Συνεπής απέναντι στην ιστορία του Γρηγόρη Μπιθικώτση
Η Άννα Μπιθικώτση γεννήθηκε στο Περιστέρι και είναι η πρωτότοκη κόρη του «σερ» του ελληνικού τραγουδιού, Γρηγόρη Μπιθικώτση, και της Θεόκλειας Πατσουλάκη.
Αποφοίτησε από τις Σχολές Ορθοδόξων Καλογραιών «Θεομήτωρ» και «Βελουδάκη». Είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη στο χώρο των ευπαθών ομάδων και έχει συμβάλλει στην ανάπτυξη της πολιτιστικής παιδείας των μελών τους με τη διοργάνωση σειράς μουσικών παραστάσεων που φέρουν την υπογραφή της.
Ως συγγραφέας συνέγραψε τα βιβλία: «Αντί Σιωπής» (Εκδόσεις Καστανιώτη), «Από Το Ημερολόγιό Μου… Γρηγόρης Μπιθικώτσης 1922-2005» (Ελληνικά Γράμματα), «Ηχηρές Σιωπές Του Έρωτα» (Εμπειρία Εκδοτική), «Ψηλαφίζοντας Τις Λέξεις» (Βέγας Εκδοτική) και «Δεν Μάτωσα Εγώ Τις Παπαρούνες» (Εκδόσεις Κούρος). Ως στιχουργός συνεργάστηκε στη δισκογραφία με καταξιωμένους Έλληνες συνθέτες και ερμηνευτές. Ως χρονογράφος διατηρεί τη δική της στήλη στη δίγλωσση ιστορική εφημερίδα της Αμερικής Hellenic News Of America, με τον τίτλο «Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα μέσα από τα μάτια της Άννας Μπιθικώτση».
Επιπλέον, είναι δημιουργός της λαϊκής ορχήστρας «Άννα Μπιθικώτση». Από το 2001 έως σήμερα, η Άννα Μπιθικώτση πραγματοποιεί με μεγάλη επιτυχία μουσικές παραστάσεις υψηλών προδιαγραφών στην Ελλάδα και στην ομογένεια -πάντα στη γραφή του προσωπικού της σεναρίου και στο πλαίσιο κορυφαίων φεστιβάλ με την συμμετοχή καταξιωμένων ερμηνευτών, μουσικών και χορωδιών. Φέτος πραγματοποιεί παραστάσεις αφιερωμένες στους κορυφαίους μας ποιητές που ερμήνευσε ο μύθος πατέρας της «ζωντανεύοντας», μέσα από βιωματικές και ιστορικές μνήμες, κορυφαίες στιγμές από τη ζωή και το τεράστιο έργο τους.
Την έχουν τιμήσει Δήμοι, πολιτιστικοί φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό, χορωδίες, λιμενικές αρχές, ιδρύματα, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Νέας Υόρκης Hellas FM κ.α., ενώ είναι και επίτιμο μέλος του Ομίλου Τεχνών Γραμμάτων και Επιστημών για την UNESCO Ελλάδος.
Άννα Μπιθικώτση: Έχοντας επίγνωση της δωρεάς που μου δόθηκε είχα υποσχεθεί στον ακριβό μου πατέρα ότι θα συνεχίσω μέσα από το έργο μου το έργο του παραμένοντας ανεπηρέαστη, αληθινή και συνεπής απέναντι στην μεγάλη του ιστορία, ώστε να θυμηθούν οι παλαιότεροι, και να γνωρίσουν οι νεότερες γενεές πρότυπα για να «κοινωνήσουν» της τέχνης τα μαλάματα παιδιά που ψάχνουν με μάτια γεμάτα φως και πίστη σύμβολα να στηριχτούν. Γιατί ένα από αυτά τα πρότυπα ήταν κι ο Μπιθικώτσης, που ανεπανάληπτα ερμήνευσε τους ποιητές μας, τους κορυφαίους συνθέτες μας, τα ρεμπέτικα και τις δικές του συνθέσεις αποτελώντας ένα σύμβολο του εθνικού μας πολιτισμού. Από το 2001 μέχρι και σήμερα πραγματοποιώ μουσικές παραστάσεις που βασίζονται στα δύο βιβλία που έγραψα για τον ακριβό μου πατέρα Γρηγόρη, το «Αντί Σιωπής» (εκδόσεις Καστανιώτη) και «Από Το Ημερολόγιό Μου, Γρηγόρης Μπιθικώτσης 1922-2005» (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα). Πρόκειται για ένα έργο μουσικό και δραματικό. Είναι οι αναμνήσεις της παιδικής, εφηβικής και ώριμης ηλικίας του μύθου πατέρα μου έτσι όπως μου τις διηγήθηκε, έτσι όπως τις είδα εγώ μέσα από τα δικά μου μάτια και τις κατέγραψα στο ομότιτλο βιβλίο μου, που ζωντάνεψα τις σελίδες του μέσα από το σενάριο της παράστασης που υπογράφω. Είναι η ζωή του όλη από το Α ως το Ω. Αλλά και κάτι άλλο! Η παράσταση αυτή καθ’ αυτή είναι ένα δραματικό έργο. Και λέω δραματικό, γιατί υπάρχουν σε αυτό μεγάλα τμήματα της άγνωστης ζωής του πίσω από τα φώτα, μιας ζωής που δεν είδε και δεν «χειροκρότησε» κανείς. Ταυτόχρονα είναι ένα ιστορικό έργο.
