Μοντέρνο λαϊκό τραγούδι, γυφτοτσιφτετέλι, ροκ-ηλεκτρικό σκυλάδικο, λαϊκό-ποπ, τραγούδι κατ' ευφημισμόν... Οι απόπειρες χαρακτηρισμού του μουσικού ρεύματος που κυριάρχησε στη χώρα μας λίγο πριν εκπνεύσει ο 20ός αιώνας δεν έχουν τελειωμό! Ωστόσο, υπάρχει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ένα διδακτορικό, όπου επιχειρείται η κατάρριψη του ισχυρισμού ότι «τέτοια τραγούδια θέλει ο κόσμος», κι όπου η αισθητική της σύγχρονης διασκέδασης κρίνεται με όρους οικονομικούς και κοινωνιολογικούς.
Η 33χρονη Τίνα Βαρουχάκη, που το υπογράφει, ξαφνιάστηκε αλλά δεν σκόνταψε πάνω στην πανσπερμία των χαρακτηρισμών. Τους αγκάλιασε όλους κάτω από την ομπρέλα «σύγχρονο λαϊκό τραγούδι», εντάσσοντας το -ασαφές μουσικολογικά- είδος στο μαζικό πολιτισμό. Την κουλτούρα δηλαδή που κατασκευάζεται με βιομηχανικό τρόπο για να καταναλωθεί από τις μάζες.
Πτυχιούχος κλασικής κιθάρας η ίδια και κάθε άλλο παρά λάτρης της δουλειάς του Φοίβου ή του Καρβέλα, βάλθηκε να εξευρευνήσει το φαινόμενο από μια απορία που την ταλάνιζε για καιρό: «Πώς ήταν δυνατόν να σιγοψιθυρίζω τα σουξέ τους, ενώ δεν είχα καμιά διάθεση να τ' ακούσω; Πού οφειλόταν όλος αυτός ο βομβαρδισμός;». Η συναισθηματική της φόρτιση δεν πέρασε απαρατήρητη από τους καθηγητές της, το υλικό όμως της διατριβής της είναι διαφωτιστικό.
Επί μία πενταετία η Βαρουχάκη ξεψάχνιζε τ' αρχεία εφημερίδων και περιοδικών, τα στοιχεία με τις πωλήσεις του «Καταλόγου ελληνικής δισκογραφίας 1950-2000» του Πέτρου Δραγουμάνου όπως και τις στρατηγικές προώθησης των τραγουδιών στο ραδιόφωνο από τις δισκογραφικές εταιρείες, παρακολουθώντας έτσι την κυοφορία (1976-1980), τη συγκρότηση (1980-1985), την αυτονόμηση (1985-1990) και την κυριαρχία (1990-2000) του «σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού». Μια εξέλιξη που συνέπεσε με τα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, της ελεύθερης αγοράς, της έκρηξης των ΜΜΕ αλλά και της αύξησης της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων, η οποία στην περίοδο του Χρηματιστηρίου βρισκόταν στο ζενίθ.
«Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80», παρατηρεί η Βαρουχάκη, «η διασκέδαση στα "σκυλάδικα" αντιμετωπιζόταν σαν μια κατακριτέα υπόθεση που αφορούσε μια μειοψηφία ανθρώπων. Σιγά σιγά, όμως, βλέπουμε τα νυχτερινά κέντρα να μεταφέρονται από την Εθνική οδό και τα δυτικά προάστια στο κέντρο της Αθήνας και να μετατρέπονται σε κοσμικές, πολυτελείς πίστες όπου φιλοξενούνται οι φίρμες της κάθε σεζόν. Προς τα τέλη της επόμενης δεκαετίας, καθώς το χάσμα ανάμεσα στην οικονομική και την πνευματική ελίτ έχει διευρυνθεί ακόμα περισσότερο, το περιβάλλον της πίστας αποδεικνύεται ιδεώδης χώρος για επίδειξη πλούτου και προσωπικής προβολής. Και το γλεντζέδικο τραγούδι καταλήγει να γίνει συνώνυμο κοινωνικής καταξίωσης...».
Από τη μεριά της, δεν συμμερίζεται την άποψη ότι το έντεχνο -σε αντιδιαστολή με τα «σουξέ» -είναι συνώνυμο της ποιότητας. «Εχει επικρατήσει και εδώ», λέει, «η λογική της ήσσονος προσπάθειας. Για να καταταχθεί ένα τραγούδι στο έντεχνο, αρκεί να είναι στοιχειωδώς αξιοπρεπές...». Κι όπως επισημαίνει στη διατριβή της, «το στοιχείο που διαφοροποιεί τους "ποιοτικούς" από τους μη "ποιοτικούς" καλλιτέχνες είναι καθαρά ιδεολογικό. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή του καθενός να συνθέσει τραγούδια που ακολουθούν συνταγές εμπορικής επιτυχίας ή να δημιουργήσει ελεύθερα, με την ελπίδα ότι η έμπνευση θα βρει και την ανάλογη ανταπόκριση».
