(2000 μ.X.) Είχα λίγο καιρό που έμπαινα στο internet. Το ενδιαφέρον μου είχε εστιαστεί στο forum ενός συγκεκριμένου site και περισσότερο ενέδιδα στα θέματα –εκτός φυσικά από τη Μουσική- που αφορούσαν την Θρησκεία και την Αρχαία Ελλάδα. Οι απόψεις μου, είχαν προκαλέσει αίσθηση στους υπόλοιπους χρήστες και, καθώς ο διάλογος κυλούσε, βρέθηκα να “μονομαχώ” με έναν …θεοφοβούμενο χρήστη που έμπαινε στο site ως “Mark_O_Polo”...
Κάποια στιγμή, ο …Μάρκος, δημοσίευσε ένα post που είχε τον τίτλο “Πολλά Μικρά Θαύματα” και με λίγα λόγια, με διαβεβαίωνε ότι είχε την ικανότητα να επιδιορθώνει χαλασμένα κινητά τηλέφωνα, τηλεοράσεις, αλλά και διάφορες άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, χωρίς καν να τις αγγίζει. Αυτό, μου έδωσε την ιδέα –για να διασκεδάσω με το post του Μάρκου- να στείλω ένα μήνυμα με τίτλο “Το Μεγάλο Θαύμα” (Σε ευκαιρία που δόθηκε στη συζήτηση που έχω με τη Ρεβέκκα, τον Astron και τον Vouliakis στο θέμα “Ας μιλήσουμε για τον Bob Dylan”, ανέφερα ότι ασχολούμαι με το θέμα “Θρησκεία” με τη ματιά του Ερευνητή/Μελετητή). Μία σειρά λοιπόν χιουμοριστικών –και όχι μόνο- posts, θα μου έδιναν την ευκαιρία να “περνάω” τις απόψεις μου για το συγκεκριμένο θέμα. Οι υπόλοιποι χρήστες που παρακολουθούσαν τη συζήτηση, με προέτρεπαν να μην σταματήσω να γράφω. Προέκυψε λοιπόν έτσι, ένα ολόκληρο μυθιστόρημα 200 περίπου σελίδων, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις “Εντός” στις αρχές του 2005.
Σας παραδίδω αποσπάσματα από τα δύο πρώτα κεφάλαια και το πέμπτο. Καλή ανάγνωση…
(1) HEAVEN CAFE
Ο Ορφέας, εκείνο το πρωί, ξύπνησε αποφασισμένος να διασκεδάσει με την απάντηση του Marc_O_Polo που την τιτλοφορούσε “Πολλά Μικρά Θαύματα” και τον διαβεβαίωνε ότι μπορούσε να επιδιορθώνει χαλασμένα κινητά τηλέφωνα, τηλεοράσεις, υπολογιστές, αλλά και πάσης φύσεως ηλεκτρονικές συσκευές και μάλιστα ….εξ αποστάσεως.
- Αν είναι δυνατόν!! Θα μας τρελάνει τώρα; Δεν έχει …τσίπα;
Έφτιαξε ένα δυνατό καφέ, κάθισε στο γραφείο του και διάβασε πάλι το κείμενο του Μάρκου για να συγκεντρωθεί στην απάντησή του. Ξεκίνησε να γράφει “Το Μεγάλο Θαύμα” σε αντιδιαστολή με τα “Πολλά Μικρά Θαύματα” του Μάρκου, αλλά ξαφνικά κάτι ένοιωσε. Κάτι πρωτόγνωρο τον πλημμύρισε και ανησύχησε. Ήταν σαν να τον περιτριγύριζε κάτι, αλλά δεν ήξερε τι είναι αυτό. Συνέχισε να γράφει, αλλά κάθε φορά που έγραφε την λέξη Ιησούς, ήτανε σαν να γινότανε σεισμός. Είπε πως είναι η ιδέα του και συνέχισε. Όμως την επόμενη φορά που έγραψε το Άγιο Όνομά του, σείστηκε ο τόπος. Το σπίτι κουνήθηκε και μετατοπίστηκε η σκεπή. Τρόμαξε και είπε να βγει έξω. Σκέφθηκε τα μηχανήματα και τα όργανα.
- Εντάξει, σεισμός είναι και αν το σπίτι πέσει, τουλάχιστον να γλιτώσω ότι μπορώ από αυτά που κοστίζουν ένα σωρό λεφτά και με βοηθούν να κερδίζω τον επιούσιο.
Με όση ψυχραιμία μπόρεσε να οικονομήσει, έκλεισε τον υπολογιστή. Μετά αποσύνδεσε τα synthesizers από το ρεύμα και τα έβγαλε στην αυλή. Έβγαλε έξω τις κιθάρες και μπήκε πάλι για να αρχίσει να κουβαλάει τους ενισχυτές, τον υπολογιστή, τα στερεοφωνικά, τους δίσκους και τα CD’s. Ξαφνικά αντιλήφθηκε ένα φως μέσα στο σπίτι, που όμως ήταν εστιασμένο στο γραφείο του. Κοίταξε επάνω και το είδε να έρχεται από την σκεπή που καθώς είχε μετατοπισθεί, άφηνε ένα άνοιγμα.
- Πω…πω, τώρα θα πρέπει να φωνάξω και συνεργείο για τις επισκευές.
- Δεν χρειάζεται!! Άκουσε μια φωνή.
- Μα ποιος είναι;
- Εγώ είμαι Ορφέα. Ο Μάρκος.
Κοίταξε προς τα πάνω, από εκεί που ερχόταν η φωνή και είδε τον Μάρκο να κατεβαίνει αργά προς το κέντρο του δωματίου. Ίσα που πρόλαβε να τραβήξει το βάζο με τα λουλούδια που ήταν πάνω στο τραπεζάκι.
- Σιγά βρε!! Σημάδι το έβαλες; Λίμπα θα τα κάνεις.
- Ηρέμησε Ορφέα.
- Τι έγινε ρε Μάρκο; Από πού ξεφύτρωσες;
- Εκείνος με έστειλε.
- Ποιος εκείνος δηλαδή;
- Ο Ιησούς Ορφέα. Δοξασμένο το Όνομά Του.
- Και γιατί έστειλε εσένα; Δεν μπορούσε να έρθει ο ίδιος;
- Μην είσαι βλάσφημος Ορφέα.
- Μα δεν είπα τίποτα. Ρώτησα γιατί δεν ήρθε ο ίδιος.
- Το ίδιο είναι Ορφέα. Έστειλε εμένα.
- Έχεις την αντιπροσωπεία δηλαδή;
- Βλάσφημε.
- Και σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψης;
- Με φώναξες νομίζω.
- Εγώ; Δεν είμαστε καλά. Εγώ έγραφα εδώ πέρα και ξαφνικά έγινε σεισμός. Και ξέρεις κάτι; Μου χαλάσατε την σκεπή εσύ και Εκείνος.
- Μα δεν αντιλαμβάνεσαι Ορφέα ότι έτσι θα έχεις πιο εύκολη επικοινωνία μαζί Του;
- Γιατί; Δεν έχει κινητό;
- Βλάσφημε.
- Μα τι λες βρε Μάρκο; Δεν βλέπεις επάνω; Κοίτα την ζημιά.
- Η ζημιά είναι στην ψυχή σου βλάσφημε.
- Μάρκο άκουσέ με για λίγο. Αυτά τα μηχανήματα κοστίζουν ένα σωρό λεφτά και με την πρώτη βροχή πάνε άχρηστα.
- Με έστειλε να σε πάρω για καφέ.
- Για φαντάσου. Καφέ με τον Ιησού. Καπνίζει;
- Βλάσφημε.
- Και που θα πάμε;
- Στο Heaven Café
- Ε… ναι. Τι ήθελα και ρώτησα.
- Πάμε;
- Ναι, αλλά βάλε πρώτα ένα χεράκι να φέρουμε μέσα τα όργανα.
- Ορφέα άστο σε μένα.
Ο Ορφέας δεν πίστευε στα μάτια του. Ο Μάρκος σήκωσε το χέρι του απαλά και με ένα του νεύμα, τα όργανα ως δια μαγείας μεταφέρθηκαν στην θέση τους. Πήρε τις κιθάρες και τις ξαναπήγε έξω.
- Μα τι κάνεις Ορφέα;
- Απλά θέλω να δω πως διάολο το κάνεις αυτό.
- Α, τώρα δεν γίνεται.
- Γιατί;
- Γιατί είπες την καταραμένη λέξη.
- Διάολε;
- Ναι ρε γμτ. Μην το ξαναλές που να πάρει.
- Το Διάολε;
- Βρε Ορφέα μην το ξαναλές είπαμε. Θα μου ρίξει μομφή και ανάθεμα.
- Είναι αυστηρός ε;
- Ναι είναι πολύ αυστηρός και πρέπει να προσέχουμε.
- Να προσέχεις εσύ. Εμένα άσε με να είμαι ….απρόσεκτος.
- Δεν αφήνεις τίποτα βλέπω να πέσει κάτω.
- Ε μα να ….προσέχουμε; Άκου να προσέχουμε. Φέρε πάλι μέσα τις κιθάρες.
- Εντάξει. Πάμε τώρα;
- Μισό λεπτό Μάρκο.
- Τι είναι Ορφέα;
- Η σκεπή βρε. Δεν μπορείς να κάνεις ένα θαυματάκι να την φτιάξεις;
- Αυτό είναι πιο …δύσκολο και τώρα με τη λέξη που είπες, δεν ξέρω αν γίνεται. Πρέπει να προσευχηθώ.
Ο Μάρκος αποσύρθηκε στο μέσα δωμάτιο και ο Ορφέας τον είδε να γονατίζει και να κοιτάζει ψηλά. Η ώρα περνούσε και δεν φαινόταν. Ξαφνικά άκουσε κάτι σαν χαστούκι.
- Μα τι διάολο; Φτου γμτ. Το είπα πάλι.
Πήρε μια μπύρα από το ψυγείο, σε λίγο πήρε και δεύτερη και άκουσε πάλι τον ήχο του χαστουκιού.
- Μα τι…..
Πρόλαβε και σταμάτησε εκεί και δεν είπε την απαγορευμένη λέξη. Μέχρι να πιει τη δεύτερη μπύρα, φάνηκε από την πόρτα αναψοκοκκινισμένος.
- Τι έγινε βρε Μάρκο;
- Τίποτα Ορφέα. Πάμε.
- Τίποτα το λες εσύ αυτό; Σε χαστούκισε;
- Μα τι λες τώρα;
- Βρε αφού το άκουσα. Μην κρύβεσαι. Το άκουσα σου λέω.
- Πάμε Ορφέα σε παρακαλώ.
- Την σκεπή βρε.
- Την έφτιαξα. Πάμε.
Κοίταξε επάνω και πράγματι, όλα είχαν έλθει στη θέση τους.
- Καταπληκτικό. Έβαλες και τη σιλικόνη; Μπράβο…….
Βγήκανε και μπήκανε στο αμάξι. Ξαφνικά, ο Ορφέας πετάχτηκε έξω.
- Που πας;
- Κάτι ξέχασα.
Έτρεξε μέσα στο σπίτι και γύρισε τακτοποιώντας κάτι στην τσέπη του.
- Πήρες μαζί σου κάτι;
- Ναι Μάρκο. Τον Απόλλωνα.
Το αμάξι χίμηξε στην Μεσογείων με κατεύθυνση προς την Αγ. Παρασκευή.
- Δεν θα μπορούσες Μάρκο να μας πας εκεί με μία κίνηση του χεριού σου; Να μην κάψουμε και βενζίνη;
- Ορφέα. Δεν θέλω να με σπαταλάς έτσι για κουταμάρες. Θέλω να με προσέχεις.
- Γιατί Μάρκο; Έχεις πέσει χαμηλά;
- Τι εννοείς;
- Το τραγούδι το λέει. “Να με προσέχεις. Γιατί έχω πέσει χαμηλά…” Τι ώρα έχουμε ραντεβού;
- Θα έρθει Ορφέα. Θα έρθει μόλις πάμε. Του είπα στην πλατεία. Είναι Σάββατο και έχει έξοδο.
- Γιατί φαντάρος είναι;
- Όχι μωρέ. Ο πατέρας του τον αφήνει ελεύθερο τα Σαββατοκύριακα.
- Βλέπει και την γκομενούλα του ε;
- Ορφέα. Πως μιλάς έτσι;
- Ε τι είπα βρε Μάρκο; Φυσιολογικά πράγματα είναι αυτά.
- Μα ο Θεός με γκόμενα βρε Ορφέα;
- Και ο Απόλλων Θεός είναι Μάρκο, αλλά το καμάκι του το κάνει. Και ο Δίας Θεός είναι αλλά τις γκομενούλες του τις έχει. Τι το κακό; Δεν έχει ανάγκες ο Θεός; Από ότι ξέρω, ο Ιησούς και το κρασάκι του το έπινε, και τους φόρους του τους μάζευε από τον κοσμάκη, και την Σαλώμη την πήδαγε….
- Ορφέα να προσέχεις πως μιλάς.
- Μα δεν το λέω εγώ αγαπητέ μου Μάρκο. Το ευαγγέλιο του Θωμά το λέει. Το έχω μάθει απ’ έξω. Θέλεις να σου το πω; (Η Σαλώμη είπε : Ποιος σου επέτρεψε άνθρωπε να φας από το τραπέζι μου και να ανέβεις πάνω στο κρεβάτι μου; ) Η Σαλώμη λοιπόν Μάρκο, δεν ήταν απλά μια θαυμάστρια του Ιησού που τον ακολουθούσε παντού και ενίσχυε χρηματικά το κίνημα των Ζηλωτών, αλλά του πρόσφερε το τραπέζι της και το κρεβάτι της. Αυτό πρέπει να ξέρεις ότι δεν σκανδάλιζε τους Χριστιανούς των πρώτων αιώνων οι οποίοι γνώριζαν πολλά περισσότερα από εμάς για τον Ιησού. Το θεωρούσαν απόλυτα φυσιολογικό και μάλιστα, ακολουθώντας το παράδειγμά του, διατηρούσαν ερωμένες μέχρι και τον 5ο αιώνα. Ακόμα πρέπει να σου πω, ότι η Σαλώμη από συνέπεια προς τα αισθήματά της, συνόδευε τον Ιησού μέχρι την τελευταία του στιγμή. Να τι μας λέει ο ψευτο-Μάρκος στο ευαγγέλιό του για το ποιες γυναίκες ήταν κάτω από το σταυρό την ώρα του θανάτου του Ιησού: (…ήσαν δε και γυναίκες από μακρώθεν θεωρούσαι, εν αις ην και Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου του Μικρού και Ιωσή, και Σαλώμη. ΜΑΡΚΟΣ ΙΕ 40, 41)
Με τη συζήτηση όμως, ο Ορφέας δεν κατάλαβε πως έγινε και φτάσανε σε μια περίεργη πλατεία που του έδινε την εντύπωση ότι ήταν κάπου ψηλά χωρίς να έχουνε ανεβεί καμία ανηφόρα.
- Μα τι διάολο βρε Μάρκο….
Στη στιγμή ο Μάρκος, δέχθηκε ένα χαστούκι από ένα αόρατο χέρι.
- Αμάν βρε Ορφέα με αυτή τη λέξη. Αμάν.
- Ωχ ναι. Συγνώμη. Ξεχάστηκα. Γιατί όμως χαστουκίζει εσένα αφού λέω εγώ αυτή τη λέξη;
- Ε δεν καταλαβαίνεις; Επειδή δεν μπορώ να σε βάλω στον ίσιο δρόμο.
- Μπα; Και τι είσαι εσύ; Ο καλός μου άγγελος; Και σε ποιου τον ίσιο δρόμο θες να με βάλεις; Στον δικό σου; Είναι πιο ίσιος ο δικός σου από τον δικό μου; Ποιος το ορίζει αυτό; Για σοβαρέψου σε παρακαλώ!! Για σοβαρέψου!!
