Θα σας πω μια ιστορία... Mια ιστορία γραμμένη μέσα σ' ένα ημερολόγιο που έμεινε ατελές, ζωγραφισμένη μέσα σε έναν πίνακα ενός αγνώστου ζωγράφου, κρυμμένη πίσω από τις νότες
της μουσικής, ξεχασμένη μέσα σ' ένα έρημο σπίτι κάπου βαθιά μέσα στο δάσος...
Όλα ξεκίνησαν με έναν καθρεφτη...
Εκείνη κοίταζε το είδωλό της βαθιά μέσα στα μάτια, ένιωθε
πως εκείνο το βράδυ κάτι θα συμβεί, ένιωθε παράξενα. Η πόρτα άνοιξε. Είδε τον άντρα της μέσα
από τον καθρέφτη. Την πλησίασε. Της φόρεσε ένα μενταγιόν και της είπε:
- Φεύγω. Η άμαξα είναι έξω έτοιμη και με περιμένει.
- Θα μου λείψεις. του είπε.Ένιωθε μια βαθιά μελαγχολία κι ένα παράξενο προαίσθημα.
- Θέλω να φοράς αυτό το φυλαχτό που σου έφερα από την Αίγυπτο. Θέλω να το φοράς όσο
υπάρχεις και μ' αγαπάς. Θα προσπαθήσω να γυρίσω το συντομότερο δυνατόν. Να προσέχεις.
Κι έφυγε...Έμεινε μόνη της μέσα στο σπίτι. Όταν άρχισε να δύει ο ήλιος ετοιμάστηκε να πάει
μέσα στο δάσος για να παρακολουθήσει μια μυστικιστική τελετή γιορτινού χαρακτήρα που
γίνονταν κάθε χρόνο. Εκεί ήταν μαζεμένοι πολλοί μάγοι καθώς και μυημένοι μουσικοί και
χορευτές. Εκείνη είχε την πιο τιμητική θέση καθώς ο άντρας της ήταν ο πιό δυνατός μάγος της
χώρας.
Η βραδιά κυλούσε ομαλά . Οι χορευτές χορεύαν ξέφρενα γύρω από μια φωτιά αρχαίους χορούς
ακολουθόντας πιστά τον ρυθμό των τυμπάνων. Όλοι περνούσαν καλά.Μεχρι να έρθει ο ξένος...
Τα όργανα σταμάτησαν να παίζουν , όλοι σώπασαν και τρεις μορφές ξεπρόβαλλαν μέσα στο
πλήθος. Ήταν δύο φύλακες που κρατούσαν έναν άγνωστο άντρα που προσπαθούσε να ξεγλιστρήσει
μέσα από τα γεροδεμένα σώματά τους.
- Τί συμβαίνει ; ρωτησε
- Τον πιάσαμε να παρακολουθεί την τελετή κρυμμένος πίσω από έναν θάμνο.
- Τί θέλεις ξένε ; τον ρώτησε . Όμως όταν είδε τα μάτια του ανατρίχιασε. Τα μάτια του ξύπνησαν
μέσα της τις πιο δυνατές αναμνήσεις.
- Δεν είναι αυτό που νομίζετε. Ένας απλός ταξιδιώτης είμαι και πάω προς την Ανατολή. Στο δρόμο
μου επιτέθηκαν κλέφτες. Πήραν ό,τι είχα και δεν είχα κι απόμεινα μόνος μέσα στο δάσος να ψάχνω
να βρώ κάποιον άνθρωπο. Είδα τη φωτιά , ήρθα προς τα εδώ αλλά δεν ήμουν σίγουρος για το
ποιοί είστε. Δεν είδα σπίτια και υπέθεσα ότι είστε κλέφτες ή πειρατές έτσι δίστασα να πλησιάσω.
Όμως εσυ...
- Φτάνει . τον διέκοψε γιατί ήξερε τι πήγε να πεί. Αφήστε τον . Θα μείνει μαζί μας απόψε.
- Μα αυτό δεν είναι σωστό. διαμαρτυρήθηκε ο κόσμος.
- Μη φοβάστε . Τον ξέρω προσωπικά. Τον συνάντησα όταν ήμουν ακόμη ιέρεια.