Ελπιζε ν' αποδείξει ότι τα «τυποποιημένα μουσικά ακούσματα, δίχως πρωτοτυπία στη σύνθεση, με τους σεξιστικούς στίχους και με ημερομηνία λήξης» δεν έχουν την απήχηση που τους αποδίδεται. Οτι καθρεφτίζουν δηλαδή το γούστο μιας μειοψηφίας, ικανής να επιβάλλει την αισθητική της και στους άλλους. «Δυστυχώς όμως», παραδέχεται, «η πραγματικότητα είναι διαφορετική». Αν ο Στράτος Διονυσίου κι ο Στέλιος Καζαντζίδης κατόρθωσαν ν' αποκτήσουν χρυσό δίσκο μία δεκαπενταετία μετά την είσοδό τους στη δισκογραφία, η Δέσποινα Βανδή ή ο Γιάννης Πλούταρχος χρειάστηκαν δώδεκα μήνες το πολύ!
«Το συγκριτικό πλεονέκτημα που υπάρχει κυρίως στη δεκαετία του '90 για επίτευξη υψηλών πωλήσεων», γράφει η Βαρουχάκη, «σχετίζεται με το αντίστοιχο πλεονέκτημα στα μέσα και τον σχεδιασμό προώθησης των δισκογραφικών προϊόντων. Τη συγκεκριμένη περίοδο, το 39% των δίσκων που ξεπερνά τις 100.000 αντίτυπα ανήκουν στο "σύγχρονο λαϊκό τραγούδι", το 30% στο έντεχνο και μόλις το 11% στο κλασικό λαϊκό. Από άποψη όγκου δισκογραφίας, οι συνθέτες του εντέχνου υπερέχουν σε σύγκριση με τους συνθέτες των σουξέ. Οι δίσκοι τους, όμως, επιτυγχάνουν κατά κανόνα λιγότερες πωλήσεις». Κι εδώ, ο ρόλος των ΜΜΕ είναι καθοριστικός.
Σ' ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της διατριβής της, η Βαρουχάκη καταθέτει πληροφορίες που της παραχώρησε ο Π. Δραγουμάνος, ως αντιπρόσωπος της Neilsen Music Control στην Ελλάδα, εταιρείας που παρακολουθεί τη συχνότητα με την οποία μεταδίδεται ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο. Πώς προωθείται στα ερτζιανά ένας δίσκος; Είτε με την αποκλειστική μετάδοση ενός ή δύο τραγουδιών από έναν σταθμό -επί δύο συνήθως βδομάδες και για επτά φορές το πολύ ημερησίως- πριν την κυκλοφορία του, είτε με την ταυτόχρονη μετάδοση των τραγουδιών απ' όλους τους σταθμούς παράλληλα με την κυκλοφορία του δίσκου. Η απήχηση δε του κάθε τραγουδιού μετριέται και από τη συχνότητα των μεταδόσεων αλλά και από την ακροαματικότητα του σταθμού.
Δεν καρπώνονται όμως τα ευεργετήματα του air play (είκοσι δηλαδή μεταδόσεις την βδομάδα) όλα τα είδη τραγουδιού. Από το «Σαββόραμα», π.χ. δεν ευεργετήθηκε κανένα, κάτι που δεν συνέβη μ' εκείνα του «Γεια» της Βανδή που είχε κυκλοφορήσει σχεδόν ταυτόχρονα με τον δίσκο του Σαββόπουλου. Διαφορετική μεταχείριση είχαν επίσης δύο δίσκοι του Μίκη Θεοδωράκη: από τη ζωντανή ηχογράφηση του Πάριου «Ο Ερωτικός Θεοδωράκης» οχτώ τραγούδια παίζονταν συνεχώς, αλλά από το «Ενας αιώνας ελληνικό τραγούδι» με τη Μ. Φαραντούρη, ούτε ένα δεν έγινε επιτυχία στο ραδιόφωνο. Ούτε είναι τυχαία η ταυτόχρονη απήχηση της Χ. Αλεξίου και του Γιάννου Πλούταρχου με τα «Ως την άκρη του ουρανού σου» και το «Πάει λίγος καιρός» αντίστοιχα: όλα τα τραγούδια και των δύο δίσκων προωθούνταν ισάξια στους σταθμούς.
