Apurimac πάνω στη σκηνή, κάποιες φορές δεν μπορούσαμε να παίξουμε απ’ τα γέλια, αλλά εγώ έλεγα «δεν πειράζει»!
ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ – Apurimac
(2001, μουσική: Κωστής Παπαδόπουλος, στίχοι: Δέσποινα Φορτσερά)
Δ.Φ.: Αυτό κρύβει μια τραυματική εμπειρία από πίσω. Όταν ήμουν στην Γ’ Λυκείου, και δίναμε πανελλήνιες δηλαδή, είχαμε μια παρέα. Ο αδελφός ενός συμμαθητή μου, μεγαλύτερος από μας, έμπλεξε με ναρκωτικά. Το έζησα παρά πολύ κοντά, μέσω του φίλου αυτού, και η ζωή του και η ζωή της οικογένειας ήταν δράμα. Ύστερα από 2-3 χρόνια, όταν ήμουν φοιτήτρια, τον βρήκανε σφαγμένο κάπου εδώ στο Σχιστό. Αυτό το τραγούδι γράφτηκε γι’ αυτό το παιδί. Μου άρεσε το τραγούδι γιατί με τη μουσική βγήκε ένα τελείως άλλο πράγμα, που έβγαλε το βάρος που είχε ο στίχος. Το οξύμωρο είναι ότι, αν προσέξεις τον στίχο, υπάρχει το αδιέξοδο που ζούσε αυτό το παιδί. Ένας άνθρωπος πάρα πολύ ψαγμένος, πολύ καλός.
D.A.: Ο στίχος είναι δραματικός αλλά εγώ πιστεύω ότι το τραγούδι το βγάζει αυτό, αλλά το βγάζει στη Λατινική Αμερική, γιατί η Latin μουσική στην Ελλάδα θεωρούμε ότι είναι χορευτική ενώ στη Λατινική Αμερική τα τραγούδια μιλάνε για όλα. Οπότε ένα τραγούδι στη Λατινική Αμερική μπορεί να μιλάει και για ναρκωτικά και για θάνατο.
Οπότε αυτοί οι στίχοι μελοποιήθηκαν αρκετά χρόνια μετά.
Δ.Φ.: Ξέρεις κάτι, Κώστα; Πιστεύω ότι αυτή είναι η μαγεία μ’ αυτές τις δύο τέχνες, τον λόγο και τη μουσική. Πάντα αυτός που γράφει έχει ένα μυθικό τοπίο μέσα του. Από κάτι είναι επηρεασμένος, μπορεί να είναι ένα βλέμμα, ένα άρωμα ή μια ανάμνηση. Όταν έρχεται αυτό και πάει να γίνει τραγούδι, γίνεται ένα πάντρεμα πολλών πραγμάτων. Αυτό που λέει ο Daniel, ότι έχει τη μουσική μέσα του και προσπαθεί να τη βγάλει, αυτό ακριβώς γίνεται και με τον λόγο. Έχεις στο νου σου αυτό που θες να πεις, εγώ θεωρώ ότι μιλάμε μία γλώσσα θεϊκή, μαγική, κι έχεις τη δυνατότητα με μία άρση, με μία προπαροξύτονη ας πούμε λέξη ή οξύτονη, με λέξη που τονίζεται στη λήγουσα, να κάνεις τις εκπλήξεις σου στο λόγο. Αλλά έρχεται μετά η μουσική και μπορεί όλο αυτό είτε να το αλλάξει και να το πάει κάπου αλλού ή να παντρευτεί με τον λόγο τόσο όμορφα και να αναδείξει τη σκέψη και τον λόγο. Κάτι τέτοιο πιστεύω ότι έγινε με το τραγούδι αυτό.
CHE GUEVARA – Apurimac, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Χρήστος Θηβαίος, Μιλτιάδης Πασχαλίδης, Διονύσης Τσακνής
(2002, μουσική: Carlos Puebla, στίχοι: Δέσποινα Φορτσερά)
D.A.: Αυτό είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Ξεκίνησε από μία δική μου ιδέα, μαζί με τον παραγωγό, τον Άγγελο [Σφακιανάκη], και είχαμε γνωρίσει κάποια παιδιά εδώ στην Ελλάδα, οι οποίοι ασχολούνταν τότε με το πρόβλημα που είχαν οι Ινδιάνοι Τσιάπας στο Μεξικό. Ήτανε κυνηγημένοι και αποφασίσαμε να κάνουμε ένα αφιέρωμα, έναν δίσκο, για να βοηθήσουμε τους Ινδιάνους εκεί στο Μεξικό.
- Ποιο θέμα να έχει ο δίσκος;
- Τον Τσε Γκεβάρα! Δεν θα πάρουμε τίποτα εμείς, θα πάνε όλα τα λεφτά εκεί.
Ο παραγωγός μας είχε φύγει από τη Lyra κι είχε πάει στη Minos. Πήγαμε την ιδέα στη Minos και δεν τους άρεσε. Ήτανε πολύ πολιτικοποιημένη η ιδέα. Εμείς είχαμε ξεκινήσει, όμως, να δουλεύουμε και τελικά μας είπανε όχι. Κι αποφασίσαμε να βγει ο δίσκος και να δώσουμε όλα τα έσοδα στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Ο δίσκος αυτός έγινε χρυσός και πλατινένιος, άσχετα αν εμείς ποτέ δεν πήραμε ούτε τον χρυσό ούτε τον πλατινένιο -αυτό είναι το παράπονο του καλλιτέχνη. Ο δίσκος έγινε με πολύ μεγάλο κόπο και με πολλά προβλήματα και μπερδέματα, τα οποία δεν μπορώ να πω. Στον δίσκο συμμετέχουνε ο Παπακωνσταντίνου, ο Τσακνής, ο Μαχαιρίτσας, ο Αλκίνοος, ο Θηβαίος, ο Πασχαλίδης και ο Νταλάρας. Στο τραγούδι, όμως, αυτό που κάναμε με όλους, δεν είναι ο Γιώργος Νταλάρας. Αυτό το τραγούδι, είπαμε να το πούμε κάποια στιγμή στα ισπανικά. Μετά είπαμε ότι στα ισπανικά δεν είχε νόημα γιατί το έχουνε πει ένα εκατομμύριο άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο. Εμείς έπρεπε να το κάνουμε στα ελληνικά. Να βγάλουμε επιτέλους στην Ελλάδα αυτό το τραγούδι ως ελληνικό. Και ποιος στιχουργός είναι ικανός να γράψει το «Che Guevara» στα ελληνικά; Όχι μετάφραση, γιατί η μετάφραση δεν λέει τίποτα. Έπρεπε να γίνει μία απολύτως καινούργια απόδοση στον στίχο. Μιλώντας με τον Άγγελο -ο Άγγελος είναι μεγάλος θαυμαστής της Δέσποινας- μου λέει:
- Ένας μπορεί να το κάνει. Η Δέσποινα!
- Πάρε εσύ τη Δέσποινα, πες της το και δουλέψτε!