Πραγματικά , τον αναγνώρισε από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Όμως έπρεπε να κρατήσει
επιφυλακτική στάση. Ο ξενός δεν ήταν ένας απλός περαστικός απ' τη ζωή της αλλά η ίδια της
τη ζωή. Η πρώτη εφηβική της αγάπη που έμεινε άφθαρτη μέσα στο χρόνο. Ένα μεγάλο της
μυστικό . Οι πιο ξεχωριστές αναμνήσεις της . Τα πρώτα δάκρυα αγάπης.
Δεν μιλήσαν . Δεν είχαν τι να πουν . Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά. Όταν η γιορτή τελείωσε διέταξε
να του στήσουν μία σκηνή έξω από το σπίτι για να μείνει . Η ίδια ανέβηκε στη σοφίτα και βρήκε
το ημερολόγιό της . Άνοιξε στη σελίδα που έγραψε για τελευταία φορά και τη διάβασε :
" Αγαπητό ημερολόγιο, είναι η τελευταία φορά που σου γράφω. Αύριο παντρεύομαι, αύριο όλα
θα είναι διαφορετικά. Τον αγαπάω όμως μια δυνατή φλόγα καίει ακόμα μέσα μου, εκείνη που
δεν λέει να σβήσει με τον χρόνο μα δυναμώνει όλο και πιο πολύ. Τώρα πια τα όνειρα μαράθηκαν
όπως και τα λουλούδια που μου χάρισε όταν τον είδα για τελευταία φορά. Μετά δεν ξαναγύρισε.
Ήμουν γεμάτει ελπίδες πως θα τον ξαναδώ. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι έναν τόσο δυνατός
έρωτας τελειώνει έτσι απλά. Ήξερα πως θα ξανάρθει. Όμως έκανα λάθος. Δεν ξαναήρθε ούτε
θα τον ξαναδώ .Όμως ότι κι αν συμβεί , όπου και να βρίσκομαι , ότι κι αν κάνει εγώ θα τον
αγαπάω ...γιατί εκείνος μου έμαθε ν' αγαπάω...Αντίο"
Δάκρυα κύλισαν στα μάτια της. Πήρε μελάνι και συνέχισε να γράφει:
" Αγαπητό ημερολόγιο. Να που τίποτα δεν τελείωσε μα τώρα αρχίζει. Τελικά η αγάπη μας είναι
μοιραία. Άγνωστες δυνάμεις τον έφεραν εδώ στην άκρη του κόσμου για να με βρεί. Και τώρα που
ήρθε θα φύγουμε μαζί, δεν με νοιάζει που θα πάω αρκεί να είμαι κοντά του."
Άφησε το ημερολόγιο δίπλα στον καθρέφτη. Εβγαλε το φυλαχτό και το ακούμπησε πάνω σε
αυτό. Νόμιζε ότι η συνάντηση ήταν μοιραία. Ο ενθουσιασμός της την τύφλωσε . Δεν σκέφτηκε
πως αυτή η συνάντηση θα μπορούσε να είναι μια μεγάλη δοκιμασία για μια πιο δυνατή αγάπη
που έβλεπε μόνο μέσα από έναν καθρέφτη, μια αγάπη καθαρή που δεν είχε τυφλωθεί από τα
βέλη του έρωτα. Έτσι πήγε κάτω και μπήκε στην σκηνή.
- Με θυμάσαι ; ρώτησε τον ξένο
- Ποτέ δεν σε ξέχασα...
Επειδή η τύχη έχει πολλά πρόσωπα , ο μάγος είχε ξεχάσει ένα σημαντικό φίλτρο κι αυτό τον
ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Σκέφτηκε να φύγει το πρωί αφού είχε βραδιάσει για τα καλά. Μπήκε
στην κάμαρα. Εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Μόνο το μενταγιόν πάνω στο ημερολόγιο. Θυμωμένος
αρπάζει το ημερολόγιο κι αφού διαβάσει τη τελευταία σελίδα συμπληρώνει:
" Τόσα χρόνια αγαπούσα ένα ψέμα. Και θα συνεχίσω ν' αγαπώ το ψέμα της αφού δεν θα υπάρχει
πια " ΄
Άρπαξε ένα μαχαίρι . Έδεσε το φυλαχτό πάνω στη λαβή . Κατέβηκε κάτω. Έσκισε με το μαχαίρι
την σκηνή. Ο ξένος το βαλε στα πόδια . Εκείνος έτρεξε πίσω του. Εκείνη έτρεξε προς αντίθετη
κατεύθυνση .Έτρεξε στη λίμνη. Κάθισε σ' ένα βράχο κι έκλαιγε απαρηγόρητα. Θύμωνε με την
τύχη που έπαιζε μαζί της . Που δεν της επέτρεπε να ναι μαζί με τον ξένο που αγαπούσε τόσα
χρόνια. Κοίταξε το είδωλό της μέσα στη λίμνη και πλάι της ξεπρόβαλλε το είδωλο του μάγου.
Έκανε να γυρίσει μα δεν πρόλαβε , Το μαχαίρι καρφώθηκε πάνω στην καρδιά της και μια πνοή
που βγήκε μέσα απο το κορμί της . Μια πνοή που θύμωσε με τον μάγο και πέταξε δίπλα στον
ξένο. Όμως τον είδε αγκαλιά με μιαν άλλη γυναίκα. Η πνοή ένιωσε προδωμένη όσο δεν είχε νιώσει
ποτέ. Ύστερα πέταξε στον μάγο και τον είδε ακουμπισμένο πάνω στο σώμα της .Είχε πια
ξημερώσει. Ψιχάλιζε. Εκείνος δεν έφευγε από κοντά της. Δεν έτρωγε , δεν μιλούσε, δεν σηκώνονταν
πάνω. Έμεινε κοντά της...Η πνοή κατάλαβε ποια ήταν η αληθινή αγάπη, όμως ήταν πια αργά.
Εκείνος έμεινε δίπλα της ...Για πάντα , ώσπου μια μέρα αποψύχισε στο πλευρό της.
Περάσαν χρόνια, αιώνες, τα σώματά τους τα πήρε η γη όμως το σπίτι ήταν ακόμα εκεί.
Χαμένο μέσα στο πυκνό δάσος. Πέρασαν αιώνες...Άλλαξαν οι άνθρωποι...Ώσπου μια μέρα μία
γυναίκα που πήγε να εξερευνήσει το δάσος έχασε τον δρόμο κι ένας άλλος δρόμος την οδήγισε
στη λίμνη. Κάθισε πάνω στο βράχο για να ξεκουραστεί. Έίδε κάτι γυαλιστερό να αντανακλά τον
ήλιο μέσα από τη πυκνή βλάστηση. Βρήκε το μενταγιόν και το φόρεσε. Άρχισε να βρέχει.
Έπρεπε να βρεί κάπου να κρυφτεί απ' τη βροχή. Ο δρόμος την οδήγησε στο σπίτι. Χωρίς να το
σκεφτεί μπήκε μέσα. Κάθισε και κοιτούσε τη βροχή που δυνάμωνε μέσα από το παράθυρο.
Ξαφνικά άκουσε κάτι . Άκουσε τον ήχο του πιάνου να έρχεται από πάνω. Ακολούθησε τη μουσική
και η μουσική την οδήγησε στη παλιά κάμαρα. Άνοιξε την πόρτα και προς έκπληξη είδε έναν
άντρα να παίζει πιάνο.
- Νόμιζα πως ήσουν είδωλο, μια σκιά ,δημιούργημα της φαντασίας μου και να που τώρα σε
βλέπω ολοζώντανο μπροστά μου. Επιτέλους σε βρήκα! είπε και τον πλησίασε.
- Καλωσήρθες στο σπίτι μας. Βλέπω φοράς ακόμα το φυλαχτό.
" Αγαπητό ημερολόγιο, έμεινε μια κενή σελίδα που ήρθε ώρα να συμπληρώσω. Άργησα λίγο
μα γύρισα . Ότι έχει αρχή έχει κι ένα τέλος ,η δικιά μας ιστορία έμεινε στη μέση και μας έδεσε
εδώ. Το μίσος κι ο θυμός κάπου βαθιά μέσα μας δεν άφηναν τις ψυχές μας να ξανασηναντηθούν.
Τώρα συγχωρέσαμε ο ένας τον άλλον και είμαστε ελεύθεροι να πετάξουμε στον παράδεισσό μας".
Έτσι τελειώνει η ιστορία... Οι "ξένοι" μπαινοβγαίνουν συνέχεια μες τη ζωή μας, οι ξένοι στα
δύσκολα σ' αφήνουν μόνο. Όμως κάπου βαθιά μέσα μας κρύβεται μια "ιέρεια" κι ένας "μάγος"
και μια ιστορία που έμεινε στη μέση.Ας τελειώσουμε λοιπόν την ιστορία...