Η επιλογή έχει γίνει
Μ' άλλα λόγια, «το κοινό παραπληροφορείται, καθώς καλείται να "επιλέξει" μέσα από ένα ήδη επιλεγμένο ρεπερτόριο επίδοξων σουξέ, και στη συνέχεια καθίσταται και υπόλογο επειδή φαίνεται να ζητάει τετριμμένα προϊόντα!» τονίζει η Βαρουχάκη, ενώ δεν ξεχνά ν' αναφερθεί και στη διαπλοκή ανάμεσα σε συγκεκριμένες δισκογραφικές και σταθμούς, όπως π.χ. της Heaven με τον Αντένα. Μελέτησε στη συνέχεια τι είδους κοινό προσελκύουν οι σταθμοί που έχουν ταυτιστεί με το έντεχνο ή με το σύγχρονο λαϊκό: προς τους πρώτους κατευθύνονται λιγότεροι και μεγαλύτεροι σε ηλικία ακροατές αλλά πιο εύποροι και πιο μορφωμένοι, ενώ στους δεύτερους περισσότεροι, νεότεροι, με χαμηλότερα εισοδήματα.
Επίσης ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση περιεχομένου στην οποία προβαίνει, συγκρίνοντας τις «ψευτοειδήσεις» γύρω από τη ζωή των σταρ της πίστας και τα λεγόμενα των ιδίων σε συνεντεύξεις τους: όσο λαμπερούς, αλαζόνες, πλούσιους και διάσημους τους παρουσιάζει μερίδα του τύπου, τόσο σεμνοί, αυθεντικά λαϊκοί εμφανίζονται εκείνοι με τις δηλώσεις τους. «Γεγονός ωστόσο παραμένει», γράφει η Βαρουχάκη, ότι «μέσα από τα τέτοια δημοσιεύματα προβάλλεται το μήνυμα ότι το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι έχει ευρεία απήχηση, και δημιουργούνται έτσι οι συνθήκες συνέχειας κι ενίσχυσής του». Μια νομιμοποίηση που, προς μεγάλη της απογοήτευση, «έρχεται κι από τα πάνω», όπως λέει, φέρνοντας ως παραδείγματα την τελετή λήξης των Ολυμπιακών, τις συναυλίες υπό την αιγίδα των δήμων ή την «εθνική» στήριξη της Γιουροβίζιον μέσω του Ρουβά ή της Παπαρίζου. Ομως αυτά, ίσως είναι ύλη γι' άλλο διδακτορικό...
Άρθρο της Σταυρούλας Παπασπύρου στο ένθετο 7 της εφημερίδας Ελευθεροτυπία (31/12/2005)
Από τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα που έχω διαβάσει το τελευταίο διάστημα, σ' ευχαριστώ Παναγιώτη.
Quote:
|
Μελέτησε στη συνέχεια τι είδους κοινό προσελκύουν οι σταθμοί που έχουν ταυτιστεί με το έντεχνο ή με το σύγχρονο λαϊκό: προς τους πρώτους κατευθύνονται λιγότεροι και μεγαλύτεροι σε ηλικία ακροατές αλλά πιο εύποροι και πιο μορφωμένοι, ενώ στους δεύτερους περισσότεροι, νεότεροι, με χαμηλότερα εισοδήματα.
|
|
Αυτό πρέπει να το μεταφέρουμε στους φίλους μας: Ακούστε έντεχνο να γίνετε πλούσιοι :)
Όντως από τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα.
Ως προς την ουσία του πράγματος, νομίζω ότι λίγο πολύ αυτά είναι γνωστά σε όσους έχουν στοιχειώδη αντίληψη. Μιλάω για τους περίφημους "κανόνες της αγορά" και τις μεθόδους που ακολουθούν ώστε να πουλάνε άχυρα σε τιμή χρυσού. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι το τελικό συμπέρασμα. Δηλαδή, αυτό που προκύπτει πλέον και με επιστημονική αξιολόγηση είναι ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, αντί να οδηγήσει σε άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου, οδήγησε σε κατακόρυφη πτώση αυτού. Σημεία των καιρών θα πει κάποιος, αλλά εγώ ερωτώ: Πότε επιτέλους θα ξεφουσκώσει αυτή η σαπουνόφουσκα; Καιρός δεν είναι; Κάθε χρόνο λέμε ότι φτάσαμε πάτε και πιο κάτω δεν γίνεται, αλλά όλοι βλέπετε τι γίνεται. Μήπως πίσω από αυτήν την κατάσταση κρύβονται βαθύτερα αίτια; Ειλικρινά θα ήθελα να έχω στα χέρια μου αυτή τη διατριβή και να δω τι προβλέπει για τη συνέχεια. Αν μου επιτρέπετε, μια καλή ιδέα για το ΜΗ θα ήταν μια
συνέντευξη με την κοπέλα αυτή.
Quote:
|
Το μέλος geordan στις 02-01-2006 στις 21:42 έγραψε:
Αν μου επιτρέπετε, μια καλή ιδέα για το ΜΗ θα ήταν μια συνέντευξη με την κοπέλα αυτή.
|
|
Ωραία ιδέα. Αν κάποιος θέλει, μπορεί - εκ μέρους του MusicHeaven - να μιλήσει με την κοπέλα και να το βάλουμε ως
συνέντευξη.