Το τάγκο γεννήθηκε, ήκμασε και ακμάζει ακόμη στην περιοχή του Rio De La Plata της Αργεντινής.
Το Tango από τα Ισπανικά, με τον τόνο στην παραλήγουσα (στα Ελληνικά έχει επικρατήσει αλλά τείνει να υποχωρήσει η γραφή ταγκό, από τα Γαλλικά, τελευταία κάποτε γράφεται και τάνγκο ή τανγκό, αλλά αυτό συνιστά υπερδιόρθωση της ορθογραφίας αφου στα Ελληνικά το "γκ" προφέρεται από μόνο του [ŋg]) είναι είδος μουσικής (σε ρυθμό 2/4 ή 4/4) και αντίστοιχου χορού.
Ποίημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Πού να βρίσκονται; ρωτά η ελεγεία
για κείνους που πια δεν υπάρχουν, μαθές,
σα να υπήρχε ένα μέρος όπου το Χθες
είναι το Σήμερα, το Ακόμα ή το Επιπλέον μία.
Πού να βρίσκονται (επαναλαμβάνω) από απάχηδες τόσες γενιές
που πήγαν κι έστησαν μια τρομερή νύχτα
σε σκονισμένους χωματόδρομους ή σε χαμένες γειτονιές
του στιλέτου και της μαγκιάς τη σέχτα;
Πού να βρίσκονται εκείνοι που πέρασαν;
Στην εποποιία ένα επεισόδιο κόμισαν χορηγία
κι ένα θρύλο στο χρόνο. Που δίχως καμία κακία,
όφελος ή ερωτικό πάθος ο ένας τον άλλον μαχαίρωσαν;
Τους ψάχνω μέσα στους θρύλους τους, στην τελευταία
θράκα που, όπως ένα αναπάντεχο τριαντάφυλλο,
κρατάει κάτι από εκείνον τον ψυχωμένο όχλο
στο Κοράλες και στην Μπαλβανέρα την ωραία.
Σε ποια σκοτεινά στενοσόκακα ή τόπο έρμο
του άλλου κόσμου θα κατοικεί η γρανιτένια
η σκιά εκείνου του Μουράνια,
του μαχαιροβγάλτη απ’ το Παλέρμο;
Κι εκείνος ο μόρσιμος Ιμπέρα (που κι οι άγιοι
τον λυπούνται) σ’ ένα γιοφύρι του δρόμου, του Νιάτου,
του αδερφού του, έδωσε χτύπημα θανάτου.
Στα φονικά τον ξεπερνούσε κι έγιναν οι φόνοι πάγιοι.
Μια μυθολογία κοφτερών εγχειριδίων
σβήνει αργά μέσα στη λήθη.
Ένα τραγούδι για άθλους ελήφθη
μέσα στο θόρυβο των αστυνομικών δελτίων.
Μα υπάρχει κι άλλη θράκα, κι άλλου πυρακτωμένου ρόδου,
από τη στάχτη που τους φυλάει ακέραιους.
Εκεί βρίσκεις μαχαιροβγάλτες αγέρωχους
και το βάρος του αθόρυβου μαχαιριού ενός βάρδου.
Αν κι αυτό το εχθρικό στιλέτο ή τ’ άλλο στιλέτο,
ο Χρόνος, τους έστειλε κάτω απ’ το χώμα,
σήμερα, έξω απ’ του χρόνου το παραπέτο,
το θάνατο, εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν μεσ’ του τάνγκο το σώμα.
Μεσ’ στις χορδές της μουσικής βρίσκονται,
στης κιθάρας το αργό το παίξιμο,
και λέει μια μιλόνγκα μ’ αλέγρου ρυθμού πλέξιμο
για το γιορτάσι και την αθωότητα σαν πέτονται.
Γυρίζει ο κίτρινος τροχός πάνω απ’ το κενό
μ’ άλογα και με λιοντάρια. Ακούω την ηχώ
και με του Αρόλας και του Γκρέκο τα τάνγκο ξεψυχώ
που είδα κάποτε να χορεύουν στο στενό,
κάποια στιγμή που αναδύεται απ’ το πουθενά,
δίχως πριν ούτε μετά, ενάντια στη λήθη,
που θυμίζει της ίδιας της απώλειας τα ήθη,
το χαμό και το ανακτημένο ξανά.
Στ’ ακόρντα υπάρχουν πράγματα παλιά, στους στίχους:
στο άλλο πάτιο και στης κληματαριάς τους γρίφους.
(Πίσω απ’ τους καχύποπτους τοίχους
ο Νότος κρατάει την κιθάρα και τη λαβή του ξίφους).
Εκείνο το ξέσπασμα, το τάνγκο, εκείνη η διαβολιά,της ζωής τα μεστά χρόνια προκαλεί.
Φτιαγμένος από σκόνη και χρόνο, ο άνθρωπος διαρκεί λιγότερο κι απ’ του μεσημεριού την αντηλιά.
Το τάγκο γεννήθηκε, ήκμασε και ακμάζει ακόμη στην περιοχή του Rio De La Plata, δηλαδή στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη αλλά και διαδόθηκε σχεδόν σε όλον τον κόσμο. Η Ισπανική λέξη Tango ετυμολογείται πιθανόν από την γλωσσική οικογένεια Niger-Congo της Δυτικής Αφρικής και είναι συγγενής με την λέξη tamgu (χορός/χορεύω) της γλώσσας Ibibio αυτής της οικογένειας.
Το τάγκο πριν το 1910
Η ορχήστρα του Vicente Greco, γύρω στο 1915, όπου διακρίνονται δύο μπαντονεόν
Οι ρίζες του τάγκο είναι πολλές και διαφορετικές: η μουσική και τα τραγούδια των gauchos (γκάουτσος, ενικός gaucho, ο Αργεντίνος κάου-μπόϋ) που είχαν επιρροές από την Ανδαλουσία της Ισπανίας και συνοδευόταν από παλαμάκια και κτυπήματα με το τακούνι, το Αφρικανικής προέλευσης (από το Κογκό) candombe που παιζόταν με κρουστά και οι χοροί του μαύρου πληθυσμού, το bel canto η canzonetta και το πίο εξευγενισμένο χορευτικό στυλ των Ιταλών μεταναστών, η Κουβανική habanera, το βαλς.
Τα πρώτα τάγκο παιζόντουσαν από μετανάστες στο Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, το τάγκο ήταν ευρέως διαδεδομένο στις λαϊκές γεοτονιές του Μπουένος Άϊρες αλλά αντιμετωπιζόταν εχθρικά από την αστική τάξη στα προκατειλημμένα μάτια της οποίας φάνταζε σαν συνδεδεμένο με τον υπόκοσμο και τους οίκους ανοχής, σύνδεση που συχνά κάνουν και διάφορες αναφορές στην ιστορία του τάγκο, που στην πραγματικότητα όμως απλώς αντανακλούν την αρχική προκατάληψη κατά του τάγκο.
Ο τρόπος που χορευόταν τότε το τάγκο αναφερόταν συχνά στην Αργεντινή ως canyengue (κατζένγκε) και χαρακτηριζόταν από το λύγισμα των γονάτων, την κλίση του σώματος προς τα μπρός, την αμοιβαία στήριξη του ζευγαριου, και την επαφή στην κοιλιά. Αυτό το στυλ είχε έντονα Αφρικανικά στοιχεία αλλά με την πάροδο του χρόνου υποχώρησε και έδωσε την θέση του σε ένα στυλ με περισσότερη μεγαλοπρέπεια.
Η πρώτη γενιά των ερμηνευτών τάγκο αναφέρεται σαν η "Παλιά Φρουρά" (Guardia Vieja). Το πρώτο τάγκο που ηχογραφήθηκε ήταν του Angel Villoldo (Άνχελ Βιζόλντο). Η μουσική παιζόταν με όργανα που μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν: τρίο φλάουτο-κιθάρα-βιολί, με το μπαντονεόν να φτάνει περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Η διάδοση του μπαντονεόν οφειλόταν πρωτίστως στον Eduardo Arolas (Εδουάρδο Αρόλας), ενώ ο Vicente Greco(Βισέντε Γκρέκο) καθιέρωσε το σεξτέτο για το τάγκο, αποτελούμενο από πιάνο, κοντραμπάσο, δύο βιολιά και δύο μπαντονεόν.
Παρά την περιφρόνηση, μερικοί το υποστήριξαν θερμά, όπως ο συγγραφέας Ρικάρδο Γκουϊράλντες, πλαίυ-μπόϋ και γόνος της Αργεντίνικης αριστοκρατίας γεωκτημόνων. Ο Γκουϊράλντες έπαιξε ρόλο στη διεθνή απήχηση του τάγκο, το οποίο κατέκτησε τον κόσμο μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η περίοδος 1910-1920 και η "ταγκομανία"
Η δεκαετία 1910-1920 είναι η περιοδος της διεθνούς "ταγκομανίας," που ανάμεσα στα άλλα έκανε και τους Αργεντίνους αστούς να αποδεχθούν το τάγκο. Γύρω στα 1910 το τάγκο άρχισε να χορεύεται έξω από την Αργεντινή, ως ένας καινούριος χορός της μόδας, από τις αστικές τάξεις, ακόμη και από την αριστοκρατία, πρώτα στο Παρίσι και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική, πράγμα που αντανακλάται και στα εγχειρίδια κοινωνικών χορών της εποχής, που περιλαμβάνουν και το τάγκο.
Το 1921, στην ταινία The Four Horsemen of the Apocalypse, ο διάσημος σταρ του κινηματογράφου της εποχής Rodolfo Valentino χορεύει ένα τάγκο, τεκμηριώνοντας έτσι την δημοτικότητα αυτού του χορού αλλα και συμβάλλοντας στην παραπέρα διάδοσή του. Πάντως το τάγκο που χορεύει δείχνει απότομο και άτεχνο, και ακόμη το χορεύει ντυμένος gaucho (γκάουτσο), δηλαδή αργεντίνος κάου-μπόϋ, όπως επιβάλλει ο ρόλος του, κάτι που δεν συνάδει με την γέννηση του τάγκο στην πόλη και από τους κατοίκους της, έστω και με ρίζες στην ύπαιθρο.
Την ίδια περίοδο το τάγκο φτάνει και στην Ελλάδα, ήδη το 1914 οι οπερέττες "Πόλεμος εν Πολέμω" του Σπύρου Σαμαρά και "Στα Παραπήγματα" του Θεόφραστου Σακελλαρίδη περιλαμβάνουν Ελληνικά τάγκο. Στα επόμενα χρόνια, και ιδίως στον μεσοπόλεμο, κυκλοφορούσαν πάνω από εκατό Ελληνικά τάγκο κάθε χρόνο.
Η περίοδος 1920-1935 και ο Κάρλος Γκαρδέλ
Ο Carlos Gardel το 1933
Στην Αργεντινή της δεκαετίας του 20 το τάγκο, εν μέρει σε αντανάκλαση της δημοτικότητάς του στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, βγαίνει από το περιθώριο και γίνεται πλέον αξιοσέβαστο και ως μουσική και ως χορός από τις μεσαίες τάξεις, που είναι πλέον διατεθειμένες να συντηρήσουν αίθουσες και επαγγελματίες μουσικούς με κλασσική παιδεία.
