ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο

    Οι Μεμονωμένοι Μεγάλοι Βρετανοί Καλλιτέχνες του Rock

    Μετά τα 3 μέρη των Μεγάλων Βρετανών (Α, Β και Γ), σας παρουσιάζω τους Μεμονωμένους Μεγάλους Βρετανούς Καλλιτέχνες του Rock. Πολλοί από αυτούς, έγιναν γνωστοί από τα γκρουπ που συμμετείχαν σαν μέλη, ή και σαν ιδρυτές. Συνήθως το να συμμετέχεις σε ένα σχήμα, σημαίνει δεσμεύσεις ή και παραχωρήσεις. Δεν συμβαίνει πάντοτε αυτό (υπάρχουν και οι εξαιρέσεις), αλλά πάντως συμβαίνει. Συνεχίζοντας όμως την καριέρα τους σαν σόλο καλλιτέχνες, μπόρεσαν να δείξουν τις πραγματικές τους δυνατότητες. Γι’ αυτό και τους αναφέρω εδώ.(φώτο: Morissey)
    Γράφει ο Γιώργος Μπιλικάς (Orfeus)
    227 άρθρα στο MusicHeaven
    Παρασκευή 07 Ιαν 2005
    * AYERS KEVIN 1945
    Ο εκκεντρικός Kevin Ayers δραστηριοποιήθηκε στο Βρετανικό προοδευτικό ροκ από το 1963, όταν αυτός και μερικοί φίλοι του, σχημάτισαν τους Wilde Flowers. Το 1966, ο Ayers και ο Robert Wyatt σχημάτισαν τους Soft Machine. Ο Ayers έπαιζε μαζί τους μπάσο μέχρι το 1968. Αργότερα, ακολουθώντας σόλο καριέρα, έπαιξε στο πλάι των Mike Oldfield, Steve Hillage, John Cale, Brian Eno, και Andy Summers (Police). Το 1980, ο Ayers έκανε μερικές συναυλίες στις ΗΠΑ. Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του, το περνάει στο κτήμα του στη Μαγιόρκα.
    Ακούστε: CONFESSIONS OF DR. DREAM (Island 1974)

    * BOLAN MARC 1948 – 1977
    Τραγουδιστής που ενέπνευσε τους καλλιτέχνες του glam-Rock αλλά και Punk μπάντες όπως οι Damned, τόσο με τις προσωπικές του απόπειρες όσο και σαν επικεφαλής των Tyrannosaurus Rex. Ξεκίνησε την καριέρα του μέσα από τη folk αναβίωση του μέσου των '60s και αναδείχθηκε στο πιο δημοφιλές εφηβικό είδωλο μεταξύ 1970-72, όταν είχε δέκα single -επιτυχίες. O ήχος του, που συνδύαζε τις καθαρές γραμμές της πρώτης Rock 'n' roll γενιάς ( Chuck Berry) με bubblegum μοτίβα και με την επική δραματουργία των "προοδευτικών" (progressive) συγχρόνων του, επηρέασε άμεσα μουσικούς διαφορετικούς όσο οι Gary Glitter, Sex Pistols και Marc Almond. Σκοτώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1977, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
    Ακούστε: ELECTRIC WARRIOR (Reprise, 1971)

    * BOWIE DAVID 1947
    H καριέρα του David Robert Jones ξεκίνησε σαν μια Oδύσσεια αλλαγών πορείας και κρίσεων, πριν ο Bowie καθιερωθεί σαν κορυφαίος ερμηνευτής. Ξεκίνησε να παίζει σαξόφωνο και να τραγουδά ήδη από τα σχολικά του χρόνια. Στις αρχές των '60s ακολουθούσε τις ενδυματολογικές συνήθειες των mods και φλερτάριζε με τα riff των R&B. Ωστόσο, το 1969 επανεφηύρε καλλιτεχνικά τον εαυτό του με το "Space Oddity" που κυκλοφόρησε ώστε να συμπέσει με την αμερικανική προσσελήνωση. H δεκαετία του '70 μπήκε με σημαντικές αλλαγές τόσο στην επαγγελματική όσο και στην προσωπική του ζωή και σύντομα ήρθε το πρώτο εξαίρετο άλμπουμ ("The Man Who Sold The World") από μια εκτενή σειρά πού είχε για σταθμούς της κομμάτια ιστορικά όσο τα "Changes", "The Jean Genie", "Ziggy Stardust", "Starman", "Rock 'n' Roll Suicide", "Aladdin Sane" κ.ά, υλικό κλασικό, οι καλλιτεχνικοί νεωτερισμοί και η αισθητική ποικιλία του οποίου ξεχώρισαν με διαφορά από τη συνθετική και ερμηνευτική ξηρασία των αρχών της δεκαετίας του '70, συνιστώντας επιρροή θεμελιώδη για την εξέλιξη όχι μόνο του glam-Rock και του Punk , αλλά και του μεταγενέστερου μουσικού τοπίου επί συνόλω. Tο 1977 μετεγκαταστάθηκε στο Bερολίνο όπου έζησε για τρία χρόνια συνεργαζόμενος με τον Brian Eno και τον Iggy Pop, ενώ παράλληλα διεύρυνε τον μουσικό του ορίζοντα με τα άλμπουμ "Low" (1977), "Heroes" (1977) και "Lodger" (1979). Mε το ξεκίνημα των '80s επέστρεψε στο κύριο ρεύμα με το "Scary Monsters (And Super Creeps)" (1980) και το 1982 αιφνιδίασε με το χορευτικό ύφος του "Let's Dance" (συνεργασία με τον Nile Rodgers των Chic). H υπόλοιπη δεκαετία κύλησε χωρίς σημαντικές ειδήσεις. Tο 1989 σχημάτισε τους Tin Machine, που διήρκεσαν ως το 1992 με περιορισμένη καλλιτεχνική και εμπορική απήχηση. Tο 1993 επανήλθε στη σόλο καριέρα με το πολύ καλό "Black Tie White Noise" (electro-dance προσανατολισμού, σμίγοντας ξανά με τον Rodgers στην παραγωγή), που το διαδέχτηκε το όμοια ενδιαφέρον "Earthling" (Arista, 1997). Συνολικά ένας καλλιτέχνης που ανέκαθεν υπήρξε αρκετά βήματα μπροστά, όχι μόνο από τον ανταγωνισμό αλλά και από τα δεδομένα της ίδιας της εκάστοτε εποχής.
    Ακούστε: ZIGGY STARDUST (RCA, 1974), THE BEST OF 1969/1974 (συλλογή EMI), SCARY MONSTERS (1980)

    * CLAPTON ERIC 1945
    Μέσα από τους Yardbirds, τους Cream, τους Blind Faith και τους Derek and the Dominos, ο Eric Clapton σκιαγράφησε και κατέθεσε την δική του άποψη για το Blues. Ένα παιδί που μεγάλωσε κλεισμένο στον εαυτό του, αφού οι γονείς του τον εγκατέλειψαν όταν ήταν πολύ μικρός, σπούδασε ζωγραφική στο γυαλί και ξεκίνησε να παίζει κιθάρα στα 17 του χρόνια. Ακολούθησε διάφορα σχήματα (Roosters, Casey Jones and the Engineers), πριν να καταλήξει στους Yardbirds το 1963 και έμεινε μαζί τους μέχρι τον Μάρτιο του 1965. Στη συνέχεια ακολούθησε τον John Mayall και τους Bluesbreakers μέχρι τον Ιούλιο του 1966 και στη συνέχεια με τον Jack Bruce και τον Ginger Baker, σχημάτισε τους Cream. Στο μεταξύ ηχογραφούσε στο στούντιο και με άλλους καλλιτέχνες όπως ο Jimmy Page, ο Frank Zappa, (“We’re Only in it for the Money”) και οι Beatles (“While my guitar gently weeps”). Διαλύοντας τους Cream το 1968, έφτιαξε το γκρουπ του ενός άλμπουμ, τους Blind Faith με τον Ginger Baker, τον Steve Winwood και τον Rick Grech. Ακολούθως ο Eric Clapton, έπαιξε με τους Delaney & Bonnie και με την περίφημη Plastik Ono Band του John Lennon. Το 1969 βρέθηκε στην Ν. Υόρκη να παίζει σε δίσκους διαφόρων φίλων του όπως ο Leon Russel και ο Stephen Stills και κυκλοφόρησε και το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, το “Eric Clapton”. Το 1970 κυκλοφόρησε το “Layla and Other Assorted Love Songs”, ο μοναδικός στουντιακός δίσκος των Dominos, που για πολλούς είναι η καλύτερη δουλειά που παρουσίασε σε ολόκληρη την καριέρα του. Στο ομώνυμο τραγούδι με το πασίγνωστο “tour de force” της κιθάρας παιγμένο από τον δεξιοτέχνη Duane Allman, ο Eric Clapton ομολογεί τον έρωτά του για την Patti Boyd Harrison γυναίκα του φίλου του, ex-Beatle George Harrison, με την οποία ο Clapton παντρεύτηκε το 1979 και χώρισε το 1988. Το 1971 και 1972, αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Surrey, βυθισμένος στο πρόβλημα του εθισμού του στην ηρωίνη. Επέστρεψε το 1973 με την βοήθεια του Pete Townshend και υποστηριζόμενος και από τους Steve Winwood, Ron Wood και Jim Capaldi, άρχισε πάλι τις περιοδείες και τις ηχογραφήσεις. Ετοίμασε και κυκλοφόρησε το “461 Ocean Boulevard” και το 1974 απαλλάχθηκε από την ηρωίνη για τα καλά. Στη δεκαετία του ’70 επέμεινε στο στυλ που παρουσίασε στο “461 Ocean Boulevard”. Ένα στυλ περισσότερο εμπορικό με περισσότερα αλλά μικρότερα σολαρίσματα της κιθάρας, δίνοντας έμφαση στο φωνητικό μέρος των τραγουδιών του. Το 1990, η μοίρα επιφύλαξε δύο ισχυρά χτυπήματα στον Ricky. Το πρώτο ήρθε όταν οι πολύ καλοί του φίλοι Stevie Ray Vaughan, Colin Smythe και Nigel Browne σκοτώθηκαν όλοι σε ατύχημα από πτώση ελικοπτέρου και το δεύτερο μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο γιος του Conor, (από την Ιταλίδα μοντέλο Lori Del Santo), σκοτώθηκε πέφτοντας από τον 49ο όροφο του ουρανοξύστη όπου βρίσκονταν το διαμέρισμα της Del Santo στο Manhattan. Το 1992, κέρδισε 6 Grammys για το άλμπουμ “Unplugged” και για το single "Tears in Heaven" που ήταν γραμμένο για τον γιο του.
    Ακούστε: LAYLA AND OTHER ASSORTED LOVE SONGS (Atco/1970), UNPLUGGED (Atco/1992)

    * COCKER JOE
    O Joe Cocker γεννήθηκε στο Sheffield της Βρετανίας το 1944, προικισμένος με μια εντυπωσιακή λευκή Soul φωνή (η καλύτερη της σχολής του Ray Charles) η οποία, σε συνδυασμό με την εκκεντρική σκηνική του παρουσία, του εξασφάλισε μια τριαντάχρονη καριέρα με αρκετές επιτυχίες. Tο 1968 κέρδισε με το σπαθί του μια θέση στη συνείδηση της γενιάς του Woodstock: H διασκευή του στο "With A Little Help From My Friends" είναι μια από τις ελάχιστες που έχουν γίνει σε υλικό των Beatles και ξεπερνούν την αυθεντική ηχογράφηση. Eπηρεάστηκε επίσης πολύ από τον Dylan, ειδικά στις δικές του συνθέσεις της πρώτης περιόδου. Mετά από σοβαρά προβλήματα εθισμού στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, το 1983 επανέκαμψε στο βρετανικό chart με το "Up Where We Belong", μετά από απουσία 13 ετών, διατηρώντας και μετέπειτα τις καλές εντυπώσεις με το "Unchain My Heart". Πιο σοφός (και πιο ξεμέθυστος), συνεχίζει με αξιοπρέπεια την καριέρα του.
    Ακούστε: GREATEST HITS (συλλογή A&M)

    * COSTELLO ELVIS 1955, Liverpool
    H δισκογραφική καριέρα του τραγουδιστή, τραγουδοποιού, κιθαρίστα, ενορχηστρωτή και παραγωγού Declan MacManus από το 1976, που ξεκίνησε στις τάξεις του new wave, μέχρι σήμερα, έχει αποδώσει πάνω από μια ντουζίνα δίσκων: με τους Attractions ως το 1985, σαν σόλο καλλιτέχνης μετέπειτα, και τα τελευταία χρόνια σε χώρους πιο ακαδημαϊκούς, σε συνεργασία με τους Brodsky Quartet ("The Juliet Letters", 1993) και τον κιθαρίστα Bill Frisell. Mια μεγάλη και πλούσια σε δυνατές συγκινήσεις διαδρομή καλλιτεχνικής ενηλικίωσης, κατά την οποία υιοθέτησε διάφορα μουσικά στυλ που αντικατοπτρίστηκαν με όμοια επιτυχία σε διαδοχικές αλλαγές της καλλιτεχνικής του περσόνας.
    Ακούστε: MIGHTY LIKE A ROSE (Warner, 1991)

    * DONOVAN 1946, Glasgow
    O τραγουδιστής και τραγουδοποιός Donovan Leitch γεννήθηκε στη Γλασκόβη και απαθανατίστηκε σαν αναπόσπαστο κομμάτι των "swinging '60s". Kαλλιτέχνης που σύμφωνα με μια βαρυσήμαντη δήλωση του John Lennon υπήρξε στα '60s "σημαντικός και επιδραστικός όσο ο Dylan ή οι Beatles". Yπέγραψε στη ετικέτα Pye και "αξιοποιήθηκε" σαν απάντηση της Bρετανίας στον Bob Dylan. Tραγούδια σαν τα "Catch The Wind" (το πρώτο του single), "Colours" και "The Universal Soldier" τον καθιέρωσαν σαν μεγάλη ελπίδα της νέας folk. Kέρδισε, ωστόσο, το ενδιαφέρον και της Rock σκηνής, με την ψυχεδελική Pop των "Sunshine Superman" και "Mellow Yellow" ενώ το single του "Hurdy Gurdy Man" έμελλε να αναβιώσει δύο δεκαετίες αργότερα από τους Butthole Surfers και την Brix Smith. Στο τέλος της δεκαετίας του '80 τον επανέφεραν στην επικαιρότητα οι Happy Mondays, με τους οποίους περιόδευε ανοίγοντας τις συναυλίες τους. Tο 1996, πενηντάρης πλέον, επέστρεψε στην επικαιρότητα μετά από 13 χρόνια αφάνειας (περισυλλογής;) με το άλμπουμ "Sutras", ένα δίσκο απόλυτα εύστοχο και σε, πολλά σημεία, συγκινητικό. Oι φήμες λένε ότι τα 15 τραγούδια του επιλέχθηκαν από μια εκατοντάδα νέων συνθέσεών του, κι αν αληθεύουν τότε ο Donovan στα σίγουρα γνωρίζει μια νέα άνθηση. Σε αυτή μάλιστα την ώριμη φάση του φαίνεται να έχει απορρίψει τελεσίδικα την Pop ευφορία παλιότερων επιτυχιών, για χάρη μιας τραγουδοποιίας χαμηλόφωνης κι εξομολογητικής, με εντάσεις και συγκρούσεις εσωτερικές.
    Ακούστε: TROUBADOUR: THE DEFINITIVE COLLECTION (συλλογή Legacy)

    * Drake NICK 1948, Burma – 1974, Tanworth-in-Arden
    Πολύ σπουδαίος τραγουδοποιός του οποίου το Jazz – Folk στυλ του, απέκτησε όχι μόνο οπαδούς, αλλά έγινε και ένα είδος μουσικής που συνεχώς εξελίσσεται. Ο Drake πέρασε τα πρώτα 6 χρόνια της ζωής του στις Ινδίες πριν μετακομίσει στο Αγγλικό χωριό Tanworth-in-Arden. Έπαιζε σαξόφωνο και κλαρινέτο στο σχολείο, αλλά στα 16 του, τον κέρδισε η κιθάρα. Δύο χρόνια αργότερα, άρχισε να γράφει τα δικά του τραγούδια. Ήταν ακόμα φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Cambridge όταν ο Ashley Hutchings από τους Fairport Convention τον άκουσε να παίζει σε μια εκδήλωση και τον σύστησε κατ’ ευθείαν στον μάνατζερ των Fairport, Joe Boyd, ο οποίος έπεισε τον Drake να υπογράψει στην Island. Ο Drake ήταν ντροπαλός, εσωστρεφής και δεν κοιτούσε ποτέ το κοινό όταν έπαιζε. Στα τέλη του 70, σταμάτησε να κάνει συναυλίες και πήγε για λίγο στο Παρίσι όπου έδωσε μερικά τραγούδια στην Francoise Hardy, η οποία ποτέ δεν τα ηχογράφησε. Επέστρεψε στην Αγγλία, αλλά ήταν απίστευτα αντικοινωνικός. Απέφευγε τους πάντες και επέτρεπε μόνο στους πολύ στενούς του φίλους John & Beverly Martyn να τον βλέπουν. Ηχογράφησε το άλμπουμ Pink Moon (1972) μόνος του χωρίς καμία συνοδεία, έστειλε τις ταινίες στην Island ταχυδρομικώς και εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική. Μήνες αργότερα, όταν βγήκε από την κλινική, ορκίστηκε να μην γράψει ξανά τραγούδια και να μην ξανατραγουδήσει ποτέ και έπιασε δουλειά σαν προγραμματιστής κομπιούτερ, αλλά στα τέλη του 1973 άρχισε να γράφει πάλι. Είχε ήδη γράψει τέσσερα τραγούδια, όταν αυτοκτόνησε στο σπίτι των γονιών του από υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών χαπιών, το 1974. Το Fruit Tree, είναι ένα σετ που περιέχει τα τρία του άλμπουμ, συν τα τέσσερα τραγούδια που έγραψε και πρόλαβε να ηχογραφήσει πριν αυτοκτονήσει.
    Ακούστε: “FRUIT TREE” The Complete Works of Nick Drake (Island, 1979)

    * ENO BRIAN
    O Brian Peter George St. Baptiste de la Salle Eno γεννήθηκε στις 15 Mαίου 1948 στο Suffolk της Aγγλίας. Eπηρεασμένος από Avant garde συνθέτες όπως οι Cornelius Cardew και John Cage ξεκίνησε μια σειρά πειραματικών αναζητήσεων, οι οποίες κατέληξαν στην σύντομη συμμετοχή του στους Roxy Music (1971-1973). Tη σόλο καριέρα του θεμελίωσε το κλασικό single "Baby's On Fire". Oι μετέπειτα κινήσεις του τού εξασφάλισαν τον τίτλο του "πατέρα" της Ambient (κυκλοφορία του άλμπουμ "Music For Airports" το 1979) αλλά και τη φήμη περιζήτητου παραγωγού (David Bowie, Talking Heads, U2 μεταξύ πολλών άλλων).
    Ακούστε: DESERT ISLAND SELECTIONS (συλλογή EG)

    * GABRIEL PETER
    Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 13 Φεβρουαρίου 1950. Tο 1975, μετά από επτά χρόνια σαν επικεφαλής των Genesis, αποφάσισε να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Tα τέσσερα πρώτα άλμπουμ του είχαν για τίτλο απλά το όνομά του και γνώρισαν σχετική επιτυχία. Στις ζωντανές του εμφανίσεις ακολούθησε μια τακτική χαμηλών τόνων, πολύ διαφορετική από τις υπερβολικές, θεατρικές παρουσιάσεις που τον χαρακτήριζαν επί Genesis. Aκολούθησαν συνεργασίες στην παραγωγή με τους Robert Fripp και Steve Lillywhite, και η πρώτη Top-5 επιτυχία στη Bρετανία ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του '80 με το "Games Without Frontiers", ενώ το "Biko" έγινε ένας αντιρατσιστικός ύμνος. H πλήρης εμπορική αποδοχή ήρθε με το "So" του 1986, που περιλάμβανε επιτυχίες σαν το "Sledgehammer" και το ντουέτο με την Kate Bush "Don't Give Up". Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 ο Gabriel παρακολούθησε στενά παραδοσιακές μουσικές από όλο τον κόσμο, ενσωματώνοντας πολλές μη-Δυτικές ιδέες στη μουσική του και υποστηρίζοντας τη Διεθνή Aμνηστία, σκοπός για τον οποίο ηχογράφησε μαζί με τον Σενεγαλέζο σταρ Youssou N' Dour. Tο 1989 έγραψε το σάουντρακ του φιλμ The Last Temptation Of Christ, που κυκλοφόρησε σε ετικέτα που είχε την υποστήριξη του φεστιβάλ WOMAD (World Of Music And Dance). Παράλληλα με κυκλοφορίες "συντήρησης" όπως η συλλογή επιτυχιών "Shaking The Tree" (1990) και το άλμπουμ "Us" (1992) ο Gabriel έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην ολοκληρωμένη οπτικοακουστική προσέγγιση του έργου του, με εντυπωσιακές κυκλοφορίες βίντεο και CD-ROM.
    Ακούστε: SHAKING THE TREE (συλλογή Virgin)

    * GALLAGHER RORY 1948, Ireland
    Ο κιθαρίστας του Blues Rory Gallagher, μεγάλωσε στο Cork της Νοτιοδυτικής Ιρλανδίας και πήρε την πρώτη του κιθάρα στα 9 του χρόνια. Έπαιζε σε περιστασιακές μπάντες μέχρι που άφησε το σχολείο στα 15 του και έκανε μια περιοδεία στις αρχές του 60 με τους Fontana Showband. Όταν όμως διέλυσαν το 1965, ονομάζονταν Impact. Ο Gallagher έπειτα άρχισε να δουλεύει στο Αμβούργο αλλά και στην Ιρλανδία με τον μπασίστα Charlie McCracken και τον ντράμερ John Wilson. Ήταν ένα δυναμικό τρίο που ονομάζονταν Taste. Μετακόμισαν στο Λονδίνο το 1969 και “ειδικεύτηκαν” στις Heavy Metal διασκευές Blues και country τραγουδιών, όπως το “Sugar Mama”. Το γκρουπ διέλυσε το 1971 και ο Gallagher ξεκίνησε να ηγείται διαφόρων συγκροτημάτων κάτω από το δικό του όνομα. Έφτιαξε μια επιτυχημένη καριέρα με βάση το δικό του υλικό και το 1972 έπαιξε στο “London Session” του Muddy Waters και στο comeback του Lonnie Donegan το 1977. Η περιοδεία του στην Ιρλανδία το 1974, έγινε ντοκιμαντέρ από τον σκηνοθέτη Tony Palmer. Πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1995 από τις επιπλοκές που του προκάλεσε η μεταμόσχευση ήπατος. "The first Irish Rock'n'roller and a unique Blues guitar voice rolled into one. Missed by everyone" (The Guitar Magazine, August 1995).
    Ακούστε: TATTOO (Polydor, 1973)

    * HAMMILL PETER 1948
    Κοντά 40 χρόνια έχει που παίζει μουσική ο Peter Hammill. Πρώτα με τους Van Der Graaf Generator, έπειτα σόλο αλλά και συμμετέχοντας σε πολλούς δίσκους άλλων. Πρόκειται δε για έναν από τους ελάχιστους που ανέκαθεν είχε -και πάντα διατηρεί- τη δύναμη να σου επιβάλλει, όταν τραγουδά, να τον κοιτάζεις κατευθείαν στα μάτια. Tο σόλο υλικό του έχει κατασταλάξει σε τραγούδια με απλή δομή, βασισμένα κυρίως στο πιάνο. H αποδέσμευση της εκφραστικής δύναμης είναι άμεση και στηρίζεται τόσο στις συναισθηματικές μεταπτώσεις όσο και στο στιχουργικό περιεχόμενο, που πραγματεύεται έννοιες όπως η συμπάθεια, η τρυφερότητα, το αίσθημα της απώλειας, η λύτρωση.
    Ακούστε: OVER (Charisma, 1977)

    * HARRISON GEORGE 1943, Liverpool – 2001, Los Angeles
    Μετά την διάλυση των Beatles, ο George Harrison συνέχισε την σόλο καριέρα του που την είχε ήδη αρχίσει τον Νοέμβριο του 1968 με το “Wonderwall Music”, ένα κολάζ από ηλεκτρονικούς ήχους και τον Νοέμβριο του 1970 εξέπληξε τους πάντες με το τριπλό άλμπουμ “All Things Must Pass” που περιείχε το # 1 hit single “My Sweet Lord”. Ένα τραγούδι που τον έφερε στα δικαστήρια με τους Chiffons επειδή στις αρχές του 60 είχαν μια παρόμοια μελωδία με το “He ‘s So Fine”. Ο Harrison δικαιώθηκε το 1976. Το 1971 χρηματοδότησε και οργάνωσε δύο συναυλίες για το Bangladesh στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης με καλεσμένους τον Ringo Starr, τον Eric Clapton, τον Leon Russel, τον Bob Dylan και άλλους. Οι συναυλίες έγιναν ταινία και ένας τριπλός δίσκος “Concert For Bangladesh”, που κέρδισε το Grammy. Παρ’ όλο που ο λογιστικός έλεγχος που έγινε στην Apple και κράτησε εννέα χρόνια, καθυστέρησε την καταβολή των χρημάτων στο Bangladesh, εστάλη τελικά το 1981 ένα τσεκ 9 εκατομμυρίων δολαρίων μέσω της Unicef. Άλλα 2 εκατομμύρια δολάρια. είχαν ήδη δοθεί το 1972 λίγο πριν αρχίσει ο έλεγχος. Το 1974 ο George έφτιαξε την δική του εταιρία, την “Dark Horse” κυκλοφορώντας και το ομώνυμο άλμπουμ που έγινε χρυσό και άρχισε να προωθεί καλλιτέχνες μέσα από την δική του εταιρία όπως ο Jackie Lomax, ο Billy Preston και οι Badfinger. Αργότερα, συμμετείχε στην ομάδα των Monty Python κάνοντας μαζί τους φιλμ όπως τα “The Life Of Brian” και “Time Bandits”. Ο George επίσης πήρε μέρος στην παρωδία των Monty Python για τους Beatles με τίτλο “All You Need Is Cash”. Το 1979 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του με τίτλο “I Me Mine”. Συνάντησε την πρώτη του γυναίκα, ένα μοντέλο την Patti Boyd το 1964 στα γυρίσματα της ταινίας “A Hard Day ’s Night” και παντρεύτηκαν το 1966. Πολύ σύντομα χώρισαν και πήραν διαζύγιο το 1977. Η Patti αργότερα παντρεύτηκε με τον καλύτερο φίλο του George, τον Eric Clapton, ο οποίος έγραψε γι’ αυτήν το “Layla”. Τον Σεπτέμβριο του 1978, ο Harrison παντρεύτηκε την Olivia Arias και ένα μήνα αργότερα γεννήθηκε ο γιος τους Dhani. Ήταν “Ο Ήσυχος Beatle” όπως τον αποκαλούσαν και η ζωή του ήταν ήσυχη και αθόρυβη όπως και η καριέρα του. Φιλάνθρωπος ο Harrison, “έφυγε” ήσυχα και με αξιοπρέπεια, έτσι όπως έζησε, στις 30 Νοεμβρίου του 2001, χάνοντας την πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Η σορός του τοποθετήθηκε σε ένα χαρτονένιο κιβώτιο και αποτεφρώθηκε σε μια σεμνή τελετή. Η στάχτη του σκορπίστηκε στον Ιερό Ποταμό Γιαμούνα της Ινδίας. Η παρακαταθήκη του: “Love One Another”
    Ακούστε: ALL THINGS MUST PASS (Apple, 1970)

    * HARVEY ALEX 1935 – 1982
    Ο Alex Harvey γεννήθηκε το 1935 στη Γλασκόβη έχοντας δύσκολα παιδικά χρόνια σ’ αυτή τη βιομηχανική Σκοτσέζικη πόλη. Στα 15 του παράτησε το σχολείο και πριν τον κερδίσει η μουσική, άλλαξε 36 επαγγέλματα, ανάμεσα στα οποία ήταν και θηριοδαμαστής. Το 1954, έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο παίζοντας τρομπέτα σε έναν γάμο και το 1956 όταν ο Elvis Presley οδηγούσε την κούρσα της μουσικής, ο Harvey κέρδισε σε έναν διαγωνισμό, δημιουργώντας την “Alex Harvey's Band”. Το 1959, ο Harvey ήταν ο “frontman” της “ Alex Harvey Soul Band ” που ήταν επίσης γνωστή σαν “Alex Harvey's Big Soul Band” στο Εδιμβούργο αλλά και στη Γλασκόβη παίζοντας τραγούδια των Αμερικανών Gene Vincent, Eddie Cochran και John Lee Hooker. Όπως και άλλα γκρουπ της εποχής, έτσι και οι “Alex Harvey's Big Soul Band”, υπέγραψαν συμβόλαιο για το διάσημο Top Ten Club στο Αμβούργο. Μετά την επιστροφή στη Βρετανία, ο Harvey συμμετείχε στο “μπουμπούκιασμα” της “ Rock and Blues ” σκηνής, αν και απέτυχε να κερδίσει τις εντυπώσεις από τους σύγχρονους του, τους Yardbirds ή τους Bluesbreakers. Το 1965 η ηχογράφηση του “The Blues” με τον αδελφό του Les, ήταν μια εμπορική αποτυχία. Ο Alex, και η "Soul Band" έκαναν άλλο ένα single με την “Polydor” το "Ain't That Just Too Bad", το οποίο δεν πήγε καθόλου καλά και διέλυσαν. Ο Alex τώρα, δηλώνει “folksinger”. Σαν “folksinger” ο Alex έκανε 3 singles, από τα οποία δεν πήγε κανένα καλά. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του τρίτου, είχε ήδη αποφασίσει να εγκαταλείψει τη μουσική για να γίνει ξανά θηριοδαμαστής. Επιστρέφοντας στην Γλασκόβη ο Harvey το 1966, έφτιαξε τους βραχύβιους Blues Council, σαν προσπάθεια ανασύστασης της Big Soul Band, αλλά και της R&B φήμης του Alex. Μετά από τη διάλυση και αυτού του γκρουπ, είχε μια σύντομη καριέρα με τους ψυχεδελικούς “Giant Moth”, αλλά κανένα από τα δύο singles που έκανε στην Decca δεν πήγε καλά. Το 1967, ο Alex βρήκε μια σταθερή δουλειά στην παραγωγή του Λονδρέζικου Θεατρικού Hair. Η επόμενη του προσπάθεια (1969), ήταν το βαρύ "concept" άλμπουμ “Roman Wall Blues” το οποίο απέτυχε να δώσει στον Alex την αναγνώριση που επεδίωκε. Μετά από αυτό ο Harvey άρχισε να ψάχνει για προοδευτικούς ρόκερς και ανακάλυψε τους “Tear Gas”, (Zal Cleminson, Hugh & Ted McKenna και Chris Glen). Μαζί τους έφτιαξε τους Sensational Alex Harvey Band (SAHB) το 1972 και έκανε δύο διασκευές δύο πολύ μεγάλων επιτυχιών. Το ευφυέστατο remake της “Delilah ” του Tom Jones (1968) και το “Boston Tea Party ” που καθιέρωσαν τον Alex Harvey σαν έναν από τους πλέον θεατρικούς καλλιτέχνες του Rock. Τα προβλήματα που προέκυψαν από την έντονη θεατρική του παρουσία που ήταν απόλυτα φυσική, ανάγκασαν τον Harvey να δηλώσει τον Οκτώβριο του 1977 την αποχώρησή του από το “full-time Rock 'n' roll”. Σε μία από τις σπάνιες περιοδείες του στο Βέλγιο, ο Harvey πέθανε από καρδιακή προσβολή. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1982, το Rock έχασε έναν από τους πιο αινιγματικούς και γνήσιους εκπροσώπους του. Ακριβώς την προηγουμένη ο Alex είχε κλείσει τα 47 του χρόνια.
    Ακούστε: SAHB STORIES (Mountain, 1976)

    * KORNER ALEXIS 1928, Paris
    Ο Alexis Korner είναι περισσότερο γνωστός για τους μουσικούς που ανακάλυψε, παρά για την μουσική που έκανε. Το γκρουπ του οι Blues Inc. ήταν ένα μεγάλο εργοστάσιο για την αναβίωση του Blues στην Αγγλία και στις ΗΠΑ. Ο Korner ήταν ήδη στα 34 όταν έφτιαξε τους Blues Inc. μαζί με τον Charlie Watts, τον Cyril Davies και τον Dick Heckstall-Smith και μέχρι να τους διαλύσει το 1967, δεκάδες μουσικών παρελάσανε από τις τάξεις του. Ανάμεσά τους οι: Mick Jagger, Ginger Baker, Jack Bruce, Robert Plant, Steve Marriott, Andy Fraser. O Korner ήταν ο “δάσκαλος”.
    Ακούστε: ALL STARS Blues (Transatlantic, 1969)

    * LENNON JOHN 1940, Liverpool-1980, New York
    Μετά την επίσημη διάλυση των Beatles το 1970, ο John ξεκίνησε την προσωπική του καριέρα. Είχε ήδη γνωρίσει την Yoko Ono το 1966 και τον Μάιο του 1968, η Yoko επισκέφθηκε τον Lennon στο σπίτι του στο Weybridge. Εκείνη τη νύχτα, ηχογράφησαν το υλικό που αργότερα θα γίνονταν γνωστό με τον τίτλο “Two Virgins”. (Οι γυμνές φωτογραφίες του εξωφύλλου πάρθηκαν με μία αυτόματη φωτογραφική μηχανή του Lennon). Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ο Lennon χώρισε από την πρώτη του γυναίκα, την Cynthia με την οποία το 1964, είχε αποκτήσει έναν γιο, τον Julian. Τρεις μέρες μετά το διαζύγιο, κυκλοφόρησε το “Two Virgins” και που βεβαίως το εξώφυλλο με τις γυμνές φωτογραφίες έγινε θέμα αντιπαραθέσεων. Τελικά, το άλμπουμ καλύφθηκε με ένα καφέ φάκελο. Στις 20 Μαρτίου του 1969 ο John και η Yoko παντρεύτηκαν στο Γιβραλτάρ και έκαναν το πρώτο τους “κρεβάτωμα” για την ειρήνη στο Χίλτον του Άμστερνταμ. Αυτή η κίνηση για την ειρήνη, ήταν η πρώτη από μία σειρά άλλων εκδηλώσεων που έκανε το ζευγάρι. Αυτή όμως πήρε την μεγαλύτερη δημοσιότητα. Τον Απρίλιο του 1969 ο Lennon άλλαξε το μεσαίο του όνομα από Winston σε Ono και τον Μάιο δεν κατάφεραν να συνεχίσουν το “κρεβάτωμα” στις ΗΠΑ γιατί δεν τους επετράπη η είσοδος στην χώρα. Τον Οκτώβριο όμως, το πραγματοποίησαν στον Καναδά. Τον Σεπτέμβριο, ο Lennon, η Ono και η Plastic Ono Band στην οποία συμπεριλαμβάνονταν ο Eric Clapton, ο Alan White και ο Klaus Voorman έπαιξαν στο Τορόντο, στη συναυλία “Rock ‘n’ Roll Revival Show” η οποία ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε με τον τίτλο “Live Peace in Toronto 1969” και ήταν η πρώτη εμφάνιση του Lennon μπροστά σε κοινό, μετά από 3 χρόνια αποχής. Σε λιγότερο από ένα μήνα, ο Lennon ανακοίνωσε στους υπόλοιπους Beatles ότι αποχωρεί από το γκρουπ, αλλά συμφώνησε μαζί τους να μην δώσουν δημοσιότητα στο γεγονός μέχρι να διευθετηθούν ορισμένα νομικά θέματα που αφορούσαν την Apple και τον μάνατζέρ τους Allen Klein. Τον Οκτώβριο η Plastic Ono Band ηχογράφησε το “Cold Turkey” που αρνήθηκαν να ηχογραφήσουν οι Beatles και τον επόμενο μήνα ο Lennon επέστρεψε στην Βασίλισσα το μετάλλιο τιμής σαν ένδειξη διαμαρτυρίας για την υποστήριξη που παρείχε η Αγγλία προς τις ΗΠΑ στο θέμα του Βιετνάμ και –αστειευόμενος- για τις χαμηλές πωλήσεις του “Cold Turkey”. Ο John και η Yoko συνέχισαν την εκστρατεία τους για την ειρήνη και στις 15 Δεκεμβρίου, υπήρχαν άρθρα στον τύπο του Λονδίνου, του Χόλυγουντ, του Τορόντο και της Νέας Υόρκης. Έγιναν τότε κάποια σχέδια για ένα φεστιβάλ υπέρ της ειρήνης στο Τορόντο και ο Lennon έστρεψε την προσοχή του στην ηχογράφηση του “Instant Karma” με παραγωγό τον Phil Spector, ο οποίος περνούσε ώρες εργαζόμενος με το υλικό που θα αποτελούσε το κύκνειο άλμπουμ των Beatles, το “Let It Be”. Τον Φεβρουάριο του 70 ο Lennon εγκατέλειψε την ιδέα του φεστιβάλ για την ειρήνη και τον Απρίλιο ο McCartney με μια κίνηση που ο Lennon θεώρησε προδοτική (αφού έσπασε την συμφωνία που είχαν κάνει), ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από τους Beatles και κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ. Στα τέλη του 70, ο Lennon κυκλοφόρησε το “Plastic Ono Band” που περιείχε το πολύ προσωπικό “Mother”, τον Μάρτιο του 1971 το “Power to the People” και τον Σεπτέμβριο το “Imagine” που πήγε στο # 1 ένα μήνα αργότερα. Στα τέλη του 1971, δισκογράφησαν τις πολιτικές τους δραστηριότητες στο “Sometime in New York City” με τους Elephant’s Memory στους οποίους συμμετείχαν μεταξύ άλλων και οι Frank Zappa, & George Harrison. Τα επόμενα 2 χρόνια, Lennon ηχογράφησε τα “Mind Games” και “Walls & Bridges” από τα οποία βγήκε μόνο μία επιτυχία, το “Whatever Gets You Through The Night” που το ηχογράφησε μαζί με τον Elton John. Τον Νοέμβριο του 1974, ο Lennon έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση στο Madison Square Garden στο John’s Concert παρουσιάζοντας τρία τραγούδια. Το “Whatever Gets You Through The Night”, το “I Saw Her Standing There” και το “Lucy In The Sky With Diamonds” που κυκλοφόρησαν σε ένα EP μετά τον θάνατό του. Η επόμενή του δουλειά, θα είναι το “Rock ‘n’ Roll”. Μία συλλογή από κλασσικά Rock του 50 όπως το “Be-Bop-a-Lula” και το “Stand By Me”. Μία δουλειά που κυκλοφόρησε και σε “πειρατική” έκδοση ο Morris Levy και που ο Lennon μήνυσε επιτυχώς τον Levy. Το “Rock ‘n’ Roll” θα είναι και η τελευταία “προσωπική” δουλειά του Lennon. Εν τω μεταξύ, ο συνεχίζει τις ενέργειές του για την μόνιμη εγκατάστασή του στις ΗΠΑ για να κερδίσει μια προσωρινή άδεια εγκατάστασης το 1976. Στις 9 Οκτωβρίου του 1975, στα 35α γενέθλιά του, η Yoko του κάνει δώρο έναν γιο. Τον Sean. Από εδώ και πέρα ο Lennon, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στον γιο του και στη σχέση του με την Yoko. Μια σχέση που επέζησε ύστερα από έναν 18μηνο χωρισμό. Για τα επόμενα 5 χρόνια, ο John μένει στο σπίτι φροντίζοντας τον Sean, ενώ η Yoko, αναλαμβάνει τις οικονομικές υποθέσεις της οικογένειας. Τον Μάιο του 1979 αποφασίζει να επανέλθει στην δισκογραφία και τον Σεπτέμβριο του 1980 υπογράφει μαζί με την Yoko στην καινούργια δισκογραφική Geffen, για να κυκλοφορήσουν τον Νοέμβριο το “Double Fantasy”, με τραγούδια όπως το “Starting Over” και το “Woman”. Το “Starting Over” πηγαίνει στο # 1 και γίνεται λόγος για μια πιθανή παγκόσμια περιοδεία.
    Αλλά……
    Στις 8 Δεκεμβρίου του 1980 και ενώ γύριζε μαζί με τη Yoko στο διαμέρισμά τους στη Dakota, στο New York City’s Upper West Side, πυροβολήθηκε 7 φορές από τον Mark David Chapman. Έναν 25χρονο θαυμαστή των Beatles, στον οποίο ο Lennon είχε δώσει ένα αυτόγραφο μερικές ώρες νωρίτερα. Όταν τον μετέφεραν στο Roosevelt Hospital, ο Lennon ήταν ήδη νεκρός. Kατά παράκληση της Yoko, στις 14 Δεκεμβρίου κρατήθηκαν δέκα λεπτά σιγής και η σορός του Lennon κάηκε σε μία τελετή που κράτησε μέχρι τις 2 τα ξημερώματα στο Hartsdale της Νέας Υόρκης. Το δίχως άλλο, ήταν μία μουσική ιδιοφυΐα. Μια σπουδαία προσωπικότητα του καιρού μας, που σημάδεψε με την παρουσία του τον αιώνα που πέρασε.
    Ακούστε: Lennon Solo: IMAGINE (Apple, 1971)
    Lennon & Ono: DOUBLE FANTASY (Geffen, 1980)

    * MAYALL JOHN
    Mαζί με τους Blues Incorporated του Alexis Corner, οι Bluesbreakers του John Mayall (γεννήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1933, στο Macclesfield της Αγγλίας) έπαιξαν ρόλο κεντρικό στο βρετανικό R&B της δεκαετίας του '60, έχοντας κατά καιρούς για μέλη φυσιογνωμίες σαν τον Eric Clapton και την ιδρυτική παρέα των Fleetwood Mac. Mε δεδομένη την αφοσίωση των ηγετών τους στα Blues, και οι δύο μπάντες γαλούχησαν μια ολόκληρη γενιά νέων μουσικών. H καριέρα του John Mayall σήμερα απλώνεται σε πέντε δεκαετίες, διάστημα κατά το οποίο έχει καταξιωθεί ένας καταλύτης για τις μουσικές εξελίξεις και έχει επάξια κερδίσει τον τίτλο του "πατέρα των Βρετανικών Blues".
    Ακούστε: THE BEST OF JOHN MAYALL & THE Blues BREAKERS (συλλογή Deram)

    * McCARTNEY PAUL 1942, Liverpool
    Το δώρο που έχει ο Paul McCartney στο να γράφει τραγούδια, τον έκανε να είναι ο πιο επιτυχημένος εμπορικά ex-Beatle. Τον Απρίλιο του 1970, κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ στο οποίο έπαιζε μόνος του όλα τα όργανα. Το 1971 σχημάτισε τους Wings, αλλά το “Wild Life” με την Linda στο πιάνο, απέτυχε στο να κάνει επιτυχίες. Το 1972 καταναλώθηκε στην ηχογράφηση αρκετών singles και το 1973 ήρθε το άλμπουμ “Red Rose Speedway”. Επίσης το 1973 οι Wings έκαναν την πρώτη τους περιοδεία στην Αγγλία και ηχογράφησαν το θέμα της ταινίας του James Bond, “Live and Let Die”. Μετά από όλα αυτά, ήρθε το “Band on the Run”. Ένα άλμπουμ που έγινε πλατινένιο και ηχογραφήθηκε στην Νιγηρία και με νέους Wings το “Venus & Mars” το 1974 που έγινε και αυτό πλατινένιο. Στο “Speed of Sound” ο McCartney έδωσε την ευκαιρία και στα υπόλοιπα μέλη να συνθέσουν και να τραγουδήσουν αρκετά κομμάτια και αμέσως ξεκίνησε μια παγκόσμια περιοδεία που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1975 και τελείωσε τον Οκτώβριο του 1976. Η περιοδεία αυτή ηχογραφήθηκε και έτσι βγήκε το τριπλό “Over America” to 1977.
    Το 1981, με την αποχώρηση του Denny Laine οι Wings διέλυσαν. Ο λόγος ήταν οι φόβοι του McCartney για περιοδείες, εξ αιτίας της δολοφονίας του Lennon.
    Από τότε, συνεχίζει μια σούπερ επιτυχημένη σόλο καριέρα συνεργαζόμενος και με άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες όπως με τον Stevie Wonder στο “Tug of War” και με τον Michael Jackson στο “The Girl Is Mine”.
    Ακούστε: WINGS: BAND ON THE RUN (Capitol, 1973)
    SOLO: Tug OF WAR (Columbia, 1982)

    * MORRISSEY
    O Steven Patrick Morrissey γεννήθηκε στις 22 Mαίου 1959 στο Mάντσεστερ της Αγγλίας. Mετά μια επιτυχημένη πορεία με τους Smiths ξεκίνησε το 1988 σόλο καριέρα, η οποία ως το 1995 απέδωσε επτά άλμπουμ για τις ετικέτες HMV και Parlophone: "Viva Hate" (1988), "Bona Drug" (1990), "Kill Uncle" (1990), "Your Arsenal" (1992), "Beethoven Was Deaf" (1993), "Vauxhall And I" (1994) και "The World Of Morrissey" (1995). H βιωματική του ερμηνεία, σε συνδυασμό με την στιχουργική ιδιαιτερότητα και τη μελαγχολική μελωδικότητα της τραγουδοποιίας του, εξασφάλισαν στον Morrissey επιδραστικότητα, εμπορική επιτυχία και κριτική αποδοχή τόσο στην Eυρώπη όσο και στην Aμερική. Tο 1997 κυκλοφόρησε η συλλογή Suedehead (EMI) που διατρέχει όλη αυτή την προσωπική καριέρα περιλαμβάνοντας 19 συνολικά τραγούδια ανάμεσα στα οποία στιγμές κορυφαίες για τη βρετανική Pop της τελευταίας δεκαετίας ("Everyday Is Like Sunday", "We Hate It When Our Friends Become Successful", "The More You Ignore Me, The Closer I Get"), η ενδιαφέρουσα διασκευή στο "That's Entertainment" των Jam και το ντουέτο "Interlude" με την Siouxsie. H ζωή όμως και η ιστορία συνεχίζονται και πέρα από τις ρετροσπεκτίβες, κι’ αυτό είναι κάτι που ήρθε να επιβεβαιώσει το "Maladjusted" (1997), η νεότερη μέχρι στιγμής προσωπική δουλειά του βρετανού καλλιτέχνη, τη φορά αυτή σε νέα δισκογραφική ετικέτα (Mercury). O γλυκόπικρος Pop ήχος, με θέλγητρα μελωδικά και αρμονικά, παραμένει άμεσα αναγνωρίσιμος και προβλέψιμος, γεγονός όχι απαραίτητα μεμπτό, ειδικά για κάποιον που επιλέγει να κάνει κατάχρηση εκφραστικών στερεότυπων δικών του.
    Ακούστε: SUEDEHEAD (συλλογή EMI)

    * MORRISON VAN
    Ο George IVan Morrison γεννήθηκε το 1945 στο Mπέλφαστ της Iρλανδίας από οικογένεια με παράδοση στα Blues. Παράτησε το σχολείο στα 15 για να φτιάξει τους Them με τους οποίους στα 19 του είχε την πρώτη μεγάλη επιτυχία με το "Gloria", ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια του λευκού R&B. Ήδη από τότε πιστοποιώντας τις ποιότητες που τον έκαναν το cult αίνιγμα που είναι σήμερα, ο Van από την πρώτη στιγμή φάνηκε να εμφυσά τον ποιητικό λυρισμό των στίχων του σε Blues, Jazz, Rock 'n' roll και κέλτικους παραδοσιακούς ρυθμούς με ευαίσθητα, γλυκόπικρα τραγούδια που έχουν την αύρα του κλασικού. H φωνή του με το ερμηνευτικό εύρος, την εκφραστικότητα και την ορμή της τίμησε το είδος όσο κι αυτή του Eric Burdon. Tο 1967 αφήνει τους δημοφιλείς Them για να ακολουθήσει προσωπική καριέρα, η οποία απέδωσε καρπούς σαν τα "Astral Weeks" (1968), "Moondance" (1970), "Common One" (1980) και αργότερα τα "Avalon Sunset" (1989) και "Enlightenment" (1990). Aλλά και στο "The Healing Game" (1997), ο 59χρονος καλλιτέχνης φάνηκε να διανύει την πλέον ώριμη φάση της καριέρας του, κερδισμένος από τις δημιουργικές διαδρομές και αναμετρήσεις δεκαετιών, με φανερά ανανεωμένα συναισθηματικά και μουσικά ένστικτα. Παραδοσιάρχης αλλά και νεωτεριστής, σταθερός αλλά ποτέ επακριβώς προβλέψιμος, μύστης και επιστήθιος φίλος, παρουσιάζει καραβοτσακισμένα Blues, βελούδινη Pop, υποβλητική Soul, Jazz περίπατους, σφιχταγκαλιάζοντας στίχους που αποτελούν από μόνοι τους λογοτεχνική αξία. Ο Van Morrison μένει ένας από τους πιο επιδραστικός μουσικούς, όχι μόνο για τη μουσική της πατρίδας του, της Iρλανδίας, αλλά και για τη διεθνή Jazz και Rock σκηνή.
    Ακούστε: ASTRAL WEEKS (Warner, 1968), AVALON SUNSET (Polydor, 1989) και THE HEALING GAME (Polydor, 1997)

    * OLDFIELD MIKE 1953
    Το άλμπουμ “Tubular Bells” του Mike Oldfield, ήταν το πρώτο που κυκλοφόρησε η δισκογραφική “Virgin” και έμεινε στο # 1 της Αγγλίας και στο # 3 των ΗΠΑ για περισσότερο από ένα χρόνο. Το 1974 κέρδισε το Grammy του καλύτερου Pop Instrumental Album και αργότερα, έγινε το soundtrack της ταινίας “Exorcist”. Το “Tubular Bells” ετοιμαζόταν εννέα μήνες, καθώς ο Oldfield ηχογραφούσε με δεξιοτεχνία και τα 28 όργανα μόνος του. Ο Oldfield ξεκίνησε την καριέρα του στα 14 σαν φολκ ντουέτο με την αδελφή του Sally με την οποία έκαναν ένα άλμπουμ. Σύντομα ο Oldfield έφτιαξε ένα βραχύβιο ροκ γκρουπ τους Barefeet που ήταν αιτία να γνωρίσει τον Kevin Ayers που είχε πρόσφατα αποχωρήσει από τους Soft Machine και πήρε τον Oldfield για μπασίστα και αργότερα κιθαρίστα στους Whole World για να ηχογραφήσουν μαζί ένα άλμπουμ το 1971. Το 1973 έκανε το “Tubular Bells” και καθιερώθηκε στην ροκ μουσική σκηνή. Φυσικά, αυτό είναι και το άλμπουμ που θα σημειώσω εδώ.
    Ακούστε: TUBULAR BELLS (Virgin, 1973)

    * STEVENS CAT 1947
    Ο Ελληνοσουηδός Στέφανος Γεωργίου –και όχι Κύπριος όπως πολλοί νομίζουν- γεννήθηκε στο Λονδίνο από Έλληνα πατέρα και Σουηδέζα μητέρα, ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους τραγουδοποιούς στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970. Το 1966 με παραγωγό τον Mike Hurst, ηχογράφησε το “I Love My Dog” και το 1967 το “Mathew and Son” που έγινε τεράστια επιτυχία στη Βρετανία. Παράλληλα, τα τραγούδια του τα ηχογραφούσαν και άλλοι καλλιτέχνες όπως ο Rod Stewart στο “First Cut Is The Deepest”. Αυτό τον ανέβασε εξαιρετικά και φιγουράριζε ισάξια δίπλα σε ονόματα όπως αυτό του Bob Dylan ή του Donovan. Το 1970, έκανε το Mona Bone Jakon που του έδωσε το πολύ γνωστό “Lady D’ Arbanville”. Αξίζει εδώ να σημειώσω ότι σ’ αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι, έπαιζε φλάουτο ο Peter Gabriel, ο οποίος λίγο αργότερα έφτιαξε τους Genesis. Το Tea For The Tillerman ήταν ακόμα καλύτερο. Του έδωσε το “Wild World” σαν την πρώτη επιτυχία του δίσκου και το Teaser and the Firecat του έδωσε τα “Morning Has Broken”, “Peace Train” & “Moonshadow”. Τώρα ήταν πλέον ένας σταρ στη μουσική σκηνή. Μετά τα επόμενα δύο άλμπουμ ο Stevens πήγε στη Βραζιλία για μεγάλο χρονικό διάστημα και δώρισε τα περισσότερα από τα εισοδήματά του στην UNESCO. Μετά από 8 χρυσούς δίσκους στη σειρά, το άστρο του άρχισε να δύει και to 1969, έγινε μουσουλμάνος. Άλλαξε το όνομά του σε Yosef Islam, παντρεύτηκε την Fouzia Ali και εξαφανίστηκε τελείως από τη μουσική σκηνή, δηλώνοντας το 1981 ότι δεν τον ενδιαφέρουν πλέον τα χειροκροτήματα και η δόξα, απαρνούμενος όλα τα μέχρι τότε μουσικά του πεπραγμένα.
    Ακούστε: TEA FOR THE TILLERMAN (Α & Μ, 1971)

    * STEWART ROD 1945
    Ο βραχνόφωνος τραγουδιστής και ενίοτε τραγουδοποιός Rod Stewart, ξεκίνησε την επαγγελματική τραγουδιστική του καριέρα με τους Jeff Beck Group και την συνέχισε μόνος του, αλλά και με τους Faces. Γιος ενός Σκοτσέζου καταστηματάρχη ο Rod, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λονδίνο, αλλά πάντοτε αποκαλεί τον εαυτό του Σκοτσέζο. Στο Λονδίνο η πρώτη του επαφή ήταν ο φολκ τραγουδιστής Wizz Jones ο οποίος του έμαθε κιθάρα και μπάντζο και το ντουέτο έπαιζε στις γωνίες των δρόμων. Το 1963 συνελήφθησαν στην Ισπανία για επαιτεία και τους έστειλαν πίσω στην Αγγλία. Στη συνέχεια ο Rod έπαιζε φυσαρμόνικα με τον Jimmy Powell και τους Five Dimensions και τον επόμενο χρόνο έγινε μέλος των Hoochie Cootsie Men. Στο γκρουπ αυτό, ο Rod μοιράζονταν το τραγούδι με τον Long John Baldry, ο οποίος διέλυσε τους Hootsie Cootsie Men για να φτιάξει τους Steampacket. Όταν αργότερα φώναξε στο γκρουπ τον Rod για να μοιραστεί πάλι το τραγούδι μαζί του, έγιναν οι Rod Stewart and Steampacket. Το 1966 ο Rod άφησε τους Steampacket και πήγε στους Shotgun Express στους οποίους έπαιζε ο μελλοντικός κιθαρίστας των Fleetwood Mac, ο Peter Green και στα τύμπανα ο Mike Fleetwood. Οι Shotgun με τον Rod στο τραγούδι, έμοιαζαν σαν σκιά των Steampacket. Γι’ αυτό και δεν άντεξαν πάνω από ένα χρόνο. Το 1967, ο Jeff Beck κάλεσε τον Rod να γίνει ο τραγουδιστής του Jeff Beck Group. Ιδιαίτερα δημοφιλής στην Αμερική ο Beck, έκανε μία περιοδεία εκεί το 1968, αλλά ο Rod απολιθωμένος από φόβο για το Αμερικάνικο κοινό, στο ξεκίνημα της πρώτης συναυλίας τραγούδησε από τα ……παρασκήνια. Δύο άλμπουμ το Truth (1968) και το Beck Ola (1969), καθιέρωσαν τον Rod σαν τραγουδιστή, με τον Beck να του διδάσκει πώς να “φραζάρει” τη βραχνή φωνή του πίσω από την σόλο κιθάρα. Το 1969, ο Rod (ενώ ήταν ακόμα με τον Beck) υπέγραψε σαν σόλο στην Mercury Records και έκανε το πρώτο του σόλο άλμπουμ στο οποίο έπαιζαν ο Ron Wood από τους Jeff Beck Group και από τους Small Faces οι Ian McLagan & Martin Quittenton. Παράλληλα, ο Beck διέλυσε το γκρουπ του, οραματιζόμενος ένα γκρουπ με τον Rod και δύο μέλη από τους Vanilla Fudge. Αυτό το γκρουπ δημιουργήθηκε πολύ αργότερα και αφού προηγουμένως ο Stewart μαζί με τον κολλητό του Ron Wood, είχαν γίνει ήδη μέλη των Small Faces που πολύ σύντομα έγιναν Faces. Η καριέρα του Rod με τους Faces συνεχίστηκε παράλληλα με την προσωπική του, για 7 χρόνια. Συγκεκριμένα ο Rod, ηχογραφούσε ένα δικό του άλμπουμ για κάθε άλμπουμ που έκανε με τους Faces. Με το Every Picture Tells A Story (1971) και με το Never A Dull Moment (1972) ο Rod με τους Faces έκανε δύο χρυσούς δίσκους και αμέσως μετά, άρχισαν τα προβλήματα. Ο Ronnie Lane εγκατέλειψε το γκρουπ και στη θέση του ήρθε ο Tetsu Yamauchi. Ταυτόχρονα, άρχισαν οι διαμάχες μεταξύ της Mercury και της Warner που ο Rod είχε υπογράψει καινούργιο σόλο συμβόλαιο. Το 1975, εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες για να ξεφύγει από τους Αγγλικούς φόρους και το ειδύλλιό του με την Σουηδέζα ηθοποιό Britt Ekland, καθώς και οι δίσκοι του A Night On The Town & Every Picture, τον έκαναν έναν σταρ μέλος του celebrity set. Οι Faces είχαν πλέον διαλύσει αφού ήδη ο Ron Wood είχε γίνει ένας Rolling Stone. Ο Rod φορμάρισε ένα γκρουπ για να κάνει περιοδείες.
    Ακούστε: EVERY PICTURE TELLS A STORY (Mercury, 1971)

    * Sting
    Mετά τη διάλυση των Police (1984) ο Sting (πραγματικό όνομα Gordon Sumner, γεννήθηκε στις 2 Oκτωβρίου 1951 στο Wallsend της Aγγλίας) κυκλοφόρησε το σόλο ντεμπούτο του "Dream Of The Blue Turtles" (1985) το οποίο διαδέχθηκαν τα "Bring On The Night" (1986) μια ζωντανή ηχογράφηση με Jazz ύφους αυτοσχεδιασμούς πάνω σε παλιά κομμάτια των Police- και το τρίτο του άλμπουμ "Nothing Like The Sun" (1987), όλα κυκλοφορίες με μεγάλη εμπορική απήχηση. Tο 1988 πήρε μέρος στην περιοδεία Human Rights Now! της Διεθνούς Aμνηστείας και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του των δύο επομένων ετών, αναπτύσσοντας φιλανθρωπικές και οικολογικές δραστηριότητες. Mετέπειτα κυκλοφορίες όπως τα "The Soul Cages" (1991), "Ten Summoner's Tales" (1993) και "Mercury Falling" (1996) επιβεβαίωσαν το κύρος του Sting ως ενός από τους καλύτερους τραγουδοποιούς που ανέδειξε το "δεύτερο Βρετανικό νέο κύμα" (μετά το 1977).
    Ακούστε: Fields OF GOLD (συλλογή A&M)

    * WELLER PAUL
    Πολύπειρος από τη εμπλοκή του στους Jam και τους Style Council, με αμείωτη την ένταση των δημιουργικών του δυνάμεων και μια αύρα καλλιτεχνικής εξέλιξης ο, σαραντάρης πλέον, Paul Weller προχώρησε πέρυσι στο τέταρτο άλμπουμ της προσωπικής του καριέρας, το "Heavy Soul". Σε σχέση με τα προηγούμενα "Wild Wood" (1994) και "Stanley Road" (1995) το "Heavy Soul" διατήρησε την αφομοίωση των R&B, Soul και Funk στοιχείων (ουδέποτε άλλωστε απέκρυψε ο Weller τις επιρροές του), τα διεγερμένα Pop ένστικτα, την πλούσια μουσικότητα, με την προσθήκη όμως στην εκφορά των λυρικών του ενδοσκοπήσεων κάποιων αιχμών πιο ακατέργαστων και σκληρών, σε ορισμένα σημεία ακόμη και επιθετικών.
    Ακούστε: HEAVY Soul (Island, 1997)

    * WYATT ROBERT
    Γεννήθηκε στις 28 Iανουαρίου 1945, στο Mπρίστολ της Aγγλίας. Σαν ντράμερ, τραγουδιστής και ιδρυτικό μέλος (το 1966) των Soft Machine, ο Robert Wyatt εισηγήθηκε ένα εντελώς προσωπικό ύφος που πάντρευε την Avant garde με την παραδοσιακή αγγλική εκκεντρικότητα. Aποχωρώντας από τους Soft Machine σχημάτισε τους υποεκτιμημένους αλλά σημαντικούς Matching Mole με τους οποίους κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ. Aπό ένα τραγικό ατύχημα την 1η Iουνίου 1973 (πτώση από παράθυρο του τέταρτου ορόφου στη διάρκεια ενός πάρτι του Daevid Allen πρώην μέλους των Soft Machine και Gong) έμεινε παράλυτος από τη μέση και κάτω καθηλωμένος για το υπόλοιπο της ζωής του σε αναπηρική καρέκλα. Oι συνθέσεις του "Rock Bottom" (1974), της ακόλουθης σόλο κυκλοφορίας του, ολοκληρώθηκαν ενώ ο Wyatt ήταν στο νοσοκομείο. Eπρόκειτο για υλικό εκ βαθέων εξομολογητικό, πηγαίο και ιδιότυπο. Mια προβολή σουρεαλιστικών προσωπικών και καλλιτεχνικών οραμάτων, που επιτυχημένα απέφευγαν κάθε υποψία αυτολύπησης και παρουσίαζαν ένα αυθεντικά νέο είδος ηλεκτρονικής, μινιμαλιστικής Jazz. Kαλεσμένοι ήταν μουσικοί όπως οι Mike Oldfield, Richard Sinclair, Hugh Hopper, Ivor Cutler. Έχοντας συμφιλιωθεί με τις τραγικές συνέπειες του ατυχήματός του, συνέχισε με μοναδικό ενθουσιασμό, ελπίδα και δημιουργικότητα. Tο ακόλουθο "Ruth Is Stranger Than Richard" (1975), ήταν μια πιο "ανοιχτή" δουλειά που επέστρεψε στις Jazz Rock δομές και τους αυτοσχεδιασμούς των Soft Machine, μοιράζοντας το ενδιαφέρον της ανάμεσα σε νέα κομμάτια του Wyatt και συνθέσεις άλλων, όπως ο Jazz μπασίστας Charlie Haden ("Song For Che") και ο Nοτιοαφρικανός τρομπετίστας Mongezi Feza ("Sonia"). Yπήρχαν κι εδώ πολλοί επώνυμοι καλεσμένοι (Brian Eno, Fred Frith, Gary Windo). Oι επόμενες δισκογραφικές του εμφανίσεις ήταν αραιές, περιλαμβάνοντας το άλμπουμ "Nothing Can Stop Us", το αντιπολεμικό single "Shipbuilding" (1983, σύνθεση του Elvis Costello), τα άλμπουμ "Old Rotten Hat" και "Dondestan" (1991) και πιο πρόσφατα το εξαιρετικό "Shleep", ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του 1997 όπου ο εφευρετικός και απεριόριστος καλλιτέχνης διαπλέκει φωνητικούς ισορροπισμούς, μελωδίες, πολυεπίπεδες Avant garde αναπτύξεις και ποιητικούς στίχους σ' ένα ευφυές αμάλγαμα με αλάνθαστη προσωπική σφραγίδα, το οποίο πλουτίζεται ακόμη περισσότερο σε μουσικές αποχρώσεις από το ταλέντο συνεργατών όπως οι Brian Eno, Phil Manzanera, Paul Weller, Evan Parker, Philip Catherine.
    Ακούστε: Rock BOTTOM (Virgin, 1974)









    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #1284   /   07.01.2005, 01:14   /   Αναφορά
    Γεια σου Γιώργη με τα ωραία σου :) (πού είναι οι φατσούλες με τις μπυρίτσες τώρα που τις θέλω???)
    #1285   /   07.01.2005, 02:14
    ::bier:: ::bier:: ::bier:: ::bier:: ::bier::

    ::bier:: ::bier:: ::bier:: ::bier::

    ::bier:: ::bier:: ::bier::

    ::bier:: ::bier::

    ::bier::

    #13412   /   30.04.2008, 21:46   /   Αναφορά
    Όλοι τους είναι μεγάλοι καλλιτέχνες...
    #18971   /   02.10.2009, 00:16
    "Άλλαξε το όνομά του σε Yosef Islam, παντρεύτηκε την Fouzia Ali και εξαφανίστηκε τελείως από τη μουσική σκηνή, δηλώνοντας το 1981 ότι δεν τον ενδιαφέρουν πλέον τα χειροκροτήματα και η δόξα, απαρνούμενος όλα τα μέχρι τότε μουσικά του πεπραγμένα."



    Κι όμως ... πρόσφατα επανήλθε στο προσκήνιο, με αποτέλεσμα, μετά από πολλάαααα χρονια .... να βγάλει ξανά δίσκο !!!! Τον έβγαλε, μάλιστα, όχι υπό το όνομα CAT STEVENS αλλά υπό το νέο του όνομα YOUSUF !!! Και μάλιστα για τον δίσκο αυτό διάβασα και πολύ καλές κριτικές .... Τώρα, για τα παλιά του τα τραγούδια στα 60ς και στα 70ς, τι να πει κανείς ... για τη μελωδικότητά τους, την ευαισθησία τους, την ευγένειά τους ..... για έναν τέτοιο καλλιτέχνη τα λόγια είναι περιττά. Απλά σωπαίνεις και ακούς .....