Προσωπικά για έμενα είναι ένα έργο μετάληψη και άχραντα μυστήρια, Ελλάδα –αρχαία, βυζαντινή, σύγχρονη. Της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου. Με άσπρα μάρμαρα, γαλανή θάλασσα και γαλανό ουρανό. Μέσα του συγκεντρώνει τους καημούς, τη λεβεντιά και τη δύναμη της Ρωμιοσύνης. Η μουσική μου αυτή παράσταση περικλείει την Ελλάδα του Γρηγόρη τραγούδι το τραγούδι, εικόνα την εικόνα, μνήμη τη μνήμη. Ίσως εκεί και να έγκειται η μεγάλη της επιτυχία αφού συνεχίζεται με τους καταξιωμένους ερμηνευτές συνεργάτες μου και φέτος για 21η χρονιά με την ίδια επιτυχία, σε Ελλάδα και εξωτερικό! Την παράσταση πλαισιώνουν η Λαϊκή Ορχήστρα «Άννα Μπιθικώτση», οι ερμηνευτές Ηλίας Κλωναρίδης, Θεοδοσία Στίγκα, Σωτήρης Δογάνης, χορωδίες και χορευτικά σύνολα. Με ρωτούν αν υπάρχει διαφορά στο να γράφω ως συγγραφέας από το να παίζω η ίδια και τον ρόλο του πρωταγωνιστή. Θα σας πω. Το γραπτό είναι διαφορετικό. Το δίνεις στον άλλον και εξαφανίζεσαι. Ο αναγνώστης φτιάχνει τις δικές του εικόνες, πλάθει το «έργο» µόνος του, όπως κάνουμε όλοι όταν διαβάζουμε μια ιστορία. Όταν όμως ο ίδιος αρχίζεις να διηγείσαι, να ακούς τη φωνή σου, τότε ανακαλύπτεις κι εσύ άλλες διαστάσεις. Για µένα κάθε λέξη, κάθε εικόνα είναι βιωμένη κι αυτό με βοηθά γιατί δεν υποδύομαι έναν ξένο αλλά εμένα την ίδια σε χρόνια ωραία που ‘χα «λουλούδια μες τη καρδιά». Αν με ρωτούσαν ποιο είναι το μεγαλύτερο μου όνειρο θα απαντούσα πως το μεγαλύτερο όνειρό μου είναι να δημιουργήσω το ίδρυμα «Μπιθικώτση», για να «σώσω» μέσα εκεί το αμύθητο αρχείο του που μου εμπιστεύτηκε, αλλά και για να σπουδάζουν μουσική, παιδιά που δεν έχουν οικονομική δυνατότητα. Αυτή την στιγμή είμαι στην πραγματοποίηση των μεγάλων μου σχεδίων, επίτρεψέ μου να κρατήσω κλειστά ακόμα τα «χαρτιά» τους…
Καθώς είχα την ευκαιρία να αποσπάσω λίγα έως πολλά λόγια από την Άννα Μπιθικώτση, μπήκα στον πειρασμό να της ζητήσω να αφηγηθεί ιστορίες τραγουδιών που ερμήνευσε ο αείμνηστος πατέρας της. Αλλά… πόσες και ποιες ιστορίες από ένα τόσο πλούσιο και ιστορικό ρεπερτόριο που άφησε ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού; Κάπως έτσι, η Άννα Μπιθικώτση καταθέτει ένα μέρος από τις δικές της αναμνήσεις, αποκαλύπτοντας άγνωστες ιστορίες και καταλήγοντας συγκινητικά στο «κύκνειο άσμα» του σπουδαίου μας ερμηνευτή.
ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΣΤΕΝΟ – Γρηγόρης Μπιθικώτσης
(1959, μουσική: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, στίχοι: Δημήτρης Γκούτης)
Α.Μ.: Το πρώτο σπίτι της οικογένειας του πατέρα μου ήταν στο μικρό στενάκι της οδού Μυκηνών 5 στο Περιστέρι. «Ετούτο το στενό, ετούτο το δρομάκι», ήταν η αφετηρία του τραίνου της ζωής της οικογένειας των γονιών του πατέρα μου και της δικιάς μας οικογένειας. Το 1959 ζήτησε ο Μπιθικώτσης από τον στιχουργό και φίλο του Δημήτρη Γκούτη να του γράψει ένα στίχο που να αναφέρεται στο δικό του στενό και σε μια αγάπη που γεννήθηκε σ’ αυτό το δρομάκι που στερνή φορά τη φίλησε και χόρτασε φαρμάκι. Αυτή την ιστορία έχει το συγκεκριμένο τραγούδι.
ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ – Γρηγόρης Μπιθικώτσης
(1960, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης)
Α.Μ.: Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης μου είχε πει: «Ο Τάσος Λειβαδίτης είχε έλθει στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Του άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το «Μάνα Μου Και Παναγιά». Για να βγει σε δίσκο, όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το «ζευγαρώσουμε», γιατί τότε βγαίνανε οι δίσκοι μικροί, με δύο τραγούδια ο καθένας. Ο αδελφός μου είχε προτείνει να γράψω ένα τραγούδι για τα γεγονότα. Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για εκείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής ή θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Μια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την Κολούμπια για φωνοληψία τού «Μάνα Μου Και Παναγιά», μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση για τη «Δραπετσώνα», μπροστά στο θέατρο Καλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία. Το ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία κι εκείνος έγραψε τους στίχους». Έτσι βγήκαν τα δύο τραγούδια σ’ ένα 45άρι με τη φωνή του πατέρα Γρηγόρη, του μύθου Μπιθικώτση.
ΕΠΙΦΑΝΙΑ – Γρηγόρης Μπιθικώτσης
(1960, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, ποίηση: Γιώργος Σεφέρης)
Α.Μ.: Το 1959 στο Παρίσι, ο Μίκης της αιωνιότητας μελοποίησε τέσσερα ποιήματα του Γιώργου Σεφεριάδη, που έμεινε στην ιστορία ως Σεφέρης. Πρώτη φορά ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί στίχους χωρίς ομοιοκαταληξία και κάνει αιώνιο τον διπλωμάτη Γιώργο Σεφέρη. Τα μελοποιημένα ποιήματα «Κράτησα Τη Ζωή Μου», « Άρνηση», «Άνθη Της Πέτρας» και «Μέσα Στις Θαλασσινές Σπηλιές» αποτέλεσαν τα «Επιφάνια» που όταν τα ακούς, γίνεται πλατιά η ψυχή σου για να χωρέσουν εντός σου τα συναισθήματα που προκαλεί η πνοή των αιώνιων ποιημάτων. «Κράτησα τη ζωή μου», λέει ο ποιητής. Αυτές οι τέσσερις λέξεις έδωσαν ζωή στις νότες του Θεοδωράκη κι η φράση του ποιητή ανάβλυσε τέτοια δύναμη και μαγνητισμό που αγκαλιάζει όποιον νιώθει να σπαρταράει μέσα του η γλυκιά ανάγκη της ζωής.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ – Γρηγόρης Μπιθικώτσης
(1964, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης)
Α.Μ.: Από τον Οδυσσέα Ελύτη έχω τις δικές μου θύμισες. Θυμάμαι τον πατέρα -ήταν άνοιξη του 1964- να φέρνει στο σπίτι μας μια μαγνητοταινία από τον Μίκη Θεοδωράκη με τα πέντε τραγούδια του «Άξιον Εστί». Επειδή δυσκολευόταν να μπει στο νόημα της ποίησης του Ελύτη, ζήτησε από τον ποιητή με λόγια απλά να του εξηγήσει το έργο. «Κρεμασμένη» όλη η οικογένεια στα χείλη του, τον ακούσαμε να μας λέει:
- Το «Άξιον Εστί» είναι η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση. Να δώσω, δηλαδή, στη διαμαρτυρία μου για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».
Για μια στιγμή τον διέκοψε ο πατέρας και τον ρώτησε:
- Στο τραγούδι «Ένα Το Χελιδόνι» τι πρέπει να ξέρω όταν θα το τραγουδήσω;
Ο Ελύτης χαμογέλασε και με όσο πιο απλά λόγια μπορούσε, του είπε:
- Κάθε φορά που θα το τραγουδάς, θα ξέρεις πως αυτό το χελιδόνι είναι μια ωδή προς την ζωή, όπως αυτή εκδηλώνεται την άνοιξη!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – Γρηγόρης Μπιθικώτσης
(1966, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, ποίηση: Γιάννης Ρίτσος)
Α.Μ.: Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το έργο «Ρωμιοσύνη» την εποχή που η Ελλάδα είχε μπει ορμητικά σε θύελλα. Θυμάμαι τον Μίκη Θεοδωράκη να μου λέει: «Άκουσε παιδί μου πώς μελοποίησα τη «Ρωμιοσύνη». Ήταν η γιορτή των Φώτων στα 1966 όταν ένα άγνωστο χέρι τοποθέτησε τα χειρόγραφα ποιήματα της «Ρωμιοσύνης» του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη. Εκείνη την ημέρα είχα επιστρέψει από τον Πειραιά όπου είχα έρθει σε σύγκρουση σε μια πορεία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίηση με είχαν επηρεάσει τόσο πολύ, που μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, κάθισα όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και μ΄ αίματα και συνέθεσα μονορούφι τα τραγούδια της «Ρωμιοσύνης».
ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ – Γρηγόρης Μπιθικώτσης
(1968, μουσική: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, στίχοι: Ελένη Λιάκου)
Α.Μ.: Η μετά το 1967 απαγόρευση της κυκλοφορίας, μετάδοσης κι ερμηνείας των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη -για ευνόητους λόγους- είχε στερήσει τη δυνατότητα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση να περιλαμβάνει στις εκάστοτε «ζωντανές» εμφανίσεις του όλες εκείνες τις πολύ σπουδαίες και μεγάλες δημιουργίες που του έδωσε ο μέγιστος συνθέτης και οι στιχουργοί-ποιητές. Έπρεπε λοιπόν να κάνει κάτι ώστε να συνεχίσει να βρίσκεται στην «εμπροσθοφυλακή» τόσο στη δισκογραφία, όσο και στα νυχτερινά κέντρα. Η λύση ήταν η συνεργασία του με άλλους πολύ σημαντικούς δημιουργούς, αλλά και η επιστροφή στη συνθετική ιδιότητά του, την οποία είχε παραμελήσει για αρκετά χρόνια λόγω της επαφής του με τον Θεοδωράκη και τους άλλους «έντεχνους» συνθέτες. Βρισκόταν στην αναζήτηση στίχων, όταν μια καλή του φίλη ζήτησε να του διαβάσει κάποιους που είχε γράψει σ’ ένα τετράδιο. Αυτή ήταν η Ελένη Λιάκου και πράγματι ο Μπιθικώτσης δέχτηκε την πρότασή της, όταν όμως τους άκουσε δεν του άρεσαν. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, της είπε το εξής:
- Θέλω να γράψεις για κάποιον που ξυπνά μέσα στη νύχτα και φαντάζεται ότι βλέπει ξανά μπροστά του τη γυναίκα που αγαπά κι έχει χάσει.
Όταν μου πρωτόπαιξε ο πατέρας το τραγούδι αυτό ενθουσιάστηκα. Τότε με θλίψη μου είπε:
- Αννούλα μου, δεν θέλει η εταιρεία να το ηχογραφήσω, φοβάται μη με πουν «γλυκανάλατο»!
- Τραγούδησε το για μένα! Κάνε το μου δώρο για τα γενέθλιά μου!
του απάντησα αυθόρμητα με τη παιδική μου αθωότητα. Μόνο έτσι πείστηκε και δεν θέλησε να μου χαλάσει το χατίρι! Με αυτή την αιτιολογία έπεισε τον Τάκη Λαμπρόπουλο και ηχογραφήθηκε το τραγούδι και πέρασε στην ιστορία!
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΔΥΟ – Γρηγόρης Μπιθικώτσης
(1970, μουσική-στίχοι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης)
Α.Μ.: Κανείς δε γνωρίζει τον πραγματικό στιχουργό στο τραγούδι «Ο Έρωτας Γεννήθηκε Για Δύο». Γράφτηκε ο στίχος από την μητέρα μου, την Θεοκλεία, την περίοδο που τρίτο πρόσωπο έφερε τον χωρισμό με τον άντρα που λάτρεψε και στήριξε από τα δύσκολα χρόνια τους ως την καταξίωσή του. Ο χωρισμός, ανεξαρτήτως από το αν είναι ξαφνικός ή αναμενόμενος, έφερε μαζί του ένα μικρό πένθος, μια απώλεια και ένα τέλος της ζωής και των καταστάσεων που είχε συνηθίσει να ζει 30 ολόκληρα χρόνια. Όσο βαριές και αν ακούγονται οι παραπάνω λέξεις, είναι σημαντικό να καταλάβεις πως δεν πρέπει να υποτιμάς τα συναισθήματα που σου προκαλεί μια τέτοια κατάσταση. Με αυτά τα συναισθήματα η μητέρα μου έγραψε τον στίχο: «Ο έρωτας γεννήθηκε για δύο / και τρίτος δεν χωράει μες τους δυο…». Όταν παρέδωσα στα χέρια του πατέρα μου τα λόγια της μάνας μου, αυθόρμητα πήρε την κιθάρα του και αμέσως το μελοποίησε. Όταν μου το τραγούδησε, μου είπε:
- Πες της Θεοκλείας μου, ότι την αγαπάω, μια μέρα θα γυρίσω κοντά της και τόνισέ της πως το τραγούδι αυτό εγώ θα το ηχογραφήσω.
Όταν μετέφερα τα λόγια του στη μάνα μου, μου ζήτησε να του πω ότι δεν θέλει να μπει το όνομά της ως στιχουργός, αλλά το δικό του. Έτσι κι έγινε. Μόνο που έγινε μεγάλη επιτυχία, τόσο μεγάλη, όσο μεγάλη υπήρξε και η αγάπη τους!
ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ – Γρηγόρης Μπιθικώτσης
(1996, μουσική: Κώστας Νικολόπουλος, στίχοι: Άννα Μπιθικώτση)
Α.Μ.: Όταν άκουσε στίχους μου που είχε μελοποιήσει ο συνθέτης Κώστας Νικολόπουλος για το πρώτο προσωπικό άλμπουμ ενός νέου ερμηνευτή που είχαμε ανακαλύψει, μου είπε:
- Ωραία λόγια, ωραία μουσική. Πού βρήκατε αυτή τη φωνή; Αυτός είναι μεγάλος τραγουδιστής. Πώς τον λένε;
- Σωτήρη Δογάνη. Είναι καθηγητής βυζαντινής μουσικής, ιεροψάλτης και θεολόγος. Εμπνεόμενοι από την φωνή του, του γράψαμε αυτά τα τραγούδια. Του εμπιστεύτηκε και ο Yanni ο Χρυσομάλλης μια μελωδία του που έντυσα με δικά μου λόγια. Αλήθεια, σου αρέσει αυτή μας η προσπάθεια;
Με χαρά μου είπε:
- Όταν θα ολοκληρώσετε τα τραγούδια του δίσκου του, θέλω να συμπεριλάβετε και ένα τραγούδι που θα το ερμηνεύσω μαζί του. Θέλω να δώσω την ευκαιρία σε αυτόν τον νεαρό, που η φωνή του μου άγγιξε τη ψυχή. Το θέλω και για έναν ακόμα λόγο Αννούλα… Είναι κρίμα να πεθάνω και να μείνεις με το παράπονο ότι ποτέ δεν τραγούδησα ούτε ένα στίχο σου. Ξέρεις κάτι, τα βράδια που δεν κοιμάμαι από τους πόνους, σκέπτομαι πολύ και ακούω μέσα μου μια φωνή να μου λέει «αξίζει η Άννα, έχει ταλέντο βοήθησέ την, παιδί σου είναι...».
- Να σου γράψουμε ένα τραγούδι; Δηλαδή τα λόγια να στα γράψω εγώ; Και θα τα τραγουδήσεις εσύ;
- Ναι ρε Άννα, θα έχουμε κάτι μαζί σε αυτό τον κόσμο που θα μείνει παντρεμένο για πάντα!
- Τι να σου γράψω εγώ πατέρα; Εσύ έχεις τραγουδήσει από τον ρεμπέτη μέχρι τον ποιητή!
- Τη ζωή μας παιδί μου. Θέλω να μου θυμίσεις μέσα από τα δικά σου λόγια εκείνα τα χρόνια μας, το Περιστέρι, τη μάνα μου, το πηγάδι των ονείρων μας, τους φίλους μου, τον Χιώτη, τον Τσιτσάνη, τους «Ρεμπέτες Του Ντουνιά», το «Τρελοκόριτσο», τον Μάρκο… Και μην ξεχάσεις μέσα από αυτό το τραγούδι εκείνη την υπόσχεσή μας, τότε που σου έλεγα, «όταν θα γίνω μεγάλος τραγουδιστής και όλη η Ελλάδα θα με ξέρει, θα πιάσουμε μαζί τα όνειρά μας, τα όνειρά σου από αυτό το πηγάδι, ρίχνοντας το κουβά, γυρνώντας το μαγκάνι…».
Τον φίλησα στο μάγουλο με ένα πεταχτό Αννουλίστικο φιλί. Χοροπήδαγα σαν τρελοκάτσικο, όπως τότε στο σουμιέ μας και νόμιζα ότι τα μαύρα χελιδονάκια από εκείνο το δωμάτιο του «χθες», είχαν δραπετεύσει και φτερούγιζαν τριγύρω μας. Και εκείνος γέλαγε και ξαναγέλαγε… Και γύρισα σπίτι. Και βιαζόμουν να ολοκληρώσω τις οικογενειακές μου υποχρεώσεις. Όταν πήγαν τα παιδιά για ύπνο, με τις μύτες των ποδιών μπήκα στο δωμάτιο με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και κάθισα στην ξύλινη μαύρη καρέκλα του μαύρου γραφείου μου. Κοίταξα τη φωτογραφία του πατέρα που «δέσποζε» δίπλα σε εκείνη τη χρυσή μου πλακέτα κι ένιωσα για πρώτη φορά μέσα από κείνο το χαμόγελό του… να με θαυμάζει! Έβγαλα από το συρτάρι το Ευαγγέλιο και έκανα τον σταυρό μου. Μετά το φίλησα και το ακούμπησα δεξιά μου. Και ξάφνου η νύχτα έγινε μέρα. Μπρος μου, η ηλιόλουστη πόρτα της αυλής μας και ο πατέρας στα περιστέρια να τραγουδά, τα άνθη ν’ αγγίζει, το κλειδί να κρατά, έγχρωμες πεταλούδες τα όνειρά του να φτερουγίζουν, τα χρόνια του σε νότες μουσικής να βαφτίζει… Και με αυτές τις εικόνες άρχισα να ζωγραφίζω στο λευκό μου χαρτί τα λόγια που θα τραγουδούσε:
«Στα περασμένα ένα ταξίδι λέω να πάω,
στο Βαμβακάρη θέλω να μιλήσω
Με τους ρεμπέτες του ντουνιά να σεργιανίσω,
το Τρελοκόριτσο στα χείλη να φιλήσω
Στα περασμένα ένα ταξίδι λέω να πάω
με του Τσιτσάνη τις πενιές να τραγουδήσω
Του Χιώτη το μπουζούκι να αγγίξω
στο Άξιον Εστί το δάκρυ μου να κρύψω
Στο Περιστέρι μια στάση κάνω,
απ’ το πηγάδι όνειρα πιάνω
Η γειτονιά μου δεν έχει αλάνα,
κει μου φώναζες γλυκιά μου μάνα
Στο Περιστέρι μια στάση κάνω
απ’ το πηγάδι όνειρα πιάνω
Η γειτονιά μου δεν έχει αλάνα
Τι μου θυμίζεις απόψε Άννα…»
ΕΝΟΤΗΤΑ Β: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΟΠΩΣ ΤΙΣ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
ΤΟ ΤΡΕΛΛΟΚΟΡΙΤΣΟ
(1955, μουσική-στίχοι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης)
Γ.Μ.: Ό,τι κι αν πω, αυτό το τραγούδι σκέφτομαι. Είχα την τύχη να τραγουδήσω τα πάντα, να πω ωραία τραγούδια, να συνεργαστώ με τους μεγαλύτερους συνθέτες που έβγαλε αυτή η χώρα. Όμως ό,τι κι αν έχω πει, το πρώτο τραγούδι δεν ξεχνιέται. Με γυρίζει πίσω στο ξεκίνημά μου, στα όνειρά μου. Εκείνο τον καιρό δούλευα στη Ζούγκλα. Μπουζούκι εγώ, κιθάρα ο Γιάννης ο Παπαδόπουλος, που ήτανε και ο τραγουδιστής μας. Τρελά ερωτευμένος, τότε, ο Παπαδόπουλος με την Πόλυ Πάνου! Καλός τραγουδιστής της εποχής ο Γιάννης. Να τον λέγαμε σαν ποιον; Ο Πασχάλης, να πούμε. Ο Γιάννης, λοιπόν, έχει γράψει ένα τραγούδι, τα λόγια, για την Πόλυ Πάνου. Το «Τρελλοκόριτσο». Μου λέει:
- Μπορείς να γράψεις μουσική σ’ αυτό;
Παίρνω τα λόγια κι αρχίζω να γράφω. Το αφεντικό, ο Καρλής, που έφτιαχνε στραγάλια για το βράδυ, τηγάνι, λαδάκι, νερό, για μεζέ για το πίπερμαν, μ’ ακούει που τραγουδάω το «Τρελλοκόριτσο», καθώς το γράφω, και μου λέει:
- Εσύ θα το πεις το τραγούδι! Απόψε!
- Τρελάθηκες; Εμένα μου έχουνε πει να μη μιλάω. Να μη βγάζω άχνα.
- Εγώ τι σου λέω!
Χειμώνας 1951. Μπορεί και 1952. Και τραγουδάω το «Τρελλοκόριτσο» και η μαγκιά από κάτω χαζεύει! Η Πόλυ μάζευε παραγγελίες. Μέσα στο ίδιο βράδυ, είκοσι παραγγελίες για το «Τρελλοκόριτσο», δύο για τα άλλα τραγούδια. Σκοτωμός! Ζεϊμπέκικο στο ζεϊμπέκικο. Ο ένας μετά τον άλλον. Γιατί άμα σηκωνότανε και δεύτερος, γινότανε μακελειό. Αυτό, κάθε βράδυ. Και μεγαλώνει και το πάλκο. Εγώ, ο Γιάννης ο Κυριαζής, ο Παπαδόπουλος και ο Χειμώνας. Μου λέει ο Παπαδόπουλος:
- Ποιος λες να το τραγουδήσει στον δίσκο;
- Να το δώσουμε στον Καζαντζίδη;
- Όχι. Καλύτερα να το δώσουμε στον Τσαουσάκη. Είναι πιο λαϊκός.
Παίζω σ’ ένα φίλο μου το «Τρελλοκόριτσο» και του λέω ότι θα το δώσω να το τραγουδήσει ο Τσαουσάκης. Μ’ ακούει να το λέω και μου λέει:
- Τι λες ρε συ; Να το πεις μόνος σου!
Το τραγούδι έχει γίνει σουξέ με μένα. Το βλέπει ο Παπαδόπουλος, που είχε και εκπομπή στο ράδιο, όπως είχε ο Τσιτσάνης με τη Νίνου, ο Μητσάκης με τη Χρυσάφη, ο Παπαϊωάννου κτλ. και μου λέει:
- Την Κυριακή θα γράψουμε οι δυο μας. Παπαδόπουλος-Μπιθικώτσης!
Πήραμε και την Πόλυ, που ο Γιάννης της είχε δώσει το τραγούδι «Πήρα Τη Στράτα Την Κακιά», με λόγια του Τσάντα και βγαίνουμε και στο ράδιο. Πάω την άλλη μέρα στον Μηλιόπουλο και του μιλάω για το «Τρελλοκόριτσο». Δεν μου απαντάει. Στέλνει όμως το βράδυ στη Ζούγκλα μια γραμματέα κι ακούει το τραγούδι. Το κορίτσι παλαβώνει! Το λέει στον Μηλιόπουλο. Κι αυτός με ειδοποιεί να πάω στην εταιρεία. Πάω. Όταν τους είπα στην εταιρεία ότι θα το πω εγώ, το δεχτήκανε, αλλά με κοιτάξανε και κάπως.
- Καλά, εσύ ήρθες εδώ σαν μπουζουξής και σαν συνθέτης. Τώρα τραγουδάς κιόλας;
Είναι εκεί, όμως, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου και ο Χιώτης. Μόλις βλέπω αυτούς τους τρεις, λέω στον Μηλιόπουλο:
- Δεν θα τραγουδήσω, κύριε Μηλιόπουλε. Δεν μπορώ μ’ αυτούς τους τρεις μπροστά. Παθαίνω τρακ.
- Γράψε τους στ’ αρχ… σου και μπες στο στούντιο και πες το!
Μπαίνω, το λέω μια κι έξω και σκίζω, γιατί παίξαμε όπως στο κέντρο. Έτσι έγινα τραγουδιστής. Έκανα να κοιμηθώ δέκα νύχτες μέχρι να κυκλοφορήσει το δισκάκι. Στην αρχή, το αποτέλεσμα μου φάνηκε περίεργο, μετά όμως είπα: «Γρηγόρη, τώρα ξεκινάς!». Με λίγα λόγια, είναι το αγαπημένο μου τραγούδι και πάντα, όσο ζω, θα με συγκινεί. Συγκινούμαι ακόμη και που μιλάω τώρα γι’ αυτό…
ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ ΣΤ’ ΑΥΤΙ
(1956, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος)
Γ.Μ.: Μια μέρα, πάω να αγοράσω ένα πουκάμισο. Αφήνω την Αιόλου και μπαίνω στη Σταδίου. Βλέπω στη γωνία έναν με γραμμόφωνο. Είχε και χωνί. Σκούπιζε ένα δίσκο και τον βάζει και παίζει. Ακούω το τραγούδι «Γαρύφαλλο Στ’ Αυτί». Γυναικεία φωνή. Η Έλσα Λάμπο. Πλησιάζω τον τύπο και του λέω:
- Ποιο τραγούδι έχει ο δίσκος από την άλλη μεριά;
Με αγριοκοιτάζει και μου λέει:
- Δε μας παρατάς ρε φίλε!
Του δίνω, τότε, ένα δεκάρικο -λεφτά για την εποχή- και μου βάζει τον δίσκο κι από την άλλη πλευρά. Ακούω τον «Σατράπη» με τον Τόλη Χάρμα. Δεν πήρα το πουκάμισο. Πάω στον Μηλιόπουλο. Στα ίσα. Του λέω ότι θέλω να πω αυτά τα δύο τραγούδια και τσαντίζεται. Μου δείχνει την πόρτα:
- Φύγε! Τρεις μήνες ο δίσκος στην αγορά και δεν πουλάει τίποτα!
Επιμένω. Δεν μου δίνει σημασία. Πάω στο καφενείο και ρωτάω:
- Ποιος έγραψε το «Γαρύφαλλο» και τον «Σατράπη»;
- Ο Χατζιδάκις.
- Και πού θα τον βρω;
- Στου Φλόκα.
Δεν τον είχα δει ποτέ. Ούτε στο στούντιο, ποτέ… Αυτά γίνονται το 1956. Ανεβαίνω στου Φλόκα. Ήτανε δύο και παίζανε τάβλι κι ένας τρίτος παρακολουθούσε. Λέω στον τρίτο:
- Ο κ. Χατζιδάκις;
- Ναι. Εσείς, ποιος είστε;
- Μπιθικώτση με λένε.
Μόλις άκουσε το όνομά μου, σηκώθηκε όρθιος.
- Τί θέλετε κύριε Μπιθικώτση;
- Άκουσα το «Γαρύφαλλο» και τον «Σατράπη» και θέλω να τα πω. Και θα βάλω και τον Τσιτσάνη να παίξει μπουζούκι.
Ψέμα αυτό, για να τον ψήσω. Γιατί ο Τσιτσάνης μόνο στα δικά του τραγούδια έπαιζε. Σε ένα μόνο ξένο είχε παίξει, «Σιγά Καλέ Την Άμαξα», του Περδικόπουλου. Ο Χατζιδάκις συμφώνησε. Φεύγω αμέσως για Μηλιόπουλο. Του λέω τι έγινε.
- Θα βάλω και τον Τσιτσάνη να παίξει μπουζούκι…
- Είσαι μαλάκας; Ο Τσιτσάνης παίρνει 3.000 δραχμές το κομμάτι, ενώ οι άλλοι μπουζουκτζήδες παίρνουν 150 δραχμές.
- Θα τα πληρώσω εγώ, από την τσέπη μου!
Δίπλα στο Πολυτεχνείο ήταν ένα στούντιο. Πάμε για πρόβα. Ο Χατζιδάκις στο πιάνο, ο Τσιτσάνης μπουζούκι, κιθάρα ο Χρυσίνης, ο Ανέστης ο γύφτος κι εγώ με τη φωνή μου. Άλλον δεν θυμάμαι. Βγαίνει ο δίσκος και γίνεται της πουτάνας.
Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Η ΜΑΡΓΑΡΩ
(1960, μουσική-στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης)
Γ.Μ.: Σεπτέμβρης 1960. Έπεσε ένα τηλέφωνο στο σπίτι ότι «σε θέλει ο κ. Λαμπρόπουλος» που είχε τότε τη διεύθυνση της Columbia. Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος. «Τι να με κάνουνε εμένα τώρα;» σκέφτομαι. «Εγώ πάω να φύγω». Είχα πάρει και προκαταβολή από ένα μαγαζί στον Καναδά. Τελικά ήρθαν στο Περιστέρι στο σπίτι μου. Ο Τάκης ο Β. μαζί με τον Θεοδωράκη κι άλλος ένας που τον ξεχνάω.
- Θα πληρώσουμε εμείς και την προκαταβολή και το δικαστήριο αν σου κάνει ακόμα, αλλά θα κάτσεις εδώ, θα πεις τραγούδια καλά, και -αν θέλει- θα πας σε 6 μήνες.
Έτσι έγινε. Μίλησα στον μαγαζάτορα και δέχτηκε. Και είμαστε τώρα κι ακούμε του Μίκη του Θεοδωράκη τα τραγούδια του «Επιτάφιου» ο Μανώλης ο Χιώτης κι εγώ. Δε θυμάμαι ποιος έκλεισε το μάτι στον άλλον κι είπαμε ν’ αφήσουμε λίγο τον Μίκη μόνο του και να πάμε στην τουαλέτα. Πάμε.
- Τι έγινε ρε;
- Θα ξεφτιλιστούμε μ’ αυτά τα τραγούδια!
- Ναι! Τι σαχλαμάρες είναι αυτές. Αφού δεν κατάλαβα τι λέει. Γαλλικά μιλάει;
- Κι εγώ έτσι το βλέπω. Θα φύγω για τον Καναδά και δεν πα να λένε αυτοί.
Εν πάση περιπτώσει, γυρίσαμε στον Μίκη, δεν είπαμε τίποτα, κάναμε κάνα δυο ώρες πρόβα και μετά είπαμε καληνύχτα και δώσαμε ραντεβού για την άλλη μέρα το απόγευμα, πάλι στις 5. Πάω στη δουλειά εγώ -νομίζω τότε τραγουδούσα στη Σπηλιά του Παρασκευά στην Καστέλα- γύρισα, παίρνω τον Χιώτη και του λέω:
- Ρε συ! Ξέρεις τι έπαθα;
Μέσα στον «Επιτάφιο» που ήταν το έργο του Ρίτσου που μας είχε παίξει πρώτα ο Μίκης και που για μας ήταν καινούρια και η μελωδία και ο στίχος, μας είχε πετάξει και δυο τραγούδια. Το «Μάνα Μου Και Παναγιά» και τη «Μαργαρίτα Μαργαρώ», για την κόρη του, που ήταν μικρή και έπεσε από τον ώμο του. Εγώ, λοιπόν, είχα τσιμπήσει στο «Μάνα Μου Και Παναγιά», μου ερχότανε συνέχεια στο μυαλό και το ψιθύριζα και ο Χιώτης απ’ ό,τι μου ‘πε όλη την ώρα σφύριζε τη «Μαργαρίτα Μαργαρώ». Λέμε «έχει ενδιαφέρον. Ας δώσουμε μια βάση στον άνθρωπο…».
ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ
(1961, μουσική-στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης)
Γ.Μ.: Όταν εγώ είμαι 15 χρονών, το 1937 περίπου, από το πικάπ ενός γείτονα στο Περιστέρι ακούω τη «Φραγκοσυριανή» και το «Όλοι Οι Ρεμπέτες Του Ντουνιά». Έπαιζα ήδη τότε στην κιθάρα ελαφρά τραγούδια αλλά με το που ακούω τον Μάρκο, λέω: «Μια μέρα θα γράψω κι εγώ τέτοια». Πήγα και τον άκουσα κιόλας τότε. Είχε έρθει σ’ ένα κέντρο στο Περιστέρι με τον Χιώτη και, κάθε μέρα, εγώ πήγαινα έξω από τα κάγκελα… Πολύ αργότερα, του μίλησα και γνωριστήκαμε… Αν δεν ήταν τα τραγούδια του Μάρκου, εγώ δεν θ’ ασχολούμουν ποτέ με το μπουζούκι, με το λαϊκό τραγούδι. Ο Μάρκος είναι ο Σωκράτης και ο Τσιτσάνης ο Πλάτωνας του λαϊκού τραγουδιού. Από κει και πέρα, ερχόμαστε όλοι οι άλλοι… Ε, όταν κι εγώ έγινα κάποιος, θυμήθηκα τον άνθρωπο που μ’ έβαλε σ’ αυτό τον δρόμο. Πήγα στον Μάρκο και τον βρήκα ξαπλωμένο στο κρεβάτι από άσθμα, μ’ ένα λάστιχο στο στόμα… Είπα τα τραγούδια του για να πάρει κι εκείνος κάποια λεφτά και επέμενα και στον Λαμπρόπουλο και του έδωσε τότε, το 1960, 100.000 δραχμές. Μου λέει ο Μάρκος:
- Γρηγόρη, κοίταξε να φυλάξεις τα λεφτά σου γιατί εμείς δεν είχαμε μυαλό και δες…
Εδώ που τα λέμε, δεν πήρανε και λεφτά αυτοί οι άνθρωποι. Κι εμείς ακόμα, από το 1970 και μετά, μπορούμε να πούμε ότι βγάλαμε… Είχανε παλιώσει τότε οι δίσκοι, βλέπαμε ότι θ’ αχρηστευθούν και θα χαθεί αυτό το υλικό. Το φρεσκάραμε λοιπόν, το ανανεώσαμε, με πιο καλά μηχανήματα, με τέλειες ορχήστρες… Δεν ξέρω αν ήταν καλύτερα τραγουδισμένα από πριν αλλά, όπως είπαν κι οι ίδιοι -γιατί τα περισσότερα από τα παλιά τραγούδια τα έγραψα τότε με την παρουσία των δημιουργών τους- δεν τους αδίκησα τραγουδώντας τους.
ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΣΤΕΝΟ
(1961, μουσική-στίχοι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης)
Γ.Μ.: Έχω δώσει το «Φεγγάρι Χλωμό» στον Μανώλη Αγγελόπουλο και το «Σε Τούτο Το Στενό». Αυτό, όμως, δεν του άρεσε. Γούσταρε το «Φεγγάρι». Μου είπε:
- Τι λες, ρε μαλάκα, γαμώ το κεφάλι σου, που θα πω εγώ το «Σε Τούτο Το Στενό»!
ΑΠΟΝΗ ΖΩΗ
(1964, μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος)
Γ.Μ.: Ήταν 1963 και μου λέει ο Τάκης ο Λαμπρόπουλος:
- Είναι δυο παιδιά που έχουν γράψει κάτι τραγούδια.
Και με παίρνει και πάμε ένα βράδυ στην Κηφισιά. Εκεί, σ’ ένα μαγαζί, είναι ο Ξαρχάκος. Δουλεύει. Πάμε στην Κηφισιά για ν’ ακούσω τα τραγούδια. Τις μελωδίες. Μου ‘πε και το όνομα του Ξαρχάκου, αλλά το ξέχασα. Ήτανε μια ορχήστρα και ο Σταύρος ήταν εκεί, όρθιος, κι έπαιζε μπάσο. Στα ψεύτικα, στ’ αλήθεια, ξέρω εγώ τι έκανε; Στα τραπέζια είχε κεράκια. Πάμε, λοιπόν, και μου παίζει τις μελωδίες. Εγώ είχα μπει στα παράξενα, λόγω Μίκη, είχα μπει στη νοοτροπία της καινούργιας ελληνικής μουσικής. Μου λέει ο Λαμπρόπουλος:
- Τι λες; Να κάνω έξοδα;
Γιατί θα τον μαλώνανε στην εταιρεία αν έπεφτε έξω, στο συμβούλιο. Του λέω:
- Θα τα πω.
- Θα σου φέρω λόγια.
Μου φέρνει την «Άπονη Ζωή» και τη «Φτωχολογιά». Του λέω:
- Θα τα πω, πάει τελείωσε. Μου αρέσουν πολύ.
ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
(1964, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης)
Γ.Μ.: Με παίρνει τηλέφωνο ο Μίκης:
- Γρηγόρη σε θέλω.
Έχουμε ήδη κάνει τον «Επιτάφιο» και κάτι άλλα, δύσκολα βέβαια αλλά κάπου τα βρήκα μαζί τους. Πάω λοιπόν στη Νέα Σμύρνη που μένει, κάθεται στο πιάνο κι αρχίζει να μου παίζει. Ταυτόχρονα πατάει το μαγνητόφωνο και γράφει. Λέω «τί είναι αυτά; Άστον να γράφει…». Δεν του μιλάω καθόλου. Κάθομαι στον δερμάτινο καναπέ κι εκείνος λέει συνέχεια πέντε τραγούδια και μου δίνει την κασέτα. Τα παίρνω και πάω στο σπίτι. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Τα κλειδώνω σ’ ένα δωμάτιο μαζί με το μαγνητόφωνο και φοβόμουνα το δωμάτιο. Του λέω:
- Θα σε πάρω εγώ τηλέφωνο όποτε νομίζω ότι μπορώ να σου μιλήσω και να σου πω τα λέω, δεν τα λέω, τα κατάλαβα, δεν τα κατάλαβα. Μη με πάρεις εσύ.
- Θα τα καταφέρεις και θα τα πεις και πολύ ωραία.
Έμπαινα καμιά φορά στο δωμάτιο και τ’ άκουγα, δεν μπορώ να πω, αλλά έχουν περάσει δεκαπέντε μέρες και δεν τον έχω πάρει ακόμα. Έχω πάρει την απόφαση βέβαια: «Θα του πω όχι. Να πάει να βρει κάναν άλλον». Με παίρνει τηλέφωνο εκείνος τελικά.
- Δεν σου είπα ότι θα σε πάρω εγώ όταν είμαι έτοιμος;
Τελικά λέω: «για κάτσε ρε! Ποιος είναι αυτός; Από πού τα ‘φερε αυτά; Από τον Άρη τα ‘φερε; Για κάτσε να τους δώσω μεγαλύτερη προσοχή». Άρχισα να ντρέπομαι… Έβγαζα κάποιο νόημα αλλά έλα που η μελωδία ήτανε κι αυτή εξίσου καινούρια. Άλλος τόπος κι άλλος χρόνος. Μου φαινότανε δύσκολο να μπω. Άλλο κράτος… Έκατσα όμως ώρες πολλές, μέρες κι έμαθα το ένα. Αφού έμαθα αυτό λέω «και τα άλλα δίπλα θα ‘ναι». Τον παίρνω τηλέφωνο και του λέω:
- Νομίζω ότι πρέπει να με ακούσεις.
Πήγα σπίτι του και του είπα δύο καλά και τα άλλα «τσάτρα πάτρα». Ήτανε τα πέντε τραγούδια του «Άξιον Εστί». «Ένα Το Χελιδόνι», «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ», «Της Αγάπης Αίματα», «Ανοίγω Το Στόμα Μου» και «Με Το Λύχνο Του Άστρου». Ε, μετά απ’ αυτά πια κατάλαβα ότι κάτι γίνεται, ότι αυτά τα πράγματα κάπου μπαίνουνε, κάπου πάμε. Κάτι αλλάζει, κάτι θα μείνει.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
(1968, μουσική: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, στίχοι: Ελένη Λιάκου)
Γ.Μ.: Όσο έλεγα τα τραγούδια του Μίκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου η εταιρεία μου είχε πει να μη γράφω εγώ. Όταν κόβεται πια ο Μίκης, λέω κάποια τραγούδια του Μούτση, του Σπανού, του Κηλαηδόνη αλλά ξεκινάω πάλι να γράφω κι εγώ. Το πρώτο ήταν η «Επίσημη Αγαπημένη». Ο ίδιος έδωσα το θέμα στη φίλη μου την Ελένη Λιάκου. Με το που μου δίνει τον στίχο αμέσως κατάλαβα ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει ούτε ζεϊμπέκικο ούτε χασάπικο. Τα τσιφτετέλια δεν με ενδιαφέρουν καθόλου, δεν τα ακούω ούτε θέλω να τα ακούω. Έκατσα και σκέφτηκα πολύ ώσπου να βάλω αυτή την ευρωπαϊκή μελωδία. Ήταν τότε ένα γαλλικό τραγούδι, το «Capri C’ Est Fini», αλλά κι εμένα το πρώτο μου όργανο ήταν η κιθάρα και οι πρώτοι μου φίλοι μέσα από τη μουσική ο Πολυμέρης και ο Γιώργος ο Κεφαλάς από το Τρίο Κιτάρα. Έχω μια φλέβα ευρωπαϊκή, αλλά στιβαρά ευρωπαϊκή. Κάτι καινούργιο μπήκε τότε στο λαϊκό τραγούδι. Έρχονται και μου λένε: «Ξέρεις; Αυτά τα παίζουνε και τα χορεύουνε μπλουζ στο On The Rocks». Εγώ ήμουν τότε εφτά χρόνια συνέχεια στα Δειλινά. Πήγα ένα βράδυ κι άκουσα ένα τρίο –τους Olympians νομίζω- κι ήτανε από κάτω αγκαλιά και χορεύανε το «Επίσημη Αγαπημένη»…
ΠΟΥ ‘ΝΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
(1968, μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής, στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος)
Γ.Μ.: Ο Σταύρος Κουγιουμτζής ανήκει στους μεγάλους συνθέτες του τόπου μας. Τον είχα πάει κάποτε στον Columbia στον Τάκη Λαμπρόπουλο και του είπα ότι πρόκειται για τέλειο συνθέτη με μεγάλο ταλέντο. Είχα πει, μάλιστα, κι ένα από τα πρώτα του τραγούδια: «Που ‘ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια / που ‘χες λουλούδια μες στην καρδιά / που ‘ναι η αγάπη, γλυκιά μου αγάπη / να μας ζεστάνει στην παγωνιά». Ο Σταύρος Κουγιουμτζής ξεκίνησε από την Columbia με τη φωνή τη δική μου. Φαίνεται, όμως, ότι δεν συμφώνησαν με τον Λαμπρόπουλο -δεν ξέρω πώς χάλασε η δουλειά- και υπέγραψε τότε συμβόλαιο συνεργασίας με την Odeon-Parlophone. Ευτυχώς, όμως, που υπήρχε εκεί ο Γιώργος Νταλάρας, είχε ωραία φωνή και του τραγούδησε τα τραγούδια του.
Πηγές για την ενότητα Β
Περιοδικά: Δίφωνο, Echo & Artis, Μελωδία, TV Ζάπινγκ
Εφημερίδες: Το Βήμα, Καθημερινή
Βιβλία: Πάνος Γεραμάνης «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ Ο Σερ» (2002), Θανάσης Γιώγλου «Σταύρος Κουγιουμτζής: Άσε Με Πάλι Να Σου Πω» (2023)
Ιστοσελίδα: e-Ορφέας
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο