-Ψέμματα,δε θέλω να μου λες ψέμματα! Την έχω ακούσει άπειρες φορές αυτή τη δήλωσή σου και κάθε φορά θέλω να σε ρωτήσω,γιατί όχι,αλλά τη πνίγω την ερώτηση,εφόσον ούτε κι εσύ- υποθέτω -δε θα ξέρεις την ακριβή απάντηση! Σκέφτομαι πως η αλήθεια είναι σταθερά,υποθετική συνάρτηση του χρόνου κατά τον οποίο εκφράζεται,όπως ακριβώς συμβαίνει και με το ψέμμα!
Έστεκε ώρα πολλή ακίνητη και βουβή στη μέση του αμφιθεάτρου. Είχε πετρώσει το βλέμμα της καρφωμένο στο κενό κι ούτε ένα φευγαλέο βλεφάρισμα,μαρτυρούσε τη ζωή πάνω της.Ήταν γυμνή με το δικό της τρόπο,της ευθείας γραμμής,χωρίς καμπύλες, με άγουρα όρθια στήθη με πόδια γυμνασμένα και δάκτυλα κοντυλένια κι αψεγάδιαστα.Τα μαλλιά-μαύρα ερωτικά μαλλιά-έφθαναν ως τη μέση,ως την αρχη των στρογγυλών γλουτών της.
Ήταν επαγγελματίας μοντέλο και καθόλου τυχαία διαλεγμένη,για τη σπουδή σχεδίου, των δευτεροετών της Σχολής.Έριξα ένα βλέμμα χαμηλά,στο σημείο που φυσιολογικά κτυπάνε δυνατά οι φλέβες των ποδιών,σε ορθοστασία.Οι φλέβες μόλις που διακρύνονταν ήρεμες, απαλές γραμμές πάνω στο φίνο δέρμα.Παρατηρούσα ώρα πολύ αυτή τη φιγούρα κι άλλοι γύρω μου, επίσης παρατηρούσαν ενώ τραβούσαν μαύρες - καλά υπολογισμένες γραμμές στα χαρτιά -μπροστά τους.
Ξαφνικά κι ενω η σιωπή πνιγηρή μας τύλιγε,αφήνοντας τον καθένα στην ονειρική του μοναξιά,διέκρινα στο λαιμό και στα χέρια πρώτα ένα δείγμα ρίγγους.Τώρα τα πόδια, πήραν να μελανιάζουν και τα μαλλιά ακολουθούσαν μια πνοή αδιόρατου ανέμου,που τα κυμάτιζε.
-Κρυώνει, σκέφθηκα κι όρμησα πριν το καλοσκεφθώ μ΄ένα μπουφάν,να τη σκεπάσω.
-Κουράσθηκα και κρυώνω μου ψυθήρισε.Την τύλιξα στη ζεστασιά,την αγκάλιασα και τη σήκωσα
βιαστικά στα χέρια.Ένα ζεστό στο κυλικείο κι ύστερα, αποδράσαμε παρέα στη πόλη.
Πήγαμε μαζί στα πάρκα,στο λούνα -πάρκ,στα ηλεκτρονικά ,στο λιμάνι,στην 'Ανω Πόλη
κι ύστρα ,βραδάκι πιά, την κοίμησα νανουρίζοντάς την σα μωρό, στην αγκαλιά μου.
Είχε τελειώσει ο χρόνος της εξέτασης στο σχέδιο.
Πάνω στην έδρα μαζεύονταν τ΄άσπρα φύλλα με τα μαύρα σχέδια πάνω τους.Πολλά κορμιά εφηβικά,όλα με μαύρα μαλλιά κι ένα βλέμμα ακίνητο κι αυστηρό,κάτω απ΄τις καμπύλες των φρυδιών.
Είχα μείνει στο τέλος του τέλους και στο χαρτί μου,είχα σχεδιάσει μιά Ζωή ολόκληρη, ή μάλλον
τη κατάληξη μιάς Ζωής,της Ζωής της! Μιά κουρασμένη κατάμαυρη φιγούρα,μουσκεμένο, λευκό
μαντηλάκι και κλάμα γοερό ,δίπλα στη κάσα του άνδρα της.Μιά γριά!
Έδωσα το μουσκεμένο απ΄τα δάκρυά της, χαρτί μου και καθώς κάθονταν -ντυμένη τώρα- κοντά στον επιτηρητή,-Είδα τη Ζωή σου ως το τέλος της ,της ψηθύρισα!
Χαμογέλασε κι αντάλλαξε βλέμματα με τον άλλον, ενώ μασούσε αναιδώς τη τσίχλα της.
Έμεινα πίσω ανάμεσα στ΄αδεια έδρανα κι άκουσα τα χαχανιτά της, ήχηρά σα γερά χαστούκια ,
καθώς με περιγελούσε φεύγοντας,με το συνοδό της.
Δεν είπα ψέμματα,φώναξα ξωπίσω τους,πίσω απ΄όλους τους άλλους!
-Δεν είπα ψέμματααααααα, μόνο λάθος στο χρόνο , έκανα.
Δέν είπα ψέμμααταααααααααα!
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#17678 / 24.01.2009, 12:01 / Αναφορά Ωραίο το κείμενό σου και με νόημα σ΄αυτά που γράφεις.Μπράβο σου |