Εκείνη τη στιγμή, ο Ορφέας πρόσεξε καλύτερα το μέρος που είχανε ραντεβού με τον Ιησού. Ήταν τριγυρισμένο με σύννεφα αλλού αραιά και αλλού πυκνά. Ένας άγγελος με φτερά, τους πλησίασε κρατώντας έναν δίσκο με δυο ποτήρια νερό. Ήταν βέβαια ο σερβιτόρος.
- Τι θα πάρετε παρακαλώ;
- Τι μπύρες έχετε;
- Ορφέα σύνελθε.
- Μα τι είπα;
- Δεν έχουμε μπύρες τέκνο μου. Είπε ο σερβιτόρος.
- Βρε Μάρκο που με έφερες; Δεν έχετε μπύρες;
- Μόνο νερό, χυμούς και γάλα προβατίσιο και κατσικίσιο εμφιαλωμένο.
- Προβατίσιο και κατσικίσιο;
- Ναι κύριε!! Το αρμέγουμε από τα πρόβατα που κάθονται εκ δεξιών και από τα κατσίκια που κάθονται εξ αριστερών του Πατρός.
- Βρε Μάρκο που ήρθαμε; Σε γαλακτοπωλείο; Δεν ξέρω τίποτα. Να κάνεις ένα θαύμα για μπύρα.
- Μα Ορφέα…..
- Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Ένα θαύμα για μπύρα.
- Ορφέα ξέρεις, εδώ έχει εκείνος τα πρωτεία. Αν είναι, θα κάνει εκείνος το θαύμα.
- Ε ναι αλλά αργεί. Που είναι;
Ο σερβιτόρος απομακρύνθηκε ψέλνοντας “Ευλογητός ει Κύριε δίδαξον με τα δικαιώματά σου” και ο Ορφέας σιγοτραγουδούσε το “Know your rights” των “Clash”. Ξαφνικά, είδε έναν τύπο να πλησιάζει μιλώντας στο κινητό του. Φορούσε τζιν, σαγιονάρες και ένα ξεκούμπωτο πουκάμισο που άφηνε να φαίνονται στο στήθος του ουλές από μαστίγιο. Είχε μακριά μαλλιά σαν τα δικά του και του θύμισε τον εαυτό μου την εποχή που είχε γένια. Ήρθε δίπλα τους και εξακολουθούσε να μιλάει.
- Ναι Σαλώμη μου. Ναι μωρό μου ότι θέλεις. Δεν ξέρω την ώρα ακριβώς, γιατί έχω ένα ραντεβού με τον Ορφέα. Μόλις τελειώσω, θα έρθω στην αγκαλιά σου αμέσως. Ναι αγάπη μου. Σε φιλώ. Ζμούτςςςςς.
Έκλεισε το κινητό και πλησίασε τον Μάρκο.
- Μάρκο, συγνώμη αν άργησα λίγο. Αλλά ξέρεις η μαμά δεν εννοεί να συνέλθει ακόμα. Εξακολουθεί να νομίζει ότι θα με πιάσουν οι Ρωμαίοι και θα με σταυρώσουν. Μα της λέω αυτά πέρασαν πάνε. Οι Ρωμαίοι τώρα λέγονται Αμερικάνοι και εγώ δεν κινδυνεύω από αυτούς. Ο κόσμος κινδυνεύει. Αλλά ξέρεις Μάρκο, έχει υποστεί τεράστιο σοκ η φουκαριάρα. Όμως, δεν θα με συστήσεις στον φίλο σου τον Ορφέα επιτέλους;
- Ε ….ναι…… Φυσικά. Ορφέα να σου συστήσω από δω τον …Θεό.
- Ε καλά Θεός τώρα, λέγε με Ιησού Ορφέα για να νοιώθεις και πιο άνετα.
- Μα ούτως ή άλλως νοιώθω άνετα Ιησού. Ο Θεός είναι στην τσέπη μου.
- Στην τσέπη σου;
- Ναι. Στην τσέπη μου. Γι’ αυτό και νοιώθω άνετα. Ένα παράπονο όμως έχω.
- Τι παράπονο;
- Δεν έχεις μπύρες. Τι μαγαζί είναι αυτό;
- Έχεις δίκιο. Να ο Πατέρας μου δεν εννοεί να ακολουθήσει την εξέλιξη. Παλιά μυαλά ξέρεις.
- Ε καλά. Ένα θαυματάκι δεν θα κάνεις; Θυμάσαι τώρα, όπως έκανες το νερό κρασί. Δεν μπορούμε να έχουμε τα μπυράκια μας εδώ πέρα;
- Χμ !! Μπυράκια ε; Καλά.
Πραγματικά ο Ιησούς άγγιξε τα ποτήρια και το νερό, έδινε την εντύπωση οπτικά τουλάχιστον, μιας θαυμάσιας μπύρας με έναν υπέροχο αφρό.
- Και τι μάρκα είναι η μπύρα που μας έφτιαξες κυρ–Ιησού μας;
- Heaveneken.
- Δεν την έχω ξανακούσει. Είναι καλή;
- Καλή είναι.
- Για να δοκιμάσω. Μπααααα……πώς είναι έτσι; Σαν ξέπλυμα είναι…αφού το κάνεις που το κάνεις το θαύμα, δεν μπορείς να κάνεις μερικές McFarland να τις ρουφήξουμε παρέα;
- Πώς τις είπες Ορφέα; McFarland?
- Ναι. McFarland.
Πριν περάσει ένα λεπτό, είχανε μπροστά τους δυο ποτήρια λαχταριστές McFarland.
- Έλα Ιησού στην υγειά μας.
- Στην υγειά μας Ορφέα. Εσύ Μάρκο δεν πίνεις;
- Εγώ προτιμώ ένα milkshake.
- Βρε Ορφέα είναι καταπληκτική αυτή η μπύρα. Να χαρώ το γούστο σου ρε φίλε.
- Ε μα τώρα μπύρα χωρίς αλκοόλ; Heaveneken την είπες; Τέλος πάντων. Τελικά θα μου πεις γιατί έβαλες τον Μάρκο να με φέρει εδώ πάνω;
- Ναι θα σου πω. Κάτσε να κάνω ένα στριφτό.
- Ιησού καπνίζεις;
- Ε καμιά φορά, όταν έχω καλή παρέα όπως εσύ, όταν πίνω καλή μπύρα όπως αυτή, ξέρεις τώρα. Θέλεις ένα τσιγαράκι Ορφέα;
- Στρίψε και για μένα ένα. Για πες μου όμως τι με θέλεις. Στο μεταξύ κάνε και καμιά μπύρα. Από τις δικές μου όμως. Εντάξει; Όχι από το δικό σου το ξέπλυμα. Μην ξεχνιόμαστε.
- Λοιπόν άκουσε Ορφέα. Έχω πληροφορηθεί ότι είσαι τραγουδοποιός.
- Ε…εντάξει…μαστορεύω τραγουδάκια.
- Μα έχω τις πληροφορίες μου.
- Δηλαδή ρώτησες για μένα; Καλά πως;
- Μου έκανες εντύπωση γιατί είδα ότι εκτός από τη μουσική, ασχολείσαι και με τα οικογενειακά μου εκεί κάτω.
- Α!!!!! Μάλιστα.
- Ήθελα λοιπόν να δω κατά πόσον είναι σωστές οι πληροφορίες μου.
- Και λοιπόν ραβίνε; Είναι σωστές;
- Θα σου πω αμέσως. Μισό λεπτό. Μάρκο….
- Ναι Θεέ μου.
- Δεν παίρνεις αγόρι μου τα κουβαδάκια σου να πας να παίξεις λίγο πιο πέρα; Έχω μια κουβέντα με τον Ορφέα.
- Ναι Θεέ μου να πάω.
- Λοιπόν Ραβίνε; Είναι σωστές;
- Σωστές είναι Ορφέα. Δεν θέλω όμως να ακούει ο Μάρκος.
- Γιατί κυρ–Ιησού μας;
- Ε κοίτα τώρα …..κάτι λίγοι μου έχουνε μείνει. Άμα τους χάσω κι’ αυτούς…..βράσε ρύζι.