Δ.Φ.: Το να καταπιαστεί κάποιος και να γράψει για τον Τσε Γκεβάρα είναι μια υπόθεση πάρα πολύ μεγάλη. Ήταν μεγάλη η τιμή που μου έγινε κι επειδή ήξερα και όλο το background, τι σκέψεις υπήρχανε γύρω απ’ αυτόν τον δίσκο και το πώς ήθελαν τα παιδιά να βγει, πραγματικά ήθελα να βγει κάτι όντως αντάξιο όλης της σκέψης αλλά και της μοναδικής αυτής προσωπικότητας. Ομολογώ ότι έχω κρατήσει το ντοσιέ που δουλέψαμε με τον Άγγελο, από τον πρώτο στίχο ως τον τελευταίο και είναι τόσος (σ.σ. δείχνει με τα χέρια της). Για να βγει ένα τραγούδι! Πόσες αλλαγές κάναμε… Είχα μια ιδέα, την εικόνα, η όλη ιστορία που ξεκίνησα ήτανε τα μάτια του, γιατί πραγματικά σ’ αυτή την περιβόητη φωτογραφία του Κόρντα αυτό που βλέπεις είναι τα μάτια του Τσε Γκεβάρα. Το βλέμμα του. Και όλη η σκέψη και η έμπνευση ξεκίνησε από κει. Διάβασα πάρα πολύ γύρω από τη ζωή του Τσε Γκεβάρα κι εμπνεύστηκα κι από άλλες στιγμές της ζωής του, τις οποίες τις είδα μετά και στην ταινία «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας» (Diarios De Motocicleta, 2004). Ο Τσε ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που το όραμά τους, έστω και μέχρι ένα σημείο, το ζήσανε. Είναι μία δημιουργία αυτό το πράγμα. Έχεις μία σύλληψη που γίνεται πράξη. Πραγματικά για μένα ήταν μια μαθητεία η προσπάθεια να βγει αυτό το τραγούδι και θεωρώ ότι αγαπήθηκε.
D.A.: Εγώ θεωρώ ότι το πιο σημαντικό σ’ αυτό το τραγούδι είναι το εξής: Είχαμε πει σε ορισμένους ανθρώπους ότι οι Apurimac έχουνε φτιάξει το τραγούδι «Che Guevara» στα ελληνικά. Θέλετε να συμμετάσχετε; Κι η πρώτη απάντηση ήταν «Ναι». Έρχονταν στο στούντιο, ακούγανε τον στίχο και λέγανε «μέσα!», «πάμε!». Και κάποιες φορές τσακώνονταν και μεταξύ τους μερικοί: «αυτό θέλω να το πω εγώ!», «Όχι, εγώ το λέω καλύτερα!». Οπότε τους βάλαμε όλους να τα πούνε όλα για να μπορούμε μετά να διαλέξουμε όντως ποιο ήταν το πιο ωραίο απ’ τον καθένα. Αλλά θέλανε όλοι να το πούνε όλο! Το «Che Guevara» έμεινε για πάντα. Είναι ένα τραγούδι που δεν μπορεί, χίλια χρόνια να περάσουνε, να ξαναγίνει στα ελληνικά. Έγινε. Για να κάνουμε αυτό το τραγούδι, το οποίο είναι διασκευή, ήθελε άδεια. Ο στίχος της Δέσποινας στάλθηκε στην Κούβα, στους κληρονόμους του Carlos Puebla, για να πάρουμε την άδεια. Το στείλαμε στα ελληνικά, και σε μετάφραση για να δούνε τι λέει αυτό το τραγούδι, και μας απαντήσανε αμέσως ότι είναι πάρα πολύ ωραίο κι ότι έχουμε την άδεια τους.
MI ULTIMO Tango EN ATENAS – Apurimac & Έλλη Πασπαλά
(2012, μουσική-στίχοι: Daniel Armando)
D.A.: Θεωρώ ότι ένας καλλιτέχνης που δεν γράφει κάθε μέρα τραγούδια, γράφει λίγα, κάποια στιγμή γράφει αυτό που λένε «το τραγούδι της ζωής του». Είχα κάνει ένα ταξίδι στην Κούβα, για άσχετους λόγους, και γυρνώντας στην Αβάνα βρίσκω ένα βιβλιοπωλείο. Μπαίνω μέσα στο βιβλιοπωλείο και ήτανε τα βιβλία με 1-2€ και λέω «Στην Ελλάδα τα ισπανικά βιβλία κάνουνε 25€. Κι εδώ τα έχω όλα μπροστά μου με 1-2€!». Και άρχισα να παίρνω βιβλία. Είχα τη βαλίτσα μου γεμάτη, πέταξα μερικά πράγματα για να βάλω τα βιβλία μέσα, κι ένα απ’ τα βιβλία που πήρα ήτανε διηγήματα από Κουβανούς συγγραφείς. Στη Λατινική Αμερική υπάρχει μία μεγάλη σχολή διηγημάτων, όλοι οι συγγραφείς γράφουνε διηγήματα. Αυτός που έγραψε το βιβλίο, πριν από κάθε διήγημα, τους κάνει μία συνέντευξη και ρωτάει: «Γιατί το γράψατε αυτό;», «πώς το γράψατε» κ.λπ.
