«Ο
Μάνος Χατζιδάκις ασκεί ακόμα μια περίεργη μαγεία, επίδραση πάνω σε νέους μουσικούς και λειτουργεί ως μέτρο σύγκρισης, όχι μόνο στη μουσική αλλά στην κοινωνία και στην καθημερινότητα».
«Οι
Όρθιοι προχωρούν, αγωνίζονται και μένουν αλύγιστοι στις δυσκολίες, μάχονται για την αλήθεια, τα ιδανικά και τα όνειρά τους, είναι σε ετοιμότητα, δε φοβούνται, αυτοαποκαλύπτονται, είναι προσιτοί, φιλικοί και ανοιχτοί, αγαπούν, διεκδικούν, υπερασπίζονται το δίκαιο, την ελευθερία και την αυτοέκφραση. Παραμένουν ακούραστοι, είναι σταθεροί και επίμονοι, έχουν αξιοπρέπεια, είναι πιστοί στην ιδεολογία τους, προωθούν τα ιδεώδη και προάγουν τον πολιτισμό.
Δε συμβιβάζονται, δε βολεύονται, δεν ψάχνουν θέση να καθίσουν, είναι παρόντες μέχρι τέλους εκεί, απ’ όπου κάποιοι άλλοι έχουν φύγει.
Με λίγα λόγια είναι εκείνοι που μπορούν να διακρίνουν την αλήθεια και να «διαβάσουν πίσω από τις γραμμές».
Δε θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερο τρόπο για να προλογίσω τη
συνέντευξη που παραχώρησε αποκλειστικά στο
MusicHeaven ο
Βασίλης Λέκκας, από το παραπάνω μέρος ενός κειμένου, που έχει γραφτεί με αφορμή την κυκλοφορία του νέου cd του ερμηνευτή, «Όρθιοι».
Κι αυτό γιατί, διαβάζοντας το κείμενο αυτό, αντιλήφθηκα πως τα χαρακτηριστικά των όρθιων που αναφέρονται, ανήκουν σε όλους εμάς που θέλουμε να παραμείνουμε «όρθιοι» στις αντιξοότητες της ζωής, αλλά κυρίως ανήκουν στον καλλιτέχνη και άνθρωπο
Βασίλη Λέκκα...
Ο
Βασίλης Λέκκας στέκεται «όρθιος» στις ιδέες του και αντιλήψεις του για τη ζωή,
στέκεται «όρθιος» στη συνάντησή του με το Μάνο Χατζηδάκι στα πρώτα βήματα της πορείας του, στην εκτίμηση της εμπειρίας που έχει αποκομίσει, στην ερμηνεία του και στη γνώση του για το χώρο της μουσικής.
Η λέξη «όρθιοι», δεν ήταν τυχαία επιλογή για να ονομάσει το νέο του cd.
«Οι Όρθιοι» αποτελούν στάση ζωής!
-Τι σημαίνει για έναν καλλιτέχνη στα πρώτα βήματα της καριέρας του, να συνεργάζεται με το Μάνο Χατζηδάκι;
Ήμουν πολύ νέος όταν γνώρισα το Μάνο Χατζηδάκι και η έκπληξη ήταν πολύ μεγάλη για μένα όταν κατανόησα το τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν στην καθημερινή του ζωή, πως έπραττε, πως αντιλαμβανόταν το τραγούδι και πως το χρησιμοποιούσε.
«Έμεινα σε αμηχανία» σε όλη μου την εφηβεία και προσπαθούσα να «φάω». Δεν άφησα περιθώριο στον εαυτό μου να αναρωτηθεί αν αυτό που έκανα τότε άξιζε τον κόπο ή αν αυτό που μου έλεγε ήταν σημαντικό ή όχι.
Περνώντας τα χρόνια αντιλήφθηκα τη «βαρύτητα» αυτής της δουλειάς και αυτής της σχέσης, για την οποία μπορεί να μιλήσει, μόνο αυτός που την έχει ζήσει.
Αυτός που μπορεί να την κατανοήσει και μέσα από την ιδιότητά του να την τραγουδήσει, μια που κι εγώ είμαι τραγουδιστής, πρέπει πραγματικά να τη βιώσει.
Γιατί, ακούγοντας το ρεπερτόριο Χατζηδάκι από τραγουδιστές που δεν έτυχε να τον γνωρίσουν καταλαβαίνεις και εντοπίζεις διαφορές.
Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες στην ερμηνεία Χατζηδάκι οι οποίες «κουβαλούν» τον κόσμο Χατζηδάκι. Λεπτομέρειες τις οποίες χρειάστηκε κι εγώ να επαναλάβω και να συζητήσω με τον ίδιο αρκετές φορές για να γίνω ένας τραγουδιστής «χατζηδακικός».
-Λεπτομέρειες που μόνο ο ίδιος μπορούσε να διδάξει.
Και που μπορώ εγώ να κατανοήσω και να τα συζητήσω με κάποιους ανθρώπους και στο βαθμό που μπαίνει και το προσωπικό στοιχείο, γιατί αυτό ήταν ένα στοιχείο που δεν αποκόπηκε ποτέ από τον Χατζηδάκι.
Ο Χατζηδάκις το ενίσχυε. Σου χάραζε το δρόμο και σου έδινε το τρόπο να βαδίσεις πάνω σ’ αυτό. Είναι η δόνηση που θα βγάλεις, ο κόσμος που θα κουβαλήσεις και θα τραγουδήσεις. Δεν γίνονται εύκολα κατανοητά αυτά σήμερα, γιατί έχουν απλουστευτεί όλα. Οι ρυθμοί και οι μελωδίες με τους οποίους παράγεται το τραγούδι σήμερα δεν είναι ενδιαφέροντες. Έχουν απλοποιηθεί όλα, είναι όλα τετραγωνισμένα. Έτσι λοιπόν και η μελωδία έχει περιοριστεί, γιατί πρέπει να γίνει σαν «σποτάκι», δεν πρέπει να ολοκληρωθεί. Ποιος μπορεί να παρακολουθήσει μια μελωδία και να εξηγήσει τη διαδρομή της και την απαραίτητη χρήση του ρυθμού μέσα σ’ αυτή, ώστε να αποκαλυφθεί ένα τραγούδι; Αυτά έχουν μειωθεί, έχουν γίνει αναφορές.
Έτσι λοιπόν σιγά σιγά, «ευνουχίζεται» και η ερμηνεία. Λιγοστεύει.. Χάνεται ο ερμηνευτής και μένει ο τραγουδιστής. Όσο αποστειρώνουμε και περιορίζουμε τις μεγάλες μελωδίες, τους ποικίλους ρυθμούς, τις ενορχηστρώσεις, το φυσικό παίξιμο και το βάζουμε σ΄ ένα κομπιούτερ, κάνουμε επίτευγμα κομπιούτερ. Πρέπει όμως να κάνουμε και την άλλη πλευρά, την πρακτική. Το τραγούδι που φτιάχνεται σ’ ένα κομπιούτερ είναι λιγότερο ενδιαφέρον από ένα τραγούδι που έχει φτιαχτεί με χειροπιαστά υλικά.
-Γιατί πιστεύεις ότι επικρατεί αυτό;
Αυτό που επικρατεί δε σημαίνει ότι θα κυριαρχήσει, ούτε θα έχει και το απαραίτητο κύρος. Γιατί το τραγούδι είναι αυτό που ανέκαθεν συντροφεύει τον καθένα μας προσωπικά. Τώρα έχει χαθεί αυτό. Το τραγούδι που παράγεται στο σπίτι στηρίζεται στο ταλέντο και τη γνώση που μπορεί να έχει κάποιος χρησιμοποιώντας την τεχνολογία και όχι τη διείσδυσή του στο μαγικό χώρο του τραγουδιού. Μπορεί να κάνει ένα ηχητικό τεχνολογικό θαύμα, όχι όμως μαγικό.
Αυτό το χαρακτηρίζω κατασκεύασμα, όχι τραγούδι.
Η εποχή που δημιουργεί αυτά τα τραγούδια, έχει να κάνει με άλλου είδους αναζήτηση, όχι όμως τη μουσική αναζήτηση. Αυτό συμβαίνει γιατί χρησιμοποιήσαμε τον κλειστό χώρο της προσωπικής μας ζωής, ο οποίος γεννήθηκε από τη σημερινή εποχή που περιορίζει τις ανθρώπινες επαφές.
-Θα θέλαμε να μάθουμε για το ξεκίνημα της μουσικής σου πορείας και την εξέλιξή της.
Ξεκίνησα όπως όλα τα παιδιά της γενιάς μου που λίγο πολύ καταπιανόμασταν με τη μουσική. Μέχρι το 1979, τη χρονιά που γνώρισα τον Χατζηδάκι, έπαιζα σε διάφορους χώρους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και συνεργάστηκα με πολλούς καλλιτέχνες και μουσικούς πριν ακόμα μπω στη δισκογραφία.
-Πιστεύεις πως αν ζούσε σήμερα ο Χατζηδάκις η πορεία της ελληνικής δημιουργίας, θα ήταν διαφορετική;
Το πιστεύω απόλυτα. Και αυτό δε το λέω μόνο εγώ, αλλά και οι καλλιτέχνες οι οποίοι δε τον γνώρισαν. Ο Μάνος Χατζηδάκις ασκεί ακόμα μια περίεργη μαγεία, επίδραση πάνω σε νέους μουσικούς και λειτουργεί ως μέτρο σύγκρισης, όχι μόνο στη μουσική αλλά στην κοινωνία και στην καθημερινότητα.
Ίσως να είχαμε πολύ πιο εύκολη αναφορά σε πράγματα, πολύ πιο εύκολες τοποθετήσεις σε είδη μουσικής, ακριβώς γιατί θα υπήρχε μια τακτοποίηση.
Πολλά πράγματα θα ήταν ξεκαθαρισμένα στον πολιτιστικό χώρο.
-Τι γνώμη έχεις για το γεγονός που διαδραματίστηκε πριν από λίγο καιρό στο Ηρώδειο; Αναφέρομαι φυσικά για την έκπληξη που μας ετοίμασε ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Μόνο στο Ηρώδειο γίνονται αυτά! Είναι η εποχή που μόνο στο Ηρώδειο μπορούν να γίνουν αυτά, για να είναι περισσότερο εντυπωσιακά. Αυτό το είδα σαν «τρυκ», τίποτα παραπάνω. Είναι δηλαδή ένα «πάρτυ», όπως ήταν παλιότερα με το «αερόστατο», το «κωλοέλληνες» και το «εθνική Ελλάδος γεια σου». Δε με εκπλήσσει, αλλά όχι ότι δεν το καταλαβαίνει ο κόσμος το «τρυκ».
-Πες μας τη γνώμη σου για παιχνίδια –reality, από τα οποία ξεπηδούν κάποιοι νέοι καλλιτέχνες που αποκτούν γρήγορη επιτυχία.
Αυτή είναι η «κοινωνία της τηλεόρασης», η οποία θέλει αύριο άλλα παιδιά να πάρουν τη θέση αυτών των παιδιών. Αν δε το καταλαβαίνουν αυτό….. Αν τους ενδιαφέρει να κάνουν καριέρα μίας ημέρας, όπως λέει και ο Άντυ Γουώρχολ, τότε η καριέρα θα είναι μίας ημέρας και αυτή είναι ακριβώς καριέρα, δεν είναι θέση. Γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά από μία θέση που έχεις για τα πράγματα και από το να θέλεις να κάνεις καριέρα. Καριέρα κάνει αυτός που θέλει να βγάλει χρήματα. Το τραγούδι σε ανταμείβει με άλλους τρόπους ή και με χρήματα.
Τώρα αυτά τα παιδιά είναι στο στόχαστρο. Από πίσω όμως έρχονται άλλα. Η τηλεόραση εισπράττει από αυτούς. Γι’ αυτό λέμε η «κοινωνία της τηλεόρασης», η «κοινωνία της
Eurovision», η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, η οποία είναι μακριά από τα χρώματα και την ιδιαιτερότητα κάθε λαού. Γι’ αυτό αν τραγουδήσεις στην
Eurovision κάτι που αναδεικνύει τον τόπο σου, είσαι ντεμοντέ.
Βέβαια δε σημαίνει ότι κάποια από αυτά τα παιδιά δεν αξίζουν. Έχουν όμως συγκεκριμένες προδιαγραφές.
-Ο τηλεθεατής κατευθύνει την τηλεόραση για να του δώσει αυτό που έχει ανάγκη ή η τηλεόραση δίνει αυτό που θέλει στον τηλεθεατή;
Η τηλεόραση δίνει αυτό που εκείνη θέλει, όχι αυτό που έχει ανάγκη ο κόσμος. Έχει όμως τον τρόπο να δίνει την αίσθηση ότι το έχει ανάγκη. Αυτή είναι η επιτυχία της.
Με την ίδια λογική όμως μπορεί να δώσει και θαύματα. Εδώ όμως, σε ότι αφορά αυτό το «σόου μπιζ», τα πράγματα είναι πολύ συγκεκριμένα. Πρέπει να ταχθείς στην υπηρεσία αυτής της λογικής. Ότι δε θα κάνεις τίποτα παραπάνω από αυτό που θα σου επιβάλλουμε εμείς να κάνεις. Πρέπει δηλαδή να καταργήσεις το «μέσα» σου και να ενισχύσεις το «τρόπο» μας.
Αν δεχτείς, έχεις κάνεις την πιο άτολμη πράξη που θα μπορούσε να κάνει ο καθένας μας, διότι δεν αντιστέκεσαι και δίνεις το δικαίωμα να σε αντικαταστήσουν πολύ γρήγορα, ακριβώς επειδή παραδόθηκες.
-Ο μοναδικός τρόπος στην ερμηνεία σου, από πού πηγάζει και πως τον καλλιέργησες από το ξεκίνημά σου έως σήμερα;
Υπάρχουν κάποια πράγματα που αγγίζουν εμένα και όταν προσπαθώ να τα αποκαλύψω γίνονται δεκτά από τον κόσμο. Είναι ένα είδος αποκάλυψης, ένα τόλμημα, μια έκθεση.
Πρέπει να μπορέσω να στρέψω όλο αυτό επάνω μου. Για να μπορέσω, πρέπει να το καταλάβω, να το συλλάβω και να το συζητήσω μέσα από την ερμηνεία με τον εαυτό μου. Και τότε να γίνει το πιο απλό και το πιο ενθουσιώδες πράγμα.
Έχω ακούσει πολλά και έχω αμφισβητήσει πολλά. Πολλά προσπάθησα να τα αναπαράγω, αλλά ανακάλυψα ότι μπορώ να τα κάνω και με έναν άλλο τρόπο.
Αλλά αυτό είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διεργασίας που έχεις, με πολύ ενδιαφέρουσες αφορμές. Δε μπορεί να γίνει με πλαίσια και συνταγές.
-Διακρίνεις τη μουσική σε ποιοτική και μη ποιοτική;
Αν υπάρχει η γοητεία , ο έρωτας, το παραμύθι, η δύναμη, η ποιότητα στη μουσική και πως τα προφέρεις, τα αποκαλύπτεις αυτά και πως τα συνδιαλλάσσεσαι με τον κόσμο, γιατί να δώσεις σ΄ αυτό μια ταμπέλα;
Το θέμα του ποιοτικού και του εμπορικού τραγουδιού είναι έννοιες που είναι σε δύο μέτρα και δύο σταθμά. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Το τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου «Ρεμπέτικο» είναι σαφώς ποιοτικό και σαφώς πολύ εμπορικό. Και υπάρχουν πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα.
Θα πούμε λοιπόν, πως αυτά τα τραγούδια κάνουν εμπόριο; Εμπόριο δεν κάνουν τα τραγούδια, κάνουν οι δισκογραφικές εταιρίες.
-Έχεις «πειραματιστεί» σε διάφορα είδη μουσικής. Πες μας την εμπειρία σου πάνω σ’ αυτό.
Τη λέξη «πειραματίζομαι» δε μπορώ να τη δεχτώ. Διότι εγώ έφτιαξα ένα αποτέλεσμα. Δεν έφτιαξα ένα πείραμα για να δω αν θα πετύχει.
-Τι εισπράττεις από την επαφή σου με το κοινό στις εμφανίσεις σου;
Αισθάνθηκα κάποιες φορές να μην είμαι αυτό που ήθελα όταν ερμήνευα ένα τραγούδι. Επειδή δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, σταματούσα την ώρα που τραγουδούσα. Δε μπορώ να βάλω «αυτόματο πιλότο» και απλώς να διεκπεραιώσω κάτι. Θα είμαι ή κακός ή καλός.
Τη σκέψη «τραγούδι ήταν και πέρασε» δεν πρόκειται να την επιτρέψω στον εαυτό μου. Με την ερμηνεία μου θέλω να φτάσω κάπου. Θέλω, όχι να εξαντληθώ αλλά να απογειωθώ. Και θέλω να παρασύρεται και ο κόσμος σ’ αυτή την απογείωση. Αυτό θέλω να πετυχαίνω. Θέλω όταν φεύγει ο κόσμος να θυμάται τη συναυλία που παρακολούθησε.
Έχω φτάσει σε συγκλονιστικές στιγμές κατά τη διάρκεια των συναυλιών μου. Αυτό με κάνει πιο τολμηρό και ελεύθερο.
-Τι είναι οι «Όρθιοι»; Μίλησέ μας για το καινούργιο σου cd.
Αυτή η δουλειά αποτελείται από τρία cd με παλιότερους και νέους συνθέτες, με μεγάλο φάσμα στιχουργών και ποιητών.
Δούλεψα περίπου ένα χρόνο για να βγει το cd. Είναι ένας δίσκος για τον οποίο δεν μπορώ να πω περισσότερα απ΄ όσα λέει ο ίδιος. Η έννοια της λέξης όρθιοι περικλείει, όλα όσα νιώθω αυτό τον καιρό.
Παρόλο που δεν είναι για μένα ζητούμενο να χρησιμοποιήσω τη λέξη «όρθιοι» και να την προβάλλω ως γκρουπ ή ως κίνημα, νιώθω ότι είναι επίκαιρο. Αισθάνομαι ότι έχω χίλιες δυο αφορμές να αντιδρώ. Πρέπει να κρατηθώ «όρθιος» πάνω σ΄ αυτά που συμβαίνουν γύρω μου.
Είναι πάρα πολλά αυτά που «χτυπούν» απ΄ όλες τις μεριές. Μπορεί να μην αντιλαμβάνομαι όλα τα χτυπήματα και πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει και στην κοινωνία. Κάποιοι θέλουν η κοινωνία να σκύψει, να υποταχθεί.
Πρέπει λοιπόν να βρω ένα τρόπο για να αντισταθώ, να καταλάβουν ότι δε σκύβω το κεφάλι, δεν υποχωρώ.
Ένας από αυτούς τους τρόπους είναι και μέσα από τη δουλειά μου. Και πάντοτε το τραγούδι ήταν αντιεξουσιαστικό, γι’ αυτό έβγαζε τους ανθρώπους στο δρόμο και τους έκανε να αντιμετωπίζουν ενωμένοι τα προβλήματα.
Σήμερα δεν υπάρχει τέτοιου είδους τραγούδι, τέτοιου είδους πολιτισμός, τέτοιου είδους αντιστάσεις. Επιβεβαιώνεται ο Κίσσιγκερ ο οποίος έλεγε, ότι αν θέλεις όχι μόνο να ταπεινώσεις αλλά και να κυριαρχήσεις πάνω σ’ ένα λαό, ακύρωσε τον πολιτισμό του, άφησέ τον χωρίς αναφορές. Δεν χρειάζονται όπλα για να το πετύχεις.
Μαρία Νώτη
Οι "σταθμοί" στην πορεία του Βασίλη Λέκκα
1980: Πρωτοεμφανίστηκε στο μουσικό χώρο, τραγουδώντας στο έργο του Μάνου Χατζιδάκι «Η εποχή της Μελλισάνθης». Από τότε, συνεργάστηκε με το συνθέτη σε δίσκους, συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις.
1981: Συμμετοχή στο δίσκο «Αγώνες τραγουδιού-Κέρκυρα΄81»
1982: Τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Πορνογραφία» και συμμετείχε στον ομώνυμο δίσκο.
Ακολούθησαν οι δίσκοι: «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς», «Ρωμαϊκή Αγορά» και τέσσερα τραγούδια από τη Ρωμαϊκή αγορά σε δίσκο Maxi single.
«Λαική αγορά» και «Μπολιβάρ» δίσκος 45 στροφών σε ποίηση Ν.Εγγονόπουλου.1985: Συνεργάστηκε με το Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Ο Οδυσσέας στο ποτάμι» σε ποίηση του Τάκη Σινόπουλου και με το Μιχάλη Τρανουδάκη στο δίσκο «Η μυθολογία του Σαββάτου» σε ποίηση του Γιώργου Χρονά.
2-6-1986: Ημερομηνία έναρξης του θεσμού «Βράδια Μουσικής» όπου συμμετείχε και που μεταδόθηκε ζωντανά από την Ιταλία σε ολόκληρο τον κόσμο. Τον ίδιο χρόνο, στο θέατρο ΑΜΟΡΕ εμφανίστηκε ως ηθοποιός, στο έργο «Το φάντασμα της Αυγής» σε μουσική της Σάντυ Παπαστεφάνου, σενάριο Γ.Ξενία και σκηνοθεσία Β.Νικολαίδη.
Επίσης συμμετείχε σε ζωντανή ηχογράφηση του δίσκου «Η
Μαρία Φαραντούρη στο ΟΛΥΜΠΙΑ», από το ομώνυμο θέατρο στο Παρίσι.
1989: Κυκλοφόρησαν τα «Σύντομα όνειρα» σε μουσική του Γιάννη Σπάθα και στίχους Ευγένιου Αρανίτση.1996: «Ασίκικο Πουλάκι» του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Μιχάλη Γκανά.
Παρουσίαση στο Ηρώδειο, ανέκδοτη δουλειά σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση Γιάννη Θεοδωράκη με τίτλο «Λυρικότατα»
1997: «Αθέατος σφυγμός». Μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου σε ποιήματα των Μανώλη Πρατικάκη, Αντώνη Φωστιέρη, Οδυσσέα Ιωάννου και Γιώργου Σεφέρη.Ως σολίστ, συνεργάζεται με τη Συμφωνική ορχήστρα της ΕΡΤ, με τη Δημοτική Ορχήστρα Αθηνών και με την ορχήστρα της ΕΡΤ3.
1998: «Το τρένο φτάνει τελικά στη Κατερίνη». Συμμετοχή στο δίσκο, με μουσική του Χάρη Παπαδόπουλου και στίχους Μανώλη Ρασούλη.
1999: Αποχωρεί από τη
SONY MUSIC και υπογράφει συμβόλαιο με τη VIRGIN REC.
Κυκλοφορεί το δίσκο του με τίτλο «7 Ισημερινοί». Τη μουσική υπογράφει ο
Γιώργος Τρανταλίδης και τους στίχους ο
Τάσος Σαμαρτζής, η
Ζωή Παναγιωτοπούλου και ο
Γεράσιμος Νεόφυτος.
2000: Με την έναρξη της νέας χιλιετίας και μετά τους 7 Ισημερινούς, ο
Βασίλης Λέκκας κυκλοφορεί σε cd single δυο διασκευές ιστορικών τραγουδιών. Πρόκειται για το 40 παλικάρια και για τη φημισμένη Ρωμιοσύνη του Μίκη Θεοδωράκη. 2001: Την καινούρια δισκογραφική δουλειά του Βασίλη Λέκκα με τίτλο"Μέσα στη Νύχτα" σε μουσική Γιώργου Τρανταλίδη.Για όσους αγάπησαν τους 7 Ισημερινούς είναι βέβαιο ότι θα λατρέψουν αυτή την καινούρια δουλειά του Βασίλη Λέκκα, αφού χαρακτηρίζεται τόσο από μελωδική ευαισθησία αλλά και από τις εκπληκτικές ερμηνείες του.