Μία παράσταση γεμάτη φράσεις-στίχους, που μεταμορφώνονται στο νου και παραπέμπουν σε εικόνες του χτες, γεννώντας σκέψεις για το σήμερα.
Το Σεπτέμβριο η παράσταση «Ποιος τη ζωή μου…» με θέμα τη ζωή, το έργο και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, αφού είχε κάνει περιοδεία στην Ελλάδα, παίχτηκε και στη Μακρόνησο. Ήθελα πολύ να δω την παράσταση εκεί, αλλά δεν κατάφερα να προμηθευτώ εγκαίρως εισιτήριο. Στη συνέχεια ακολούθησε μία σειρά περιορισμένων παραστάσεων στο θέατρο «Badminton», όπου την παρακολούθησα, κλείνοντας τον κύκλο που είχε ανοίξει στον ίδιο χώρο την άνοιξη. Η παράσταση αποτελεί μία ιστορική διαδρομή από τη Μικρασιατική καταστροφή έως και τη Μεταπολίτευση, με επίκεντρο τη ζωή, το έργο και τις πολλαπλές πτυχές του μουσουργού, αλλά στο πρόγραμμα συνεχίζεται το νήμα έως και το 2012. Ο Μίκης Θεοδωράκης συμμετείχε στη δημιουργία αυτής της παράστασης τόσο με ιδέες όσο και γράφοντας δύο σκηνές με τη μητέρα του, όπως μαθαίνουμε από το πρόγραμμα.
«Ποιος τη ζωή μου» στίχοι Μάνου Ελευθερίου, διασκευή Πάνου και Χάρη Κατσιμίχα. Η 1η εκτέλεση είναι της Μαρίας Φαραντούρη και το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο «Τα Τραγούδια του Αγώνα», που κυκλοφόρησε το 1974 στην Ελλάδα (1η κυκλοφορία: 1971 από την «Polydor» στη Γαλλία), με στίχους και ποίηση διάφορων δημιουργών και μελοποίηση, όπως και στίχους, του Μίκη Θεοδωράκη.
«Τα Τραγούδια του Αγώνα».
Αν και δεν παίζεται, πλέον, γράφω για αυτή την παράσταση, γιατί μου έδωσε την εντύπωση ότι θα μπορούσε κατά καιρούς να ανεβαίνει ξανά. Είναι μία παράσταση που δείχνει να μην τελειώνει. Μένει στο μυαλό με αποσιωπητικά, ένα «και μετά τι έγινε ή τι γίνεται;». Θα μπορούσε να συμπληρώνεται, να μεταμορφώνεται και να ανοίγει διαρκώς νέους διαλόγους, για να επικοινωνήσει με το κοινό. Κυρίως γιατί υπάρχει αυτή η ανάγκη σήμερα. Ίσως γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης ως μουσικός αλλά και ως προσωπικότητα εμπνέει το όραμα της ενότητας με στόχο ένα ελπιδοφόρο αύριο γεμάτο χρώματα και μουσική, όχι μονότονο, μονόχνοτο, μονόχρωμο, αλλά αλληλοκατανόησης, γεφύρωσης και πάλης, πέρα από έριδες και εσωτερική διχόνοια και κυρίως πέρα από την απουσία αισθητικής, την άνευ περιεχομένου γκρίνια και μιζέρια και την έλλειψη οράματος με την επικράτηση της νεκρωμένης ευθείας. Το ανήσυχο πνεύμα του ταξιδεύει, άλλωστε, διαρκώς και μπολιάζοντας τον κόσμο θα είναι πάντα ενεργό, γιατί το πνεύμα είναι ό,τι κρατάει τους ανθρώπους παρόντες, προσφέροντας στους άλλους λόγους να τους σκέφτονται, ενίοτε ή συχνά επηρεάζοντάς τους άμεσα και έμμεσα.
«Αγάπη μου» (1962) σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη. Το τραγούδι ακούγεται στην ταινία «Φαίδρα» του Ζιλ Ντασέν και ερμηνεύει η Μελίνα Μερκούρη.
Στις τρεις περίπου ώρες που διαρκεί το μουσικοχορευτκό έργο τις σκηνές συνθέτουν κυρίως ιστορικά γεγονότα, ενώ μέσα τους διέρχονται πρόσωπα με τα οποία στη ζωή του ο Μίκης Θεοδωράκης με ποικίλους τρόπους διασταυρώθηκε, όπως γνωστοί, φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες, αλλά και συνθέτες, ποιητές, τραγουδιστές, βασανιστές, αγωνιστές κτλ., με ή χωρίς ενσάρκωσή τους σε κάποιο ρόλο. Κάποια από αυτά είναι ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Μανώλης Χιώτης, ο Σωτήρης Πέτρουλας, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Μάνος Κατράκης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης κ.ά. Επίσης οι τόποι καταλαμβάνουν νοηματικό χώρο, όπως είναι η Χίος, η Πάτρα, η Αθήνα, η Ικαρία, η Μακρόνησος, το Παρίσι, το Βραχάτι κ.ά.
Η αφήγηση αρχίζει να ξετυλίγεται με αναδρομές στο παρελθόν και από ένα σημείο και μετά με συγχρονική αφήγηση μέσα από γεγονότα που στιγμάτισαν τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη και της οικογένειάς του, τα οποία λίγο ή πολύ κινούνταν παράλληλα με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Το κάθε σημείο του έργου συνοδευόταν με συμφωνική μουσική, με τραγούδια, μελοποιημένη ποίηση και με χορευτικά. Η μελοποιημένη ποίηση έκανε ευρέως γνωστά ποιητικά έργα, όπως τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου και το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, ενώ γεφύρωσε με τις συνεργασίες του μουσουργού τη διαφορετικότητα δύο κόσμων, του λαϊκού και του λόγιου. Ο Μίκης Θεοδωράκης συνέθεσε επίσης τη μουσική για πολλές κινηματογραφικές ταινίες, ελληνικές και ξένες. Είναι τόσα τα τραγούδια και οι συνθέσεις στη διάρκεια της πορείας του όπως και σε ό,τι ακούστηκε στην παράσταση, που είναι δύσκολη η επιλογή για τον εμπλουτισμό ενός σύντομου κειμένου. Θα σταθώ σε κάποια, κυρίως από όσα ακούστηκαν στο έργο. Κάθε του μουσική δημιουργία, άλλωστε, σηματοδοτούνταν και από κάποιο γεγονός, από κάποιο κομβικό σημείο της διαδρομής του ή από κάποια καθοριστική ανθρώπινη συνάντηση της ζωής του. Η αφήγηση σε συνδυασμό με τη μουσική ήταν μεταξύ τους πλεγμένες με χιούμορ, τρυφερότητα, χαρά και με τρόπο συγκινητικό εναλλάσσονταν με την περιπέτεια, την αγωνία, τη θλίψη, την απογοήτευση, το αίσθημα αδιεξόδου, τα οποία και πάλι, όμως, απογειώνονταν μέσα από την αγάπη για τη ζωή, τον ορμητικό ενθουσιασμό και την ανάγκη και την προτροπή για συνεχή αγώνα.
«Βρέχει στη φτωχογειτονιά», μελοποιημένη ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στην ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη «Συνοικία το Όνειρο» (1961).
Το σκηνικό ήταν λιτό, κάνοντας ίσως την παράσταση ευέλικτη και προσφέροντάς της τη δυνατότητα μετακίνησης. Χρησιμοποιούνταν ωστόσο όλοι οι χώροι εντός και εκτός σκηνής, όπως ήταν οι εξώστες, δεξιά και αριστερά της σκηνής, και η πλατεία. Νομίζω ότι το πραγματικό σκηνικό συνέθεταν κατά κάποιον τρόπο οι ίδιοι οι άνθρωποι που υποδύονταν τους χαρακτήρες και αποτελούσαν κομμάτι του, ενώ τα αντικείμενα υποδήλωναν, χωρίς να επιβάλλονται ή να ενοχλούν, το χωροχρόνο. Τα κοστούμια, επίσης, μετέφεραν επιτυχημένα το θεατή στην κάθε εποχή. Οι άνθρωποι γίνονταν μέρος των γεγονότων που αναπαριστούσαν με συντομία. Οι σκηνές διαδέχονταν η μία την άλλη με εναλλαγή δρώμενων και χορικών, καθώς ο θίασος εκτελούσε κάθε τόσο κάποιο χορευτικό με τραγούδια, συνοδευόμενος από τη ζωντανή ορχήστρα. Σε αυτό το κλίμα το κοινό άλλοτε παρακολουθούσε αφοσιωμένο και άλλοτε παρασυρόταν από τις γνωστές μελωδίες σιγοτραγουδώντας. Λίγες σκηνές είχαν πιο μεγάλη διάρκεια από τη στιγμή που σε τρεις περίπου ώρες έπρεπε να χωρέσει, και όχι περιγραφικά, μισός αιώνας ιστορίας.
«Βραδιάζει», μελοποιημένη ποίηση του Δημήτρη Χριστοδούλου, από το δίσκο «Πολιτεία Β’» (1964). Ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, στο μπουζούκι ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Λάκης Καρνέζης.
Μία άλλη ερμηνεία από το Γιάννη Πουλόπουλο στο δίσκο «Ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδά Μίκη Θεοδωράκη» (1974). Το τραγούδι είχε ηχογραφηθεί σε ομότιτλο δίσκο το 1964, ο οποίος ήταν ελαφρώς διαφοροποιημένος από το μεταγενέστερο.
https://www.youtube.com/watch?v=8rM4BdjnSho
Λίγα λόγια για τους βασικούς συντελεστές και για στοιχεία της παράστασης. Είδα την παράσταση με το Θέμη Πάνου, ο οποίος βραβεύτηκε με το Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά, που επίσης βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα στην κατηγορία Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο 70ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (2013). Ακόμα με τον Κώστα Μακεδόνα και τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Η διευκρίνιση γιατί οι συγκεκριμένοι ρόλοι ερμηνεύτηκαν σε διπλή διανομή από το Γρηγόρη Βαλτινό, το Δημήτρη Μπάση και την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου αντίστοιχα. Ο Θέμης Πάνου, λοιπόν, στο ρόλο του Πατέρα εμβάθυνε με άνεση στις διάφορες φάσεις της ζωής του χαρακτήρα και τραγούδησε επίσης πολύ αισθαντικά το «Χάθηκα». Η Φιλαρέτη Κομνηνού είχε πολύ καλές στιγμές, ενσαρκώνοντας τη Μητέρα επίσης σε διάφορες ηλικίες. Ο Άρης Λεμπεσόπουλος ως Μίκης Θεοδωράκης διατηρεί την ιδιότητα του να ταξιδεύει το θεατή με τη χροιά της φωνής και με το βούτηγμά του στο ρόλο, κάνοντας μία πετυχημένη και λειτουργική σκηνική αντίθεση με το Γιώργο Νούση, ο οποίος υποδύθηκε με ευαισθησία και λεπτότητα το Μίκη Θεοδωράκη στα νεανικά του χρόνια, όντας ανάλαφρος και την ίδια στιγμή ορμητικός. Η Ελισάβετ Μουτάφη στο ρόλο της συζύγου του Μυρτώς παρέδωσε μία διακριτική ερμηνεία. Ο Χρήστος Πλαΐνης ως Γιάννης Θεοδωράκης μετέφερε την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα. Τέλος, ο Παναγιώτης Γουρζουλίδης στο ρόλο του Μιχάλη Κατσαρού και ο Κωνσταντίνος Φάμης σε εκείνον του Φεστούτσιο, του αρχηγού της ιταλικής αστυνομίας στην Τρίπολη, αν και αναγκαστικά πολύ σύντομα, ανέδειξαν ενδιαφέροντες καρατερίστες.
«Χάθηκα» (1952), μελοποιημένη ποίηση του Γιάννη Θεοδωράκη από την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο Λιποτάκτες, που έδωσε τον τίτλο και στο δίσκο. Αυτό το τραγούδι έχει μία ενδιαφέρουσα ιστορία, καθώς αναφέρεται στον ατυχή έρωτα του αδελφού του Γιάννη με την Κατινιώ, μία νεαρή κοπέλα που δούλευε σε οίκο ανοχής. Η ιστορία στο βιντεάκι είναι πολύ κοντά στον τρόπο που αποδόθηκε στην παράσταση. Τραγουδάει ο ίδιος ο συνθέτης σε ηχογράφηση του 1960.
https://www.youtube.com/watch?v=0o3JJOQwLXo
Όσον αφορά τους τραγουδιστές, η Γιώτα Νέγκα με την έμπειρη φωνή της ενέπνεε σιγουριά και δύναμη, ενώ με εντυπωσίασε και με συγκίνησε στο ρόλο της μάνας του Πέτρουλα. Ο Κώστας Μακεδόνας τραγούδησε με φωνή καμπάνα, να το θέσω έτσι, ερμηνεύοντας με ευλαβική συγκέντρωση τα τραγούδια. Ο Κώστας Θωμαΐδης δωρικός μετέφερε άλλοτε θλίψη και άλλοτε μία πολύπλοκη δυναμική με τη χροιά της φωνής του. Η Άννα Λινάρδου φωνητικά ήταν μία παρουσία γλυκιά και ο Γιάννης Μαθές συμπλήρωνε με ευαισθησία τη βασική σύνθεση των τραγουδιστών.
«Σωτήρη Πέτρουλα» (1965) σε μουσική και στίχους Μίκη Θεοδωράκη. Αφιερώθηκε στο δολοφονημένο φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα και τραγουδήθηκε στην κηδεία από τον κόσμο. Το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στους δίσκους: «Η Ελλάδα του Μίκη» (1974) με τη Μαρία Φαραντούρη και «Ο Εχθρός Λαός» (1975). Ο δεύτερος δίσκος είναι καρπός θεατρικού έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη, τον Κώστα Καζάκο κ.ά. Σε εκείνη την παράσταση τραγουδούσε και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ενώ στο δίσκο το τραγούδι ερμηνεύει ο συνθέτης. Το 1976 κυκλοφόρησε ο δίσκος με τίτλο «Της Εξορίας…», όπου ερμηνεύει το τραγούδι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
https://www.youtube.com/watch?v=7TUkJ8oGDG8
Αν και είναι δύσκολη η επιλογή μέσα από ένα τρίωρο έργο, στις χορογραφίες ξεχώρισα το μουσικό και χορευτικό «διάλογο», με εναλλαγή χορού και τραγουδιού, εμπνευσμένο από τη συγκυρία τού να παίζεται η «Όμορφη πόλη» με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στο θέατρο «Πάρκ» το καλοκαίρι του 1962 και η «Οδός ονείρων» με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι στο θέατρο «Μετροπόλιταν» την ίδια περίοδο. Εδώ οι «δύο» θίασοι παρουσίασαν ένα ποτ πουρί από τραγούδια των δύο παραστάσεων, αναδεικνύοντας τη διαφορετικότητα αλλά και τα σημεία συνάντησης των δύο δημιουργών, με την τάση τους για διεύρυνση των οριζόντων και για ανατροπή των καθιερωμένων προτύπων.
«Όμορφη πόλη» σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη, από την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Λιποτάκτες. Τον τίτλο εμπνεύστηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, βρίσκοντας και μελοποιώντας τραγούδια του αδελφού του, το 1952, γιατί ο ίδιος στην αρχή τα έγραφε, τα έσκιζε και τα πετούσε σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Η πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε το 1960 με ερμηνεία του Μίκη Θεοδωράκη.
https://www.youtube.com/watch?v=-srzHOBpSxs
Μία διαφορετική ερμηνεία από τη Μαρινέλλα, που ηχογραφήθηκε μετά τη συμμετοχή της στον Α’ «Μουσικό Αύγουστο» στο Λυκαβηττό το 1966 υπό τη διεύθυνση του συνθέτη.
https://www.youtube.com/watch?v=Sm9rVuHs9jI
«Μαργαρίτα Μαγιοπούλα» (1963) σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη. Πρόκειται για ένα από τα τραγούδια της παράστασης «Μαγική πόλη», την οποία επένδυσαν μουσικά ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζηδάκις. Η παράσταση παίχτηκε στο θέατρο «Παρκ» το 1963. Η πρώτη εκτέλεση με την Κλειώ Δενάρδου:
https://www.youtube.com/watch?v=fjLOlEt6zXY
Η κλασική ερμηνεία της Μαίρης Λίντα στο δίσκο που ηχογραφήθηκε την ίδια περίοδο:
https://www.youtube.com/watch?v=4GzD7xZFcV0
Μία διαφορετική ερμηνεία με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, που συμπεριλήφθηκε στο δίσκο «Μεθυσμένο κορίτσι» του 1980:
https://www.youtube.com/watch?v=3rPaehCyhWU
Από όλες τις σκηνές που ξεχώρισα θα σταθώ σε δύο. Η μία αφορά την περίοδο της Μακρονήσου, που, ανάμεσα σε άλλα, όσο τα γεγονότα εκτυλίσσονταν στο σκηνικό πίσω διαγραφόταν μινιμαλιστικά ένα αναπτυσσόμενο συρματόπλεγμα με νότες, οι οποίες κατέληγαν σαν αιμάτινες σταλαγματιές «σταυρωμένες»[1] πάνω του. Αυτό αποτελεί μέρος πραγματικού περιστατικού. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε γράψει στην Ικαρία την Πρώτη του Συμφωνία, την οποία είχε αφιερώσει σε δύο φίλους καρδιακούς, που ανήκαν σε αντίθετα στρατόπεδα την εποχή του Εμφυλίου. Στη Μακρόνησο, όμως, όπου βρέθηκε αργότερα, πήρε τις παρτιτούρες ο αέρας, με συνέπεια εκείνες να διασκορπιστούν «αυτοκτονώντας»[2] καρφωνόμενες πάνω στα σύρματα. Έτσι αναγκάστηκε να τη γράψει ξανά. Η δεύτερη σκηνή αφορά ένα μεταγενέστερο περιστατικό. Το 1970, στο στρατόπεδο του Ωρωπού, ο Μανώλης Χιώτης με μικρή παρέα χαιρετάει από μακριά παίζοντας στο μπουζούκι το «Ροδόσταμο» ‒τότε ήταν απαγορευμένη η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη‒, ενώ οι έγκλειστοι τον ακούνε μέσα από το συρματόπλεγμα. Την επομένη της επίσκεψής του και συμπτωματικά ημέρα των γενεθλίων του πέθανε από καρδιακή προσβολή.
«Θυμάμαι την πρώτη συνάντηση με το Χιώτη στα 1959. Ήρθε στο στούντιο της Κολούμπια για την ηχογράφηση του “Επιτάφιου”. Έβγαλε το μπουζούκι του απ’ τη θήκη. Το ’πιασε τρυφερά, σαν μικρό εύθραυστο αγαπημένο πλάσμα. Ύστερα το στούντιο γέμισε με κρυστάλλινους καταρράκτες… με ήλιους χρωματιστούς»[3].
«Μέρα Μαγιού» μελοποιημένη ποίηση από τον Επιτάφιο (1η έκδοση 1936) του Γιάννη Ρίτσου. Ο ποιητής επηρεάστηκε από τα αιματηρά επεισόδια που έλαβαν χώρα στην εργατική διαδήλωση στις 9 Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Στο μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης, ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε εκτέλεση του 1960, μετά την πρώτη εκδοχή με τη Νανά Μούσχουρη, που ηχογραφήθηκε με ενορχήστρωση, διεύθυνση ορχήστρας και παραγωγής του Μάνου Χατζιδάκι την ίδια χρονιά. Το 1963 ηχογραφήθηκε για τρίτη φορά με το Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρη Λίντα. Μετά τις τρεις πρώτες ηχογραφήσεις ακολούθησαν και άλλες.
https://www.youtube.com/watch?v=SbnLSFncChA
Η φωτογραφία με το θρήνο της μητέρας του Τάσου Τούση και με τον ίδιο νεκρό,
που πυροδότησε, συνδυαστικά με τα γεγονότα, τη συγγραφή του Επιτάφιου [4].
«Το γελαστό παιδί». Ακούστηκε για πρώτη φορά το 1962 με ερμηνεία της Ντόρας Γιαννακοπούλου στο θεατρικό έργο «Ένας Όμηρος» του Μπρένταν Μπίαν (Brendan Behan), όταν παίχτηκε σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα και της Βούλας Δαμιανάκου και σε σκηνοθεσία του Λεωνίδα Τριβιζά στο «Κυκλικό Θέατρο». Το θεατρικό γράφτηκε πρώτα σε ιρλανδική διάλεκτο και μετά μεταφράστηκε στα αγγλικά, αποκτώντας πιο μεγάλη απήχηση, αν και διαφοροποιημένο. Στην ηλικία των δεκατριών ετών ο συγγραφέας είχε γράψει ένα μοιρολόι με τίτλο «The laughing boy» ‒παρατσούκλι αποδοσμένο από τη μητέρα του συγγραφέα‒ αφιερωμένο στο Μάικλ Κόλινς, το γνωστό Ιρλανδό πολιτικό και επαναστάτη, που δολοφονήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1922, έχοντας προλάβει να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο στον αγώνα ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας από τη Μ. Βρετανία. Το έργο, γραμμένο το 1958, περιγράφει την έκρυθμη κατάσταση που επικράτησε αργότερα στην περιοχή, μέσω της ομηρίας ενός Άγγλου στρατιώτη από τον IRA. Το τραγούδι εδώ συνδέθηκε με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, στις 22 Μαΐου του 1963. Η μουσική του αποτελεί το κεντρικό θέμα στην ταινία του 1969 «Ζ» του Κώστα Γαβρά, που είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, με πρωταγωνιστή τον Υβ Μοντάν. Η ταινία ανάμεσα σε άλλα αφορά τα διαπλεκόμενα της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Το τραγούδι έχει γίνει σύμβολο και ταυτίζεται, προσαρμοζόμενο και ακόμα τώρα ταξιδεύοντας στο χρόνο, με γελαστά παιδιά που χάνουν τη ζωή τους από την αναμεμειγμένη με ανοησία πρόθεση επίσημων και μη οπλοφόρων. Εδώ ερμηνεύει η Ντόρα Γιαννακοπούλου με το Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα. Ο κιθαριστής αναλαμβάνει «πρωταγωνιστικό ρόλο» επί σκηνής μέσω της θέσης που κατέχει η μουσική στο θεατρικό έργο, ενώ τα τραγούδια για φωνή και κιθάρα «αποτέλεσαν την πρώτη μορφή ελληνικής μπαλάντας»[5]. Επειδή αρχικά το τραγούδι, όπως και άλλα της παράστασης, «σκόνταψαν» στη λογοκρισία της εποχής, ηχογραφήθηκαν από το συνθέτη χωρίς τη συμμετοχή δισκογραφικής εταιρείας και κυκλοφόρησαν μέσω της εφημερίδας «Αυγής». Ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορούσε να προμηθευτεί μία ηχογραφημένη μαγνητοταινία, πηγαίνοντας εκεί μία άγραφη.
https://www.youtube.com/watch?v=4U38BojiZoo
Η πρώτη ολοκληρωμένη εκτέλεση του έργου κυκλοφόρησε από τη «Lyra» το 1964 με ερμηνευτή των τραγουδιών τον ίδιο το μουσουργό. Η μουσική σύνθεση του δίσκου αποτελεί μία σουίτα για φωνή και ορχήστρα. Το εξώφυλλο απεικονίζει ξυλογραφία του Α. Τάσσου.
Μία ορχηστρική εκδοχή του τραγουδιού από την ηχογράφηση του 1966 με τη Μαρία Φαραντούρη. Στο μπουζούκι ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Λάκης Καρνέζης.
https://www.youtube.com/watch?v=3A_rxxmw4bg
Έκανα πολλούς φανταστικούς διαλόγους με τον αφηγητή από την ημέρα που είδα την παράσταση. Στο τέλος μια ατάκα ‒ φράση μού σφηνώθηκε στο μυαλό: «Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει!». Και σκεφτόμουν ότι ο «κατακτητής» ‒ «εχθρός» στο χρόνο μπορεί να αλλάζει πρόσωπα. Στις τρεις ώρες που κομμάτια ιστορίας περνούσαν μπροστά στα μάτια μας αναρωτιόμουν τι να σημαίνει πράγματι κατακτητής! Με τι πρόσωπο κάθε φορά εμφανίζεται; Μπορεί να αναλάβει δράση αν εμείς δεν του το επιτρέψουμε; Ίσως να υπάρχουν κατακτητές που εισβάλλουν απρόσκλητοι με ή χωρίς αφορμή, προκαλώντας ανατροπές. Άλλοι, όμως, μπορεί να λειτουργούν πιο ύπουλα, επιφέροντας συνέπειες που φαίνονται στο χρόνο. Και αν υποθέσουμε ότι η οικονομία είναι μία λοκομοτίβα στη λειτουργία της εκάστοτε κοινωνίας, τότε στη δική μας ατμομηχανή το κάρβουνο παρείχε συχνά ο ξένος παράγοντας από την ίδρυση του κράτους. Διάβαζα πρόσφατα σε εμπιστευτικό έγγραφο στο αρχείο του Χ. Τρικούπη πως ο υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας πρότεινε στο Γάλλο πρεσβευτή στο Βερολίνο την από κοινού άσκηση πίεσης στην ελληνική κυβέρνηση για τη «λήψη μέτρων», ώστε εκείνη να «εξαναγκαστεί να τηρήσει ακεραίας τας προς τους ξένους πιστωτάς υποχρεώσεις»[6], σε μία προγενέστερη εποχή χρεοκοπίας στα τέλη του 19ου αιώνα, και ενώ η «The Financial News» στις 23 Δεκεμβρίου του 1893 περιέγραφε με ειρωνεία την εκβιασμένη, στην ουσία, οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα με τον εξωτερικό δανεισμό, τα χρέη και τα ομόλογα, χαρακτηρίζοντας τους Έλληνες ανειλικρινείς και ανέντιμους «[…] Once persuade the Government at Athens that it will cost it more to be dishonest than to be honest‒well, as honest as a Greek can be»[7] ‒ μία κατάσταση που πέρασε από πολλά κύματα.
Και μου ξέφυγε ένα αυθόρμητο γέλιο μέσα στην ηρεμία του Αρχείου. Ακόμα και οι όροι που χρησιμοποιούνταν για να εκφραστούν, σύμφωνα με την αναλογία των δεδομένων της εποχής, έμοιαζαν. Πεδίο δραστηριοποίησης η Ελλάδα με δυσανάλογο κέρδος για τους εξωτερικούς δανειστές, που μετά ζητούν τα ρέστα. Και, όταν κάποιος αποτυγχάνει την πλήρωση των υποχρεώσεών του, εκείνο που απομένει είναι το κομματιασμένο ξεπούλημα. Αυτό στη διεθνή οικονομική σκακιέρα θεωρείται συμφωνία μεταξύ κυρίων; Ό,τι σε μικρογραφία γίνεται στο εσωτερικό της χώρας με τα δάνεια και τις τράπεζες τώρα, πέραν της αρπαγής από το εξωτερικό; Στην εξίσωση προκύπτει ένα φίδι που τρώει την ουρά του, καθώς οι ίδιοι πληρώνουμε ακριβά τη νύφη, και τη δική μας και των διπλανών μας. «Μεγάλη επιτυχία!», όπως θα έλεγε ειρωνικά και ο μικρός Θωμάς στο Ένα διαφορετικό καλοκαίρι με τον παππού Λορέντζο[8].
«Άρνηση» (Στο περιγιάλι το κρυφό) μελοποιημένο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη από την ποιητική συλλογή Στροφή (1931). Συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο «Επιφάνια» (1962). Ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, στο μπουζούκι ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Λάκης Καρνέζης.
https://www.youtube.com/watch?v=0SnGo2luuh8
Μία διαφορετική εκτέλεση σε άλλο δίσκο με τίτλο «Επιφάνια» (1962), με τον ηθοποιό και βαρύτονο Γιώργο Μούτσιο, ο οποίος διατηρεί στην ερμηνεία του την άνω τελεία στο στίχο «πήραμε τη ζωή μας· λάθος!».
https://www.youtube.com/watch?v=tv-QYniuEJo
Μία δημιουργική ορχηστρική διασκευή του τραγουδιού από τους Dimitris Kalantzis quintet και String Orchestra of Patras, ο δίσκος «Modes & Moods» (2013).
https://www.youtube.com/watch?v=MDpibWoDFos
Φυσικά, διέφεραν οι συνθήκες και θα αποφύγω να κάνω μία παρένθεση για το τι σημαίνει αναχρονισμός, αλλά όλα από κάπου ξεκινούν και εξελίσσονται, προσαρμοσμένα ήδη ή προσαρμοζόμενα στις εκάστοτε συνθήκες. Δε συμβαίνουν ξαφνικά απουσία παρελθόντος. Η πρόθεσή μου δεν είναι να κάνω κάποια ιστορική ή οικονομική ανάλυση, μόνο να εκφράσω ορισμένες σκέψεις αφορμή της παράστασης. Διατηρώ, λοιπόν, την εντύπωση πως, προκειμένου ένας ξένος παράγοντας να λειτουργήσει αποτελεσματικά ιδιοτελώς, από ένα σημείο και μετά τουλάχιστον, εξαρτάται εν πολλοίς από το καθεστώς «δουλείας» στο οποίο είναι διατεθειμένο ένα κράτος να θέσει τον εαυτό του. Υπάρχει μία τέτοια διάσταση στο δάνειο και μου έρχεται μία σκέψη που παραπέμπει σε πάτρονες άλλων εποχών: «Φυλάξου από την ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη». Ένα δάνειο, θα πει κανείς, συνάπτεται με συγκεκριμένους όρους και διαμορφώνεται η όλη διαδικασία από κώδικες, όπου δε χωρούν χρωματιστά στοιχεία της όποιας προσωπικότητας και των ανθρώπινων παθών. Και τους όρους των δανείων, όμως, άνθρωποι τους ορίζουν, επικαλύπτοντας και επισφραγίζοντας με πολλή σοβαροφάνεια, με τύπους και με κώδικες συμπεριφοράς τις συμφωνίες. Όταν κάτι στραβώνει, βέβαια, σε μια στιγμή καταρρέουν οι τύποι και βγαίνει απροκάλυπτα και άκομψα η αλήθεια. Και ο ευεργέτης τότε συλλέγει λαίμαργα τα χρωστούμενα, προβάλλοντας πλέον στις καθυστερήσεις αξιώσεις χωρίς επιφάσεις. Μετά, τίθεται το ζήτημα του πώς παίρνεις ένα δάνειο, εφόσον ξέρεις ότι δε θα αποπληρωθεί σε προσδιορισμένο χρόνο, πέραν των ευσεβών πόθων, και του γιατί η άλλη πλευρά της συμφωνίας σ’ το παρέχει, εφόσον επίσης το γνωρίζει. Και τότε αρχίζουν οι θεωρίες για την παγκόσμια κρίση, για την αλυσιδωτή αντίδραση που γίνεται φαύλος κύκλος ‒ αναγκαίο(;) κακό, συντηρώντας ή αναπαράγοντας το σύστημα, τέλος για τη θέση των μικρών ψαριών και τις επινοήσεις των μεγάλων, ώστε να μη χάσουν γραμμάριο και χωρίς να κουνήσουν λέπι, αλλά μόνο την ουρά τους για δόλωμα.
«Ροδόσταμο» σε στίχους Νίκου Γκάτσου. Το τραγούδι, από το δίσκο «Αρχιπέλαγος», όπου ερμηνεύει η Μαίρη Λίντα, ακούγεται και στην ταινία «Φαίδρα» (1962) του Ζιλ Ντασέν, όπου ερμηνεύει η Μελίνα Μερκούρη.
https://www.youtube.com/watch?v=YcvvAReQGK8
Και πάλι, όμως, πίσω από όλα αυτά κρύβεται ένας κατακτητής. Αδιάφορο το ποιος, τα ονόματα αλλάζουν. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί το ’41 ‒είχαμε τριπλή Κατοχή, να μην το ξεχνάμε‒, σχεδόν κατά λάθος ή πρόωρα με την πρεμούρα του Μουσολίνι να αυταποδειχτεί στο Χίτλερ, απομύζησαν ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε, καταδικάζοντας ανθρώπους στην πείνα. Ήταν πιο ωμό, ωστόσο, φαινόταν, δεν υπήρχε περιθώριο διάψευσης. Τώρα αλλάζουν οι συνθήκες, οι όροι, οι συγκυρίες, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει. Τότε ονομαζόταν αρπαγή, τώρα είναι κομματιασμένο ξεπούλημα. Μετά από τόσα χρόνια η εξέλιξη είναι πως μετά τις πιέσεις παραχωρούμε πραγματικό και νοητό χώμα, γην και ύδωρ, οι ίδιοι. Και στο αποτέλεσμα στέρησης και πείνας επιφυλάσσεται για τον καθένα, τελικά, ένα κουτάκι. Ανάλογα με την επιλογή αλλάζει σχήμα, ενδεχομένως όχι λειτουργία. Μπορεί να είναι τετράγωνο, όπως μία ζωή χωρίς όνειρα, ή μακρόστενο, κιβωτιόσχημο και ρομβοειδές στο μισό άνω άκρο του, όπως είναι, για παράδειγμα, ένα φέρετρο.
Και τότε ενεργοποιείται μία εσωστρέφεια που ψάχνει για αποδιοπομπαίους τράγους και εξιλαστήρια θύματα στην ανάγκη εύρεσης μιας λύσης, οδηγώντας προοδευτικά στην εσωτερική σύγκρουση, ενώ θα μπορούσαν με άλλη θεώρηση να ενισχυθούν η ενότητα και η συγκρότηση, αλλά αυτά προαπαιτούν την ύπαρξη μίας στέρεης βάσης. Είναι σαν να ασκείται βία εξωτερική σε ένα άτομο και να τη στρέφει ενάντια στον εαυτό του. Πάντα υπάρχει ένα είδος αντίδρασης, επομένως, το θέμα είναι πώς εκδηλώνεται. Ίσως έτσι να καταλήγουμε, χειρότερα ίσως, στην αδράνεια. Μόνιμα ή προσωρινά, άγνωστο.
Ο στίχος λέει «αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας». Μάλλον ο ποιητής δεν εννοεί γενικότερα μόνο ότι σε αυτήν τη Γη, πριν μέσα μπούμε, όλοι πάνω χωρούμε. Η «Ρωμιοσύνη» γράφτηκε μεταξύ 1945-1947 από το Γιάννη Ρίτσο και μελοποιήθηκε το 1966 από το Μίκη Θεοδωράκη. Και τα δύο υπήρξαν κομβικά σημεία ιστορικού αναβρασμού και εσωτερικής διένεξης. Αναφέρεται στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, αλλά με σημερινή ανάγνωση θα μπορούσε να αναφέρεται και σε εμφυλιακές καταστάσεις κάθε είδους. Επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και απλώνεται σε περιόδους ιστορικές που δεν έχουν ολοκληρώσει τον κοινωνικό μετασχηματισμό τους, αποσώνοντας και βγάζοντας γι’ αυτόν το λόγο ακόμα καρπούς. Το χώμα ανήκει σε εκείνους που πολέμησαν τον κατακτητή και σε όσους «τώρα» είναι κλεισμένοι σε φυλακές και εξορίες. Αλλά γιατί να μη σημαίνει ότι ανήκει και στις δύο πλευρές, οπότε ας συμφιλιωθούμε, προκειμένου να συνυπάρξουμε ειρηνικά, όταν ο Εμφύλιος γεννήθηκε στα σπλάχνα του ’43 πάνω στα βουνά και ακόμα βιώνουμε τις συνέπειες. Η φράση «κείνοι μες στο χώμα» σήμερα μπορεί, επίσης, να παραπέμπει και σε όσους αυτοχειριάζονται, ενώ στα σίδερα μπαινοβγαίνουν απροσδιόριστης ταυτότητας και ποιότητας τραμπούκοι και πολιτικοί-τραμπούκοι όσο εν δυνάμει θα μπορούσαν να κλειδαμπαρώνονται εκεί χωρίς καμία επιείκεια αθώοι.
Η σύγχυση που προκύπτει από όσα αφήσαμε να συμβούν μας ξεπερνάει αναπόφευκτα. Γιατί οι εμφύλιοι μπορεί να είναι πολλών ειδών, αλλά οδηγούν σε ανάλογα αποτελέσματα πριν, μετά ή και στη διάρκεια της σύγκρουσης, όπως είναι η αποξένωση, η μοναξιά, η απουσία επικοινωνίας και ταυτότητας, το εσωτερικό κενό, η απόσχιση από ένα μέρος του εαυτού, η απελπισία, ο πανικός, το αδιέξοδο. Ποιος τη ζωή μας κυνηγά; Κατακτητής ή εχθρός μπορεί να γίνει και ένα κομμάτι του εαυτού μας, όπως κι αν αυτό συμβολίζεται ή αντιπροσωπεύεται, ως αυτοκαταστροφικό alter ego, που κάποια στιγμή ανύποπτα αποπροσανατολίστηκε, έχασε το δρόμο για το σπίτι και βρέθηκε αλλού. Και κοινωνικά, σε ευρύτερο πλαίσιο, μεταφράζεται αυτή η εικόνα. Αν σε μία κοινωνία παρομοιάσουμε τα διάφορα κομμάτια της με τις πολλές πλευρές ενός ανθρώπου, ενίοτε αυτά μεταξύ τους συγκρούονται, δε σημαίνει πως δεν ανήκουν στο ίδιο σώμα. Και ένα τέτοιο σώμα, για να υπάρξει ολόκληρο, θεραπεύεται, δεν ακρωτηριάζεται. Αν οι κοινωνικές δυναμικές ταυτιστούν με την ακρότητα ενός πολέμου, όπου οι ακρωτηριασμοί γίνονται καθημερινότητα, μάλλον έχει χαθεί το παιχνίδι.
«Η Μεγάλη Έξοδος» από το Άξιον Εστί (1η έκδοση 1959) του Οδυσσέα Ελύτη, ανάγνωση Μάνος Κατράκης (ηχογράφηση 1964).
https://www.youtube.com/watch?v=fLeqOqIoPEM
«Ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού» (ορχηστρικό) από το Β’ Μέρος, Τα Πάθη. Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη για το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, που γράφτηκε μεταξύ 1961-1963 και ηχογραφήθηκε το 1964, μετά από περιπέτειες με τη δισκογραφική εταιρεία, η οποία «φοβόταν την εμπορική αποτυχία»[9].
https://www.youtube.com/watch?v=ELZpY4dm-FI
Και επανέρχομαι στην ατάκα ‒ φράση που μου σφηνώθηκε στο νου για ένα μήνα: «Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει». Γιατί η παράσταση αφορμή της ζωής και του έργου του Μίκη Θεοδωράκη αφορούσε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, την ελπίδα, τη διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής με θάρρος απέναντι στον όποιο κατακτητή ‒ εχθρό, αφορούσε το παρόν, την πίστη στον εαυτό, σε ένα καλύτερο αύριο, στην ύπαρξη οράματος, στόχων και σωστού προσανατολισμού τους, την πίστη στην ορμή της νιότης, που αεικίνητη και ευέλικτη παίρνει τη σκυτάλη ή την αρπάζει, αν χρειαστεί, και εκεί που οι άλλοι επιχειρηματολογούν λογικοφανώς εκείνη φωνάζει, ουρλιάζει και αιμορραγεί, χωρίς να λογαριάζει το κόστος. Αν προλάβει να το σκεφτεί, έχει γεράσει πρόωρα, αλλά δεν το γνωρίζει ακόμα. Όποιος έχει παλέψει για κάτι που πιστεύει μπορεί να το υποστηρίξει. Σαθρά είναι μόνο τα αβάσιμα δεκανίκια. Όποιος ακόμα μπορεί να εκφραστεί παραγωγικά και δημιουργικά, όπως ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου, το κάνει. «Όταν στην Πάτρα τελικά απέκτησα βιολί», μας διαφωτίζει σχετικά ο Μίκης Θεοδωράκης, «κατάλαβα γιατί με πιάνει αυτή η μελαγχολία. Γιατί έχω μια μουσική στο κεφάλι μου και πρέπει να βγει αυτή η μουσική…»[10].
«Κάποτε θα ’ρθουν» (1979) σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, από την ταινία «Ο ασυμβίβαστος» του Αντρέα Θωμόπουλου, παίζει και ερμηνεύει ο Παύλος Σιδηρόπουλος.
https://www.youtube.com/watch?v=QKmcbHIGVPU
Η κρίση αξιών προηγείται της οικονομικής. Διαφορετικά, εμμένει κανείς και δεν αυτοαναιρείται στα δύσκολα. Πώς δε θα μας το πάρει κανείς αν καταθέτουμε οι ίδιοι τα όπλα, ορίζοντας τον εαυτό μας όπως άλλοι ορίζουν για εμάς; «Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει» μπορεί να σημαίνει το χώμα, την πατρίδα, την ασφάλεια, το μέλλον, την αξιοπρέπεια ‒ την ίδια τη ζωή. Η φράση στο κεφάλι μου ήχησε, αντήχησε, παραφώνησε, προοδευτικά και ρυθμικά εντάθηκε μέχρι που δεν άκουγα τίποτα άλλο. Στο τέλος, άρχισε να καταλαγιάζει, να προσγειώνεται μέσα μου, να με μπολιάζει, να μου γαργαλάει το νου, άλλοτε παιχνιδιάρικα άλλοτε απαιτητικά, μέχρι που άγγιξε η γραφίδα το χαρτί. Έγραψα κυριολεκτικά, δεν πληκτρολόγησα τις λέξεις, όπως άλλοτε. Τότε που οι νότες έβρισκαν τη θέση τους μία μία στο πεντάγραμμο, για να σχηματίσουν μελωδίες, χωρίς ενδιάμεσους ‒ «Δεν μπορεί κανείς να μας την πάρει» αν δεν το επιτρέψουμε εμείς!
«Θα σημάνουν ο καμπάνες» (1966), μελοποιημένο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο «Ρωμιοσύνη» (1945-1947), που δίνει τον τίτλο και στο δίσκο, από την ποιητική συλλογή Αγρύπια (1η έκδοση 1954). Ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, στο μπουζούκι ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Λάκης Καρνέζης.
https://www.youtube.com/watch?v=i6i022N6l20
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Κείμενα – Σκηνοθεσία: Θέμης Μουμουλίδης
Σκηνικό: Γιώργος Πάτσας
Κοστούμια: Παναγιώτα Κοκκορού
Χορογραφίες: Αποστολία Παπαδαμάκη
Βίντεο: Νίκος Τσιμούρης
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
Ενορχηστρώσεις: Γιάννης Παπαζαχαριάκης,
Μουσική προετοιμασία ‒ διδασκαλία: Ιώ Κυριακίδη
Διεύθυνση ήχου: Γιάννης Λαμπρόπουλος
Μουσικός σύμβουλος: Μάρω Θεοδωράκη
Βοηθοί σκηνοθέτη: Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Ελίζα Συναδινού
Παραγωγός: Μιχάλης Αδάμ
Art work: Γεωργία Αλεβιζάκη
Φωτογραφίες (πρόγραμμα): Τάσος Βρεττός
Υπεύθυνη παραγωγής: Νανά Στασινού
Ηχογράφηση: Στούντιο Κυριαζής
Περούκες: Παύλος Κατσιμίχας
Μακιγιάζ φωτογράφησης (πρόγραμμα): Αχιλλέας Χαρίτος
Κατασκευή σκηνικού: Θωμάς Μαριάς
Ειδικές κατασκευές: Βασίλης Σακκής
Κατασκευή κοστουμιών: Βεστιάριο
Ραφή κοστουμιών: Ελένη Μελισάρη
Promo video: Γιώργος Παππαδάτος
(από φυλλάδιο της παράστασης στις τελευταίες παράστασης στο θέατρο Badminton)
Γρηγόρης Βαλτινός, Θέμης Πάνου (διπλή διανομή): Πατέρας, Αφηγητής
Φιλαρέτη Κομνηνού: Μητέρα
Κώστας Μακεδόνας, Δημήτρης Μπάσης (διπλή διανομή): Κορυφαίος, Τραγουδιστής
Ευθύμης Μπαλαγιάννης: Ταχυδρόμος Α και Γ, Γιώργος Σεφέρης
Άρης Λεμπεσόπουλος: Μίκης Θεοδωράκης
Άννα Λινάρδου: Τραγουδίστρια, Κρατούμενη
Γιώργος Νούσης: Μίκης Νέος
Κώστας Βελέντζας: Δήμαρχος, Φιλοκτήτης Οικονομίδης, Αστυνομικός (δολοφονία Σωτήρη Πέτρουλα), Λάμπρου
Νικορέστης Χανιωτάκης: Ταχυδρόμος Β, Αγόρι (Τρίπολη), Κρατούμενος Ωρωπού ΣΤ, Νέος (δολοφονία Σωτήρη Πέτρουλα)
Γιάννης Μαθές: Τραγουδιστής, Άντρας (Τρίπολη), Νέος (Χανιά), Κρατούμενος Ωρωπού Δ
Έρρικα Μπίγιου: Κοπέλα (Τρίπολη), Κορυφαία (Δεκεμβριανά), Κοπέλα Β (δολοφονία Σωτήρη Πέτρουλα), Κοπέλα (Παραμύθι), Κρατούμενη Ωρωπού Β
Τζωρτζίνα Παλαιοθεοδώρου: Νέα (Τρίπολη), Κορυφαία (Δεκεμβριανά), Κοπέλα (δολοφονία Σωτήρη Πέτρουλα), Αφηγητής Β (Επταετία)
Κωνσταντίνος Φάμης: Φεστούτσιο, Νέος (Δεκεμβριανά), Αφηγητής (Επταετία)
Κώστας Θωμαΐδης: Τραγουδιστής, Άντρας, Κρατούμενος
Ελισάβετ Μουτάφη: Μυρτώ (σύζυγος)
Γιώτα Νέγκα: Τραγουδίστρια, Μητέρα Πέτρουλα
Νατάσα Ζαγκλή: Στέλλα, Κρατούμενη Ωρωπού Γ
Χρήστος Πλαΐνης: Γιάννης Θεοδωράκης (αδελφός)
Παναγιώτης Γουρζουλίδης: Μιχάλης Κατσαρός, Φωτογράφος
Πηνελόπη Σεργουνιώτη: Μάρω Σεφέρη, Κοπέλα Γ (δολοφονία Σωτήρη Πέτρουλα), Κοπέλα (Στρατόπεδο Ωρωπού)
Ειρήνη Κυρμιτζάκη: Αφηγητής (Επταετία)
Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου: Δημοσιογράφος, Αφηγητής (Επταετία), Κρατούμενη Ωρωπού Α
Μαρία Γεροδήμου: Νοσοκόμα, Αφηγητής (Επταετία)
Νατάσα Σαραντοπούλου: Κατινιώ, Μαρίνα, Κορυφαία, Νοσοκόμα
Σε άλλη διανομή συμμετείχαν και οι: Βασίλης Ζώης, Ηρακλής Κωστάκης, Ελένη Βαΐτσου, Ελεάννα Φινοκαλιώτη, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Γιάννης Σοφολόγης, Ίρις Μάρα.
Δημήτριος Αγάθος: τρομπέτα, φλικόρνο
Βασιλική Μαζαράκη: βιολί
Αναστάσης Μισυρλής: βιολοντσέλο
Θύμιος Παπαδόπουλος: κλαρίνο, φλάουτο
Γιάννης Παπαζαχαριάκης: ακουστική κιθάρα
Γιώργος Παπαχριστούδης: πιάνο
Δήμος Πελέκας: μπουζούκι
Γιάννης Σινάκης: μπουζούκι
Θανάσης Σοφράς: κοντραμπάσο
Γιώργος Τσιατσούλης: ακορντεόν
Γιώργος Χατζής: τύμπανα, κρουστά
Μουσική διεύθυνση: Γιάννης Παπαζαχαριάκης
Ας ολοκληρώσουμε ευχάριστα με ένα δυναμικό ορχηστρικό κομμάτι χορεύοντας συρτάκι και παρακολουθώντας αμέσως μετά μία ταινία.
«Ζορμπάς» (1964 ‒ ορχηστρικό), μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Zorba the Greek», βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, και με πρωταγωνιστές τους Άντονι Κουίν, Άλαν Μπέιτς, Ειρήνη Παπά κ.ά.
https://www.youtube.com/watch?v=OnItbQRjqAU
«Το ξυπόλητο τάγμα» (1953) μία ταινία του Γκρεγκ Τάλλας, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
https://www.youtube.com/watch?v=k9mVaP7MGq4
ΕΛΙΑ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο), Αρχείο Χαρίλαου Τρικούπη.
Ψηφιακή συλλογή εφημερίδων.
http://www.nlg.gr/www/el/node/45
«Brendan Behan explained»
http://everything.explained.at/Brendan_Behan/
KingstonRegion.com: «Loved for his rawness, despite the flaws»
http://www.kingstonregion.com/community-story/4197781-loved-for-his-rawness-despite-the-flaws/
Poetry dispatch & other notes from the underground: «Brendan Behan, Never at a loss for words»
http://poetrydispatch.wordpress.com/2008/03/17/brendan-behan-never-at-a-loss-for-words/
AVsite.gr «Μίκης Θεοδωράκης. Ένα μικρό δισκογραφικό αφιέρωμα».
«Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;», Μάνος Ελευθερίου.
http://tvxs.gr/news/politismos/poios-ti-zoi-moy-poios-tin-kyniga-manos-eleytherioy
Ιστολόγιο Γιάννης Πουλόπουλος ‒ Του τραγουδιού το βλέμμα
http://poulopoulosgiannhs.blogspot.gr/2013/08/blog-post_31.html
Δισκοβόλος: «Μίκη Θεοδωράκη: Επιφάνια (με τον Γιώργο Μούτσιο)» (μπορείτε σε αυτό το σύνδεσμο να κατεβάσετε στον υπολογιστή σας το δίσκο)
http://diskovolos58.blogspot.gr/2012/01/blog-post.html
e-go.gr: «Δισκογραφία Μίκη Θεοδωράκη» από το 1962.
http://www.e-go.gr/music/article.asp?catid=17517&subid=2&pubid=57361
Enet.gr: «Ένας “Όμηρος” με πολλούς αποδέκτες» του Δημήτρη Γκιώνη
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=325137
«Η Νανά Μούσχουρη στον “Επιτάφιο” του Μίκη Θεοδωράκη»
http://www.hadjidakis.gr/diskography/album_details.asp?AlbumID=122
Κώστας Παπαδόπουλος ‒ «Το τρίχορδο της ψυχής μας»: «Βραδιάζει (Μίκης Θεοδωράκης & Δημήτρης Χριστοδούλου)»
«Το γελαστό παιδί (Brendan Behan, Βασίλης Ρώτας & Μίκης Θεοδωράκης)»
Μουσικός Τόνος: «Μίκης Θεοδωράκης: Ένας Όμηρος»
http://aristos1947.blogspot.gr/2011/12/1-lyra-1964-42.html
Όγδοο, το τραγούδι αλλιώς!: «Επιτάφιος, το κίνημα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού»
http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=308&Itemid=44
«Ιάκωβος Καμπανέλλης ‒ Ο Εχθρός Λαός/Μικρό αφιέρωμα»
http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=234&Itemid=31
«Μίκης Θεοδωράκης, “Παράλληλες ιστορίες” με Μπιθικώτση και Πουλόπουλο»
http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=7154&Itemid=83
«Οι γνωστές και άγνωστες ηχογραφήσεις στον “Επιτάφιο” του Μίκη και του Ρίτσου»
http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=6509&Itemid=44
«Ο Θεοδωράκης μελοποιεί Δημήτρη Χριστοδούλου»
http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=2529&Itemid=45
«Ο Μίκης, ο Χιώτης και το Ροδόσταμο»
http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=2303&Itemid=45
Όλα στον αέρα: «Ποιο είναι το γελαστό παιδί;»
TαR ‒ Μουσικό διαδικτυακό περιοδικό με αφορμή την κιθάρα: «Η ανάθεση πρωταγωνιστικού ρόλου στην κιθάρα για την εκτέλεση σκηνικής μουσικής κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο».
http://www.tar.gr/content/content.php?id=3650#_ftnref1
Πρόγραμμα παράστασης «Μίκης Θεοδωράκης ‒ Ποιος τη ζωή μου…»
[1] Από το πρόγραμμα της παράστασης, σελ. 59.
[2] Από το πρόγραμμα της παράστασης, σελ. 57.
[3] Από το πρόγραμμα της παράστασης, σελ. 118.
[4] Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» την Κυριακή στις 10/05/1936, αριθμός φύλλου 649 (8093). Η βελτιωμένη και επεξεργασμένη εκδοχή της εδώ από: http://www.lifo.gr/team/sansimera/38137.
[5] «Η ανάθεση πρωταγωνιστικού ρόλου στην κιθάρα για την εκτέλεση σκηνικής μουσικής κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο»:
http://www.tar.gr/content/content.php?id=3650#_ftnref1.
[6] ΕΛΙΑ, Αρχείο Χ. Τρικούπη.
[7] ΕΛΙΑ, Αρχείο Χ. Τρικούπη.
[8] Ιουλία Λυμπεροπούλου, Ένα διαφορετικό καλοκαίρι με τον παππού Λορέντζο, κεφ. 8 «Το ταγκό του θανάτου», CityMag online magazine, στήλη «Η πυγολαμπίδα φέγγει και κεντά»: http://city-mag.weebly.com/7/post/2013/11/16.html.
[9] Από το πρόγραμμα της παράστασης και στιγμιότυπο της παράστασης, σελ. 89.
[10] Από το πρόγραμμα της παράστασης, μέρος συζήτησης με το σκηνοθέτη Θ. Μουμουλίδη και με τον παραγωγό Μ. Αδάμ, σελ. 30.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#28324 / 06.01.2014, 09:32 / Αναφορά Όταν -συμπτωματικά- ανακαλύπτεις ότι το ίδιο βράδυ με την ανάγνωσή του, έχεις χάσει τη φωνή σου και την άλλη μέρα έχεις παρουσίαση βιβλίου, δεν το ξεχνάς αυτό το κείμενο. |
#28325 / 06.01.2014, 11:08 / Αναφορά Πολύ ωραία και ολοκληρωμένη παρουσίαση της παράστασης με τα μάτια του θεατή που μπαίνει μέσα σ αυτό που εξελίσεται μπροστά του την ώρα της παράστασης και γίνεται μέρος του.Συνέπεια αναπόφευκτη :''δεν μπορεί κανεις να του το πάρει γιατί έγινε πλέον δικό του ! |
#28326 / 06.01.2014, 12:17 / Αναφορά Πραγματικά! Δεν μπορεί κανείς να μου το πάρει! :) |
#28327 / 06.01.2014, 16:30 / Αναφορά Ευχαριστούμε για την ωραία και λεπτομερή παρουσίαση, Ιουλία. Η μουσική και τα τραγούδια του Μίκη είναι έντονα συνδεδεμένη με δυνατές συγκινήσεις από τις δεκαετίες του 60 & 70, που μένουν ζωντανές στη μνήμη. Από τα φοιτητικά χρόνια, που τα τραγουδούσαμε και τα παίζαμε σε παρέες και στις εκδρομές, από τα μαύρα χρόνια της χούντας μετά, που τα ακούγαμε κρυφά από ξένους σταθμούς, σιγά, για να μην ακουστούν απ'έξω και μας πιάσουν ... Πληθωρικό ταλέντο, ακούραστος, απτόητος, ανεξάντλητος, είναι αναμφίβολα ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας συνθέτης. Εκτός των άλλων, έφερε σε επαφή με τα ευρύτερα λαικά στρώματα την ποίηση μεγάλων ποιητών και έκανε γνωστή τη μικρή μας χώρα στα πέρατα της γής. |
#28332 / 08.01.2014, 01:57 / Αναφορά Χίλια "μπράβο" και "ευχαριστώ" για αυτή την υπέροχη αφιέρωση/παρουσίαση μέρους του έργου -με αφορμή τη συγκεκριμένη παράσταση- αυτού του μοναδικού εμπνευστή της ψυχής και των κοινωνικών αγώνων... Σ΄ευχαριστούμε!!!!! |
#28333 / 08.01.2014, 03:42 / ΑναφοράΟλο το άρθρο λειτουργεί με τη μορφή θωπειών - επαφών - κτυπημάτων, που όλα αφήνουν ανεξητιλα σημάδια στο μυαλό.Κύριος άξονας - εκφύσεις - αποφύσεις - παρακάμψεις - "στάσεις & σταθμοί"- ιστορικά στοιχεία - νόημα - έκφραση - λεξιλόγιο - ορθογραφία - σημεία στίξεως, όλα άψογα. Σαν εφετειακή απόφαση, ανέλεγκτη ουσιαστικά και αλάνθαστη τυπικά. Μου έφαγε 2,5 ώρες για να βρω ένα αμελητέο τυπογραφικό λάθος στο κεφάλαιο "Διανομή ρόλων".Πόσον χρόνο κατανάλωσες, Ιουλία ; |
#28369 / 17.01.2014, 09:11 / Αναφορά Με δυό λόγια : Εξαιρετική παρουσίαση!! |