Δ.Φ.: Καλή ώρα σαν εσένα, Κωνσταντίνε!
D.A.: Ακριβώς! Κι αρχίζω και διαβάζω το βιβλίο. Τα διηγήματα υπέροχα, οι συνεντεύξεις υπέροχες κι απαντούσαν αυτοί οι άνθρωποι μ’ ένα γλωσσικό επίπεδο που… δεν υπάρχει! Ένα επίπεδο το οποίο ο απλός λαός θα μπορούσε να μην καταλάβει τίποτα. Εγώ επειδή έχω μία μόρφωση και ζούσα στην Ελλάδα, τα καταλάβαινα όλα γιατί πάρα πολλές λέξεις ήταν ελληνικές στα… ισπανικά! Οι σοβαρές και καίριες λέξεις ήταν ελληνικές. Αυτοί μιλούσαν έτσι. Αν δεν είχα έρθει ποτέ στην Ελλάδα, αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να καταλάβω όλα αυτά που έλεγαν. Και με πιάνει μία τρέλα στο αεροπλάνο, στον γυρισμό, και βγάζω ένα χαρτάκι και γράφω λέξεις ελληνικές που χρησιμοποιούμε στην ισπανική γλώσσα. Γράφω, γράφω, γράφω, φτάνω στην Ελλάδα κι έχω μαζί μου ένα μπλοκάκι όπου έχω γράψει 800-900 ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούμε στα ισπανικά και λέω «αυτό θα το κάνω τραγούδι!». Έκατσα, έβγαλα τη μουσική περίπου, και βάζω μπροστά μου τις ελληνικές λέξεις και λέω «θα γράψω ένα τραγούδι που θα είναι στα ισπανικά αλλά οι λέξεις θα είναι μόνο ελληνικές»! Το δούλεψα πολύ, το πήγαινα κάθε τόσο στη Δέσποινα, μου έλεγε «ωραίο, προχώρα!» και βγήκε το «Τελευταίο Μου Τανγκό Στην Αθήνα», το οποίο, απ’ όλες αυτές τις λέξεις που είχα μαζέψει, ήθελα να έχει και κάποιο νόημα, να μην είναι άσχετες λέξεις η μία πίσω απ’ την άλλη. Ήτανε το 2011 και τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα ήταν πάρα πολύ ζόρικα, γενικά υπήρχε χάος, κανένας δεν ήξερε τι γίνεται, οπότε βρήκα όλο το νόημα του τραγουδιού. Το ρεφρέν ήθελα να το τραγουδήσει γυναίκα, αλλά έπρεπε να έχει αυτό το πάθος που έχει το τραγούδι αυτό. Στο ρεφρέν λέει «αυτό είναι το τελευταίο μου τανγκό στην Αθήνα», είναι το τανγκό που ρέει μέσα στις φλέβες μου, οπότε ήθελα να τραγουδηθεί από κάποια που να ‘χει αυτό το πάθος. Κι η Έλλη Πασπαλά ήταν η καλύτερη επιλογή. Και την επέλεξε ο Άγγελος Σφακιανάκης. Το στείλαμε, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε:
- Εγώ δεν μιλάω ισπανικά. Είσαι σίγουρος;
- Έλλη, θα σε βάλω εγώ και θα το πεις. Θέλεις;
- Εγώ θέλω! Μ’ αρέσει. Θα μπορέσω να το κάνω;
- Εγώ πιστεύω ότι μπορείς κι ότι μπορείς να βγάλεις ακριβώς αυτό που θέλω.
