ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > No_Music

    Οι Σκιές του Ουράνιου Τόξου

    Κάτι παλιό που το διαμόρφωσα...

    Το ξυπνητήρι κτυπά… Ξύπνησε. Ακόμη μια συνηθισμένη μέρα. Τετάρτη συγκεκριμένα. Σηκώνεται τυπικά από το κρεβάτι. Όπως πάντα πηγαίνει πρώτα στο μπάνιο, κάνει ένα γρήγορο ντους, πλένει τα δόντια του. Πηγαίνει πίσω στην κρεβατοκάμαρα. Ντύνεται, τρωει πρωινό. Λειτουργεί πλέον μηχανικά...
    Γράφει το μέλος avgi (avgi)
    4 άρθρα στο MusicHeaven
    Παρασκευή 09 Σεπ 2005
    Ανοίγει την πόρτα. Βγαίνει έξω. Κλείνει την πόρτα. Προχωρά. Κάνει ένα νεύμα στη γειτόνισσα του, μια γριούλα που αν και μένει σε ένα πολυτελές διαμέρισμα -σε σχέση με την υπόλοιπη γειτονιά τουλάχιστον- έχει εγκαταλειφθεί εκεί από τα παιδιά της. Αρχίζει να περιπλανιέται. Σήμερα δεν έχει πανεπιστήμιο. Έχει σχεδόν όλη τη μέρα για τον εαυτό του, μια μέρα φαινομενικά διαφορετική αλλά τόσο μοναχική όσο και οι υπόλοιπες. Συνεχίζει να προχωρά χωρίς ούτε ο ίδιος να ξέρει που πηγαίνει . Νιώθει την κίνηση στο σώμα του αλλά οι παραστάσεις δεν αλλάζουν. Δεν προσέχει το δρόμο, τα αυτοκίνητα, τα καταστήματα.

    Σταματά. Ακούει ένα γέλιο, το γέλιο ενός παιδιού 10-12 χρονών. Και κάθε νότα που ακούγεται σαν ένα όνειρο του παιδιού που περιμένει να πραγματοποιηθεί.

    Κάποτε ονειρευόταν και ο ίδιος. Να μεγαλώσει. Να σπουδάσει. Να απορροφήσει γνώσεις. Και μετά με τη σειρά του να διδάξει. Και τα κατάφερε. Πέρασε πολλά αλλά τα κατάφερε. Τώρα, είναι καθηγητής πανεπιστημίου πλέον. Παρ’ όλα αυτά νιώθει κενός. Ανίκανος ν’ αγαπήσει, να νιώσει συμπόνια και στοργή. Το μόνο που γυρίζει στο μυαλό του η ίδια παλιά ιστορία… Η ίδια τρομακτική ταινία να παίζει στο μυαλό του ξανά και ξανά και ξανά… Κακές αναμνήσεις που ξαναζωντανεύουν… το παρελθόν ξαναγυρνά….

    Είναι τόσο κρύο…Πρέπει να είναι ώρες που κάθομαι εδώ, έχει πια ξημερώσει. Από μια χαραμάδα βλέπω μια ζεστή ηλιακτίδα. Έξω πρέπει να είναι ζέστη, τρομερή ζέστη. Αλλά εγώ κρυώνω. Εδώ και κάτι ώρες έχω πάρει τη δόση μου και όμως πάλι τη ζητάω. Όσο περνάει ο καιρός ζητάω το θάνατο μου όλο και πιο συχνά. Και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να αναζητήσω άλλη μια δόση μέσα στα στενά και αφιλόξενα σοκάκια της πόλης. Μια δόση η οποία μπορεί να είναι και η τελευταία μου. Κάποτε είχα πιστέψει ότι θα μπορούσα να σταματήσω όποτε ήθελα…

    Η στέρηση μεγαλώνει. Σηκώνομαι απρόθυμα μη έχοντας άλλη επιλογή για να πάω να ψάξω τον θάνατο μου. Πηγαίνω στην κουζίνα και ανοίγω το τρίτο συρτάρι. Ξέρω ότι εκεί φυλάει η μάνα μου τα λεφτά για το ρεύμα. Αλλά λείπει συνέχεια, ίσως πάρει μερικές μέρες να καταλάβει ότι τα χρήματα δεν είναι εκεί πια. Ξέρω ότι δουλεύει για μας. Πως λείπει για να’ χουμε εμείς ότι χρειαζόμαστε. Και λίγη σκόνη είναι που χρειάζομαι τώρα για να βλέπει εκείνη το γιο της ζωντανό, έστω αμυδρά. Ποτέ της δεν πρόσεξε τα μαυρισμένα μου μάτια, τις κηλίδες στα χέρια και στα πόδια μου ή τα σημάδια των ενέσεων. Κάποτε θα της δώσω αυτά τα χρήματα πίσω. Ίσως…

    Παίρνω όσα βρίσκω, ούτε καν τα μετρώ, μόνο να πάρω λίγη σκόνη ακόμη… Βγαίνω από το σπίτι, ξέρω ότι κάποιος θα με περιμένει στο τέλος του σοκακιού εδώ παρακάτω με λίγη σκόνη. Πάντα υπάρχει κάποιος εκεί. Βρίσκω το δρόμο εύκολα. Άλλωστε πρέπει να έχω πάει εκατοντάδες φορές μέχρι τώρα. Στα χρόνια που κάνω χρήση ξεχνούσα πολλά πράγματα. Ασήμαντα στον παράδεισο της λευκής σκόνης. Στον παράδεισο που υπήρχε στην αρχή τουλάχιστον….το σοκάκι αυτό δεν το ξέχασα όμως ποτέ. Άλλωστε στοίχειωνε τους χειρότερους μου εφιάλτες, βλέποντας τις σκιές στις γωνιές άλλες να κτυπούν ενέσεις, άλλες να σιγομουρμουρίζουν μαστουρωμένα μέσα από μικρούς παραδείσους, μικρές ηδονές της στιγμής και φαντακτερά χρώματα, άλλες απλά να αργοπεθαίνουν….Πόσοι έχουν πάρει το αδιέξοδο που έχω πάρει εγώ άραγε; Πολλοί, το ξέρω. Ανάμεσα σ’αυτούς και φίλοι, φίλοι που τώρα ίσως με σκέφτονται από εκεί ψηλά που είναι. Αλλά είναι αργά για μένα. Να ζήσω να δω τι; Να θυμάμαι όσα έχω κάνει για να πάρω μερικά χρήματα για μια δόση; Όσα έχω κλέψει, δανειστεί και πόσες φορές έχω αφήσει να εκμεταλλευτούν για λίγα χρήματα; Για λίγη σκόνη;

    Χωρίς να το έχω καταλάβει έχω φτάσει στο τέρμα του σοκακιού. Μια φιγούρα παίρνει τα χρήματα, τα μετρά και μου δίνει ένα φακελάκι με τη σκόνη μου μέσα... Αρχίζω να τρέχω χωρίς να κοιτάζω πίσω. Κλαίω. Σταματάω. Αρπάζω μια σύριγγα από χάμω, όποιου και να’ ταν. Βάζω τη σκόνη σ’ ένα κουταλάκι που βρίσκω δίπλα και βγάζω τον αναπτήρα μου. Λιώνω τη σκόνη. Με τρεμάμενα χέρια παίρνω τη σύριγγα, η βελόνα μου φαίνεται ακόμη πιο μεγάλη, τρομακτική. Καταφέρνω να βάλω το υγρό μέσα και αμέσως τρυπώ ένα μέρος του χεριού μου, δεν αντέχω άλλο χωρίς τη δόση μου! Κάθομαι με την πλάτη στον τοίχο και περιμένω... Νιώθω ν’ αρχίζει ο παράδεισος μου. Μια ταινία με τέλος το θάνατο μου....

    Κάποτε γλίτωσε. Μα η ζωή του έμεινε άδεια. Σταμάτησε να γελά. Στην πορεία απομάκρυνε όσους τον αγαπούσαν – πραγματικά. Για να τους προστατεύσει . Έκτισε ένα τοίχο γύρω από τις σκέψεις και τις εκφράσεις του.

    Ένας άγγελος κατάφερε να τον σώσει κάποτε. Ένας επίγειος άγγελος που τον λάτρεψε. Κατάφερε να εισχωρήσει στις σκέψεις του.

    Τσεκούριασε τα δικά του φτερά αυτός ο άγγελος για να τον βοηθήσει να ξανασταθεί στα πόδια του. Και τα κατάφερε. Ξαναστάθηκε στα πόδια του και πραγματοποίησε ένα μεγάλο του όνειρο. Όμως έχασε ένα άλλο. Τον άγγελο...

    Βλέπετε, οι άγγελοι δεν ζουν χωρίς φτερά... Σιγά σιγά πεθαίνουν, χάνουν την μορφή τους και μετατρέπονται σε κοινούς θνητούς. Κι αυτός ο άγγελος χρειαζόταν και ξαναπετάξει... Αυτός ο άγγελος τον ανάστησε και τον ξανασκότωσε... Πριν όμως τον έβαλε να υποσχεθεί ότι δεν θα ξαναυποκύψει στους εφήμερους παραδείσους και στα φαντακτερά χρώματα. Ότι θα παλέψει για να κάνει τη ζωή του να έχει ουράνιο τόξο. Και το έκανε. Πάλευε. Καθημερινά. Με τον εαυτό του. Και κάθε μέρα έβγαινε ηττημένος αλλά νικητής...

    Σιγά σιγά έφτασε έξω από ένα εστιατόριο. Μπήκε μέσα χωρίς να το καταλάβει. Κάθισε και παράγγειλε ασυναίσθητα ένα καφέ και ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις του...
    Το γέλιο του μικρού εκείνου παιδιού... Τόσο ζωηρό... Σχεδόν τα κατάφερε να το νιώσει. Να το νιώσει να πάλλεται στις φλέβες του. Αλλά περισσότερο στην καρδιά του. Σαν τύμπανα που αν και δεν παίζεις εσύ νιώθεις το κτύπημα, το ρυθμό...

    Και ξανά ο άγγελος... Ποτέ δεν πίστεψε στους επίγειους αγγέλου. Μέχρι τη στιγμή που την κοίταξε για πρώτη φορά. Ήταν υπό την επήρρεια ναρκωτικών άλλα αρκετά ξύπνιος να καταλάβει, όταν ένιωσε το βλέμμα της να τον καρφώνει.

    Κάθισε δίπλα του. Και του είπε: ΄΄Θέλω να δοκιμάσω’’. Την κοίταξε τρομαγμένος...΄΄Εσύ είσαι άγγελος. Είναι στην φύση σου. Χρειάζεσαι τα φτερά σου.’’ Και την πήρε απ’ το χέρι. Της έδειξε τα στενοσόκακα. Αυτά που τον στοίχειωναν. Τις σκόρπιες ψυχές. Τις χαμένες υπάρξεις. Το βλέμμα της σιγά σιγά ζεστάθηκε: ΄΄Θέλω να μείνω κοντά σου’’ του είπε. Κι αυτός της έδειξε τη σύριγγα δίπλα του. Αλλά ο άγγελος δε φοβήθηκε. Τον έκλεισε στην αγκαλιά της, στις φτερούγες της. Τον βοήθησε...
    Για μέρες έμεινε δίπλα του. Την παρακαλούσε να φύγει, να τον παρατήσει... ΄΄Δεν αξίζω!’’ της φώναζε κι αυτή τον καθησύχαζε...΄΄Σε μισώ...!’’ της έλεγε κι αυτή τον έκλεινε στις φτερούγες της... Έτσι ξέφυγε από το θάνατο. Μαζί τα κατάφεραν...Κι αυτή έφυγε μακριά....

    Έχουν περάσει χρόνια. Και όμως ακόμη την σκέφτεται. Κάθε μέρα. Τα πόσα του πρόσφερε. Το πως έφυγε. Πως άδειασε η ζωή του, πως υποκρινόταν στους μαθητές του και στον εαυτό του, πως χαμογελούσε ψεύτικα ενώ μέσα του πέθαινε...Πλήρωσε τον καφέ που δεν θυμόταν και να παράγγειλε και δεν ήπιε.

    Ένα γράμμα ήταν το τέλος. Ένα γράμμα για ένα δώρο που της έκανε κάποτε για να της πει ευχαριστώ – σ’ αγαπώ. Μια γυάλινη σφαίρα με μια πόλη και από πίσω ένα πανέμορφο ουράνιο τόξο που όταν το κούναγες έπεφταν αστέρια και φαινόταν σαν να χιόνιζε.
    Σαν να είχε το γράμμα μπροστά του, γραμμένο με μικρά καλλιγραφικά γράμματα.

    ΄΄Κάποτε μου έδωσες μια γυάλινη σφαίρα. Και είχε μέσα όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Σαν ένα μαγικό κουτί που όταν το ταρακούναγες αποκάλυπτε όλα τα μικρά πολύχρωμα μυστικά του.
    Κι όταν έβλεπα τη σφαίρα σε σκεφτόμουν πιο έντονα, κι όποτε την κούναγα ένιωθα να απλώνεται ένας ολόκληρος άλλος κόσμος μπροστά μου. Γεμάτος αγάπη, ουράνια τόξα. Χωρίς σκοτεινές γωνιές ή κακία.

