ελληνική μουσική
    Η Ελληνική Μουσική Κοινότητα από το 1997
    αρχική > e-Περιοδικό > Βιογραφίες

    Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και η 3η συμφωνία του!

    Η 3η Συμφωνία σε Μι ύφεση μείζονα, Opus 55, γνωστή και ως Ηρωική Συμφωνία, είναι μία συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, η οποία σηματοδοτεί την μεσαία και δημιουργική περίοδο του συνθέτη. Θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Μπετόβεν.

    Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και η 3η συμφωνία του!

    Γράφει το μέλος iliadonna
    3 άρθρα στο MusicHeaven
    Πέμπτη 19 Δεκ 2019

    Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, ήταν Γερμανός συνθέτης και πιανίστας της κλασικής μουσικής. Πρόκειται για την κυριότερη φιγούρα της μετάβασης της κλασικής εποχής στον ρομαντισμό, και μέχρι σήμερα θεωρείται ως ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες όλων των εποχών. Μερικές από τις γνωστότερες συνθέσεις του περιέχουν 9 συμφωνίες, 5 κονσέρτα για πιάνο, 1 κονσέρτο για βιολί, 32 σονάτες για πιάνο, 16 κουαρτέτα εγχόρδων, μία λειτουργία, τη Missa solemnis καθώς και μία όπερα, τη Φιντέλιο.

    Η καριέρα του ως συνθέτης χωρίζεται διακριτά σε τρεις περιόδους, την πρώιμη, τη μέση και την τελευταία. Η πρώτη τελειώνει περίπου το 1802, η μέση διαρκεί από το 1802 έως και το 1812, ενώ η τελευταία αρχίζει το 1812 και τελειώνει το 1827, όπου και πέθανε.

    Ο Μπετόβεν γεννήθηκε στη Βόνη, την τότε πρωτεύουσα του Εκλεκτοράτου της Κολωνίας, το οποίο ήταν μέρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

    Ήδη από μικρή ηλικία επέδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική, με τον πατέρα του, Γίοχαν βαν Μπετόβεν να είναι ο πρώτος του δάσκαλος μαζί με τον Κρίστιαν Γκότλομπ Νέεφε. Σε ηλικία 21 ετών μετακόμισε στη Βιέννη, όπου ξεκίνησε να μαθητεύει στο πλευρό του Γιόζεφ Χάυντν, αποκτώντας παράλληλα και τη φήμη και το ρεπερτόριο του βιρτουόζου πιανίστα. Στη Βιέννη έζησε μέχρι και τον θάνατό του. Κατά τα το τέλος της δεύτερης δεκαετίας της ζωής του άρχισε να ασθενεί η ακοή του, ώσπου αργότερα έγινε ολοκληρωτικά κωφός. Έτσι, το 1811, σταμάτησε να διευθύνει και να εκτελεί μπροστά σε κοινό, και καταπιάστηκε αποκλειστικά με τη σύνθεση.

    Προχωρώντας λίγο την βιογραφία του, βλέπουμε πώς ο Μπετόβεν ήταν εγγονός του Λούντβικ φον Μπετόβεν, ο οποίος ήταν μουσικός, με καταγωγή από την πόλη Μέχελεν του Δουκάτου της Βραβάντης, για όσους δεν γνωρίζουν, μία σημερινή περιοχή της Φλαμανδικής περιοχής στο Βέλγιο.

    Συνεχίζοντας λοιπόν, ο παππούς του είχε μετακομίσει στη Βόνη, σε ηλικία 21 ετών. Εκεί εργάστηκε ως βαρύτονος σe αυλή του Εκλεκτοράτου της Κολωνίας, όμως κατόπιν, έγινε Kapellmeister και αργότερα επιφανής μουσικός στη Βόνη. Ένα πορτρέτο, μάλιστα, που είχε ο ίδιος παραγγείλει, διακοσμούσε τον τοίχο του εγγονού του μέχρι και τον θάνατό του, θυμίζοντάς του τη μουσική καταγωγή του.

    Ο Λούντβικ, είχε έναν γιο, τον Γιόχαν, ο οποίος εργαζόταν ως τενόρος, ενώ έδινε και μαθήματα πληκτροφόρου και βιολιού, ώστε να ενισχύσει το εισόδημά του. Ο Γιόχαν, νυμφεύθηκε τη Μαρία Μαγκνταλένα Κέβεριτς, το 1767, η οποία ήταν κόρη του Γιόχαν Χάινριχ Κέβεριτς, ο οποίος ήταν αρχισέφ, στην αυλή του Αρχιεπισκοπής του Τρίερ. Παιδί του Γιόχαν και της Μαρία ήταν ο Μπετόβεν, ο οποίος γεννήθηκε στη Βόνη. Δεν υπάρχει, βέβαια, επίσημο έγγραφο για τη γέννησή του, ωστόσο, υπάρχει έγγραφο για τη βάπτισή του, σε καθολική εκκλησία, στην ενορία του Αγίου Ρέγκιου, στις 17 Δεκεμβρίου του 1770. Βαπτίστηκε, όπως όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής στην περιοχή, παραδοσιακά,  ακριβώς την επομένη της γέννησής τους, ενώ επίσης είναι γνωστό ότι η οικογένειά του Μπετόβεν, καθώς και ο δάσκαλός του, Γιόχαν Αλμπρεχτσμπεργκ, γιόρταζαν τις 16 Δεκεμβρίου ως γενέθλια, η οποία ημερομηνία είναι και αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα, ως η ημερομηνία γέννησης του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.

    Από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειας Μπετόβεν, μόνο ο Λούντβιχ, ο δευτερότοκος και άλλα δύο νεαρότερα αδέλφια επέζησαν. Ο ένας εξ αυτών ήταν ο Κάσπερ Άντον Καρλ, ο οποίος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1774 και ο άλλος ο Νικολάους Γιόχαν, ο νεότερος, ο οποίος γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου του 1776.

    Ο πρώτος δάσκαλος μουσικής για τον Λούντβιχ, ήταν ο πατέρας του. Αργότερα, είχε και άλλους τοπικούς δάσκαλος, όπως τον οργανίστα, Γκίλες φον ντεν Έεντεν, τον Τομπίας Φρίντριχ Πφάιφερ και τον Φραντς Ροβαντίνι.

    Η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε όταν ήταν σε ηλικία 5 ετών και η οποία ήταν σκληρή και βάναυση, πολλές φορές κάνοντάς τον μικρό Λούντβιχ να ξεσπά σε δάκρυα. Ειδικότερα κι από τη συμμετοχή του Πφάιφερ σε όλο αυτό, ο οποίος είχε πρόβλημα αϋπνίας, και πολλές φορές τον ανάγκαζαν βράδυ να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να μελετήσει στο πληκτροφόρο.

    Το μουσικό του ταλέντο είναι οφθαλμοφανές ήδη από πολύ νεαρή ηλικία. Ο Γιόχαν, που γνώριζε την επιτυχία που είχε κάνει ο Λέοπολντ Μότσαρτ, με τον γιο του, καθώς και την κόρη του, προσπάθησε να προωθήσει και τον γιο του ως ένα παιδί θαύμα, όπως ήταν ο Μότσαρτ, λέγοντας κιόλας ότι ήταν έξι ετών, ενώ ήταν εφτά προς οχτώ, στις αφίσες της πρώτης δημόσιας εμφάνισης του, η οποία έγινε τον Μάρτιο του 1778.

    Λίγο καιρό μετά το 1779, ο Μπετόβεν ξεκίνησε τις σπουδές του μαζί με τους σημαντικότερους καθηγητές της Βόνης, όπως τον Κρίστιαν Γκότλομπ Νέεφε, ο οποίος ήταν οργανίστας σε αυλή εκείνη τη χρονιά. Ο Νέεφε του δίδαξε σύνθεση, και ήδη από τον Μάρτιο του 1783 τον είχε βοηθήσει να γράψει την πρώτη του σύνθεση: ένα σετ για πληκτροφό. Ο Μπετόβεν ξεκίνησε μάλιστα,  με αργούς ρυθμούς, αλλά σταθερούς, να εργάζεται ως βοηθός οργανίστα με τον Νέεφε, αρχικά χωρίς να πληρώνεται  και κατόπιν επί πληρωμή, από τον Αντρέα Λουκέσι.

    Οι πρώτες του τρεις σονάτες για πιάνο, ονόματι Kurfürst, αφιερώθηκαν στον Μαξιμίλιαν Φρέντερικ και δημοσιεύθηκαν το 1783, ο οποίος κατάλαβε γρήγορα το ταλέντο του Μπετόβεν και τον υποστήριξε στις κατοπινές μουσικές του σπουδές.

    Ο διάδοχος του Μαξιμίλιαν Φρέντερικ στη θέση του Ελέκτορα της Βόνης ήταν ο Μαξιμίλιαν Φράνσις, ο νεότερος, ο γιος της Αυτοκράτειρας Μαρία Τερέσα της Αυστρίας, ο οποίος έφερε μεγάλες αλλαγές στη Βόνη. Μεγάλες αλλαγές έγιναν και στη Βιέννη από τον αδελφό του Γιόζεφ, ο οποίος εισήγαγε μεταρρυθμίσεις βασισμένες στον διαφωτισμό, οι οποίες αύξησαν τη στήριξη των σπουδών και των τεχνών. Ο έφηβος τότε Μπετόβεν, επηρεάστηκε αρκετά από αυτές τις μεταρρυθμίσεις και τις αλλαγές.Ίσως και να επηρεάστηκε, από τις πρωτοπόρες ιδέες του έλευθεροτεκτονισμού, καθότι, μεταξύ αυτών και ο Νέεφε, πολλοί από τον περίγυρό του ήταν μέλη του τοπικού τμήματος του Τάγματος των Ιλλουμινάτι.

    Τον Δεκέμβριο του 1786, ο Μπετόβεν ταξίδεψε στη Βιέννη για πρώτη φορά, με έξοδα του εργοδότη του, με την ελπίδα να μαθητεύσει στο πλευρό του Μότσαρτ. Οι λεπτομέρειες της σχέσης τους είναι έως και σήμερα αδιευκρίνιστες, ακόμα κι αν συναντήθηκαν ποτέ.

    Εκείνο το διάστημα μαθαίνει ότι η μητέρα του αρρωσταίνει βαθιά, και αποχωρεί γρήγορα από τη Βιέννη, με προορισμό τη Βόνη, τον Μάιο του 1787. Μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα, η μητέρα του πεθαίνει και ο πατέρας του βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στον αλκοολισμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνει υπεύθυνος για τη φροντίδα των δύο μικρότερων αδελφών του, καταλήγοντας να περνά πέντε χρόνια στη Βόνη.

    Εκείνα τα χρόνια γνώρισε πολλές σπουδαίες προσωπικότητες της ζωής του. Ο Φραντς Βέγκλερ, ένας φοιτητής της ιατρικής, τον σύστησε στην οικογένεια φον Μπρέουνινγκ, με τον Βέγκλερ να παντρεύεται μία από τις κόρες της οικογένειας. Με αποτέλεσμα; Ο Μπετόβεν να επισκέπτεται την οικία της οικογένειας αυτής, όπου δίδαξε πιάνο σε κάποια από τα παιδιά τους. Εκεί έμαθε για τη γερμανική και την κλασική λογοτεχνία. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, πώς εκείνη την περίοδο, ήρθε και σε επαφή με τον Κόντη Φερδινάνδο φον Βάλντσταϊν, ο οποίος έγινε φίλος του και ταυτόχρονα οικονομικός υποστηριχτής του σχεδόν σε όλη του τη ζωή.

    To 1789, ο Μπετόβεν, κατάφερε με δικαστική εντολή, να λαμβάνει τα μισά έσοδα του πατέρα του, ώστε να πηγαίνουν άμεσα σε αυτόν, για να μπορεί να συντηρεί την οικογένεια. Εκεί συνείσφερε περισσότερο, παίζοντας βιόλα σε ορχήστρα αυλής. Αυτό τον έκανε να μάθει περισσότερα για τις όπερες, μεταξύ αυτών και τρεις του Μότσαρτ, όπου εκείνη την περίοδο είχαν εκτελεστεί στο κοινό. Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, αγαπημένοι μου αναγνώστες, έγινε φίλος και με τον φλαουτίστα και βιολονίστα, Άντον Ρέιχα, με τον οποίον είχαν την ίδια ηλικία, και ο οποίος ήταν ανιψιός του μαέστρου της ορχήστρας της αυλής, Γιόζεφ Ρέιχα.

    Από το 1790 έως και το 1792, συνέθεσε έναν σημαντικό αριθμό έργων του, όμως, αξίζει να σας επισημάνω, πώς κανένα δεν δημοσιεύθηκε εκείνον τον καιρό, και τα περισσότερα εξ αυτών κατηγοριοποιήθηκαν ως WoO, το οποίο δείχνει την ωριμότητα που είχε αποκτήσει ο συνθέτης και την εξέλιξη που είχε σημειώσει. Μουσικολόγοι είχαν αναγνωρίσει θέματα σχεδόν παρόμοια με αυτό της 3ης Συμφωνίας σε ένα σετ έργω του, που έγραψε το 1791.

    Εκείνη την περίοδο, μάλλον λόγω Νέεφε, ο Μπετόβεν επιφορτίστηκε να συνθέσει καντάτες, για τον θάνατο του Φραντς Γιόζεφ ΙΙ, καθώς και τη διαδοχή αυτού από τον Λεοπόλδο ΙΙ, ως Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι δύο αυτές καντάτες μπήκαν στον κατάλογο ως WoO 87 και WoO 88. Τα έργα αυτά ποτέ δεν εκτελέστηκαν κατά την περίοδο αυτή, αλλά παρέμειναν χαμένα μέχρι και τη δεκαετία του 1880. Βεβαίως, βάσει του Μπραμς, ήταν πλήρως μπετοβενικά έργα και είχαν μία προφητική τραγικότητα, η οποία θα χαρακτήριζε γενικότερα τη μουσική του και θα τη διαχώριζε από την τυπική κλασσική.

    Προς τα τέλη του 1790, πιθανότατα γνωρίζει τον Γιόζεφ Χάυντν, όταν ο τελευταίος ταξίδευε προς το Λονδίνο και σταμάτησε στη Βόνη, την περίοδο των Χριστουγέννων.

    Ενάμισι χρόνο αργότερα, συναντήθηκαν ξανά στη Βόνη, όταν Χάυντν γύριζε από το ταξίδι του στο Λονδίνο και πήγαινε προς τη Βιέννη, περίπου ήταν το 1792. Εκείνη κάπου την περίοδο ήταν που ήρθαν σε συμφωνία ώστε ο Μπετόβεν να μαθητεύσει στο πλευρό του Χάυντν.

    Με του Ελέκτορα τη βοήθεια, ο Μπετόβεν, για μια ακόμη φορά, έφυγε από τη Βόνη με προορισμό τη Βιέννη, τον Νοέμβριο του 1792, επάνω στην ώρα των φημών περί του της πρώτη πολεμικής σύρραξης στη Γαλλία, ενώ λίγο καιρό αφού έφτασε στη Βιέννη, πληροφορήθηκε και τον θάνατο του πατέρα του, χωρίς τελικά να παρευρίσκεται στην κηδεία του. Εκείνη την εποχή, να σας θυμίσω, πεθαίνει και ο λατρεμένος συνθέτης: Μότσαρτ.

    Στην αρχή, ο Μπετόβεν δεν εδραιώθηκε ως συνθέτης, αλλά περισσότερο αφιερώθηκε στις σπουδές του και στην εκτέλεση. Υπό τη διδασκαλία του Χάυντν, έμαθε και αντίστιξη. Εκείνη την περίοδο διδάχθηκε και βιολί, υπό τις οδηγίες του Ίγκναζ Σούπανζικ. Επίσης, έλαβε και κάποιες γνώσεις από τον Αντόνιο Σαλιέρι, αναφορικά με το ιταλικό τρόπο τραγουδιού, η σχέση των οποίων κράτησε έως από το 1802 έως και το 1809. Νωρίτερα, όταν ο Χάυντν επέστρεψε από την Αγγλία, ο Ελέκτορας της Βόνης, τον περίμενε να επιστρέψει, όμως ο Μπετόβεν παρέμεινε στη Βιέννη, στο πλευρό του Γιόχαν Γκέοργκ Άλμπρεχτσμπέργκερ και άλλων δασκάλων. Η υποστήριξη από τον Εκλέκτορα τελείωσε, όμως αρκετοί ευγενείς είχαν διακρίνει τις ικανότητες του και του προσέφεραν αυτοί οικονομική υποστήριξη, μεταξύ αυτών οι Γιόζεφ Φραντς φον Λομπκοβιτς, Πρίγκιπας Καρλ Λιχνόφσκι και ο Βαρόνος Γκοτφρίντ φαν Σβέτεν.

    Περί το 1793, είχε ήδη εδραιώσει τη φήμη του ως ένας πολύ καλός στον αυτοσχεδιασμό, στα σαλόνια των ευγενών, ενώ συχνά έπαιζε και πρελούδια και φούγκες από το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο του Μπαχ. Ο φίλος του Νικολάους Σίμροκ είχε ξεκινήσει να εκδίδει κάποιες από τις συνθέσεις του, οι οποίες στην αρχή ήταν γνωστές ως ένα σετ παραλλαγών.

    Την ίδια εποχή είχε ήδη εδραιώσει και τη φήμη του ως βιρτουόζος του πιάνου στη Βιέννη, όμως έως και το 1795, δεν είχε δημοσιεύσει κάποιο έργο του. Η πρώτη του δημοσίευση έγινε τον Μάρτιο του 1795, ένα κονσέρτο, το οποίο ο ίδιος το είχε εκτελέσει, χωρίς όμως να ξέρουμε αν αυτό ήταν το πρώτο του ή το δεύτερό του κονσέρτο για πιάνο.

    Αμέσως μετά από αυτήν την εκτέλεση, δημοσίευσε την πρώτη του σύνθεση με αριθμό opus, κι αυτήν ήταν η Τρίο Πιάνο, Op. 1. Όλες αυτές οι δουλειές είχαν αφιερωθεί στον Πρίγκιπα Λιχνόφσκι, ο οποίος τον υποστήριζε οικονομικά, με τα κέρδη του να φτάνουν να μπορούν να του καλύψουν μία ολόκληρη χρονιά.

    Συνοψίζπντας, ο Μπετόβεν συνέθεσε τα πρώτα έξι κουαρτέτα εγχόρδων μεταξύ το 1798 και το 1800, τα οποία του ανατέθηκαν, αλλά και αφιερώθηκαν — στον Πρίγκιπα Λόμπκοβιτς. Δημοσιεύθηκαν το 1801. To 1800 και το 1803, πραγματοποιήθηκαν και οι πρεμιέρες της Πρώτης και της Δεύτερης Συμφωνίας του, οι οποίες εν πολλοίς, τον έκαναν έναν από τους σπουδαιότερους νέους συνθέτες της εποχής, μαζί με τους Μότσαρτ και Χάυντν. Παράλληλα συνέχισε να συνθέτει και άλλες φόρμες, ειδικότερα στις σονάτες για πιάνο, με μία από τις σημαντικότερες εκείνης της εποχής, να είναι η Παθητική, την οποία ο Κούπερ την περιγράφει ως: ένα πέρασμα από όλες τις προηγούμενες συνθέσεις του, σε δύναμη, ύφος, βάθος συναισθημάτων, επίπεδο αυθεντικότητας και εφευρετικότητας μοτίβου και τονικού χειρισμού. Το 1799, είχε ολοκληρώσει και τη σύνθεσή του, η οποία ήταν μία από τις σπουδαιότερες εν ζωή δουλειές του.

    Ένα από τα σημαντικότερα και το πιο τραγικό γεγονός της ζωής του Μπετόβεν αποτέλεσε η κώφωσή του. Άρχισε να χάνει την ακοή του σταδιακά από την ηλικία των 26 ετών, και περίπου το 1820, θεωρείται πως ήταν ολοκληρωτικά κωφός. Το γεγονός αυτό προκαλούσε μεγάλη θλίψη στον Μπετόβεν, η οποία αποτυπώνεται και σε γράμμα του προς τους αδελφούς του, το 1802, με την παράκληση να διαβαστεί μετά το θάνατό του, γνωστό και ως Διαθήκη του Heiligenstadt. Παρά την απώλεια της ακοής του, έγραψε μουσική μέχρι το τέλος της ζωής του. Η υγεία του Μπετόβεν ήταν γενικά κακή και το 1826 επιδεινώθηκε δραστικά, γεγονός που οδήγησε και στο θάνατό του τον επόμενο χρόνο.

    Στην κηδεία του Μπετόβεν, που έγινε στις 29 Μαρτίου του 1826, ο Φραντς Σούμπερτ ήταν ένας από τους 36 λαμπαδηφόρους.

    Η 3η Συμφωνία σε Μι ύφεση μείζονα, Opus 55, γνωστή και ως Ηρωική Συμφωνία, είναι μία συμφωνία του, η οποία σηματοδοτεί την μεσαία και δημιουργική περίοδο του συνθέτη. Θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Μπετόβεν. Λατρεύω τη τρίτη συμφωνία, λατρεύω τον Μπετόβεν, ακούω τις μελωδίες του και γράφω τα βιβλία μου και τα άρθρα μου!

    Για την ιστορία, ο Μπετόβεν, ξεκίνησε τη σύνθεση της 3ης, αμέσως μετά το τέλος της 2ης Συμφωνίας σε Ρε μείζονα, Op. 36, και την ολοκλήρωσε στις αρχές του 1804. Η πρώτη παρουσίαση της συμφωνίας έγινε στις 7 Απριλίου 1805, στη Βιέννη. Η συμφωνία ήταν αφιερωμένη στον Ναπολέοντα Α΄, αλλά αργότερα ο Μπετόβεν απέσυρε την αφιέρωση του.

    Στο Lobkowicz Palace, στην Πράγα βρίσκεται η έκδοση της πρώτης κυκλοφορίας, της συμφωνίας, μαζί με άλλα κειμήλια του Μπετόβεν, όπως χειρόγραφα από από την 4η Συμφωνία και την 5η Συμφωνία, τα οποία περιέχουν διορθώσεις και σχολιασμούς του ιδίου για την παρουσίαση τους.


    Tags
    Μουσικά Είδη:ΌπεραΜουσικά Όργανα:βιολίΠιάνοΚαλλιτέχνες:Μότσαρτ



    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε