ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Συνέντευξη: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

    Ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος αποκαλύπτει τις ιστορίες των τραγουδιών του!

    Συνέντευξη: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    230 άρθρα στο MusicHeaven
    Τρίτη 26 Ιούλ 2022

    Συνθέτης, στιχουργός, ενορχηστρωτής, μουσικός, με τραγούδια και μουσικές που όλοι μας αγαπήσαμε, ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος περιποιείται τα τραγούδια του, όπως λέει κι ο ίδιος, σαν χρυσοχόος. Ακούραστος εργάτης, μπορεί να παιδεύει μια μελωδία μέρες ολόκληρες, μέχρι να γυρίσει στον εαυτό του και να πει «Μπράβο, Παναγιώτη!». Για να φτάσει, όμως, μέχρι εκεί θα έχει κάνει ένα τεράστιο ταξίδι από τους Beatles και τον Καλδάρα, μέχρι τον Clapton και τον Άκη Πάνου, θα έχει δοκιμάσει τη σύνθεσή του στην ηλεκτρική κιθάρα και στο μπουζούκι, θα έχει δοκιμάσει κι εκείνη τη διακοσμητική καραμούζα που κρέμεται στον τοίχο, και μπορεί να χρειαστεί κι ένας άνθρωπος να του πει: «Φτάνει! Μην το πειράζεις άλλο!». Γιατί όλα αυτά είναι ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος. Και χάρη στην τελειομανία του και στις απαιτήσεις που έχει ο ίδιος από τον εαυτό του, αυτό που θα καταλήξει στον ακροατή θα είναι μία καλοφτιαγμένη μελωδία, με μία ευαισθησία μέσα της, που δεν θα μπορούσε ποτέ να την εντοπίσει ο ακροατής αν ο δημιουργός δεν βάλει την ψυχή του.

    Ο λόγος, λοιπόν, στον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο που αποκαλύπτει τις ιστορίες πίσω από τραγούδια του. 

    Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: Το πρώτο μουσικό ήχο που θυμάμαι είναι παιδάκι, 6-7 χρονών, στη Μυτιλήνη, κάποιον να παίζει ούτι σ’ ένα καφενείο, κι είχα μείνει μαγεμένος. Ο ήχος που έβγαινε από τα δάχτυλα αυτού του ανθρώπου με καθήλωνε. Μετά, το επόμενο στάδιο ήταν εκεί στα 10-11, σε μια κατασκήνωση καλοκαίρι, είδα δύο μεγαλύτερά μου παιδιά, στα 16-17, να παίζουν κιθάρες ηλεκτρικές. Είχα γίνει αυτό που λέμε «κολλιτσίδα» και ρωτούσα «πώς το κάνετε αυτό;» Ο ένας μου είπε «ταλέντο» και ο άλλος μου είπε «πήγα στον Μηλιαρέση». Το «ταλέντο» ήταν μια λέξη άγνωστη τότε σε μένα, κι ακόμα είναι μ’ έναν τρόπο άγνωστη γιατί το ταλέντο είναι αυτό που λέμε «χάρισμα», κάτι που σου χαρίζεται, τότε δεν καταλάβαινα τι είναι οπότε όταν γύρισα τον Σεπτέμβριο στο σπίτι, για να πάω σχολείο, είπα στον πατέρα μου:
    - Θέλω να πάω να μάθω κιθάρα στον Μηλιαρέση!
    νομίζοντας ότι θα πάω να μάθω ηλεκτρική κιθάρα.

    Ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης ήταν καθηγητής κιθάρας καταγόταν από την Κεφαλλονιά, δίδασκε στο Ελληνικό Ωδείο, μαθητής του Segovia είχε κάνει στα νιάτα του κάποια master classes στη Σιένα, ήταν καλός κιθαριστής και καλός δάσκαλος. Με συμπάθησε γιατί «τα έπαιρνα γρήγορα». Άρπαζα αμέσως όσα μου έδειχνε και προχώρησα γρήγορα. Αλλά όταν συνειδητοποίησα ότι αυτό που κάνω δεν είναι ηλεκτρική κιθάρα, αυτό δηλαδή που είχα αρχικά στο μυαλό μου, άρχισα να μελετάω μόνος μου μ’ ένα μαγνητόφωνο μπομπίνας. Αυτό είχε ένα κουμπί που όταν το πατούσες κατέβαινε στη μισή ταχύτητα. Ηχογραφούσα λοιπόν διάφορα σόλα του Clapton, του Hendrix, και τα αντέγραφα όσο καλύτερα μπορούσα. Οπότε ζούσα σε δύο παράλληλους κόσμους: από τη μια της ηλεκτρικής που τη μάθαινα μόνος και από την άλλη της κλασικής που τη μάθαινα στο Ωδείο. Στο τέλος, όταν τελείωνα το σχολείο, κατέληξε να δώσω εξετάσεις για να πάρω δίπλωμα από τον Μηλιαρέση και να συνεχίσω στην Αγγλία στο Guildhall School of Music and Drama να σπουδάσω μουσική. Εκεί έκανα τέσσερα χρόνια κι άλλο ένα στο Παρίσι. Σπούδαζα κλασσική μουσική, αλλά πάντοτε είχα το μυαλό μου στην ηλεκτρική, και μετά, στο μεσοδιάστημα της Αγγλίας, έκανα μπουζούκι με τον Γεράσιμο Κλουβάτο. Ήθελα να μάθω μπουζούκι κι έμαθα. Δεν έγινα ποτέ καλός-καλός, αλλά έχω καλή πενιά, Τσιτσανέικη, και στα δικά μου τραγούδια μπορώ και παίζω αυτό που θέλω. Στον στρατό έπαιξα πιο πολύ μπουζούκι, μου χάριζε και άδειες, και κάπως έτσι μπήκα στη μουσική.

    Ξεκινήσατε, λοιπόν, θέλοντας να μάθετε ηλεκτρική κιθάρα και φτάσατε να μάθετε και μπουζούκι. Από το ένα άκρο στο άλλο, θα έλεγα.
    Π.Κ.: Η ηλεκτρική μού άρεσε πάντα. Ειδικά ο Clapton. Μου άρεσε αυτό το λιτό αλλά πολύ εκφραστικό παίξιμο που είχε. Το μπουζούκι το έμαθα σ’ αυτή τη φοβερή ηλικία, γύρω στα 20, όπου συνειδητοποίησα ότι υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος δίπλα μου, που δεν είχα γυρίσει να τον κοιτάξω αλλά ο οποίος με επηρέαζε, όπως πολλά πράγματα στην Ελλάδα. Τότε στα juke box ακούγαμε δύο πράγματα: Καζαντζίδη και Beatles. Η φωνή του Καζαντζίδη κυρίως, μ’ αυτά τα κομμάτια τα φοβερά, του Καλδάρα, του Νικολόπουλου, και λίγο γαλλικό τραγούδι επίσης, υπήρχε ο Adamo, ο Hervé Vilard, ιταλικό τραγούδι, με τον Al Bano… Αυτά άκουγα που άκουγε και όλος ο κόσμος, αλλά στο μπουζούκι κατάλαβα ότι συμβαίνει κάτι άλλο, το οποίο μου διαφεύγει, και θέλησα να το δω, να το καταλάβω. Τα τραγούδια του Παπαϊωάννου, του Τσιτσάνη… Και θεώρησα ότι αφού αποφάσισα να ζήσω στη χώρα που γεννήθηκα, και να μην μείνω τελικά στο εξωτερικό, όφειλα, με όρεξη και κέφι, να καταλάβω τι είναι αυτό το λαϊκό τραγούδι. Να παίξω Άκη Πάνου, να παίξω Τσιτσάνη, Καλδάρα, γιατί είναι μια σχετικά διαφορετική μαστορική απ’ τα τραγούδια του McCartney και του Lennon.

    Προσωπικά είδα για πρώτη φορά το όνομά σας ως ενορχηστρωτή στο δίσκο των αδελφών Κατσιμίχα «Όταν Σου Λέω Πορτοκάλι Να Βγαίνεις» (1987), αλλά ενδεχομένως να είχατε παρουσιαστεί στη δισκογραφία νωρίτερα.
    Π.Κ.: Νομίζω μία είναι νωρίτερα, στου Μανώλη Ρασούλη το «Ναι Στο Ναι Και Ναι Στο Όχι» (1984). Αποφασίσανε τότε ο Χάρης και ο Πάνος να δοκιμάσουνε κάτι άλλο. Είχανε ακούσει αυτή τη δουλειά με τον Ρασούλη και ήρθανε και με βρήκανε. Νέοι κι αυτοί, νέος κι εγώ τότε, 30άρης.

    Εκεί ήθελα να πάω. Για έναν νέο, που κάνει τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία, και βρίσκεται να συνεργάζεται με τους αδελφούς Κατσιμίχα μετά την τεράστια επιτυχία που είχαν γνωρίσει με τα «Ζεστά Ποτά» (1985), πόσο μεγάλη πρόκληση ήτανε; Είχατε άγχος;
    Π.Κ.: Μπα. Κανένα άγχος δεν θυμάμαι. Θυμάμαι τις ατέλειωτες ώρες, ήτανε μια παραγωγή που είχε πάρει 500-600 ώρες στο στούντιο, που και για σήμερα είναι πολύ, αλλά επειδή ερχόντουσαν από κείνη την πολύ μεγάλη επιτυχία δεν υπήρχε καμία πίεση από την τότε ΕΜΙ. Μ’ αφήσανε να κάνω, δηλαδή, αυτό που καταλάβαινα κι επειδή κάναμε και κάποια δοκιμαστικά με τον Χάρη και τον Πάνο και τους αρέσανε, με είχανε εμπιστευτεί κι αυτοί και μου δώσανε μεγάλη ελευθερία στο τι κάνω και πως το κάνω. Παρακολουθούσανε βέβαια, ερχόντουσαν, ακούγανε, μιλάγανε, δοκιμάζαμε, αλλά περνούσα και πάρα πολλές ώρες μόνος. Τότε, επειδή μου είχε κάνει εντύπωση το «Tubular Bells» (1973) του Mike Oldfield, που έπαιζε όλα τα όργανα μόνος του, χωρίς να το κάνω ακριβώς συνειδητά έπαιξα το 90% των οργάνων μόνος μου. Τότε θυμάμαι ότι δουλεύαμε ατέλειωτες ώρες με τον Μπάμπη τον Μπίρη και λέγαμε, ας πούμε, «πάμε τώρα να κάνουμε σ’ αυτό το κομμάτι μία βάση, ένα πιάνο». Κάναμε το πιάνο, μας έπαιρνε καμιά ώρα, μετά βάζαμε το μπάσο, μετά την κιθάρα… Το βάζαμε κομματάκι-κομματάκι. Κι είχαμε και κάτι drum machines εκείνης της εποχής, τα οποία τα προγραμμάτιζα. Μόνο για τα όργανα που δεν μπορούσα να παίξω, θυμάμαι κάτι φλογέρες, λίγο βιολί, φωνάξαμε μουσικούς. Αυτή ήταν η δεύτερη μεγάλη δουλειά που έκανα.

    ΣΕ ΦΙΛΑΩ (ΜΑ ΣΤΟ ΦΥΛΑΩ) – Κρίστη Στασινοπούλου
    (1992, μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα, στίχοι: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος)

    Π.Κ.: Πάντα μου κάνει εντύπωση ότι στη γλώσσα αλλάζεις έναν τόνο, ένα γράμμα, και αλλάζουν όλα και έρχονται τα πάνω-κάτω. Αργότερα έγραψα ένα κομμάτι που λέει ότι «Το καλό απ’ το κακό απέχει ένα γράμμα» (2004, ερμηνεύτρια: Σοφία Παπάζογλου). Εδώ έχεις ένα ιώτα μ’ ένα ύψιλον και παίζω μ’ αυτό. Βασικά όλο το τραγούδι είναι γύρω από αυτήν τη φράση-κλειδί. «Σε φιλάω μα στο φυλάω». Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Νομίζω ότι όλο το άλλο ήταν κατασκευή γύρω απ’ αυτό. Έπρεπε, δηλαδή, να γράψω κάτι το οποίο να είναι γύρω από αυτό που λέει η φράση, ότι στα έχω φυλαγμένα μεν, αλλά εντάξει, εδώ είμαι. Και λόγω κλασικής παιδείας και επειδή κατάλαβα πολύ νωρίς ότι το να μπεις στο στούντιο, αν δεν ξέρεις τα κουμπιά, είναι σαν να ζωγραφίζεις με τα χέρια κάποιου άλλου, άρχισα να διαβάζω περιοδικά, βιβλία -υπήρχε ένα καταπληκτικό βιβλίο του George Martin το οποίο το έχω χάσει- που είχαν να κάνουν με παραγωγή, με στούντιο, με κονσόλες, με φίλτρα, πώς έκαναν οι Beatles εκείνο, πώς έκαναν οι άλλοι το άλλο, πώς γράφτηκε το μπουζούκι στη «Συννεφιασμένη Κυριακή»… Με ενδιαφέραν αυτά πολύ, οπότε επειδή σιγά-σιγά απέκτησα μία τεχνική επάρκεια και κυνηγούσα έναν ήχο, έπαιζε ρόλο επειδή όλα αυτά γραφτήκανε σ’ ένα 12κάναλο που είχα αγοράσει με τα πρώτα λεφτά που έβγαλα, ένα AKAI που είχε κάτι μεγάλες κασέτες. Στην ουσία κατάλαβα νωρίς ότι, επειδή το στούντιο τότε ήταν ακριβή υπόθεση, δεν στο δίνανε εύκολα να κάθεσαι εκεί και να ψάχνεσαι. Και ήμουν από τους πρώτους που έπιασαν το νόημα του τι σημαίνει να έχεις ένα στούντιο δικό σου. Τώρα ο καθένας έχει μ’ έναν υπολογιστή και μία κάρτα. Τότε δεν ήτανε τόσο απλό. Και άκουσα ότι υπήρχε ένα μηχάνημα που έγραφε 12 κανάλια και έκανε, θυμάμαι, 1.200.000 δρχ. -κι ήτανε λεφτά τότε- και ήταν τα πρώτα μου καλά λεφτά που είχα πάρει από δουλειές που έκανα σαν ενορχηστρωτής με τον Σαββόπουλο. Πήγα κάτω στην Ακαδημίας και το φόρτωσα, ένα πολύ βαρύ, το πέταξα στην τελευταία μετακόμιση. Και το φόρτωσα στο αυτοκίνητο, το πήγα στο σπίτι και μ’ αυτό γράψαμε τότε το «Στη Λίμνη Με Τις Παπαρούνες» [σ.σ. το άλμπουμ που περιέχει και το «Σε Φιλάω (Μα Στο Φυλάω)»] και πολλές άλλες δουλειές. Είναι κρίμα που το πέταξα, αλλά δεν δούλευε πια, είχε χαλάσει. Θα μπορούσα να μεταγράψω όλες αυτές τις ταινίες, εκεί μέσα βρισκόντουσαν πράγματα που ήταν ενδιαφέροντα, αλλά βαριέμαι και την… «αρχαιολογία» μου και αποφάσισα να θεωρήσω ότι «κάηκε». Τέρμα, πέταμα κι οι ταινίες, κι ό,τι επέζησε, επέζησε, και πάμε παρακάτω.   

    ΛΕΕΙ, ΛΕΕΙ, ΛΕΕΙ – Γιάννης Κότσιρας
    (1996, μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, στίχοι: Άρης Δαβαράκης)

    Π.Κ.: Αυτό είναι μία μουσική που έγραψα για την τηλεοπτική σειρά, «Οι Χρηματιστές» (1994), και τραγουδούσε χωρίς λόγια σαν vocalist η Σαβίνα Γιαννάτου. Φιλοδόξησα κάποτε, και μου είπαν ότι συνέβη, να παίξει σε πασαρέλα μόδας στο Παρίσι. Είχα ενθουσιαστεί πολύ μ’ αυτό τότε, μου άρεσε που το catwalk παιζόταν κάτω απ’ αυτή μου τη μουσική. Κάποιος από τους μεγάλους οίκους το είχε ακούσει, του άρεσε και το έβαλε. Μετά απ’ αυτό, όταν κάναμε την προετοιμασία του πρώτου δίσκου του Γιάννη Κότσιρα, το «Αθώος Ένοχος», το θυμήθηκα, άλλωστε είχαν περάσει 2-3 χρόνια, και το έδωσα στον Άρη Δαβαράκη, ο οποίος έγραψε αυτά τα τρομερά λόγια. Το ‘πιασε πολύ καλά κι ένα βράδυ που ήμασταν με τον Άρη, εγώ πάλι στο 12κάναλο AKAI, προσάρμοσα τα λόγια του σ’ αυτό το λίγο αναγεννησιακό ύφος που έχει το τραγούδι, εκεί που μπλέκει η φωνή του Κότσιρα με της Πασπαλά. Μου πήρε 2-3 ώρες, το κυνήγησα πάρα πολύ και το βρήκα. Κι όταν έγινε αυτό, μετά αισθανόμουνα ότι το κομμάτι κάπου χρειάζεται ένα κοντράστ, λίγο να «ξεσκουρύνει», και του έβαλα αυτό το «ινδοπρεπές» σόλο που από κει που είναι μινόρε γυρίζει σε ματζόρε. Αυτό το ματζοράκι δεν υπήρχε στην εκδοχή με τη Σαβίνα, έγινε στο τραγούδι.

    ΝΑ ‘ΧΑ ΔΥΟ ΖΩΕΣ – Γιάννης Κότσιρας
    (1996, μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, στίχοι: Μιχάλης Γκανάς)

    Π.Κ.: Αυτό ήτανε αρχικά ορχηστρικό και ο Γκανάς έγραψε πάνω στη μουσική. Ωραίος στίχος. Το τραγούδι γράφτηκε για μία ταινία που λεγόταν «Άδης». Επειδή το θέμα της ταινίας είχε σχέση με Ήπειρο και Αλβανία, τότε που είχανε ανοίξει τα σύνορα, εγώ γύρευα να γράψω ένα νεο-δημοτικό, που να έχει όμως και αυτή τη «μυρωδιά» που βάζουν οι Αλβανοί στα ηπειρώτικα, που λόγω Ιταλίας, βάζουν κάτι δεύτερες φωνές, τα πειράζουν δηλαδή λίγο τα ηπειρώτικα και τα κάνουν πιο ιταλιάνικα. Τον καιρό που έγραφα τη μουσική, άκουγα διάφορα κι επηρεασμένος απ’ αυτήν την ανάγκη να κάνω ένα δημοτικό, έκανα αυτό το κομμάτι. Μάλιστα, πήγα ένα βράδυ στην πλατεία Καραϊσκάκη, σ’ ένα μαγαζί όπου έπαιζε ο Πετρολούκας Χαλκιάς μαζί με τον Αχιλλέα Χαλκιά, και πήγα να τους βρω για τους πω να ‘ρθούν να το ηχογραφήσουμε. Είχα πάρει τηλέφωνο και μου είπε:
    - Έλα από δω να τ’ ακούσουμε!
    Το πήγα, τ’ ακούσαμε και γύρισε ο Αχιλλέας Χαλκιάς και, έτσι όπως με είδε μαλλιά, μου ‘πε:
    - Ρε συ! Εσύ το έχεις γράψει αυτό; Αλήθεια;
    - Ε… ναι.

    Με κοίταζε λίγο δύσπιστα και ο Πετρολούκας είπε «εντάξει». Μετά από δύο μέρες πήγαμε στο Sound Studio και γράψαμε με ντέφι, βιολί, κλαρίνο. Αυτό το instrumental, γιατί instrumental ήταν ακόμη, το έδωσα στον Γκανά κι έγραψε τα λόγια και μετά ήρθε ο Γιάννης ο Κότσιρας και το τραγούδησε. Δείχνει να αντέχει στο χρόνο. Το ωραιότερο απ’ όλα; Κάποιος μου είπε ότι το παίζουνε σε πανηγύρια στη Βουλγαρία.

    ΛΕΥΚΟ ΜΟΥ ΓΙΑΣΕΜΙ – Έλλη Πασπαλά
    (1997, μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, στίχοι: Μιχάλης Γκανάς)

    Π.Κ.: Το «Λευκό Μου Γιασεμί» γράφτηκε πρώτα σε μια εκδοχή που υπάρχει σ’ έναν ορχηστρικό δίσκο που λέγεται «Summertime In Prague», με έγχορδα, κι αυτή η εκδοχή με άλλη εκτέλεση ήταν οι τίτλοι αρχής σε μια σειρά του ANT1. Εγώ στεναχωριόμουνα μ’ αυτές τις σειρές γιατί ήταν κινηματογραφική μουσική κι έπρεπε να πάει και σε ταινίες, αλλά τέλος πάντων δεν είχα κάτι άλλο τον καιρό εκείνο, οπότε καταλήγανε σε πιο… δεύτερα πράγματα. Κάποιες σειρές ήταν καλές, κάποιες άλλες ήταν για τα σκουπίδια. Εκβιάζανε κάποιο συναίσθημα, η φωτογραφία ήταν άθλια συνήθως, κι εγώ έλεγα πάντα ότι υπάρχει πρόβλημα και τεχνικό και καλλιτεχνικό, γιατί δεν γίνεται να βλέπεις σειρά σ’ ένα κανάλι και να ‘ναι τόσο χάλια εικόνα και μετά να βλέπεις ταινία ευρωπαϊκή ή αμερικάνικη και να είναι μια χαρά η εικόνα. Άρα δεν ήταν το θέμα η εκπομπή του καναλιού. Υπήρχαν εξαιρέσεις, το «Στο Κάμπινγκ» (1989), το «Άφρικα» (1992), το «Κόκκινο Φεγγάρι» (1994) κ.λπ. ήταν καλές δουλειές. Νομίζω ότι υπήρχε κι ένα πρόβλημα με το πέρασμα από το φιλμ στο βίντεο, καθώς υπήρχαν διάφορα formats που ήταν φτηνά, έφταιγε κι αυτό, ενώ οι ταινίες για τις οποίες μιλάω ήταν όλες σε φιλμ 36mm. Γίνονταν τα πράγματα πολύ βιαστικά, πολύ στο πόδι, και από ανθρώπους που δεν ξέρανε. Αλλά, ας μην ζητάμε και πολλά. Ο Charlie Chaplin όλος είναι 20 ώρες ταινίες. Οι Beatles όλοι κι όλοι 8-9 δίσκοι. Δεν μπορείς να ζητάς από την τηλεόραση να παράξει την ημέρα αυτό που παρήγαγαν οι Beatles σε 8-10 χρόνια. Η TV είναι ένα τέρας αδηφάγο, άπληστο, που σ’ επίπεδο σειράς θέλει κάθε μέρα δύο ώρες υλικό. Δύο ώρες υλικό είναι μία ταινία. Οι καλές ταινίες, για να γίνουν, θέλουν ένα χρόνο τουλάχιστον, οπότε αν θες δύο ώρες την ημέρα γίνονται εκπτώσεις του σκοτωμού, δηλαδή του βάζεις τόσο λίπασμα, τόσο φυτοφάρμακο, που τελικά δηλητηριάζεσαι ο ίδιος. Το «Λευκό Γιασεμί», λοιπόν, γράφτηκε ως μουσική για τη σειρά «Μια Ζωή Για Την Έλσα» (1995). Αυτή τη σειρά την είχα κλείσει σαν δουλειά την άνοιξη και η συμφωνία ήταν ότι πρέπει να παραδώσω μέσα Οκτωβρίου. Είχα φύγει, λοιπόν, για τις διακοπές μου, καλοκαίρι-Αύγουστο στην Πέτρα της Λέσβου. Ήμουνα με τον Άρη Δαβαράκη, τη Φρόσω Ράλλη, την Ευανθία [Ρεμπούτσικα], είχε έρθει κι ο [Τάσος] Μπουλμέτης, θυμάμαι, είχαμε και μια βάρκα και κάναμε βόλτες και βουτιές. Κάποια στιγμή με πήρανε τηλέφωνο στις διακοπές και μου λένε «θέλουμε τις μουσικές στις 10 Σεπτεμβρίου». Και λέω:
    - Δεν γίνεται! Είχαμε πει 15 Οκτωβρίου!
    - Μας αλλάξανε τις ημερομηνίες.

    Έπεσε πανικός και κατέβηκα στη Μυτιλήνη κι αγόρασα ένα κιθαρόνι, απ’ αυτά που παίρνεις για το παιδί του για να μάθει κιθάρα, και μετά αν δεν το χρειάζεσαι το πετάς, κι ενώ οι άλλοι πηγαίνανε θάλασσα, εγώ ο φουκαράς ήμουνα τιμωρία και καθόμουνα και δούλευα με το κιθαρόνι. Κι έγραψα το θέμα του «Λευκό Μου Γιασεμί», λίγο υπό την επήρεια της Cesaria Evora, γιατί τότε την ακούγαμε πολύ και πιθανόν να έχω επηρεαστεί απ’ αυτό, όχι συνειδητά αλλά θυμάμαι ότι ο δίσκος της που έπαιζε όλη την ώρα. Το απόγευμα γυρίσανε τα παιδιά απ’ το μπάνιο και το ‘παιζα και το ξανάπαιζα και την ώρα που άπλωνε τα μαγιό η Φρόσω πέρασε την πρώτη φορά και μου λέει:
    - Ωραίο αυτό που παίζεις!
    - Ναι…

    Εγώ συνέχιζα εκεί πέρα να το σκαλίζω, να το πειράζω, δεν θυμάμαι, κάτι δεν μου άρεσε, προσπαθούσα να πάω παρακάτω… και τη δεύτερη-τρίτη φορά που πέρασε με τα μαγιό που στάζανε, γυρνάει και μου λέει:
    - Ωραίο είναι, μην το πειράζεις!
    Κάπως με βοήθησε εκείνη την ώρα να σταματήσω. Υπάρχει ένα σημείο όταν γράφεις ένα κομμάτι που δεν ξέρεις αν χτίζεις ή αν κατεδαφίζεις. Δεν ξέρεις τι κάνεις. Κι η κουβέντα εκείνη μ’ έκανε και σταμάτησα κι είπα «εντάξει, αυτό είναι». Κι έμεινε εκεί, αυτό ήταν δηλαδή. Και μετά έγινε αυτή η εκτέλεση, το γύρισα πίσω με τα έγχορδα, μετά το έδωσα στον Γκανά, όταν κάναμε το δίσκο με την Έλλη, κι έγραψε αυτόν τον υπέροχο στίχο. 

     

    Σ’ ΑΓΑΠΩ – Έλλη Πασπαλά
    (1997, μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, στίχοι: Μιχάλης Γκανάς)

    Π.Κ.: Το «Σ’ Αγαπώ» είναι ένα κόλπο που κάνω καμιά φορά, παίρνω την αλυσίδα με τ’ ακόρντα από ένα κομμάτι που μ’ αρέσει και φτιάχνω μία βάση σ’ έναν άλλο ρυθμό απ’ ό,τι είναι το αρχικό και προσπαθώ να γράψω μια άλλη μελωδία πάνω του. Δηλαδή χρησιμοποιώ, ας πούμε, τη «γεωμετρία» του κομματιού και την αρμονία και γράφω μία άλλη μελωδία και, για να μην επηρεαστώ κιόλας από αυτό που έχω αντιγράψει, το κάνω σε τελείως διαφορετικό ρυθμό. Οπότε, τι έκανα, πήρα τα ακόρντα του «Let It Be» και τα έκανα τσιφτετέλι! Δεν φαίνεται. Τα ακόρντα του «Let It Be» είναι μια τετράγωνη αλυσίδα πολύ απλή και το είχα αυτό σαν ένα θεματάκι κι αυτό το πήρε ο Γκανάς κι έκανε αυτό που έκανε. Κι ήταν πολύ ωραίο αυτό που έγινε. Με τον Γκανά είναι περίεργο. Ό,τι έχουμε κάνει είναι καλό, και περιέργως δεν κάναμε πολλά.

    Ενώ στο πρώτο τραγούδι που σας είπα, το «Σε Φιλάω (Μα Στο Φυλάω)», είστε ο στιχουργός, στα επόμενα είστε ο συνθέτης. Πιστεύατε ότι δεν μπορούσατε να γράψετε ο ίδιος τους στίχους;
    Π.Κ.: Εεε… καλή ερώτηση. Έκανα έναν κύκλο νομίζω. Ξεκίνησα να γράφω και τους στίχους, μετά δούλεψα με κάποιους στιχουργούς που θεωρούσα ότι ήταν πολύ καλοί, όπως ο Γκανάς, ο Γκόνης, ο Δαβαράκης, η Ζιώγα, και, αν θέλεις, με απάλλαξε και από έναν κόπο αυτό, επειδή είμαι κι άνθρωπος που μ’ αρέσουν οι συνεργασίες, μ’ αρέσει το «εμείς», δηλαδή αν είναι δύο μυαλά είναι καλύτερα από ένα. Την ήθελα αυτή την αλληλεπίδραση που έχει κανείς όταν δουλεύει με κάποιον άλλο. Δεν μ’ αρέσει πολύ η μοναξιά, οπότε δούλεψα με άλλους, αλλά επειδή στην πορεία κατάλαβα ότι τους ταλαιπωρώ, ταλαιπωρώ και τον εαυτό μου γιατί γυρεύω κάτι το οποίο καμιά φορά οι άλλοι μου το δίνουνε με το παραπάνω και καμιά φορά δεν μου το δίνουνε. Εκείνη την ώρα που αισθάνομαι ότι δεν το παίρνω αυτό που θέλω, γίνομαι δυσάρεστος και δημιουργώ μία δυσθυμία. Οπότε γύρισα κάποιες στιγμές στον εαυτό μου και είπα «άμα ξέρεις τόσο πολύ τι θέλεις κάτσε και καν’το». Κάπως έτσι ξαναγύρισα στο να γράφω μόνος μου.

    Μιας και είπατε περί συνεργασίας και ανταλλαγής απόψεων, είχατε φανταστεί ποτέ τον εαυτό σας σε γκρουπ;
    Π.Κ.: Εγώ πάντα σε γκρουπ ήθελα να είμαι. Πάντα. Μου άρεσε η ιδέα αυτή κι η πλάκα είναι ότι πάντα δημιουργώ ένα γκρουπ γύρω μου. Και τώρα με τα «Φτηνά Τσιγάρα», πρακτικά ένα γκρουπ φτιάξαμε για να παίξουμε στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής. Και στην Αγγλία, όταν πήγα να σπουδάσω, αυτό είχα στο μυαλό μου: το γκρουπ. Δεν έγινε αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού μου συνέχεια είναι το γκρουπ. Το ξέρω, το καταλαβαίνω το «εμείς» κι επίσης κι εγώ γίνομαι καλύτερος μέσα στο γκρουπ και ξέρω ότι μπορώ να είμαι κι η «μαμά του λόχου» πολλές φορές, απλά το γκρουπ έχει όλα τα καλά και τα στραβά της οικογένειας. Δηλαδή κερδίζεις σε δύναμη, κερδίζεις σε ποικιλία, κερδίζεις σε ενέργεια, αλλά έχει και τις δυσκολίες που έχουν όλες οι οικογένειες. Έχει εγωισμούς, έχει «θέλω», έχει απραγματοποίητα όνειρα… Ακόμα και τα τρομερά επιτυχημένα γκρουπ κάποιες στιγμές κάνουν έναν κύκλο και διαλύονται. Είναι σαν τα ζευγάρια.

    Αν ήσασταν ένας από τους Beatles, ποιος θα ήσασταν;
    Π.Κ.: (γέλια) Δεν τολμάω να το πω γιατί είναι σαν να είμαι ένας πιστός και να με ρωτάνε ποιος Άγιος θα μπορούσα να είμαι. Έχω περάσει από διάφορες φάσεις. Κάποτε μου άρεσε πάρα πολύ, και λόγω του παιξίματος και της κιθάρας, ο Harrison. Και μου άρεσαν ακόμα και τα πρώιμα κομμάτια του. Μετά πέρασα μία πολύ μεγάλη φάση με τον Lennon, μου άρεσαν αυτά τα λίγο-πολύ ψυχεδελικά του, το «Strawberry Fields Forever», και τα πολύ απλά του και μόνος του, το «Imagine», και κάποια δεύτερα που είχε που μου αρέσανε πολύ και τα τελευταία πριν τον «φάνε», όπως το «Woman» στο τελευταίο άλμπουμ. Τα τελευταία χρόνια είμαι τελείως πάνω στον McCartney, ας πούμε, και μάλιστα τα τελευταία που βγάλανε, με το «Let It Be», τα έχω «ξεκοκκαλίσει». Νομίζω ότι το σωστό που θα μπορούσε να πει κανείς είναι η κουβέντα του Chuck Berry, ότι πάντοτε δύο μυαλά είναι καλύτερα από ένα, ειδικά όταν είναι κι οι δύο ιδιοφυίες. Αλλά… τρία; !!! (γέλια). Αυτοί είχανε και την ιδιοφυία, αλλά είχανε και μία τρομακτική χημεία. Είναι από αυτά τα τυχερά που τα βρίσκεις μια φορά κάθε 100 χρόνια.    

    ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ – Γιώτα Νέγκα
    (2003, μουσική-στίχοι: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος)

    Π.Κ.: Το «Με Τα Μάτια Κλειστά» γράφτηκε σε δύο φάσεις. Γράφτηκε πρώτα η μουσική, σχεδόν μονοκοντυλιά, ένα βράδυ που ήμουν με νεύρα γιατί πήρα τηλέφωνο έναν σκηνοθέτη, και τον ρώτησα αν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω ένα κομμάτι μου που είχε περάσει φόντο σε μία σκηνή, να το χρησιμοποιήσω για μια σκηνή με μια μαφιόζικη κηδεία. Τον πήρα τηλέφωνο, και του είπα «έχω ένα βαλς εκεί, μπορώ να το χρησιμοποιήσω;» και μου λέει «Όχι»! Θα μπορούσα και να μην ρωτήσω. Δικό μου ήταν τέλος πάντων, αλλά μου είπε όχι, τον ευχαριστώ γι’ αυτό -ο Βασίλης Κεσίσογλου ήταν αυτός- γιατί με το που με στρίμωξε αυτό το «όχι», ήταν η ώρα 11 το βράδυ, είπα: «Ωχ, τώρα δεν θα πάω για ύπνο». Το πρωί έπρεπε να παραδώσω. Ήταν για το «Εσύ Αποφασίζεις», το 1996 περίπου. Κι έκατσα από τις 11 μέχρι τη 1. Έστησα ένα αργό, μπαγιό το λένε σαν ρυθμό, μ’ αυτά τα ακόρντα που δεν ξέρω πως βγήκανε, δεν θυμάμαι καθόλου, κι έγραψα αυτή τη μελωδία μ’ ένα νταούλι και δύο ακορντεόν. Αυτό ήταν όλο. Και το πήγα, έπαιξε στην ταινία, αλλά ήξερα ότι αυτό ήταν ένα ιδιαίτερο κομμάτι. Το κράτησα λίγο, δεν μίλησα, δεν το ‘παιξα πουθενά κι έλεγα ότι κάποτε θα του βάλω λόγια. Τέσσερα χρόνια μετά, γύρω στο 2000, προσπαθούσα να κρύψω έναν εξωσυζυγικό έρωτα. Ήταν καθαρός, πολύ καθαρός, ξεκίνησε και τέλειωσε μ’ ένα αίσθημα. Δεν έφτασε στην απιστία, να το πω έτσι. Θα μπορούσαν να γίνουν πάρα πολλά αλλά έμεινε στο ανέφικτο για κάποιο λόγο. Έγραψα αυτό το κομμάτι για να κρύψω αυτή την ιστορία. Η πρώτη εκτέλεση ήταν σ’ ένα demo -το έχω αυτό το demo- είχε ένα ωραίο και περίεργο άρπισμα, το τραγουδούσα εγώ και, όταν το τελείωνα, το πρόσωπο στο οποίο αναφέρομαι ήρθε επίσκεψη. Περίεργο. Την άλλη μέρα πήρα τον Δαβαράκη και του λέω:
    - Θέλω οπωσδήποτε να σου βάλω κάτι ν’ ακούσεις.
    Κατέβηκα κάτω στο Μαράσλειο, του το ‘βαλα στο κασετόφωνο του αυτοκίνητου και με πήρε αγκαλιά και μου είπε:
    - Έγραψες το πρώτο σου αριστούργημα!

    Τον χρόνο που ακολούθησε, δηλαδή το 2001, το πήρα και το πήγα σε διάφορους επώνυμους τραγουδιστές, στην Ελευθερία, στον Αλκίνοο, και δεν ξέρω, δεν του δώσανε σημασία; Δεν το καταλάβανε; Και μ’ έναν τρόπο τούς είμαι κι ευγνώμων γιατί το τραγούδι αυτό περίμενε τη Γιώτα Νέγκα. Έπρεπε να το πει η Γιώτα. Το ‘χα δοκιμάσει και με τη Μελίνα Ασλανίδου, που είναι πολύ καλή τραγουδίστρια, στη Θεσσαλονίκη τότε, πριν κάνει επιτυχία. Την είχα δει στο Μύλο, είχαμε ανέβει για το Φεστιβάλ, κάπου πρέπει να υπάρχει ένα MiniDV στο οποίο το λέει, σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με μία κιθάρα. Δεν προχώρησαν όλα αυτά για κάποιο λόγο, καμιά φορά και για κανένα λόγο, απλά χανόμαστε σ’ αυτές τις δουλειές, και όταν γνώρισα τη Γιώτα σ’ εκείνη την περίφημη οντισιόν που είχαμε κάνει όταν στήναμε το «Cantini» με την Ευανθία, την πρώτη και μοναδική οντισιόν -είχε περάσει πάρα πολύς κόσμος απ’ αυτό- της είπα τότε να περάσει από την παράσταση που κάναμε στου Ψυρρή με την Έλλη Πασπαλά, με μια πολύ ωραία μπάντα. Ήταν ο [Γιάννης] Φιλιπποπουλίτης (πιάνο), ο [Παντελής] Στόικος (τρομπέτα), ο [Νίκος] Παπαβρανούσης (τύμπανα) και ο Φέγκους [Κάρρυ] (κοντραμπάσο), δηλαδή όλοι αυτοί που παίξανε μετά και στην ηχογράφηση. Και της είπα αν μπορεί να έρχεται κάθε βράδυ -τότε παίζαμε πενθήμερο- και να λέει αυτό το κομμάτι. Έχω κάπου την πρώτη-δεύτερη φορά που το λέει η Γιώτα σ’ αυτόν το χώρο. Ήταν ένας πολύ ωραίος χώρος στου Ψυρρή -δεν υπάρχει πια, έγινε εστιατόριο- και ερχότανε και μ’ αυτό το κομμάτι σχεδόν έκλεβε την παράσταση. Θέλω να πω, απ’ την πρώτη στιγμή έκανε εντύπωση. Σ’ αυτή την εκτέλεση που έχω, είναι όλα τα στοιχεία στην ηχογράφηση που κάναμε το 2003, μόνο που είναι άγουρα. Και η τρομπέτα του Στόικου και τα παιξίματα τα δικά μου… αλλά τα στοιχεία είναι όλα εκεί. Το παίξαμε μετά στις Γραμμές μία σεζόν, δεν είχε ηχογραφηθεί, ωρίμασε -τότε ήμασταν με τον Βασσάλο στο μπάσο, πάλι ο Στόικος, πάλι ο Παπαβρανούσης, πάλι ο Φιλιπποπουλίτης- και το έλεγε κάθε βράδυ η Γιώτα και γινόταν χαμός. Μου το ζητήσαν για κάτι σειρές, είπα όχι, ήξερα ότι έχω κάτι που είναι πραγματικά πρώτης τάξεως και μετά απ’ αυτές τις παραστάσεις μαζευτήκαμε μια μέρα στο στούντιο που είχα τότε στην Αγία Παρασκευή, το παίξαμε, γράψαμε τη βάση και μετά με τη Γιώτα κάναμε 40-50 κανάλια φωνές. Δεν τα ‘χω πια νομίζω αυτά. Χαθήκανε. Κάναμε άπειρες ώρες με τη Γιώτα ήταν κι η πρώτη της φορά στο στούντιο, μετά ήρθε ο Στόικος αρκετή δουλειά στην τρομπέτα, πολύ ξεσκαρτάρισμα, πολύ πήγαινε-έλα… Τέλος πάντων, το περιποιήθηκα σαν να ‘μουν χρυσοχόος. Ήθελα να το φέρω στα 24 καράτια όσο μπορούσα. Νομίζω ότι τέτοια κομμάτια είναι αυτό και το «Summertime In Prague», που τα έχω περιποιηθεί μέχρι την τελευταία σκόνη, ας πούμε. Τόση λεπτομέρεια και προσπάθεια και δοκιμή και αλλαγή…

    Δεν σας έπιασε καμιά τραγουδίστρια, από αυτές που άκουσαν αρχικά το τραγούδι, να σας πει «πως το έχασα αυτό το τραγούδι μέσα από τα χέρια μου»;
    Π.Κ.: Δεν ξέρω αν το θυμούνται. Σίγουρα θυμούνται την επίσκεψη, γιατί και με τον ένα και με τον άλλο θυμάμαι κι εγώ πολύ καθαρά που τους συνάντησα. Μπορεί να μη θυμούνται ότι ήταν αυτό το τραγούδι ή, αν το θυμούνται, οι άνθρωποι έχουν και τους εγωισμούς τους. Όχι, δεν μου έχει πει κανείς τίποτα.                  

     

    ΔΕ ΖΗΤΑΩ ΠΟΛΛΑ – Κωστής Μαραβέγιας
    (2007, μουσική-στίχοι: Κωστής Μαραβέγιας, Παναγιώτης Καλαντζόπουλος)

    Π.Κ.: Αυτό είναι ένα μπερδεμένο τραγούδι. Και οι στίχοι και η μουσική είναι λίγο ανακατεμένοι ο ένας μέσα στον άλλο, δηλαδή έχουμε κάνει και μουσική και στίχους και εγώ και ο Κωστής. Το «Δε Ζητάω Πολλά» νομίζω ότι είναι δικό του σαν ιδέα, αλλά μετά έκανα κι εγώ κάποια στιχάκια, μπορεί να έβαλα χέρι και στη μουσική, ειλικρινά αυτό δεν το θυμάμαι καθόλου!

    Παρόλο που είναι το πιο πρόσφατο, έτσι;
    Π.Κ.: Ναι, επειδή ήταν λίγο επεισοδιακός ο τρόπος που έμπλεξα μ’ αυτόν το δίσκο. Αρχικά ήταν απλώς ένας δίσκος που θα τον έκανε ο Κωστής στο Cantini, επειδή ήταν συνεργάτης μας, και του έδωσα το στούντιο και είχαμε κι έναν καλό ηχολήπτη και μπήκανε και γράφανε. Εγώ μετά, όταν άκουγα αυτά που γράφανε, καταλάβαινα ότι δεν μπορούσαν να κρατηθούν οπότε αποφάσισα να πάρω λίγο την κατάσταση στα χέρια μου, να τελειώσουμε κάποια κομμάτια με τον Κωστή που ήτανε ημιτελή -πρέπει να ήτανε ένα απ’ αυτά τα κομμάτια το «Δε Ζητάω Πολλά»- και να γράψουμε μερικά καινούργια μαζί. Έκανα και δουλειά παραγωγού και δουλειά συν-συνθέτη, ας το πούμε, ή στιχουργού και δουλειά ηχολήπτη από ένα σημείο και μετά. Το ‘βλεπα πως αυτό το πράγμα πήγαινε για καταστροφή. Σιγά-σιγά, επειδή ήταν καλός συνεργάτης ο Κωστής και γόνιμος, έγινε αυτός ο δίσκος, με πάρα πολύ κόπο και πάρα πολλές ώρες. Έτσι γίνονται οι δουλειές, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Οπότε το «Δε Ζητάω Πολλά», μέσα σ’ όλη αυτήν την… τούρλα του Σαββάτου, έγινε κι αυτό. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, θυμάμαι σίγουρα ότι αυτή η ιδέα με το τρομπετόφωνο ήταν από ένα οργανάκι που είχα πάρει από ένα παλιατζίδικο στο Λονδίνο.

    Τρομπετόφωνο; Έτσι λέγεται αυτό που ακούγεται σαν καραμούζα;
    Π.Κ. Εγώ το λέω (γέλια). Ναι, σαν καραμούζα είναι (σ.σ. μιμείται τον ήχο). Φυσούσα μέσα σ’ αυτό το οργανάκι κι έβγαζε αυτόν τον ήχο. Ηταν ωραία πινελιά αυτή η καραμούζα. Είχα πάει ένα ταξίδι και ήταν ένα οργανάκι, που είχα βρει σ’ ένα παλαιοπωλείο, μια μικρή χάλκινη τρομπετούλα αλλά διακοσμητική, όχι τίποτα σπουδαίο. Το ‘χα δω, κρεμασμένο στον τοίχο. Το ‘χα χρησιμοποιήσει κι αλλού, σε κάποια διαφήμιση. Εκείνη την ώρα που γράφαμε, είπα «για να δούμε αυτό»!

    Αν εξαιρέσουμε το «Δε Ζητάω Πολλά», που το γράψατε μαζί με τον Κωστή Μαραβέγια, στα υπόλοιπα τραγούδια που αναφερθήκαμε πριν και που συνθέσατε εσείς, γράφτηκε πρώτα η μουσική και μετά οι στίχοι. Αυτός είναι ο συνήθης τρόπος με τον οποίο δουλεύετε;
    Π.Κ.: Καθόλου. Πολλές φορές δουλεύω κι ανάποδα. Νομίζω είναι σύμπτωση, γιατί έχω γράψει πολλές φορές πάνω σε στίχους.

    Συνέντευξη: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

    Υπάρχει κάποια δουλειά σας που να είναι από τις αγαπημένες σας, αλλά να μη βρήκε αντίκτυπο;
    Π.Κ.: Έχω κάποια τέτοια τραγούδια, αλλά πρέπει να φταίω κι εγώ κάπου. Το «Καλό Απ’ Το Κακό Απέχει Ένα Γράμμα» μου άρεσε πάντα αλλά δεν πέρασε, το «Δεν Έχει Ταξί» (2004, Σοφία Παπάζογλου) ήταν ένα ωραίο τραγούδι, το «I Can’t Fall In Love Anymore», το οποίο δεν βγήκε στη δισκογραφία αλλά υπάρχει στο YouTube με την Πασπαλά… Ναι, υπάρχουν τέτοια κομμάτια που τα εκτιμώ και δεν είχανε την απήχηση που περίμενα, αλλά σ’ αυτά τα πράγματα πάντα κάποιος λόγος υπάρχει. Κάτι δεν έχεις κάνει καλά. Το «Τέλειο Έγκλημα», επίσης, δεν βρήκε απήχηση αλλά εμένα μ’ αρέσει. Πάντα προσπαθώ να κάνω τον εαυτό μου να πει «ωραίος! Μπράβο Παναγιώτη!» (γέλια). Κι ό,τι γίνει μετά. Καταλαβαίνω τους «νόμους» του εμπορίου, δεν τους υποτιμώ, αλλά όταν κάνω κάτι σε μια τέχνη τόσο λαοπρόβλητη, όπως είναι να γράψεις ένα τραγούδι, αυτό που κάνεις εκείνη την ώρα είναι μια εμπειρία που δεν έχει να κάνει με το «μετά» κομμάτι του PR, της δισκογραφίας, της διαφήμισης και του ραδιοφώνου και των politics που θέλουν όλα αυτά για να σε παίξει το ραδιόφωνο. Εγώ στο κάτω-κάτω ήμουν ένας άνθρωπος, και είμαι ακόμα, που δεν είχε δεκανίκια, αγέλες πολιτικές ή άλλες, δεν με βοηθήσανε συγκροτήματα μαζικών μέσων ενημέρωσης. Ό,τι έμεινε ή δεν έμεινε αυτόνομο και αυτό φαίνεται επειδή ποτέ δεν έκανα απότομη επιτυχία. Ποτέ. Το «Με Τα Μάτια Κλειστά» πήρε 10 χρόνια για να το βρούνε σαν τραγούδι. Το «Summertime In Prague», 7-8 χρόνια μετά αφότου είχε βγει, πήρε κάποιος την Πασπαλά τηλέφωνο και της είπε «άκουσα ένα πολύ ωραίο τραγούδι, καινούργιο, που το λέει κάποια που σου μοιάζει». Κι ήταν αυτό.

    Αυτή την εποχή, ετοιμάζετε κάτι;
    Π.Κ.: Μόλις τελείώσα το μιούζικαλ «Φτηνά Τσιγάρα» στο οποίο, πέρα από τα τρία κομμάτια που υπήρχανε στην ταινία, έγραψα τη μουσική σε 16 κομμάτια και μοιραστήκαμε τους στίχους με τον Πέτρο Βουνισέα. Ήτανε φοβερή δημιουργική εμπειρία. Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς πήγε πάρα πολύ καλά, ήτανε 23 sold-out παραστάσεις, μας λένε ότι θα το ξανακάνουμε το Δεκέμβριο, οπότε έρχομαι από μία μεγάλη προσπάθεια δημιουργική, στην οποία έχουμε μερικά παρά πολύ ωραία καινούργια τραγούδια.

    Θα κυκλοφορήσουν σε CD ή σε ψηφιακή μορφή;
    Π.Κ.: Ποιός αγοράζει πια CD; Εγώ δεν έχω καν CD Player στο σπίτι. Έχει τελειώσει αυτή η αγορά, δεν υπάρχει. Τώρα τι μπορεί να γίνει και τι μπορεί να βγει… Έχουμε γράψει πέντε παραστάσεις και τ’ ακούω σιγά-σιγά, να δούμε τι έχουμε, αν κρατιέται κάτι… Ναι, κανονικά θα ήθελα να το κάνω γιατί έχει μερικά πάρα πολύ ωραία κομμάτια, που τ’ αγαπάω πολύ, όχι επειδή είναι καινούργια αλλά επειδή τα είδα και με τον κόσμο και με τους ηθοποιούς. Κάτι έγινε εκεί μέσα, κυκλοφορήσανε σωστά οι «χυμοί», ήταν κι ότι περάσαμε όλοι δύσκολα με τον κορονοϊό, οπότε ανασκουμπώθηκα και αυτή η δουλειά κάπως μου κράτησε λίγο το μυαλό σε λογαριασμό, καθώς χρειάστηκαν πάρα πολλές ώρες για να γραφτούνε και να τελειώσουμε ώστε να γίνουν όλα τα πράγματα όπως έπρεπε.

    Τα νέα ελληνικά τραγούδια, τα παρακολουθείτε;
    Π.Κ.: Η απάντηση είναι απλή: Καθόλου! Ο λόγος είναι και λίγο πρακτικός. Δεν βλέπω καθόλου τηλεόραση, δηλαδή έχω μια τηλεόραση την οποία έχω βγάλει από την πρίζα. Περισσότερο μ’ εκνευρίζει, παρά με ηρεμεί. Τους 7-8 μήνες που έχω γυρίσει στην Παλλήνη, ζήτημα να έχω δει 1-2 ώρες τηλεόραση. Το άλλο είναι ότι είχα ένα αυτοκίνητο πολύ ωραίο, το οποίο αγαπούσα και είχα πολλά χρόνια, ένα Saab το οποίο είχε γεράσει τόσο πολύ που σιγά-σιγά καταρρέανε τα συστήματά του και λέω «τώρα πια τελείωσε, είναι για πέταμα». Από τα πρώτα πράγματα που είχανε τελειώσει ήταν το ραδιόφωνο και το CDφωνο και δεν τα έφτιαχνα. Ίσως και γι’ αυτό το λόγο: άνοιγα το ραδιόφωνο και εκνευριζόμουνα. Αυτά που άκουγα δεν μου λέγανε κάτι. Αν γίνει κάτι πραγματικά σπουδαίο, που αξίζει τον κόπο, φτάνει στ’ αυτιά μου, όπως γίνεται με τις ειδήσεις. Αν γίνει κάτι πραγματικά σημαντικό, το μαθαίνει κανείς. Από κει και πέρα, έχω ακούσει λίγο από αυτά που έχει κάνει ο Αργυρός, τα τραγούδια που λέει η Μποφίλιου, του Ευαγγελάτου οι στίχοι μ’ ενδιαφέρουν πολλές φορές, αλλά ως εκεί. Πάντως αν είναι ν’ ακούσω μουσική, πάω και βάζω κάτι που μ’ αρέσει. Π.χ. ας πούμε προχθές άκουγα το τραγούδι των 10CC «I’m Not In Love» (1975). Ακούω καμιά φορά Zeppelin ή βάζω κανά Καλδάρα κι ακούω -άκουγα τις πρώτες εκτελέσεις απ’ αυτά τα αριστουργήματα, το «Συ Μου Χάραξες Πορεία» ή το «Αν είναι η μοίρα μου σακατεμένη»- Τσιτσάνη καμιά φορά, αλλά πιο πολύ Καλδάρα για κάποιο λόγο και Άκη Πάνου, επίσης. Αισθάνομαι ότι μας αφορά ο Άκης Πάνου. «Πήρα Απ’ Το Χέρι Σου Νερό» με τη Μοσχολιού, το άκουγα τις προάλλες. Ωραίο τραγούδι.

    Έχετε μπει στον πειρασμό, όπως κι εγώ οφείλω να πω, να πείτε ότι δεν γράφονται πια τέτοια τραγούδια;
    Π.Κ.: Το λέω χρόνια αυτό. Στο τραγούδι συμβαίνει αυτό που συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική και σε πολλές άλλες εκφάνσεις  της σύγχρονης ζωής. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και στο μανάβικο και στην τροφή. Το ίδιο πράγμα και στο μαγαζί απ’ όπου αγοράζουμε φανέλες. Αυτό συμβαίνει και στα κτήρια. Λέμε ότι οι ωραίες πόλεις της Ελλάδας είναι τα Χανιά, το Ναύπλιο, το Λαύριο… Τι είναι αυτό; Όλο το παρελθόν. Δεν είπε κανείς ότι είναι ωραία η Κυψέλη ή το Παγκράτι. Αν εξαιρέσεις τα ελάχιστα παλιά κτήρια με τη σοφίτα, όλα τ’ άλλα είναι μια φρίκη. Μην πω για τα δυτικά προάστια. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει, λοιπόν, και στο τραγούδι. Κι αυτό εξαιτίας της μανίας του κέρδους στη σύγχρονη ζωή. Άρα, τι είναι η πρόοδος; Η πρόοδος είναι η υποχώρηση σ’ αυτό που εμείς ονομάζουμε πρόοδο. Οτιδήποτε γυρνάει τα πράγματα στον τρόπο που γινόντουσαν πριν από 40-50 χρόνια είναι πρόοδος. Αυτό είναι πρόοδος και στο τραγούδι. Μαστόρια που μπορούν να γράψουν καλά τραγούδια, γερά τραγούδια, ωραία δεμένα λόγια με μελωδίες και μουσικούς που παίζουνε όλοι μαζί καλά. Ακούστε τα μπουζούκια. Ποιος παίζει μπουζούκι σήμερα όπως ακούγεται η πενιά στα τραγούδια, ας πούμε, του Καλδάρα; Κανείς. Πήγαινε σ’ έναν μπουζουξή να σου δείξει πως παίζεται το «Συ Μου Χάραξες Πορεία». Δεν μπορεί. Μπορεί να παίξει πιο γρήγορα, πιο δεξιοτεχνικά, πιο εντυπωσιακά, αλλά τις στρωτές πενιές, τις στρωτές κουβέντες του παρελθόντος, δεν τις βρίσκεις πια ούτε στον στίχο, ούτε στο παίξιμο, ούτε στη μαστορική του τραγουδιού.

    Ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο που διαθέσατε και την τιμή που μου κάνατε.
    Π.Κ.: Να είσαι καλά!

     

    Υ.Γ. Οι φωτογραφίες είναι του Κώστα Κεκεμένη (η κεντρική) και του Ανδρέα Σιμόπουλου.





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε