Η μουσική πορεία του Λοΐζου από το 1970 έως το 1972 και η καθοριστική συνεργασία με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο.
Συνεχίζεται από το Μέρος Α
Στα 1970, ο συνθέτης συνεχίζει στη δισκογραφία από άλλη αφετηρία. Λειτουργούσε ωστόσο, ακόμα, με δύο μουσικά πρόσωπα. Από τη μια διαμορφώνει, σταδιακά (σε αργούς, πάντα, ρυθμούς), τα κυρίως τραγούδια του, που ωστόσο είναι ανέφικτο να δισκογραφηθούν αλογόκριτα. Η λεγόμενη «καβάντζα», η μαγική φαρέτρα αυτών των τραγουδιών, θα τροφοδοτήσει το μαγικό του τόξο μετά την μεταπολίτευση. Από την άλλη, έπρεπε να παραδίδει, συχνά καθυστερημένα, τα τραγούδια που αφορούσαν τις κινηματογραφικές παραγγελίες και το δισκογραφικό του συμβόλαιο. Σε αντίθεση με τον πολυγραφότατο και τυπικό Λευτέρη Παπαδόπουλο. Έστω και έτσι, φτάνουμε στις «Θαλασσογραφίες» του 1970, με τα πολιτικά πράγματα, πιο άγρια από το 1968: Διάσπαση της Αριστεράς, ο Γαλλικός Μάης, η εισβολή στη Πράγα, η εκτέλεση του M. L. King, και η κηδεία του Γ. Παπανδρέου ως αφετηρία μαζικών αντιδράσεων. Εκείνη την χρονιά ο νέος δίσκος βγαίνει σε ένα κλίμα πολιτικά φορτισμένο και σε μια αγορά που έχει ανεβάσει τον έντεχνο πήχη (π.χ. ο Μαρκόπουλος εκδίδει το περίφημο «Χρονικό). Ο δίσκος, ένα μουσικό διαμάντι. Η «Γοργόνα» και η «Τζαμάικα» με τον Γ. Καλαντζή.
Το «Γέρικο Καράβι» με τον νέο, τότε, Γιάννη Πάριο, το ονειρικό «Νανούρισμα» (γραμμένο για τον υιό του Λ. Παπαδόπουλου) και το «Μήνυμα» με την Μ. Κωχ (ο Μάνος εκτιμούσε ορθώς τη μέση περιοχή της φωνής της).
Στον ταξιδευτή «Σεβάχ», για πρώτη φορά τραγούδησε ο ίδιος ο Μάνος. Μέσα σε αυτά, υπάρχουν το «Έχω ένα καφενέ» και το «Μάνα δεν φυτέψαμε». Δύο θρήνοι για την μαζική οικονομική και πολιτική μετανάστευση: Έχω ένα καφενέ/ που ακούει όλο τα ίδια/ για μπάρκα και ταξίδια/ αυτών που μένουνε/ αυτών που μένουνε και περιμένουνε και Μάνα δεν φυτέψαμε ούτε ένα λουλούδι κι΄ακριβοπλήρωσαμε δυό σπυριά ζωής (στην ταινία «Πρόκληση» του 1971 ακούγεται με τον Γ. Πάριο).
Στο «Δέκα Παλληκάρια, ο γνώστης μπορούσε να αναγνώσει τις εξορίες εκείνου του έτους του Μίκη Θεοδωράκη: Γενική Ασφάλεια, Αβέρωφ, Βραχάτι, Ζάτουνα Αρκαδίας, Ωροπός. Οι ερμηνείες, σχεδόν όλες, εκπληκτικές, αλλά πλέον η ανέλιξη του Γιώργου Νταλάρα διακρίνεται σαφώς (σ.σ. Ένας δίσκος που τον άκουγα στη Λήμνο εφέτος και έδενε τόσο με το Αιγειακό, μυστηριακό και ηφαιστειακό τοπίο, εκβλύζοντας θάλασσα και πόνο).
Τότε το δίδυμο θα κάνει και ένα θρυλικό 45ρι με τον «αδευτέρωτο» κατά Μ. Λοΐζο Στέλιο Καζαντζίδη. Δεν ξέρω πόσο ο ίδιος ο Λευτέρης Παπαδόπουλος πίστεψε αυτήν τη συνεργασία, γιατί, τότε, ούτε στο studio πήγε. Έστω και έτσι, μας έμειναν 2 διαχρονικά τραγούδια: «Δεν θα ξαναγαπήσω» και «Όταν βλέπετε να κλαίω».
Την ίδιας εποχής είναι η επιτυχία «Παραμυθάκι μου» με τον Γιάννη Καλατζή, το οποίο θα ακουστεί και στην ταινία της επόμενης χρονιάς «Η ιδιωτική μου ζωή» με την Άννα Φόνσου.
Το 1971, γυρίζεται το κινηματογραφικό αριστούργημα «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Η αντισυμβατική ιστορία του λοχία, του νταβατζή και της πόρνης, με αναφορές στην χούντα των συνταγματαρχών, θα μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο Δαμιανός είχε ζητήσει ένα κάπως φαιδρό κομμάτι για μια πιο ελαφριά σκηνή και ένα βαρύ χορευτικό για την σκηνή του λοχία που διεκδικεί μέσω του χορού την πόρνη από τον προαγωγό. Το πρώτο ήταν το μουσικό θέμα που θα επενδυθεί αργότερα με λόγια ως «Ο Κουταλιανός». Το δεύτερο, αποτελεί, ίσως, το πλέον αναγνωρίσιμο ορχηστρικό της ημετέρας μουσικής. Το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», γιατί περί αυτού πρόκειται, πρωτοπαίχθηκε αφού ουσιαστικά έχει γυριστεί το film και αρχικά με τον προβληματικό τζουρά του Γ. Μουφλουζέλη. Μετά την ακρόαση Δαμιανός και Λοΐζος αγκαλιάζονται συγκινημένοι, αντιλαμβανόμενοι την μυσταγωγία. Στην ηχογράφηση θα παιχτεί με τον ίδιο προβληματικό τζουρά και θα ηχογραφηθεί τμηματικά, με σολίστα τον Θ. Πολυκανδριώτη. Στο φεστιβάλ το Α΄ βραβείο θα πάει στον «Παπαφλέσσα» και το της μουσικής στο «Εκείνο το καλοκαίρι» και το Γιάννη Σπανό. Ο Δαμιανός θα γυρίσει την επόμενη και τελευταία του ταινία, τον «Ηνίοχο», το 1994…
Της ίδιας χρονιάς, είναι και ο περίφημος προσωπικός δίσκος του Γ. Νταλάρα «Μέτοικος». Πολυσυλλεκτικός (αρκετά τραγούδια είχαν κυκλοφορήσει ως 45ρια) και αριστουργηματικός (Στ. Κουγιουμτζής, Απ. Καλδάρας, Ζ. Μουστακί, καθώς και ο Γ. Μέτσικας). Το θρυλικό δίδυμο Λοΐζος – Παπαδόπουλος, θα συμμετάσχει σε αυτήν την μεγάλη μουσική καταγγελία: Για αρχή τα «Έχω ένα καφενέ», «Πάνε να πεις τη μάνα σου». Για όσους αναρωτιούνται ειρωνικά τι είναι έντεχνο λαϊκό τραγούδι, ας ακούσουν το τραγούδι με αυτόν τον στίχο: «Πάνε να πεις τη μάνα σου τα ρούχα μου να δώσει/ τι το φτωχό κορμάκι μου το χώμα θα το λιώσει». Εδώ ακούγεται το περίφημο «Αχ χελιδόνι μου», ως πρόκληση του Γ. Νταλάρα προς τον Λοΐζο, πως δεν μπορεί να γράψει τραγούδια σαν τα αργά και λυρικά του Σταύρου Κουγιουμτζή. Ότι και να πεις λίγο, πολύ λίγο.
Πέραν του «Μέτοικου», γράφουν τραγούδια για την ταινία «Διακοπές στην Κύπρο μας». Ο Λοΐζος γλύτωσε πολλές φορές περιπέτειες, εξαιτίας της κυπριακής υπηκοότητάς του. Παράλληλα η Κύπρος, υπήρξε καταφύγιο πολλών αντιφρονούντων προς το καθεστώς. Εξαιτίας του Μακαρίου υπήρχαν κάκιστες σχέσεις με την Αθήνα. Εκεί ακούγονται, η «Κουτσή Κιθάρα» και το πανέμορφο και άγνωστο «Είν΄ η αγάπη μας μεγάλη». Στα γυρίσματα αυτά, θα γνωρίσει την πρωταγωνίστρια Δώρα Σιτζάνη, την οποία κατόπιν θα παντρευτεί το 1978.
Την επόμενη χρονιά, το 1972, η μπουάτ «Λήδρα» κινεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ο Μάνος Χατζιδάκις, παρουσιάζει τον «Μεγάλο Ερωτικό» και κατηγορείται ως αδιάφορος. Φυσικά ηχογραφείται η «Μικρά Ασία» του Απ. Καλδάρα. Το δίδυμό μας, θα συμμετάσχει στην ταινία «Η Αλίκη δικτάτωρ», χαρίζοντάς μας το «Πόσο σ΄αγαπώ». Εντούτοις το κύριο πόνημά τους, απετέλεσε ο δίσκος «Να΄χαμε τι να χαμε», με ερμηνευτές τους βασικούς Γ. Καλατζή και Γ. Νταλάρα. Ο δίσκος ισάξιος του «Μέτοικου» και εξίσου πολιτικός, τηρουμένων των συνθηκών: «Παποράκι του Μπουρνόβα» (λήξη στρατιωτικής θητείας– αναφορά προς τη δικτατορική), «Πιάσε τον Ζουρνά», ο «Λιόντας» (Απριλιανή έναρξη της χούντας γραμμένο για συγκεκριμένη σύλληψη), η «Ελισσώ», ο «Κουταλιανός» (πλέον με στίχους για τον Γ. Παπαδόπουλο και τη γυναίκα του Δέσποινα: Κι΄αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι/ στο τσαρδί του ο Κουταλιανός/ τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος).
Θα σταθώ όμως, ως ιεροψάλτης στο αριστουργηματικό βυζαντινό «Ήλιε μου σε παρακαλώ» και χαμηλόφωνα ηχογρφημένο. Όπως ορθά παρατηρεί ο Κ. Γανωσέλης, το τραγούδι έχει ως αρχή αντί ρυθμού, ισοκράτημα με βάση τον Α΄ ήχο και τον Πα /Re, εναλλασσόμενο μεταξύ αιολικής κλίμακας Ακολουθεί τον δωρικό δρόμο, για να επιστρέψει στον Α΄ ήχο / Ουσάκ. Εγώ θα προσέθετα πως η ερμηνεία του Γ. Νταλάρα αγγίζει συχνά τα όρια του Σαμπάχ.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#29368 / 28.11.2015, 00:22 / Αναφορά Συγχαρητήρια για τις δημοσιεύσεις! Πάντα τέτοια... |