Σήμερα, με μικρού μεγέθους ηχεία, μπορούμε να επεκταθούμε στο ηχητικό φάσμα, να παράγουμε βροντερούς μπάσους και ακραίους οξείς ήχους χωρίς να χρειαζόμαστε ογκώδη όργανα (όπως το εκκλησιαστικό όργανο) ή μεγάλες ορχήστρες όπως αυτές που ‘επιστράτευαν’ οι συνθέτες πριν από την έλευση του ηλεκτρισμού. Πέρα από όλα αυτά, καθένας από εμάς μπορεί να δυναμώσει τα μπάσα και τα πρίμα ή την ένταση της μουσικής που ακούει. Επεμβαίνουμε στη μουσική όπως επεμβαίνουμε στη φύση...
Με το
ραδιόφωνο ανοικτό όλη τη μέρα, η μουσική παύει να αφηγείται μία και μοναδική ιστορία. Η μουσική στο
ραδιόφωνο μοιάζει με τη φύση και το ‘συνεχές’ της: δεν αρχίζει ποτέ, δεν τελειώνει ποτέ. Αυτό το ‘συνεχές’ θυμίζει και η τεχνική του
fade out: τραγούδια που δεν τελειώνουν με μία πτώση (καντέντσα, συμπληρωματική κατάληξη μιας φράσης), αλλά με μια τεχνική μείωση της έντασης που όσο προχωρά δίνει την εντύπωση ότι η μουσική συνεχίζεται επ’ αόριστον, κάπου αλλού, έτοιμη να εμφανιστεί ξανά.
Η τεχνολογία στη μουσική θέλησε να ανταγωνισθεί τη φύση, που μας προσφέρει ήχους άκρως βαρείς (βροντή) ή οξείς (κελάηδημα πουλιών, τριγμοί εντόμων). Σε παρελθούσες εποχές, η μουσική σπάνια προσέγγιζε τις ακραίες ζώνες του ηχητικού φάσματος, για λόγους μηχανικούς, ακουστικούς ή και πολιτιστικούς. Σήμερα, με μικρού μεγέθους ηχεία, μπορούμε να επεκταθούμε στο ηχητικό φάσμα, να παράγουμε βροντερούς μπάσους και ακραίους οξείς ήχους χωρίς να χρειαζόμαστε ογκώδη όργανα (όπως το εκκλησιαστικό όργανο) ή μεγάλες ορχήστρες όπως αυτές που ‘επιστράτευαν’ οι συνθέτες πριν από την έλευση του ηλεκτρισμού. Πέρα από όλα αυτά, καθένας από εμάς μπορεί να δυναμώσει τα μπάσα και τα πρίμα ή την ένταση της μουσικής που ακούει. Επεμβαίνουμε στη μουσική όπως επεμβαίνουμε στη φύση.
Ο
ρυθμός είναι για πολλούς «το μαγικό σημείο της συμμετοχής και της επαφής του ανθρώπου με τη φύση» ενώ άλλοι τον θεωρούν σαν την πεμπτουσία του σύμπαντος. Για αρκετούς ο
χρόνος χρησιμοποιείται σαν στοιχείο του
χώρου . Για τον
Leo Smith[1], ο χώρος στη μουσική καθορίζεται από την απόσταση δυο ήχων-ρυθμών ή από τη σιωπή, την απουσία ήχου-ρυθμού. Η μουσική του προσπαθεί μιμηθεί το πλάτος του σύμπαντος και τον κύκλο του χρόνου.
Ο παράγοντας «χώρος», απόλυτα κατανοητός στην αρχιτεκτονική, είναι αδύνατο να γίνει ‘ορατός’ στη μουσική -όπως και στη λογοτεχνία. Ο
Παναγιώτης Κονδύλης[2] αναφέρει ότι και στη μια και στην άλλη η χωροποίηση του κόσμου και της αίσθησης του κόσμου συντελέσθηκε με την κατάτμηση του κάποτε ιεραρχημένου συνθετικού Όλου σε έσχατα και ισότιμα στοιχεία, τα οποία ακολούθως απλώθηκαν σε μια ιδεατή επιφάνεια για να συνδυασθούν μεταξύ τους. Ακριβώς αυτή η αυτονόμηση των επι μέρους μουσικών στοιχείων και η ισοπέδωση των ιεραρχιών ενοποιεί τον χώρο κατά τρόπο ώστε μέσα του δεν υπάρχει απόλυτο κάτω και πάνω, δεξιά κι αριστερά, μπρος και πίσω. Υπάρχουν μόνο σχέσεις ανάμεσα σε ήχους και τόνους, σχέσεις που τοποθετούνται στον χώρο και μπορούν να νοηθούν με τις κατηγορίες του χώρου.
Και -για να θυμηθούμε τον
Allen Ginsberg- το άπειρο του χρόνου είναι όπως η άπειρη ευρύτητα του χώρου μιας στιγμής.
Κλείνοντας αυτή τη σελίδα αξίζει να αναφέρουμε τον καναδό
Ρόμπερτ Μάρεϊ Σάφερ[3], που με το δοκίμιό του ‘Το ηχητικό τοπίο’ παροτρύνει κάποιους συνθέτες, προικισμένους με την ιδιότητα των αρχιτεκτόνων του ήχου να μπορέσουν να χρησιμεύσουν ως καθοδηγητές σε μια νέα ενορχήστρωση του παγκόσμιου περιβάλλοντος. Καλό και μεγαλεπήβολο ακούγεται, όμως όσο σκέφτομαι την
Μuzak...
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Leo Smith, Σημειώσεις για τη φύση της μουσικής, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1982
[2] Π. Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2000
[3] Murray Schafer, R., Le Paysage sonore, Jean-Claude Lattes, 1979
Συμπληρωματική βιβλιογραφία:
Michel Chion, Η Μουσική, από τη σειρά Dominos των εκδόσεων Π.Τραυλός-Ε.Κωσταράκη, Αθήνα 1998