"
Το Αγρίνιο κατά το μεσοπόλεμο ήταν μια ακμάζουσα πολιτεία. `Ητανε οι αντιπροσωπείες ξένων εταιρειών καπνών. `Οταν το κρέας είχε 4 δραχμές, αυτά είχαν 120 η οκά. Λεφτά. Ο πατέρας μου είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του στην Πεντάλοφο 400 στρέμματα χωράφια..."
Ο
Αριστείδης Μόσχος υπήρξε ο κορυφαίος κατά πολλούς και πιο γνωστός οργανοπαίκτης και δάσκαλος
σαντουριού των ημερών μας. Παρακάτω παρουσιάζουμε, μέσα από τις αφηγήσεις και τα βιώματά του, κάποιες πτυχές από τη ζωή του...
Ο Αριστείδης Μόσχος είναι το πέμπτο από τα δέκα παιδιά του Μόσχου. Με καταγωγή από την Πεντάλοφο Αγρινίου γεννιέται το 1930.
"Το Αγρίνιο κατά το μεσοπόλεμο ήταν μια ακμάζουσα πολιτεία. `Ητανε οι αντιπροσωπείες ξένων εταιρειών καπνών. `Οταν το κρέας είχε 4 δραχμές, αυτά είχαν 120 η οκά. Λεφτά. Ο πατέρας μου είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του στην Πεντάλοφο 400 στρέμματα χωράφια. Τα πούλησε, πήγε στο Αγρίνιο κι έκανε επιχειρήσεις. Είχε δυο κέντρα. `Ενα καφέ-αμάν κι ένα καφέ-σαντάν. Στο πρώτο παίζανε Πολίτες, Σμυρνιοί, Αρμένηδες. Στο άλλο υπήρχε ευρωπαϊκή ορχήστρα της εποχής εκείνης. Ο πατέρας μου ήταν ένα κλαρίνο διακεκριμένο αλλά και πολυσύνθετο. Δεν περιοριζόταν να παίζει μόνο τσάμικα και τέτοια. `Επαιζε ρουμάνικα, ουγγαρέζικα, μαρς αμερικέν, βαλς, κύματα του Δουνάβεως... Ολα τα είδη. `Ερχονταν στο μαγαζί να τον ακούσουν όλα τα μεγάλα ονόματα του Αγρινίου. Ζήτημα να έπαιζε ένα τέταρτο τη βραδιά. Ανέβαινε πάνω λιγάκι για να μη χάσει τους πελάτες. Και πέφταν χιλιάρικα. Για να τον πλησιάσουν από τα χωριά να του πουν να πάει να παίξει σε γάμους, έπρεπε να έχουν ένα γνωστό, ένα φίλο. Είχε τα λεφτά και τα αξιοποίησε. Ο αδερφός μου ο μεγάλος, που έπαιζε και βιολί, είχε πάει τρεις-τέσσερις φορές στην Ευρώπη και έφερνε γυναίκες από το Φολί-Μπερζέ, το Μουλέν Ρουζ, το Καζινό ντε Παρί. Είχαμε πολλούς Γάλλους τότε εκεί κι έφερνε τις "σαντέζες" που λέγαμε, τις γαλλίδες τραγουδίστριες. Από την άλλη, στο καφέ-αμάν έρχονταν συγκροτήματα από την Αθήνα. Ο Σαλονικιός, ο Ογδόντας, η Ρίτα Αμπατζή, Μαρίκα Πολίτισσα, Εσκενάζη, Ρούκουνας, Μήτσος Αραπάκης, Καλλέργης. Κι όλα τα καλά σαντούρια. Τους άκουγα εγώ αλλά δε μου έκαναν εντύπωση. `Ημουνα και μικρός, 6-7 χρονών. Μέχρι που ήρθαν οι Ρουμάνοι. Θά 'μουνα 8 χρονών. `Ηταν ένας Νέστορας Μπάτσι. Μεγάλωσα μέσα στη μουσική, έμαθα τα πάντα γύρω από τα είδη της, άκουσα όση μουσική δεν είχε ακούσει κανείς τότε και σε τέτοια ηλικία, αλλά όταν άκουσα αυτόν, μαγεύτηκα. Λέω "πατέρα θέλω σαντούρι". Κλάματα, κακό. Για να αποφύγει, λέει σε έναν φίλο του επιπλοποιό "κάνε του ένα ψεύτικο". Μου έκανε κάτι που έμοιαζε με σανίδα, το είδα εγώ - που είχα δει και το καλό το σαντούρι πώς ήτανε - καμία σχέση. Αναγκάστηκε και ήρθε ο μεγάλος μου αδερφός από την Αθήνα και μου έφερε σαντούρι. Ε, αυτό ήτανε".
Δάσκαλός του στο σαντούρι εκείνος ο Ρουμάνος. Ο Νέστορας Μπάτσι. `Εμεινε στο Αγρίνιο ενάμιση χρόνο. Πάνω στους έξι μήνες ο μικρός Αριστείδης παίζει καλά. Και ο πατέρας του τον βάζει να παίζει στο καφέ-αμάν σαν αναπληρωματικός, όταν εκείνος έλειπε σε πανηγύρια και γάμους. Αυτό δημιουργεί ένα μικρό σκάνδαλο στην τοπική κοινωνία. Ο διοικητής της αστυνομίας επεμβαίνει ο ίδιος γιατί "είναι δυνατόν να πηγαίνουν στο σχολείο το παιδί σου και το δικό μου παιδί, και να του λέει αυτά που βλέπει κάθε βράδυ στο καφέ-αμάν;" Οι εμφανίσεις περιορίζονται στην αρχή αλλά γρήγορα, οι μεγάλες ανάγκες που υπήρχαν στην περιοχή για όργανα και οι επιδόσεις του Αριστείδη, του επιβάλλουν να γίνει "επαγγελματίας". Ο πατέρας του ξέρει πολύ γρήγορα ότι στην οικογένεια υπάρχει ένα ακόμα πολύ καλό όργανο και τον χρησιμοποιεί.
"Είδε ότι έπαιζα καλά. `Οχι μονάχα καλά, αλλά απέκτησα και ρεπερτόριο, άρχισα να τα παίζω όλα. `Επαιζα κι ευρωπαϊκά κομμάτια πολλά. `Ολα θυμάμαι του Σουγιούλ, του Χαιρόπουλου, του Αττίκ, τανγκό, κουμπαρσίτες. Το Αγρίνιο δεν ήταν δα και μια πολιτεία που θέλανε μόνο δημοτικά. Θέλανε ό,τι κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη. Μετά η Κατοχή τα 'φαγε όλα. Σταμάτησαν και τα καπνά... Μετά το '42-'43 που ήτανε ο ανταρτοπόλεμος, δε μπορούσες να μείνεις στο Αγρίνιο. `Ηρθανε οι Γερμανοί, κλείσαν τα μαγαζιά. Δέκα αδέρφια βρεθήκαμε στην Αθήνα. Εγώ ήμουν ο τελευταίος που θα διεκδικούσε. `Ητανε πέντε κορίτσια στη μέση. Πήγα στο καφενείο των μουσικών με τον πατέρα μου και βρήκαμε όλο γνωστά πρόσωπα μέσα. Ξέραν ότι παίζω καλά, ξέραν και την οικογένειά μας και μ'αγκαλιάσανε όλοι. Από το 1953 μπήκα στο Λύκειο των Ελληνίδων. Πήγαμε σ'όλη τη γη. Εγώ που φοβάμαι το αεροπλάνο έχω κάνει 1200 ώρες πτήση. Ολυμπιακοί Αγώνες του Μεξικού και του Καναδά, πέντε φορές Αμερική, τρεις φορές Αυστραλία. Γερμανία και Ευρώπη δε λογαριάζονται. `Εχω 7000 φωτογραφίες από όλες τις εκδηλώσεις που έχω παίξει, με όλα τα μεγάλα πρόσωπα που έχω συναντήσει."
"Το 1952 έπαιξα πρώτη φορά για δίσκο. Στη Μιούζικ Μποξ. Κι από τότε έχω παίξει και με τους πιο περίεργους ανθρώπους. Σκεφτείτε ότι τον πρώτο δίσκο της `Αντζελας Δημητρίου εγώ τον έκανα. `Επαιξα με τον Κόρο, τον Ζέρβα, Δοϊτσίδη, Αηδονίδη - από τότε που βγήκαν στη δισκογραφία. Δεν έχω παράπονο, όλοι με σέβονται και μ'αγαπάνε. Με τον Ξαρχάκο κάναμε την "Ελλάδα της Μελίνας". Με τον Μαρκόπουλο έμεινα 13 χρόνια κι έπαιξα σε 17 δίσκους του. `Εφυγα γιατί είχα χάσει το όνομά μου. Ξέρετε πώς με λέγανε; Το σαντούρι του Μαρκόπουλου. Εντάξει, στον Μαρκόπουλο, δε λέω, είχα υποχρέωση. Μου 'δωσε και λεφτά. Πληρωνόμουνα καλά. `Οταν ένας πρώτος μουσικός έπαιρνε 400 δραχμές, εγώ έπαιρνα ένα χιλιάρικο. Το πιο άσχημο όμως ήταν πως οι μαέστροι δε μου φέρνανε νότες να διαβάσω. Κανένας. Μια φορά πήρα το σαντούρι μου κι έφυγα. Πήγα για πρόβα και μου λέει "παίξτο, δεν τ'άκουσες;". Λέω "τι παίξτο; μαγνητόφωνο είμαι; μπορεί να μην άκουσα καλά. Δώσμου μια παρτιτούρα", επειδή είχανε κακομάθει με τους περισσότερους λαϊκούς μουσικούς".
Από όσα έχει παίξει για τη δισκογραφία δηλώνει ότι ξεχωρίζει ορισμένα κομμάτια του Γιάννη Μαρκόπουλου, ένα δίσκο με κομμάτια του Παναγιώτη Τούνταα και του Βαγγέλη Παπάζογλου που τραγουδάει η `Ελενα Γιαννακάκη. "Εκεί έχω πετύχει το 90% αυτού που θέλω από μια ορχήστρα, αλλά είχα και σπουδαίους συνεργάτες", λέει.
"Ο ήχος του σαντουριού είναι μαλακός και γι'αυτό προσφέρεται πολύ για μουσικές οι οποίες μυρίζουν θάλασσα. Σμυρνέικα και νησιώτικα. Από κει και πέρα βέβαια έχω παίξει μέχρι και ...τον γαλλικό ύμνο! Πραγματικά. `Ηταν το 1959 που πήγαμε στο Παρίσι με τον Ευγένιο Σπαθάρη και τον πατέρα του για ένα φεστιβάλ σκιών. Υπήρχε μπερντές που έπαιζε ο Σπαθάρης, πίσω ήμασταν εμείς και συνοδεύαμε και κάποια στιγμή άνοιγε και μας βλέπανε. `Ημαστε έτοιμοι να αρχίσουμε, όταν έρχεται ο πρέσβης της Γαλλίας και λέει: "Πριν αρχίσει η παράσταση, να παίξετε τον γαλλικό εθνικό ύμνο". Κοιταζόμαστε. Λέει ο Ευγένιος: "Καταστροφή". Δε μπορούσαμε να αρνηθούμε γιατί από κάτω κάθονταν υπουργοί, διπλωματικά σώματα, ήτανε πολύ επίσημο το φεστιβάλ. Λέω "ηρεμήστε και δώστε μου τρία λεπτά". Από το σχολείο που πήγαινα ακόμα θυμόμουνα το γαλλικό ύμνο που εμείς τον λέγαμε ελληνικά "Ω παιδιά μου ορφανά, σκορπισμένα εδώ κι εκεί...". Βάζω σ'ένα έδρανο τις δυο σημαίες και ανοίγει η σκηνή. Δε βλέπω ούτε θέατρο, ούτε κόσμο, παίζω μια φορά τη μελωδία και μετά ...πάρτον κάτω λιπόθυμο!".
Το 1985 ιδρύει το "Λαϊκό Σχολείο Παραδοσιακής Μουσικής". Λειτουργεί από τότε σαν αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία διδάσκοντας 22 όργανα από πολύ καλούς μουσικούς και σολίστες, καθώς και Βυζαντινή μουσική και χορωδία.
"`Ηθελα να αφοσιωθώ στο Σχολείο μου. `Ηταν ένα όνειρο πολλών χρόνων αυτό το πράγμα. Πρώτα πρώτα έβλεπα ότι τέλειωνε το σαντούρι. Τώρα ξέρετε πόσες κοπέλες και αγόρια παίζουνε; `Ηταν όνειρο ζωής για μένα να διδάξω 28 σαντούρια. Μπροστά σ'αυτό δεν έβαζα τίποτα άλλο".
Και με το "Λαϊκό Σχολείο" εμφανίζεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αλλά και σε φεστιβάλ και εκδηλώσεις του εξωτερικού αποσπώντας διακρίσεις. Το μεγάλο του παράπονο είναι ότι ποτέ μέχρι σήμερα αυτό το έργο ζωής για αυτόν δεν επιχορηγήθηκε από κρατικό φορέα.
Πέθανε τον Νοέμβριο του 2001.