    Όμως φοβάμαι...Όσο και να σ’ αγαπώ νιώθω ότι με άφησες τα όνειρα σου για μένα. Ότι θα έρθει μια στιγμή στη ζωή σου που θα μετανιώσεις γι’ αυτά που δεν έκανες και η αιτία θα είμαι εγώ. Κάποτε μου είπες ότι είμαι άγγελος. Αν το πιστεύεις πραγματικά θα κυνηγήσεις τα όνειρα σου, γιατί χωρίς όνειρα ο άνθρωπος είναι σα νεκρός. Θα κυνηγήσω και εγώ τα δικά μου όνειρα, ίσως κάποτε τα φτάσω κιόλας και καταφέρνω να πω ότι τουλάχιστον προσπάθησα όσο μπορούσα. Βλέπω ότι όσο είμαι εγώ εδώ τα όνειρα σου μένουν στάσιμα κι είναι τόσο κρίμα. Γι’ αυτό φεύγω. Μην μείνεις άπρακτος, κάνε την πραγματικότητα, τουλάχιστον προσπάθησε. Για μένα. Εγώ ξέρω ότι μπορείς να τα καταφέρεις. Μην με απογοητεύσεις.

    Τη γυάλινη σφαίρα θα την έχω πάντα. Θα την έχω σε μια γωνιά να μου θυμίζει τα ουράνια τόξα. Ότι τα επιλέγω εγώ και όχι αυτά εμένα...

    Θα μου θυμίζει εσένα, τα μάτια σου, το χαμόγελο σου, το φόβο μου και τα ονειρεμένα χρώματα...
    Το μόνο που ζητώ από σένα είναι να μείνεις πάντα ένα ουράνιο τόξο και όχι μια σκιά σε σκοτεινές γωνιές.

    Θα σε θυμάμαι πάντα.
    Σ’ αγαπώ’’

    Έκανε τόσα όνειρα μαζί της... Και τώρα είναι όλα περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα. Αντίθετα είναι χαραγμένα βαθιά στη μνήμη.

    Σηκώθηκε και βγήκε από το εστιατόριο. Σιγά σιγά έφτασε έξω από το σπίτι του. Στάθηκε έξω και απλά περίμενε. Ίσως ν’ ανοίξει η πόρτα μόνη της για να μπει στο σπίτι. Ίσως ν' ανοίξει εκείνη την πόρτα και να τον κλείσει στην αγκαλιά της όπως όταν ήταν εδώ.

    Μετά από λίγη ώρα μπήκε επιτέλους μέσα... Πέταξε τα κλειδιά σε μια γωνιά και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ξαφνικά είδε κάτι που τον συντάραξε. Η γυάλινη σφαίρα ήταν πάνω στο τραπέζι μαζί με μια διεύθυνση. ‘Οδός Ονείρων 36’. Χωρίς να το πολυσκεφτεί άρπαξε τα κλειδιά του και ξαναβγήκε...Τα κλειδιά του... της είχε βγάλει αντικλείδι κάποτε. Σκόπιμα δεν άλλαξε την κλειδαριά. Άλλωστε ήταν αχρείαστο. Αλλά και όταν πάνω στη βιασύνη του μια μέρα ξέχασε τα κλειδιά του δεν άφησε να παραβιάσουν την πόρτα. Για να’ χει τα κλειδιά ο άγγελος να γυρίσει ο άγγελος να γυρίσει πίσω αν άλλαζε ποτέ γνώμη...

    Τι είχε αλλάξει; Η γυάλινη σφαίρα πάνω στο τραπέζι, ο άγγελος, το γράμμα, η διεύθυνση, τόσες σκέψεις μπερδεμένες, σαν να πολιορκούσαν το μυαλό του και να ζητούσαν επίμονα για σημασία.
    Έφτασε στη διεύθυνση. Οδός ονείρων 36.... Θα έπαιρνε το όνειρο του πίσω; Ή θα το έχανε; Δίστασε...

    Μπροστά του βρισκόταν μια καφετερία, ανοικτή. Μέσα μπορούσε να διακρίνει πολλούς ανθρώπους να συζητούν, να παραγγέλνουν , να γελούν... Δίπλα υπήρχε ένα σοκάκι, σα δρομάκι μεταξύ της καφετερίας και του δίπλα καταστήματος.

    Χωρίς να το πολυσκεφτεί έτρεξε στο σοκάκι. Δεν κοίταξε καν μέσα στην καφετερία για την δική της μορφή, απλά το ένιωθε... Προχώρησε λίγα μέτρα όταν είδε τον άγγελο του. Ήταν καθισμένη κάτω με την πλάτη στον τοίχο, απορροφημένη στις δικές τις σκέψεις. Αν και φαινόταν ταλαιπωρημένη ήταν πανέμορφη στα μάτια του όπως πάντα άλλωστε.

    Πέρασε τόσος καιρός...Πόσος; δε μπορούσε να θυμηθεί. Η παρουσία της έσβησε τα πάντα από το μυαλό του...

    Την πλησίασε. Τον κάρφωσε με το βλέμμα της που όμως τώρα ήταν γεμάτο θλίψη. Όπως την πρώτη φορά. Κάθισε δίπλα της. Όταν κάθισε όμως πρόσεξε τα σημάδια στα χέρια και στα πόδια της. Κοψίματα, πληγές, άλλες φρέσκες και άλλες ελάχιστα ορατές. Πήρε το χέρι της και το τέντωσε προς το μέρος του. Κάθε πιο πρόσφατη χαρακιά ακόμη πιο κοντά στον καρπό-στις φλέβες. Κι ο άγγελος χλωμός.
    ‘Συμπτώματα αυτοτραυματισμού, είπε ο γιατρός. Και δεν έχει άδικο...’

    Η πρώτη της φράση... Τον άφησε άφωνο. Αυτοτραυματισμός...

    ‘Γιατί..;’

    ‘Γιατί νιώθω κενή μακριά σου. Προσπάθησα να σε ξεχάσω. Για το δικό σου καλό. Κι όταν απομακρύνθηκα μίσησα τον εαυτό μου. Ήθελα να νιώθω οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτόν τον κενό πόνο μακριά σου... Αλλά όσο βαθιά και να κοβόμουνα δεν έκανε διαφορά... μερικά από τα όνειρα μου έγιναν πραγματικότητα. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό να καλύψει το κενό της απουσίας σου...’
    Την πήρε στην αγκαλιά του.
    ‘Δεν θα γίνω ποτέ τόσο άγγελος όσο είσαι εσύ για μένα. Αλλά θα προσπαθήσω. Αυτή τη φορά δε θα σ’ αφήσω να φύγεις από κοντά μου.’
    Σηκώθηκαν μαζί και έφυγαν απ’ το σκοτεινό εκείνο δρομάκι. Χωρίς πολλά λόγια. Ήταν αχρείαστα. Ένας άγγελος που είχε φτερά μόνο κοντά του. Και μια ψυχή ταλαιπωρημένη αλλά ευτυχισμένη μόνο κοντά στον άγγελο. Δύο αδελφές ψυχές που δεν είχαν πλέον παράλληλους δρόμους ασύνδετους μεταξύ του αλλά μια κοινή πορεία. Ξανά.

    Το τέλος μένει στη φαντασία του καθ’ ενός. Η ζωή δε μένει στάσιμη. Μπορεί να έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Μπορεί να ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα. Το τέλος το καθορίζει η πορεία και την πορεία εμείς. Οι επίγειοι αγγέλοι όμως έρχονται χωρίς να το σχεδιάζουμε. Και ίσως να είμαστε και εμείς άγγελοι για κάποιον άλλο. Οι άγγελοι δεν έρχονται από ψηλά... Είναι μέσα στον καθένα μας. Το δύσκολο είναι να βγουν στην επιφάνεια...


    Tags
    Καλλιτέχνες:Σκιές



    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #2836   /   10.09.2005, 16:06   /   Αναφορά
    Να ΄σαι καλά Αυγή! Ένα κείμενο που έχει να έχει να μιλήσει, πάντα το ακούμε! Να 'σαι καλά!
    AT
    #2903   /   25.09.2005, 02:53   /   Αναφορά
    Με συνεπήρε.....
    #2922   /   28.09.2005, 15:36   /   Αναφορά
    Ευχαριστώ παιδιά:)
    #3179   /   27.10.2005, 02:42   /   Αναφορά
    Πολλά βράδια ανέβαλλα να το διαβάσω λόγω κούρασης.

    Σήμερα όμως, κατάφερες να με πας πολύ μακριά, πίσω σε μια εποχή, που είχα λόγους που με έκαναν να γράφω...

    Σ' ευχαριστώ avgi...