Ο Carlos Gardel Κάρλος Γκαρδέλ (1890-1935) είναι ο τραγουδιστής που στην Αργεντινή θεωρείται σχεδόν εθνικός ήρωας ή ημίθεος και συνδέθηκε με τη μετάβαση του τάγκο από μουσική των λαϊκών γειτονιών σε απόλυτα αποδεκτό άκουσμα για την μεσαία τάξη. Ουσιαστικά δημιούργησε το Tango-canción τραγουδώντας το 1917 το "Mi Noche Triste". Τενόρος στην αρχή της καριέρας του και σχεδόν βαρύτονος αργότερα, τραγουδούσε με φωνή που χαρακτηριζόταν από δημιουργικότητα και θεατρικότητα ανάλογα με το θέμα. Έκανε πολλές ηχογραφήσεις και πρωταγωνίστησε και στον κινηματογράφο. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό ατύχημα το 1935, στο απόγειο της καριέρας του ως η δημοφιλέστερη προσωπικότητα του τάγκο όλων των εποχών.
Διευθυντές ορχήστρας όπως ο Roberto Firpo (Ροβέρτο Φίρπο) και ο Francisco Canaro (Φρανσίσκο Κανάρο) αντικατέστησαν το φλάουτο με κοντραμπάσο. Τον θάνατο του Gardel ακολούθησε η εμφάνιση διαφορετικών τάσεων στο τάγκο, με τον Anibal Troilo (Ανίβαλ Τρόιλο, 1914-1975) και τον Carlos di Sarli (Κάρλος ντι Σάρλι, 1903-1960) τείνουν προς την καινοτομία Ροδόλφο Μπιάτζι και τον Χουάν Ντ'Αριένσο να τείνουν προς την παράδοση.
Η Χρυσή Εποχή, 1935-1955
Η ορχήστρα του Francisco Canaro
Η "Χρυσή Εποχή" του τάγκο ήταν η περίοδος 1935-1955, η οποία συνέπεσε περίπου με την εποχή των μπιγκ-μπαντ στις ΗΠΑ.
Μερικές από τις πολλές δημοφιλείς οχρήστρες που είχαν επιρροή ήταν του Χουάν Ντ'Αριένσο, του Φρανσίσκο Κανάρο και του Ανίβαλ Τρόιλο. Ο Ντ'Αριένσο ήταν γνωστός ως ο "Rey del compás" (Βασιλιάς του ρυθμού) για τον επίμονο και σταθερό ρυθμό που παρουσιάζουν οι ηχογραφήσεις του. Το El Flete είναι πολύ καλό παράδειγμα της προσέγγισης του Ντ'Αριένσο. Οι πρώτες μιλόγκες του Κανάρο είναι κατά κανόνα οι πιο αργές και πιο εύκολες για να χορέψει κάποιος και για τον λόγο αυτό παίζονται συχνά. Η Milonga Sentimental είναι κλασικό παράδειγμα.
Ξεκινώντας κατά τη Χρυσή Εποχή και συνεχίζοντας κατόπιν, οι ορχήστρες των Osvaldo Pugliese (Οβάλντο Πουλιέσε, 1905-1995) και Carlos di Sarli Κάρλος ντι Σάρλι έκαναν πολλές ηχογραφήσεις. Ο Ντι Σάρλι είχε πλούσιο και μεγαλοπρεπή ήχο, και τόνιζε τα έγχορδα, συμπεριλαμβανομένου του πιάνου, σε σχέση με το μπαντονεόν, όπως ακούγεται στο A La Gran Muñeca και στο Bahía Blanca (Μπαϊα Βλάνκα, το όνομα της πόλης του).
Οι πρώτες ηχογραφήσεις του Osvaldo Pugliese δεν διέφεραν πολύ από τις άλλες ορχήστρες, αλλά σιγά-σιγά οι συνθέσεις του έγιναν ρυθμικά περίπλοκες, όπως στα χαρακτηριστικά του κομμάτια Recuerdo(Ρεκουέρδο, 1944) και La Yumba (Λα Ζούμπα, 1946). Η πιο κατοπινή μουσική του Pugliese παιζόταν για ακροατήριο και όχι για χορό, παρόλο που χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικές χορογραφίες λόγω των δραματικών της δυνατοτήτων.
Στην Ελλάδα του μεσοπολέμου γραφόντουσαν πάνω από εκατό τάγκο κάθε χρόνο, από συνθέτες όπως ο Κώστας Γιαννίδης, ο Αττίκ και πολλοί άλλοι, τραγουδισμένα από την την Σοφία Βέμπο, την Δανάη Στρατηγοπούλου, την Κάκια Μένδρη, τον Νίκο Γούναρη (προπάντων στην δεκαετία του 50) και άλλους.
Η περίοδος 1955-1983
Ο Astor Piazzolla το 1971, ακουμπισμένος στο μπαντονεόν του
Το 1955 είναι η χρονιά που στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε τον Juan Peron και η αρχή μιας περιόδου αστάθειας και επεμβάσεων του στρατού στην πολιτική που κράτησε ως το 1983. Σε αυτήν την περίοδο οι μεγάλες χορευτικές ορχήστρες παρακμάζουν καί κυριαρχούν ξανά τραγουδιστές-φίρμες (Roberto Goyeneche, Susana Rinaldi και άλλοι) που συχνά επανερμηνεύουν παλιότερες επιτυχίες αλλά, όπως και στην περίοδο 1920-1935, δεν απευθύνονται σε χορευτές.
Ο σημαντικότερος συνθέτης του τάγκο μετά την χρυσή εποχή, αλλά και ένας από τους σημαντικότερους όλων των εποχών, είναι ο Astor Piazzolla (Άστορ Πιατσόλα)(1921-1992) του οποίου τα σημαντικότερα έργα ηχογραφήθηκαν από το 1960 μέχρι τον θάνατό του το 1992. Μολονότι αρχικά συνάντησε αντίδραση στην Αργεντινή, καθώς οι συνθέσεις του θεωρήθηκαν υπερβολικά νεωτερικές, είναι πλέον καθιερωμένος σαν ένας μεγάλος μουσικός.
Πάντως οι συνθέσεις του, που εισάγουν στο τάγκο στοιχεία από την τζαζ και την κλασσική μουσική, μολονότι τυχαίνουν καθολικού θαυμασμού, δεν είναι κατά κανόνα κατάλληλες για χορό και χρησιμοποιούνται για αυτόν τον σκοπό σχεδόν μονάχα σε επαγγελματικές χορογραφίες.
Στο Μπουένος Άιρες τη δεκαετία του '70 εμφανίστηκαν επιρροές από το τάγκο σε άλλα είδη, όπως την τζαζ και το ροκ. Ο Litto Nebbia και οι Siglo XX ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς εκπρόσωποι αυτού του κινήματος. Τα τελευταία χρόνια σημαντική ήταν η δουλειά του αργεντίνικου γκρουπ 020, τον οποίων το επικό άλμπουμ "End of Illusions" αναμιγνύει ποπ-ροκ βρετανικού στυλ με nuevo Tango.
Η περίοδος της αναγέννησης, από το 1983 και μετά
Το 1983 σηματοδοτεί αφ ενός την πτώση της δικτατορίας στην Αργεντινή και αφ ετέρου την εμφάνιση της μουσικοχορευτικής θεατρικής παράστασης Tango Argentino, που περιόδευσε την Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική. Και τα δύο γεγονότα θεωρούνται ότι συνέβαλλαν στην αναγέννηση του ενδιαφέροντος για το τάγκο, ως μουσική και ως χορό, τόσο στην Αργεντινή όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Ακμάζουν ξανά ορχήστρες που παίζουν κλασσικά τάγκο (Sexteto Mayor, Color Tango, και πολλές άλλες) και νέοι τραγουδιστές που ακόμη και όταν τραγουδούν καινούρια τραγούδια μένουν πιστοί στο ήθος και το ύφος του τάγκο (π.χ. ο Daniel Melingo).
Άλλες οι πρόσφατες τάσεις μπορούν να περιγραφούν ως "ηλεκτρο-τάγκο" ή "κράμα τάγκο", όπου οι ηλεκτρονικές επιδράσεις μπορούν να είναι από ανεπαίσθητες έως κυρίαρχες. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν το συγκρότημα Tanghetto, το συγκρότημα NarcoTango του Carlos Linedinski, το συγκρότημα Gotan Project (με βάση το Παρίσι), το συγκρότημα Bajofondo του Gustavo Santaolala, κλπ. Κάποιοι χορευτές του τάγκο ανά τον κόσμο απολαμβάνουν να χορεύουν αυτήν την μουσική, ενώ άλλοι την θεωρούν αποξενωμένη από την μουσική και χορευτική παράδοση και την αποφεύγουν.
Άλλοι μουσικοί συνέχισαν στα ίχνη του Astor Piazzolla, χρησιμοποιώντας στο τάγκο στοιχεία από την τζαζ και από την κλασική μουσική, παραδείγματος χάριν ο Ντίνο Σαλούτσι, ο Rodolfo Mederos, ο Ενρίκε Μαρτίν Εντένσα, ο Χουάν Μαρία Σολάρε και ο Fernando Otero.
Μουσικός αντίκτυπος
Το τάγκο έχει γίνει μέρος του ρεπερτορίου πολλών κλασικών μουσικών. Ένας από τους πρώτους ερμηνευτές που έκαναν αυτή την "υπέρβαση" ήταν ο βαρύτονοςΧόρχε Τσαμινέ με την ηχογράφηση των Τάνγκος του. Έκτοτε, οι al Tango, Γιο-Γιο Μα, Μάρτα Άρχεριτς, Ντανιέλ Μπάρενμποϊμ, Γκίντον Κρέμερ, Πλάσιδο Ντομίνγκο και Μαρσέλο Αλβαρές έχουν ερμηνεύσει και ηχογραφήσει τάγκο.
Χορός
Ζευγάρι χορεύει τάγκο σε δρόμο του σύγχρονου Μπουένος Άϊρες, στο ξαναγεννημένο και πολύ διαδεδομένο στυλ της χρυσής εποχής. Αξιοπρόσεκτα στοιχεία είναι η κοντινή αγκαλιά, η συγκέντρωση, το ντύσιμο που τονίζει το "αρσενικό" και το "θηλυκό", και η αρμονία στη κίνηση που κάνει το ζευγάρι να κινείται σαν μια ενιαία οντότητα.
Ζευγάρι που χορεύει τάγκο σε στυλ μπώλρουμ, ένα έντονα τυποποιημένο στυλ χωρίς αυτοσχεδιασμό που χρησιμοποιείται εκτός Αργεντινής σε διαγωνισμούς και που δεν πρέπει να συγχέεται με το Αργεντίνικο τάγκο από το οποίο διαφέρει ως προς την στάση, το ήθος και το το ύφος
Ο Gustavo Naveira, από τους σημαντικότερους ανανεωτές του τάγκο, επιδεικνύει μια volcada, μια νεώτερη φιγούρα που εμπεριέχει αλληλοεξάρτηση του ζευγαριού ως προς τη ισορροπία (φωτ. 2007)
Το τάγκο ως χορός γεννήθηκε προς το τέλος του 19ου αιώνα στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο και προήλθε από συνένωση Ευρωπαϊκών, Νοτιοαμερικανικών και Αφρικανικών στοιχείων. Την περίοδο 1910-1920 διαδόθηκε και έγινε μόδα στην αστκή τάξη της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και αυτό συνέτεινε να γίνει αποδεκτό και από τους αστούς του Μπουένος Άϊρες.
Ύστερα από μια περίοδο ύφεσης (περίπου 1920-1935) οπότε κυριάρχησε το τάγκο ως τραγούδι, ακολούθησε η χρυσή εποχή (περίπου 1935-1955) οπότε μεγάλες ορχήστρες έπαιζαν τάγκο κατάλληλα για χορό. Ακολούθησε άλλη μια περίοδος ύφεσης (περίπου 1955-1983) εξ αιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων (συχνά αναφέρονται το βαρύ πολιτικό κλίμα στην Αργεντινή και η εμφάνιση του ροκ-εντ-ρολ).
Γύρω στο 1983, με την πτώση της δικτατορίας στην Αργεντινή, η θεατρική μουσικοχορευτική παράσταση Tango Argentino, στη οποία συμμετείχαν μερικοί από τους καλλύτερους μουσικούς (Sexteto Mayor) και χορευτές (Juan Carlos Copes και άλλοι), ταξείδεψε σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική και σημάδεψε και εν μέρει προκάλεσε την αναγέννηση το ενδιαφέροντος για το τάγκο, τόσο στην Αργεντινή όσο και σε όλον σχεδόν τον κόσμο. Το ενδιαφέρον για το τάγκο συνεχίζεται αμείωτο μέχρι σήμερα.
Το τάγκο χορεύεται από ζευγάρια αγκαλιασμένα κοντά, και μολονότι η αγκαλιά μπορεί κάποτε να χαλαρώνει για να εκτελεστούν κινήσεις που το απαιτούν, κατά κανόνα δεν σπάει. Είναι έντονα αυτοσχεδιαστικό με σαφώς διακριτούς ρόλους για τον καβαλλιέρο και την ντάμα, όπου ο καβαλλιέρος με την κίνησή του του του προτείνει κινήσεις στην ντάμα στις οποίες τελικά προσαρμόζεται ο ίδιος.
Έτσι, όταν χορεύεται από έμπειρους χορευτές, συνιστά έναν διάλογο του ζευγαριού με αφορμή την μουσική, γιατί, σε αντίθεση με άλλους χορούς, δεν έχει τυποποιημένα βήματα και φιγούρες αλλά μάλλον ένα κινησιολογικό λεξιλόγιο και ένα αντίστοιχο συντακτικό που επιτρέπει τον αυτοσχεδιαστικό σχηματισμό χορευτικών φράσεων σχεδόν απεριόριστης ποικιλίας ανάλογα με την μουσική, την διάθεση του ζευγαριού και τον διαθέσιμο χώρο στην πίστα. Στο τάγκο της χρυσής εποχής (περίπου 1930-1955) καβαλλιέρος και ντάμα κρατούν ο καθένας ισορροπία ανεξάρτητα από τον άλλον.
Με την αναγέννηση του τάγκο από το 1983 και μετά, συνυπάρχει η τάση διατήρησης του κλασσικού στυλ της χρυσής εποχής με την τάση να εισαχθούν νέα στοιχεία όπως η αλληλοεξάρτηση ισορροπίας με το ζευγάρι να ακουμπά στο πάνω μέρος του σώματος σε σχήμα Λ ή να κρατιέται από τα χέρια σε σχήμα V. Αλλά ασχέτως στυλ, το τάγκο μετά το 1983 είναι ένας χορός που συνήθως μαθαίνεται από δασκάλους (περίφημοι είναι οι Αργεντίνοι δάσκαλοι-χορευτές Juan Carlos Copes, Fabian Salas, Mariano "Chicho" Frumboli, Gustavo Naveira, Pablo Veron και πολλοί άλλοι) ενώ στην Αργεντινή της χρυσής εποχής οι χορευτές ήταν αυτοδίδακοι και αλληλοδιδασκόμενοι.
Στην Αργεντινή, αλλά και όπου αλλού στον κόσμο υπάρχουν θιασώτες του Αργεντίνικου τάγκο, το τάγκο ως κοινωνικός χορός χορεύεται προπάντων σε συναθροίσεις για τις οποίες έχει επικρατήσει το όνομα μιλόγκα (milonga).
Εκτός από τάγκο εκεί χορεύεται και βαλς (αλλά με κινησιολογία παρμένη από το τάγκο) και μιλόγκα (ένας συνήθως πιό ρυθμικός και γρήγορος χορός που μοιράζεται το όνομά του με αυτό της χορευτικής συνάθροισης). Σε μια μιλόγκα ακολουθούναται συνήθως ειδικοί παραδοσιακοί κανόνες όσον αφορά την συμπεριφορά των χορευτών και τις επιλογές του ντι-τζέϊ, που αποσκοπούν στο να διευκολύνουν τον χορό, ακόμη και μεταξύ αγνώστων, αλλά και να αποτρέψουν ανάρμοστες συμπεριφορές.
Η μουσική είναι προπάντων από την Αργεντινή της χρυσής εποχής, αλλά κάποτε και παλλιότερη και κάποτε και πιό πρόσφατη, άλλοτε στο παραδοσιακό στυλ, άλλοτε από το νεωτερικό ρεπερτόριο του nuevo Tango, και κάποτε ακόμη και από άλλα ειδη (οπότε χαρακτηρίζεται "alternative"/"εναλλακτική") όπως ποπ/ροκ. Κατά κανόνα πάντως κάθε μιλόγκα θεραπεύει μια συγκεκριμένη μουσική προτίμηση και η παραδοσιακή μουσική κυριαρχεί.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 άρχισε και στην Ελλάδα να αναπτύσσεται ενδιαφέρον για το αργεντίνικο τάγκο, με παράλληλη εμφάνιση στην Αθήνα των πρώτων δασκάλων (Ελλήνων και Αργεντίνων) και σχολών, ανθρώπων που ήθελαν να κάνουν το τάγκο χόμπυ και αιθουσών όπου μπορούσε κανείς να χορέψει.
Προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα το τάγκο είχε πλέον διαδοθεί και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και είχε έναν σημαντικό (αν και ποσοστιαία μικρό σε σχέση με τον πληθυσμό) αριθμό αφωσιωμένων οπαδών που ήταν διατεθειμένοι να μάθουν να χορεύουν έναν σχετικά δύσκολο χορό και να τον κάνουν χόμπυ.
Το 2009 στην Αθήνα υπήρχαν περισσότερες από δέκα μιλόγκες που κάθε μια τους λειτουργούσε τακτικά μια φορά την εβδομάδα.
Πηγες: wikipedia, In&Out
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#18715 / 07.07.2009, 17:48 / Αναφορά Φοβερή δημοσίευση...Κρίμα που έμεινε μισή μέρα μόνο στην κεντρική σελίδα..Άξιζει να διαβαστεί από όλους. |
Administrator
|
#18717 / 07.07.2009, 19:28 Θα διορθωθεί σύντομα το θέμα που προέκυψε με τη διάρκεια. (μέσω newsletter) |
#18716 / 07.07.2009, 19:23 / Αναφορά Πολύ καλή δημοσίευση. Μπράβο !!! |
#18719 / 07.07.2009, 20:00 / Αναφορά εξαιρετικό! προσωπικά, όταν χορεύω τάνγκο, νιώθω σαν να φεύγω αλλού, σε άλλη εποχή.. λόγω του τάνγκο, ξεκίνησα τα μαθήματα χορού και δε μετάνιωσα ποτέ.. όσοι δεν το έχετε κάνει, δοκιμάστε το και θα καταλάβετε..! it takes two to tango;-) |
#18720 / 08.07.2009, 10:21 / Αναφορά Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια! |
#18762 / 23.07.2009, 15:21 / Αναφορά Αψογο. Συγχαρητήρια! |
#21614 / 28.01.2011, 20:59 / Αναφορά Υπέροχη και πλήρης παρουσίαση . Ευχαριστώ Θερμά γι' αυτά που έμαθα. Σίμος Κουσκούνης |