Και το κάναμε. Και, όντως, έχει βγάλει η Έλλη ακριβώς αυτό που ήθελε το τραγούδι. Θεωρώ ότι αυτό για μένα είναι το τραγούδι της ζωής μου. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να γράψω ένα τέτοιο -για μένα- «μεγάλο» τραγούδι. Ακούστηκε, αγαπήθηκε αρκετά, σχεδόν όλοι το ξέρουν στην Ελλάδα, δεν είναι εμπορικό τραγούδι με τίποτα αλλά για μένα είναι το μεγάλο μου τραγούδι. Μακάρι να μπορούσα να γράφω κάθε χρόνο ένα τέτοιο, αλλά πιστεύω ότι δεν θα μπορέσω στη ζωή μου να γράψω άλλο ένα τέτοιο.
Ποια άλλη συνεργασία σας θα ξεχωρίζατε;
D.A.: Θεωρώ ότι μία από τις πιο όμορφες και σημαντικές συνεργασίες που κάναμε ήταν με τη Mercedes Sosa. Είναι δύσκολο για έναν Έλληνα να καταλάβει τι σημαίνει Mercedes Sosa γιατί ήταν και είναι ακόμα η φωνή μίας ηπείρου. Δεν είναι μία αργεντίνικη φωνή. Είναι μία φωνή-σύμβολο για όλη τη Λατινική Αμερική. Είναι μία τεράστια μορφή. Πως γνωριστήκαμε με τη Mercedes Sosa: Ήμασταν σ’ ένα φεστιβάλ της ΚΝΕ, όπου στην κεντρική σκηνή το πρόγραμμα έλεγε support οι Apurimac, κεντρική συναυλία η Mercedes Sosa, η οποία ερχόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Τα καμαρίνια ήταν μία σκηνή πίσω από τη σκηνή. Κι έρχεται εκεί η Mercedes Sosa κι εγώ πηγαίνω, σαν Αργεντίνος που τη λατρεύει και που είχα ακούσει 1.500 τραγούδια της, και τη βλέπω μπροστά μου, με κοιτάει, και της λέω:
- Mercedes, είμαι Αργεντίνος.
- Αργεντίνος; Στην Ελλάδα;
- Είμαι στο συγκρότημα που θα παίξουμε πριν από σένα.
Θυμάμαι ότι της φίλησα τα χέρια, καθίσαμε και λέγαμε λίγα πραγματάκια και ξαφνικά ήρθαν τα παιδιά από τη διοργάνωση της νεολαίας, με πιάνουνε και μου λένε:
- Να σας πω λίγο. Επειδή εσάς σας γνωρίζουνε, αλλά τη Mercedes Sosa δεν την ξέρει ο κόσμος εδώ, ενώ κάποια τραγούδια σας τα ξέρουνε κι είσαστε ωραίοι πάνω στη σκηνή και κάνετε και πλάκα, μήπως να βάλουμε τη Mercedes Sosa πριν κι εσείς να βγείτε μετά;
Τρελάθηκα! Τους λέω:
- Σοβαρά μιλάτε;
- Ναι, σοβαρά. Το σκεφτήκαμε γιατί θα τελειώσει η συναυλία με σας που είστε πιο ευχάριστοι.
- Παιδιά, πάρτε πίσω ό,τι είπατε και ξεχάστε το, σαν να μην το είχατε πει ποτέ. Εγώ δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση, μα καμία, να παίξω μετά τη Mercedes Sosa παρά μόνο αν έφευγε το αεροπλάνο της κι έπρεπε να παίξει νωρίς.
- Σε παρακαλώ!
- Δεν υπάρχει περίπτωση! Τελειώσαμε!
Δ.Φ.: Ο Daniel είχε θυμώσει πάρα πολύ.
D.A.: Για μένα ήταν προσβολή. Πάντως, τότε γνωριστήκαμε με τη Mercedes Sosa. Μετά πήγα και την βρήκα στο σπίτι της στην Αργεντινή, γίναμε φίλοι, ήρθε μετά πάλι η Mercedes στην Ελλάδα και πήγαμε με τη Δέσποινα και τη βρήκαμε στο ξενοδοχείο. Κι όποτε ερχόταν στην Ελλάδα, της κάναμε παρέα και βγαίναμε μαζί.
Δ.Φ.: Συνεργάστηκε και με τη Μαρία Φαραντούρη κι έγινε πια γνωστή κι εδώ στην Ελλάδα.
D.A.: Σ’ ένα από τα ταξίδια που κάναμε στην Αργεντινή -έχουμε βγάλει το «Μάνα Γη», με το «Λουλούδι Του Δάσους»- πήγα να τη βρω. Η Mercedes θα έπαιζε σ’ ένα μεγάλο φεστιβάλ φολκλόρ που γίνεται κοντά στην πόλη μου, πάνω στα βουνά. Το Cosquin είναι το μεγαλύτερο φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής που γίνεται στην Αργεντινή και τη Λατινική Αμερική γενικώς. Πηγαίνω και τη βρίσκω εκεί, στο ξενοδοχείο της, και μου λέει:
- Κάτσε εδώ, μαζί μου! Θα πάμε μαζί στο φεστιβάλ.
Κι εδώ έχει μία ωραία ιστορία. Κάποια στιγμή έρχεται μπροστά στο ξενοδοχείο μία λιμουζίνα και μου λέει:
- Πάμε!
Και βγαίνουμε με τη Mercedes Sosa μαζί και μπαίνουμε μέσα στη λιμουζίνα, η οποία μας πάει πίσω από τη σκηνή και την ώρα που σταματάει η λιμουζίνα είναι απέξω 500 δημοσιογράφοι για να φωτογραφίσουν τη Mercedes Sosa. Και ξαφνικά, βγαίνει η Mercedes Sosa από τη λιμουζίνα μ’ έναν νεαρό, με τα μαλλιά μέχρι εδώ κάτω, χέρι-χέρι! Μου λέει:
- Κοίτα μπροστά και πάμε!
Την άλλη μέρα στις εφημερίδες βγήκε «το καινούριο αμόρε της Mercedes Sosa»! (γέλια). Κλείνει η παρένθεση. Τότε της έδωσα το «Μάνα Γη», της χάρισα το CD, το άκουσε και μετά από 2-3 ημέρες μου είπε:
- Είναι υπέροχο αυτό που κάνετε. Δεν καταλαβαίνω τίποτα αλλά είναι υπέροχο.
Της είχα πει κάποια στιγμή:
- Θα τραγουδήσετε μαζί μας κάποιο τραγούδι;
- Θα δούμε, γριεγίτο.
Έτσι με έλεγε. «Ελ γριεγίτο», «το ελληνάκι». Αφού άκουσε το «Μάνα Γη» και της άρεσε πάρα πολύ, ένιωσα ότι ήρθε η ώρα να το ζητήσω. Είχα μία μουσικούλα, η οποία έμοιαζε με Tango, την έφτιαξα και λέω στη Δέσποινα:
- Δέσποινα, πάρ’την. Θέλω αυτό το τραγούδι, αν γίνεται, να μιλάει για την Ελλάδα, γι’ αυτόν εδώ τον τόπο που ζούμε, αλλά θέλω να το δώσω στη Mercedes Sosa.
Θεωρώ ότι έγραψε έναν υπέροχο στίχο, τα «Βράχια Γυμνά» (2001), που είναι η Ελλάδα αλλά και γενικά όλη η Μεσόγειος. Εμένα μ’ άρεσε πάρα πολύ. Το δώσαμε στον παραγωγό μας, του άρεσε πολύ, και του είπα ότι αυτό το τραγούδι πάει για τη Mercedes Sosa. Την πήρα τηλέφωνο στην Αργεντινή, τότε που τα τηλέφωνα ήταν πανάκριβα.
- Γεια σου γριεγίτο μου! Τί κάνεις;
- Mercedes, σου έχω ένα τραγούδι!
- Για να δούμε. Τί είναι αυτό το τραγούδι;
- Είναι ένα Tango, αλλά στα ελληνικά!
- Τί;
- Είναι στα ελληνικά!
- Κι εμένα τί με θέλεις;
- Θέλω εσένα να τραγουδήσεις στα ελληνικά!
- Είσαι τρελός!
- Το ξέρω, αλλά εγώ θέλω να τραγουδήσεις στα ελληνικά!
- Για στείλε μου να δω.
Στέλνω με e-mail το τραγούδι, τον στίχο στα ελληνικά, τον στίχο φωνητικά στα λατινικά γραμμένο και τη μετάφραση. Την παίρνω πάλι τηλέφωνο μετά από 2-3 μέρες.
- Το πήρες;
- Το πήρα.
- Τί λες;
- Δεν θα σου απαντήσω ακόμα.
- Σ’ άρεσε;
- Μ’ άρεσε, αλλά δεν θα σου απαντήσω ακόμα.
- Πότε θα μου απαντήσεις;
- Σε μία εβδομάδα το πολύ.
Περίμενα. Και τί κάνει; Ο επαγγελματισμός του επαγγελματία. Καλεί στο σπίτι της για δείπνο όλη την πρεσβεία της Ελλάδας στην Αργεντινή. Βέβαια, επειδή ήταν η Mercedes Sosa, όλη η πρεσβεία πήγε. Όταν τελειώσανε το φαγητό, τους είπε:
- Θέλω να σας βάλω ν’ ακούσετε ένα τραγούδι και να μου πείτε αν είναι ωραίο ή όχι.
Και το βάζει. Το ακούνε αυτοί, 1-2 φορές, και τους λέει:
- Πώς σας φαίνεται;
- Υπέροχο!
- Να σας ρωτήσω, λέει αυτό;
για να δει αν η μετάφραση είναι όντως αυτό που έλεγα εγώ κι όχι ό,τι να ‘ναι.
Χτυπάει το τηλέφωνό μας στο σπίτι στις 3:30 το πρωί, και όταν χτυπάει το τηλέφωνο τέτοια ώρα φοβόμαστε πάρα πολύ, μη τυχόν κάποιος έχει πάθει κάτι στην Αργεντινή. Το σηκώνω:
- Ναι;
- Γριεγίτο!
- Mercedes!
- Λοιπόν, θα το τραγουδήσω!
- Αλήθεια Mercedes;
- Το τραγούδι σου θα το τραγουδήσω! Ποιος έγραψε τους στίχους;
- Η γυναίκα μου!
- Θα το τραγουδήσω και πες της συγχαρητήρια! Γράψτε το κι έλα στο Μπουένος Άιρες να ηχογραφήσουμε.
Όπως καταλαβαίνεις, έμεινα κόκκαλο! Εκείνη την ώρα ήθελα να πάρω τον παραγωγό αλλά ήταν 4 η ώρα το πρωί. Δεν θυμάμαι αν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ, μάλλον όχι, και κατά τις 8 το πρωί πήρα τηλέφωνο τον παραγωγό:
- Απάντησε η Mercedes!
- Τι είπε;
- Θα το τραγουδήσει!
- Πάμε!
Μπήκαμε στο στούντιο, γράψαμε όλη τη βάση, όλα τα όργανα, τότε τα στούντιο δουλεύανε ακόμα με ταινία, και πήρα την 16κάναλη ταινία στα χέρια μου και ταξίδεψα στην Αργεντινή, στο Μπουένος Άιρες. Την κράταγα στα χέρια μου έτσι, αγκαλιά, περνάγανε οι τσάντες από τις ακτίνες και τους είπα:
- Αυτό δεν περνάει!
- Τί είναι;
- Δεν περνάει! Μη τυχόν και περάσει από κει και χαλάσει τίποτα!
- Ανοίξτε το να δούμε.
Τέλος πάντων, μετά από ιστορίες έφτασα στην Αργεντινή και είπα στη Mercedes:
- Mercedes, θέλω να μου βρεις τον καλύτερο μπαντονεονίστα Tango!
- Τον έχω! Έχει παίξει με τον Astor Piazzolla και τον είχε σαν πρώτο μπαντονεόν στην ορχήστρα του.
Ο άνθρωπος ήταν ιδιοφυία. Μου είπε:
- Πες μου πως το σκέφτεσαι κι εγώ θα το βγάλω. Άστο σε μένα.
Η Mercedes πήρε από την πρεσβεία της Ελλάδας μία γραμματέα Ελληνίδα και καθόταν μαζί της επί 15 μέρες για να τραγουδήσει στα ελληνικά κι ήρθε στο στούντιο έτοιμη. Το τραγούδι το είπε στα ελληνικά μία κι έξω! Όλο! Διορθώσαμε μόνο μία λέξη που ήτανε παρατονισμένη. Μου βρήκε κι έναν βιολιστή Tango, νεαρό, ο οποίος ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε εκείνη τη στιγμή στην Αργεντινή. Στον γυρισμό, ήμουν όχι αγκαλιά με τις ταινίες, αλλά έλεγα «μην μ’ ακουμπήσετε!». Έτσι βγήκανε τα «Βράχια Γυμνά». Θεωρώ ότι είναι από τις πιο ωραίες ιστορίες στα τραγούδια μου γιατί είναι για μένα η πιο συγκινητική συνεργασία.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;
D.A.: Τώρα έπρεπε ήδη να κυκλοφορεί ένα καινούργιο τραγούδι μας, αλλά είχαμε κάποιες αναποδιές και θα κυκλοφορήσει σύντομα. Από δω και πέρα ελπίζω ότι κάθε 6 μήνες θα βγάζουμε ένα καινούριο τραγούδι.
Δ.Φ.: Έχουν στερέψει τα πράγματα. Κάπως έτσι έγινε και με το βινύλιο, Κώστα. Και τώρα το «σπορ» είναι και πάλι πολύ ακριβό. Ζούμε σε άλλες εποχές και η έμπνευση είναι δύσκολη σ’ αυτές τις εποχές.
D.A.: Δεν πουλιούνται πια CD, πουθενά. Είναι κρίμα. Αλλά, αν χρειαστεί να κάνουμε CD, μπορεί να βγούνε 10 τραγούδια μαζί. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι το marketing. Είναι κρίμα γιατί εγώ θεωρώ ότι μέσα σ’ ένα CD υπήρχανε πάντα τα τραγούδια που ακούγονταν στα ραδιόφωνα και τα τραγούδια τα «κρυφά». Τα όμορφα τα άκουγες στο σπίτι σου κι έλεγες «πω, πω, τραγουδάρα!». Στο ραδιόφωνο δεν ακούγονταν ποτέ, αλλά είχες το CD στο σπίτι κι έλεγες «θέλω ν’ ακούσω αυτό το τραγούδι, που δεν το ακούω πουθενά». Στο «Μάνα Γη» υπάρχει ένα τραγούδι που λέγεται «Το Θήραμα», το οποίο δεν έχει ακουστεί ποτέ πουθενά κι εγώ έχω 100 ανθρώπους που λένε ότι αυτό είναι το καλύτερο τραγούδι του δίσκου. Τώρα δεν συμβαίνει αυτό το πράγμα, δυστυχώς. Και πιθανόν έχει φύγει για πάντα. Μακάρι όχι.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#30064 / 15.10.2021, 14:01 / Αναφορά Kαλησπέρα, CHE-Kωνσταντίνε. Πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη με υπέροχα τραγούδια με πολύ καλές ιστορίες για το καθένα. Ευχαριστώ που τη μοιράστηκες μαζί μας. |