- Λοιπόν Ιησούλη ξέρεις κάτι; Την πιάτσα εσύ την χάλασες πρώτος.
- Ορφέα, σου μιλάω ειλικρινά ήμουν αμέτοχος. Είχα εντελώς μεσάνυχτα από όλα αυτά που γίνανε. Έμαθα αργότερα, ότι όλα τα έκανε εκείνη η σουπιά ο Σαούλ.
- Και γιατί Ιησούλη μου δέχτηκες εσύ;
- Μα ξέρεις τι ωραία που περνούσα; Έπινα τα κρασάκια μου, είχα όποια γυναίκα γούσταρα, (μόνο μην το ακούσει η Σαλώμη αυτό, γιατί θα μου βγάλει τα μάτια) και του την έδωσε του Ιούδα και του Σίμωνα του πατέρα του, να με βγάλουν από τη μέση. Θέλανε να γίνουν αυτοί αρχηγοί στο κίνημα, γιατί λέει εγώ …ξεστράτησα. Με εκβιάσανε Ορφέα.
- Σε εκβιάσανε Σούλη μου;
- Σούλη;
- Σε …χαϊδεύω βρε. Σε πείραξε; Ιησούλης-Σούλης.
- Όχι, όχι!! Καλό είναι!! Μου αρέσει… Σούλη… Σούλη… Θα το συνηθίσω. Πού θα πάει;
- Σε εκβιάσανε είπες;
- Ναι. Αλλά έχω θέσει και τους όρους μου.
- Μπα; Εκβιασμένος που θέτει …όρους; Δηλαδή;
- Κοίταξε. Δουλεύω 5 μέρες και έχω το weekend ελεύθερο.
- Δουλεύεις;
- Ναι. Βοηθάω τον πατέρα μου στην τακτοποίηση των ψυχών που έρχονται εδώ, αλλά έχω ρεπό τα Σαββατοκύριακα. Θέλω να βγαίνω και με την Σαλώμη, αλλά ξέρεις Ορφέα, στην ουσία όλη τη δουλειά εγώ την κάνω.
- Μόνος σου;
- Ε καλά έχω και τους Ταξιάρχες ξέρεις. Τον Μιχάλη και τον Γαβρήλο, που σαν τα τσοπανόσκυλα φροντίζουν να τοποθετούν τα αρνιά στα δεξιά και τα κατσίκια στα αριστερά του πατέρα μου, αλλά εκείνος δεν κάνει τίποτα. Γέρος άνθρωπος τώρα τι να κάνει; Μόνο τα βιβλία Εισόδων–Εξόδων τσεκάρει και αυτό έτσι για να δικαιολογήσει ότι κάτι κάνει.
- Εισόδων–Εξόδων;
- Ναι μωρέ. Ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει. Ξέρεις τώρα.
(2) H ΣΑΛΩΜΗ & Ο ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟΣ
Η επόμενη ημέρα ήρθε με έναν λαμπερό και ζεστό ήλιο. Ο Ορφέας απόλαυσε τον γαλλικό του καφέ κάτω από την κληματαριά με μουσική υπόκρουση από τους “Coldplay” και σκέφτηκε να παίξει στο κινητό, το παιχνίδι των μηνυμάτων με τον Σούλη.
- Που είσαι;
- Στο κρεβάτι με την Σαλώμη
- Να έρθω;
- Τώρα ρε;
- Δεν έχει καμιά φίλη;
- Και η Ευρυδίκη;
- Άσ’ τα Σούλη. Δεν έμαθες τίποτα;
- Τι έγινε;
- Γύρισα να τη δω και ……εξαφανίστηκε.
- Ρε συ Ορφέα, αυτό έγινε ….παλιά.
- Άσε…. με ακολουθεί μέχρι σήμερα.
- Δηλαδή;
- Δεν μπορώ να σταυρώσω γυναίκα ρε παιδί μου. Όποια κοιτάζω εξαφανίζεται. Μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό;
- Θες να την κοιτάς και να μένει ε;
- Ε ….ναι!! Λογικό δεν είναι;
- Χμμμμ……κάτι θα κάνω, αλλά θέλω μια χάρη πρώτα.
- Τι χάρη;
- Θέλω να έρθεις σε λίγο και να κοιτάξεις την Σαλώμη.
- Σοβαρά μιλάς;
- Ναι. Σοβαρά. Μου έχει βγάλει το λάδι. Άμα δεν ήμουνα Θεός δεν θα άντεχα λέμε.
- Που είσαστε;
- Στο ξενοδοχείο “Τα Σύννεφα” στη Θεϊκή Σουίτα. Έλα Ορφέα σε παρακαλώ.
- Καλά Σούλη έρχομαι.
Σε λίγο, ο Πέτρος του έκανε ……Face Control.
- Ο κύριος παρακαλώ;
- Έχω ραντεβού με τον Ιησού. Με περιμένει.
- Α…..τον αδελφό μου; Είσαστε στη λίστα; Πως λέγεστε;
- Ορφέας.
- Δεν σας βλέπω.
- Μα……
- Λυπάμαι αλλά εκεί που είναι δεν μπορείτε να πάτε.
- Μα γι’ αυτό πρόκειται. Πρέπει να πάω.
- Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σας επιτρέψω την είσοδο χωρίς προγραμματισμένο ραντεβού.
- Μα, με θέλει για να κοιτάξω τη Σαλώμη.
- Ώστε έτσι ε; Τώρα είναι που δεν σ’ αφήνω. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα φωνάξω και την Heaven Security να σε πετάξει κάτω. Μπανιστιρτζής είσαι;
- Με παρεξηγήσατε. Θέλει να την κοιτάξω για να …εξαφανιστεί.
- Δηλαδή; Τι θα πει αυτό; Δεν καταλαβαίνω.
Με τα πολλά, αφού έδωσε στον Πέτρο να καταλάβει ποιος είναι και τι σημαίνει το …κοίταγμά του, τον άφησε να περάσει.
- Και που είσαι Ορφέα……..
- Ναι;
- Όταν θα φεύγεις, έλα ρε φιλαράκο να κοιτάξεις και την δική μου γυναίκα. Τη βαρέθηκα πια τόσα χρόνια.
Πήρε ένα ταξί-έλκηθρο, που το έσερναν έξη αρνιά.
- Στα “Σύννεφα” παρακαλώ.
- Προτιμάτε από τον περιφερειακό;
- Από τον συντομότερο δρόμο γιατί βιάζομαι.
Σε 20’ περίπου, έφτασε στο ξενοδοχείο και ζήτησε την Θεϊκή Σουίτα.
- Σας περιμένουν;
Έγνεψε ναι με το κεφάλι και σε λίγο χτύπαγε την πόρτα. Η φωνή του Ιησού ακούστηκε από μέσα.
- Μισό λεπτό.
Πράγματι, μετά από μισό λεπτό ο Ιησούς άνοιξε την πόρτα τυλιγμένος σε ένα μαύρο Pierre Cardin μπουρνούζι.
- Έλα αδελφέ μου επί τέλους ήρθες.
- Το μπουρνουζάκι δικό σου είναι Σούλη;
- Έχω πολλά μωρέ. Ολόκληρες συλλογές.
- Συλλογές;
- Ναι . Έχω φέρει και εδώ μία, ξέρεις ….για ευκολία.
- Χμμμμ……
- Γιατί; Συμβαίνει κάτι με το μπουρνούζι;
- Είμαι κι’ εγώ συλλέκτης ξέρεις.
- Και τι …συλλέγεις εσύ;
- Καπέλα, Φουλάρια…
- Φουλάρια;
- Ναι φουλάρια. Σου φαίνεται περίεργο; Συλλέγω και μπουρνούζια.
- Μπα……..δεν με φτάνεις εμένα.
- Φαντάζομαι ……..αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
- Τι εννοείς Ορφέα;
- Θα σου εξηγήσω. Η Σαλώμη που είναι;
- Στο μπάνιο, Θα βγει σε λίγο.
- Θέλεις να την κοιτάξω;
- Ε….ναι……..δεν είπαμε;
- Θα μου δώσεις τα μπουρνούζια;
- Ποια μπουρνούζια;
- Τη συλλογή που έχεις εδώ.
- Είσαι υπερβολικός Ορφέα.
Εκείνη την στιγμή, άνοιξε η πόρτα του μπάνιου και βγήκε η Σαλώμη. Ο Ορφέας δεν γύρισε να κοιτάξει. Άκουσε ένα επιφώνημα έκπληξης.
- Αχ!! Και είμαι και γυμνή. Αγάπη μου ποιος είναι ο κύριος; Καλέ κάτι να ρίξω επάνω μου η γυναίκα.
- Ναι μωρό μου να σου δώσω ένα μπουρνούζι.
Ο Ιησούς άνοιξε μια 12φυλλη ντουλάπα και μπροστά στα μάτια του Ορφέα, αποκαλύφθηκε μία τεράστια συλλογή από μπουρνούζια. Έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Άκουσε τη Σαλώμη να πλησιάζει.
- Θα με συστήσεις αγάπη μου;
- Ναι μωρό μου. Ορφέα να σου συστήσω την Σαλώμη.
- Ορφέας; Μα κάπου το ξέρω αυτό το όνομα.
- Μα ναι μωρό μου. Ο Ορφέας σταυρώθηκε πολύ πριν από μένα. Είναι ο πρώτος Εσταυρωμένος.
- Αχ!! Μα πώς έμπλεξα έτσι με τους Εσταυρωμένους η πριγκίπισσα;
Ο Ορφέας εξακολουθούσε να κοιτάζει τα μπουρνούζια και να μην ασχολείται καθόλου με την Σαλώμη.
- Σούλη….
- Ναι Ορφέα….
- Τα μπουρνούζια για ένα κοίταγμα.
- Αποκλείεται!!
- Τα μπουρνούζια για ένα κοίταγμα.
- Αλλάζουμε με τα καπέλα;
- Τα μπουρνούζια για ένα κοίταγμα.
- Αλλάζουμε με τα φουλάρια;
- Τα μπουρνούζια για ένα κοίταγμα.
- Δεν γίνονται αυτά που λες. Δεν γίνονται. Πάρε τα μισά.
- Καλάάάάάάάάά……
Γύρισε κοιτώντας κάτω. Ανέβασε το βλέμμα του αργά και ταυτόχρονα της έδωσε το χέρι του.
- Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω Σαλώμη.
Το βλέμμα του σταμάτησε στη μέση της και ξαναγύρισε στα μπουρνούζια.
- Σούλη.
- Ναι Ορφέα…..
- Μισά μπουρνούζια δίνεις; Μισή Σαλώμη χάνεις.
Σχεδόν αμέσως ακούστηκαν οι φωνές της.
- Αχ!!! Ιησού... Αγάπη μου…... Καλέ...Τι έπαθαααα…... Ααααααα……. Χριστέ μου…..
- Εδώ είμαι μωρό μου….τι φωνάζεις;
- Μα…..μισοχάθηκα η πριγκίπισσα…δεν με βλέπεις; Αααααα…κάνε κάτι... ααααα...
- Ορφέα......
- Ναι Σούλη…
- Τέλειωνε.
- Τα θέλω όλα Σούλη.
- Έλα βρε δικέ μου τώρα…..
- Όλα!!!
- Μα…..
- Όλα!!! Δεν το διαπραγματεύομαι και δεν το συζητώ. Όλα!!!
- Ορφέα σύνελθε…
- Είπα όλα!!!!
- Εντάξει. Δικά σου είναι. Πάρτα.
Ανέβασε το βλέμμα του επάνω της και η Σαλώμη, διαλύθηκε σαν σκόνη. Έπαψε να υπάρχει στο χώρο.
- Ουφ......Γλίτωσα. Ορφέα να 'σαι καλά φίλε μου. Χαλάλι σου τα μπουρνούζια. Θέλεις τώρα να πάμε να συζητήσουμε;
- Και βέβαια θέλω. Επί τέλους θα έλεγα. Και που θα πάμε;
- Λέω να πάμε στο γραφείο. Είναι ήσυχα εκεί.
Βγήκανε από το ξενοδοχείο και εκεί στην έξοδο, ο Ιησούς έκανε ένα νεύμα σαν να έλεγε σε κάποιον να έρθει. Σχεδόν αμέσως ακούστηκαν ρόδες αυτοκινήτου να στριγκλίζουν και μία ασημένια Alfa Romeo 147, έκανε την εμφάνισή της παρκάροντας ακριβώς μπροστά τους.
- Σου αρέσει Ορφέα;
- Κούκλα είναι
- Κουκλίτσα να λες.
- Πόσο την πήρες;
- 20.000 ευρώ.
- Ακριβό θα έλεγα.
- Είναι το μεγάλο όμως.
- Καλορίζικο λοιπόν.
- Σε ευχαριστώ. Έλα πάμε.
Πραγματικά το αυτοκίνητο ήταν υπέροχο στην συμπεριφορά του, αλλά και ο Ιησούς, ήταν ένας υπέροχος οδηγός. Σιγά–σιγά, καθώς απομακρυνόταν από το ξενοδοχείο, το τοπίο άλλαζε. Δεξιά και αριστερά από τον δρόμο, υπήρχαν δίπατες μονοκατοικίες με μεγάλους κήπους μπροστά και πίσω.
- Εδώ Ορφέα όπως θα κατάλαβες, μένει η Ελίτ του Παραδείσου.
Εκείνη την ώρα, ένα αποκεφαλισμένο σκυλί άρχισε να γαβγίζει και να κυνηγάει το αμάξι.
- Μα καλά…. πώς γαβγίζει αφού δεν έχει κεφάλι; Είσαστε τρελοί εδώ μου φαίνεται.
- Είναι του πρώτου μου ξάδελφου μωρέ. Εδώ είναι η βίλα του.
- Του Ιωάννη του Πρόδρομου;
- Ναι!! Και ακριβώς απέναντι μένει ο ανεψιός μου ο Ιούδας.
- Ο Ισκαριώτης;
- Ναι!! Βλέπω είσαι καλά πληροφορημένος για το σόι μου.
- Μπράβο βίλα ο Ιούδας.
- Ο Ιούδας Ορφέα έχει πήξει στα λεφτά.
- Δηλαδή;
- Ε τι δηλαδή; Δεν τολμάω να περάσω από εδώ και με ρημάζει στα φιλιά. Σαράντα φορές την ημέρα γίνεται αυτό. Τα ευρώ του τρέχουνε από τα μπατζάκια.
Ακριβώς εκείνη την στιγμή, ένας γεροδεμένος και ηλιοκαμένος άντρας βγήκε από τη βίλα, στάθηκε μπροστά στο δρόμο και αφού αναγκαστήκανε να σταματήσουνε, τους πλησίασε και φιλώντας τον Ιησού φώναξε.
- Γειά σου Δάσκαλε!!!
- Είναι “κολλημένο” το άτομο Ορφέα.
- Το βλέπω.
- Παρ’ όλ’ αυτά, τα οικονομάει.
- Και…...από πού πληρώνεται; Πώς;
- Από πού πληρώνεται; Μα τι ερώτηση είναι αυτή; Από το σύστημα Ορφέα. Από το σύστημα. Κάθε φιλί και 30 ευρώ. Του τα καταθέτουν στο λογαριασμό του, στην τράπεζα.
- Μήπως θέλετε να φιλήσω κι’ εσάς; -είπε ο Ιούδας- αφού είστε φίλος του θείου μου, θα σας κάνω έκπτωση.
- Όχι χρυσέ μου!! Όχι!! Ηρέμησε σε παρακαλώ….. Μπαααααα…..
Λίγο πιο κάτω, μία επιγραφή τους πληροφόρησε ότι πλησιάζανε σε διόδια και πράγματι σε λίγο σταματήσανε γιατί ένα κοντάρι τους έφραζε το δρόμο. Ένας ασπρομάλλης γέρος τους πλησίασε ζητώντας το αντίτιμο για να τους αφήσει να περάσουνε. Ο Ιησούς έβγαλε και του έδωσε 2 ευρώ.
- Μα καλά …..πληρώνεις και εσύ διόδια;
- Μπορώ να κάνω και αλλιώς; Ο Θείος μου είναι μωρέ.
- Ο Ματθαίος;
- Ναι!! Νομίζει ότι είμαστε ακόμα στην Ιουδαία και ότι είναι ακόμα τελώνης. Ε κι’ εμείς, αφού αυτό τον κάνει χαρούμενο, τον αφήνουμε να το πιστεύει. Τον είχα ξέρεις για να μαζεύει τους φόρους. Ο Ιούδας είχε το ταμείο.
- Ξέρω…ξέρω.
Σε λίγο φτάσανε σε μία μονοκατοικία που ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες και κάπως απομακρυσμένη. Ο Ορφέας κατάλαβε ότι ήταν το σπίτι του Ιησού. Πρόσεξε ότι είχε τρεις ορόφους και ήταν στην μέση ενός τεράστιου οικοπέδου. Γύρω–γύρω είχε κήπους, γκαζόν, σιντριβάνια και δυο πισίνες. Σωστό ανάκτορο.
- Έτσι είναι όπως το σκέφτεσαι Ορφέα.
- …………….
- Μην απορείς. Άκουσα την σκέψη σου. Τι διάολο Θεός είμαι;
- Μισό λεπτό Σούλη…..
- Τι συμβαίνει Ορφέα;
- Μισό λεπτό θα γυρίσω. Πάω να ρίξω ένα χαστούκι στον Μάρκο.
Ξεσπάσανε και οι δύο σε γέλια, όταν ένας άγγελος-παρκαδόρος τους πλησίασε, πήρε την κουκλίτσα να την πάει στο πάρκινγκ. Μπήκανε στο σπίτι.
- Στο ισόγειο Ορφέα, είναι το καθιστικό, το μπαρ και η τραπεζαρία. Στον πρώτο όροφο είναι η κουζίνα και η καθημερινή τραπεζαρία, στον δεύτερο είναι οι κρεβατοκάμαρες και τα μπάνια και στον τρίτο έχω το γραφείο μου. Αααα…..και στο υπόγειο έχω τις βιβλιοθήκες, ένα μικρό ταβερνάκι για τους φίλους, το κελάρι και μια αίθουσα μπιλιάρδου.
- Μπιλιάρδο; Γλυκέ μου Απόλλων. Εδώ να δεις σερί που θα πιάσω.
- Είπες κάτι;
- Για το μπιλιάρδο λέω που παίζω με τον Απόλλωνα. Επί τέλους να τον κερδίσω μια φορά. Ελπίζω να το καταφέρω εδώ.
- Ποιος είναι ο κύριος;
- Ο……Απόλλων;
- Ναι…..έτσι δεν τον είπες;
- Χμ…...είναι η μεγάλη μου συμπάθεια. Θα τα πούμε όμως κι’ αυτά κάποια στιγμή….
Ανεβαίνανε ήδη την σκάλα για τον δεύτερο όροφο όταν μια πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα τους πλησίασε.
- Αγόρι μου !!
- Μητέρα !!
Η Μαρία αγκάλιασε τον Ιησού με πολύ αγάπη και εκείνος ανταποκρίθηκε το ίδιο. Αμέσως μετά, κοίταξε τον Ορφέα και έβαλε τα κλάματα. Μέσα από τους λυγμούς της μπόρεσε να ρωτήσει.
- Ρωμαίος είναι ο κύριος καμάρι μου; Θα σε σταυρώσει;
- Μαμά, σε παρακαλώ ηρέμησε. Πόσες φορές θα σου το πω. Δεν υπάρχουν Ρωμαίοι πια. Ο Ορφέας είναι φίλος. Ο Πατέρας πού είναι;
- Ο Γιαχβέ αγόρι μου είναι στον κόσμο του. Παίζει Age of Empires. Πώς τον είπες τον φίλο σου;
- Ορφέα Μητέρα. Ορφέα.
Στο άκουσμα του ονόματός του Ορφέα, τα κλάματα χειροτέρεψαν. Η Μαρία, το συνέδεσε με την σταύρωση και αυτό έκανε τον Ορφέα να νοιώσει αμήχανος. Ευτυχώς ο Ιησούς το αντιλήφθηκε.
- Ορφέα, ανέβα σε παρακαλώ στο γραφείο και θα έρθω. Λίγο να την ηρεμήσω και θα έρθω. Κάθε μέρα η ίδια ιστορία. Ουφ….
Ανέβηκε τα σκαλιά και ένας μακρύς και φαρδύς διάδρομος τον οδήγησε στην μοναδική πόρτα που ήταν στο βάθος. Την άνοιξε και βρέθηκε σε ένα τεράστιο όροφο–γραφείο που ήταν ανετότατο. Αυτό λοιπόν ήταν το γραφείο του …Θεού. Αποφάσισε να το περιεργαστεί. Κάθισε στην διευθυντική πολυθρόνα και άφησε τα μάτια του να αλητέψουνε στον χώρο. Αριστερά από την πόρτα, ήταν ένα πλήρως εξοπλισμένο μπαρ και δεξιά της ένα τραπέζι συμβουλίου με 13 καρέκλες. Πρόσεξε ότι η μία ήταν ψηλότερη από τις υπόλοιπες. Ασφαλώς αυτή ήταν του ….προεδρεύοντος Θεού!! Πίσω του ο τοίχος, ήταν ολόκληρος από διάφανο κρύσταλλο αφήνοντας να φαίνεται ένα τοπίο από σύννεφα κάθε λογής. Αραιά, πυκνά, μικρά και μεγάλα, αλλά όλα άσπρα. Σηκώθηκε και πλησίασε το μπαρ. Ένα Gordon’s με τόνικ δεν ήταν άσχημη ιδέα. Ψάχνοντας για παγάκια πρόσεξε μία χαμηλή πορτούλα ακριβώς πίσω από τη μπάρα. Την άνοιξε και βρέθηκε σε έναν άλλο χώρο. Ο χώρος αυτός ήταν επίσης μεγάλος αλλά ήταν διαφορετικός. Εδώ υπήρχε ένα κρεβάτι, ένα μικρότερο γραφείο, ένας υπολογιστής, ένα w.c. και μία κουζίνα. Εδώ, ήταν το πρόχειρο ησυχαστήριο του Ιησού. Έφτιαξε το τζιν και επανήλθε στο κυρίως γραφείο ακριβώς την στιγμή που έφθασε και ο Ιησούς.
- Λοιπόν Ορφέα πως σου φαίνεται ο χώρος μου; Α!! Ωραία. Βλέπω ότι τακτοποιήθηκες.
- Ωραία είσαι εδώ Σούλη.
- Πιστεύω να με βοηθήσεις να φτιάξουμε εδώ τα πράγματα ακόμα καλύτερα.
- Τι θέλεις δηλαδή;
- Ορφέα, θέλω να φτιάξω πολλά πράγματα εδώ. Μην κοιτάς τόσα χρόνια που δεν το έκανα. Δεν είχα ούτε τον τρόπο, ούτε το δικαίωμα. Όλα αυτά τα χρόνια, ο πατέρας μου κυριαρχεί εδώ. Αλλά καταλαβαίνεις, ο τόπος χρειάζεται ανανέωση. Δεν μπορούσα όμως να κάνω τίποτα.
- Και τώρα μπορείς; Άλλαξε κάτι;
- Ναι!! Τον έψησε η μάνα μου να μου κάνει τον Παράδεισο γονική παροχή. Κερδίζουμε βλέπεις έτσι αρκετά από την εφορία. Έλα μαζί μου.
Βγήκανε στο μπαλκόνι.
- Βλέπεις εκεί; Όλη αυτή η τεράστια έκταση κάτω από τα σύννεφα αυτά, θέλω να διαμορφωθεί. Σκέφτομαι να κάνω εκεί ένα Village Cinemas, αλλά καταλαβαίνεις τα θέλω όλα. Μια πολιτεία ολόκληρη θέλω εκεί. Ακριβώς απέναντι και προς τα δεξιά, θέλω να φτιάξω κάτι ανάλογο του “Μύλου”.
- Καλά …….αλλά……..πως έτσι;
- Μα δεν είναι ζωή αυτή που κάνουνε εδώ. Τους έχει φάει η ανία και η πλήξη. Λίγη ζωντάνια θέλω. Κακό είναι;
- Όχι βέβαια. Δεν είναι κακό.
- Να βγαίνει ο άλλος έξω και να έχει επιλογές βρε παιδί μου. Να πάει στο σινεμά του, να πάει στο μπαράκι του, να πάει στο κλαμπάκι του, να ακούσει κάνα καλό γκρουπάκι, να πάει στο ταβερνάκι του, να ζωντανέψει λίγο η κατάσταση. Άσε που θα χτυπήσουμε και την ανεργία με αυτό τον τρόπο. Τόσες ψυχές θα βρουν μια απασχόληση με όλα αυτά.
- Και από μένα τι θέλεις;
- Εσύ θέλω να αναλάβεις την καλλιτεχνική επιμέλεια του όλου θέματος. Ποια γκρουπάκια θα έρχονται να παίζουνε εδώ, αλλά και τι είδους ρεπερτόριο θα παίζουν στα μπαράκια.
- Α……μάλιστα. Θέλεις μία καλλιτεχνική μελέτη δηλαδή……
- Και όχι μόνο μελέτη. Θέλω να έχεις και την γενική διεύθυνση του όλου θέματος και να ξέρεις ότι θα έχεις ότι μου ζητήσεις. Δεν είναι δυνατόν όλη την ημέρα από τα ηχεία που βρίσκονται διάσπαρτα παντού να ακούγονται ύμνοι του Δαυίδ. Δεν έχουμε δηλαδή τίποτα άλλο να ακούσουμε;
- Δηλαδή εσύ θέλεις ανανέωση εφ’ όλης της ύλης.
- Ναι Ορφέα. Εφ’ όλης της ύλης. Καλά το είπες. Θα το αναλάβεις;
- Θα σου κοστίσει πολλά εκατομμύρια ευρώ αυτή η ιστορία.
- Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα το αναλάβεις;
- Το θέλεις πολύ;
- Like a crazy.
- It ’s a deal.
- Επί τέλους.
- Πρέπει να φύγω όμως τώρα.
- Μα γιατί;
- Είμαι καλεσμένος σε ένα πάρτι μεταμφιεσμένων. Θέλω και λίγο χρόνο να ετοιμαστώ. Θα σου έχω μια μελέτη έτοιμη πολύ σύντομα.
- Εντάξει. Θα στείλω κάποιον να σε πάει κάτω και όσο για εκείνο, μην ανησυχείς. Το διόρθωσα. Μπορείς να πας στο πάρτι και να κοιτάξεις όποια θέλεις.
- Οκ!! Σε ευχαριστώ Σούλη.
- Την άλλη εβδομάδα θα κανονίσω μία συνάντηση και θα σε ειδοποιήσω. Πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες ανακοινώσεις.
Το πάρτι, ήταν επιτυχημένο. Από την αρχή όμως, ο Ορφέας είχε μία διαίσθηση ότι κάτι θα του συμβεί. Θα μπορούσε να περάσει πολύ καλά, αν δεν μπερδευότανε με τα …..πέπλα. Σε αυτό το πάρτι, Ο Ορφέας γνώρισε μια γυναίκα. Την πρόσεξε που ήταν μόνη της και το πρόσωπό της του φάνηκε γνωστό. Δεν μπορούσε όμως να θυμηθεί από που την ξέρει. Την πλησίασε.
- Καλησπέρα.
- Καλησπέρα.
- Ορφέας.
- Μαρία.
- Πως και είσαι μόνη Μαρία;
- Σε περίμενα Ορφέα.
- Εμένα; Πώς γίνεται; Δεν καταλαβαίνω…
- Θα μου φέρεις κάτι από το μπαρ;
- Φυσικά. Τι προτιμάς;
- Το αφήνω σε σένα.
Πήγε στο μπαρ να φροντίσει για το ποτό της. Γύρισε και κοιτάζοντάς την έμεινε……. άναυδος. Μπροστά του είχε την………. Σαλώμη. Πως δεν το κατάλαβε πιο πριν; Γι’ αυτό του φάνηκε γνωστό το πρόσωπό της. Άλλωστε και το Μαρία δεν είναι τυχαίο. Που να το φανταστεί; Ολόκληρο το όνομά της ήταν Μαριάμ–Σαλώμη Β’ και ήταν κόρη του Ηρώδη–Φίλιππου και της Ηρωδιάδας. Τυλιγμένη μέσα στα επτά πολύχρωμα πέπλα της, τον κοίταζε με μία εκπληκτική σιγουριά σαν να ετοίμαζε τον αποκεφαλισμό του. Δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει πως έγινε αυτό. Το μεσημέρι την είχε εξαφανίσει και τώρα δεν μπορούσε να το επαναλάβει. Ο Ιησούς του είχε αφαιρέσει αυτή τη δυνατότητα πριν από μερικές ώρες. Παρ’ όλο που δεν ένιωθε το κεφάλι του πολύ σταθερό στους ώμους του, προσπάθησε να βρει λίγη ψυχραιμία και να σκεφθεί. Αν εξαφάνισε την Σαλώμη στον Παράδεισο και την ξαναβρήκε στη Γη, τότε ίσως όσες είχε κοιτάξει στην Γη και είχαν εξαφανιστεί, να βρίσκονταν στον Παράδεισο. Δεν κατάλαβε πως έγινε, αλλά πρόσεξε ότι σιγά-σιγά, όλοι τους είχαν κυκλώσει και όλα τα μάτια ήταν πάνω στην πριγκίπισσα. Εκείνη τον κοίταξε ειρωνικά.
- Με γνώρισες λοιπόν Ορφέα;
- Ναι …….αλλά ………πως γίνεται; Αφού…….
- Αφού με εξαφάνισες θες να πεις; Μα κάπου πρέπει να βρίσκομαι Ορφέα. Τίποτα και κανείς δεν διαλύεται. Όλοι και όλα έχουν τη θέση τους κάπου. Εγώ ήρθα εδώ γιατί η αιτία της εξαφάνισής μου είσαι εσύ και είσαι εδώ. Άθελα σου με τράβηξες κάτω.
- Και όσες έχω κοιτάξει στο παρελθόν που έχουν πάει;
- Εδώ είναι αλλά δεν τις βλέπεις. Στην πραγματικότητα δεν έχουν εξαφανιστεί.
- Τι θες να πεις;
- Οι ζωές σας δεν ταιριάζουν Ορφέα. Και αφού δεν ταιριάζουν, δεν συναντώνται. Αυτό είναι.
Ένιωσε περίεργα και δεν είχε άδικο. Του έδωσε την τσάντα της και το ποτήρι της, προωθήθηκε στο κέντρο του κύκλου και άρχισε να λικνίζεται στο ρυθμό μιας ανατολίτικης μελωδίας. Εκείνη τη στιγμή πέρασε δίπλα του. Σχεδόν τον άγγιξε και ένιωσε το άρωμά της. “Elixir”. Δεν το ένιωσε “δικό του” αυτό το άρωμα. Του ήταν ένα άρωμα ξένο που ναι μεν, τον συγκρότησε αμυντικά, αλλά ένοιωθε παγιδευμένος. Τι κι’ αν το κεφάλι του κινδύνευε; Αποφάσισε να απολαύσει τον χορό αυτής της ωραίας γυναίκας κι’ ας ήταν αυτή η τελευταία του νύχτα. Προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα από τα πέπλα και να δει σαν Ιησούς, ότι έβλεπε εκείνος όταν την είχε στην αγκαλιά του. Εκείνη ακριβώς την στιγμή ήρθε και στάθηκε μπροστά του. Το φιδίσιο της κορμί άρχισε να τον τριγυρίζει ενώ ταυτόχρονα με το χέρι της πήρε το καπέλο του και το φόρεσε.
- Το χρειάζεσαι Ορφέα;
Ένοιωσε σαν να τον βάλανε στην πρίζα. Σκέφτηκε πως δεν το χρειάζεται. Αφού σε λίγο θα ήταν ένας αποκεφαλισμένος τι το χρειάζεται το καπέλο;
- Θα πάω στο μπαρ Σαλώμη. Θέλεις να σου φέρω άλλο ένα ποτό;
- Όχι άλλο Ορφέα. Σε ευχαριστώ. Όμως δεν θέλω να φύγεις τώρα. Θέλω να με βλέπεις.
- Αααα….μάλιστα. Χαίρε Σαλώμη. Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν.
Κοίταξε τριγύρω. Ζήτησε το 4ο τζιν από το μπαρ και αποφάσισε να δει αυτό το έργο μέχρι το τέλος. Σε λίγο, η Σαλώμη τέλειωσε το χορό της και τον πλησίασε.
- Ορφέα…
- Ναι Σαλώμη…
- Ήρθε η ώρα να φύγω. Θα με συνοδεύσεις;
- Μα φυσικά Πριγκίπισσα. Φυσικά.
Την πήγε μέχρι το αυτοκίνητό της, μπήκανε μέσα και κάθισε δίπλα της. Τα πέπλα έπαιζαν ένα περίεργο παιχνίδι στο οπτικό του πεδίο. Έβλεπε έτσι το κόκκινο να έρχεται από το πουθενά, να σκεπάζει το ένα της στήθος, να πηγαίνει πίσω από την πλάτη και εκεί που έλεγες ότι λογικά θα έπρεπε να ξαναφανεί κάπου στην μέση της, αυτό έβγαινε πάνω στον αριστερό της μηρό δίνοντας την θέση του στο γαλάζιο που φαίνονταν να υπάρχει μόνο στην μέση της. Ένα παρόμοιο παιχνίδι έκανε το πράσινο πέπλο μαζί με το κίτρινο που μπερδεύονταν όμως με το βεραμάν και το μοβ.
- Θα μου πεις την ιστορία της ζωής σου Ορφέα;
- Για ποιο λόγο παρακαλώ;
- Θέλω να σε …γνωρίσω.
- Τώρα έτσι όπως είμαι ζαλισμένος; Καλύτερα να σου τη στείλω με e-mail.
- Ο Ορφέας με το χιούμορ του…
Σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε τα δικά της και καθώς έσκυψε να την φιλήσει, εκείνη τον αποκεφάλισε ακαριαία στο επόμενο δευτερόλεπτο. Έκλεισε τα μάτια και ένιωσε το κεφάλι του να πέφτει στα πόδια του. Στα τυφλά, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Παραπατώντας και με το κεφάλι του στα χέρια, βγήκε στον δρόμο και πήρε ένα ταξί.
- Στο Νέο Ψυχικό παρακαλώ.
- Έρχεστε από κάπου;
- Ναι!! Από ένα πάρτι μεταμφιεσμένων.
- Και τι έχετε ντυθεί αν επιτρέπετε;
- Ιωάννης ο Πρόδρομος.
(5) Ο …ΠΛΑΣΙΕ
Ο Ιησούς και ο Ορφέας βγήκαν έξω στο μπαλκόνι και πληροφόρησαν τον Απόλλωνα και τον Μάρκο ότι είχαν ετοιμάσει ένα πρωταρχικό σχέδιο δράσης, το οποίο βέβαια θα αναπροσαρμόζονταν ανάλογα με το τι θα συναντούσαν στον δρόμο τους.
- Τα λέγατε;
- Ναι Ορφέα. Ο Απόλλων μου έλεγε για την δημιουργία του κόσμου.
- Αντιλαμβάνεσαι λοιπόν που πρόκειται να βρεθούμε;
- Ναι……..μάλλον.
- Χωρίς μάλλον Μάρκο. Και το ταξίδι είναι μακρύ και δύσκολο. Πως νοιώθεις γι’ αυτό;
- Ομολογώ ότι νοιώθω πολύ δύσκολα. Εσύ Ορφέα;
- Εγώ με τον Απόλλωνα στην “τσέπη” δεν φοβάμαι καθόλου. Ομολογώ ότι είμαι έτοιμος να παλέψω με όλα τα Δαιμόνια που θα συναντήσουμε. Εξ άλλου, τι να φοβηθώ; θα μιμηθώ τον αγαπημένο μου Οδυσσέα.
Ο Ιησούς κοίταξε τον Μάρκο και επενέβη στην συζήτηση.
- Μάρκο……
- Ναι Κύριε…….
- Κερί και λιβάνι. Μπορείς να με λες Ιησού σε παρακαλώ;
- Μα Κύριε……..δηλαδή……θέλω να πω…..….δεν είναι και τόσο εύκολο. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη……..
- Άκουσε Μάρκο. Παρατηρώ ότι ο Ορφέας νοιώθοντας φιλικά με τον Απόλλωνα, έχει άνεση στην συμπεριφορά του. Βλέπω ότι έχει μια συγκρότηση σε αντίθεση με εσένα που δείχνεις χαμένος και διστακτικός. Μήπως θα έπρεπε να με βάλεις και εσύ στην “τσέπη” ;
- Α πα πα πα πα! Μα τι είναι αυτά που λέτε; Δεν γίνονται αυτά.
- Έλα βρε πουλάκι μου. Βάλε με στην “τσέπη” σε παρακαλώ. Να χαρείς ότι αγαπάς.
- Σούλη…….
- Ναι Ορφέα……
- Νομίζω ότι τον πιέζεις και δεν θα καταφέρεις τίποτα. Άσ’ το να γίνει μόνο του.
- Αν γίνει……
- Ναι αν γίνει. Δεν φταίει ο Μάρκος όμως γι’ αυτό. Είναι θέμα…….
- Των προδιαγραφών που λέγαμε;
- …….κουλτούρας πρωτίστως. Η κουλτούρα δίνει τις προδιαγραφές. Ένας λαός σκλαβωμένος και καταδυναστευμένος, δημιουργεί έναν Θεό Δυνάστη. Έναν Θεό που του εναποθέτει την ευθύνη της ελευθερίας του. Έτσι ο κάθε ηγέτης, προκειμένου να “μαντρώνει” και να ελέγχει τον λαό, βάζει τον Θεό μπροστά και τον κάνει φόβητρο. Και είδαμε ότι αυτό λειτουργεί και έχει αποτέλεσμα. Αλλά εδώ έχουμε μία διαφορά. Ο μεν ηγέτης παίρνει το αποτέλεσμα που επιδιώκει, ελέγχει δηλαδή με πολύ άνεση τις μάζες μέσω του Θεού, ο δε λαός αποχαυνώνεται από αυτό το αποτέλεσμα, αλλά δυστυχώς δεν το βλέπει. Δεν βλέπει ότι το να τα περιμένει κανείς όλα από τον Θεό, επιδρά αρνητικά στην σκέψη του, στο πνεύμα του, στην κουλτούρα του, άρα στην εξέλιξη του. Μιλάμε για αποχαύνωση και τα έχουμε τα παραδείγματα. Αυτός είναι άλλωστε ο ρόλος της θρησκείας.
- Μου λες δηλαδή ότι αποχαυνώνω τον λαό μου;
- Όχι εσύ, αλλά ο τρόπος που το σύστημα σε αντιμετωπίζει και σε χρησιμοποιεί, για να ελέγχει τις μάζες. Τι νομίζεις όμως ότι είναι ο Χριστιανισμός;
- Έλα παππού μου να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου.
- Σούλη, εγώ πρέπει να την πω αυτή την κουβέντα. Και αν θες να τα πάμε καλά, θα είσαι μαζί μου ειλικρινής.
- Τι εννοείς;
- Εννοώ ότι έγινε Copy & Paste. Θυμάσαι όταν το έσκασες και πήγες στην Φοινίκη;
- Φυσικά και θυμάμαι, αλλά γιατί τα σκαλίζεις τώρα;
- Μου αρέσει να τα σκαλίζω. Εκεί πήγες γιατί κινδύνευες με σύλληψη. Ναι η όχι;
- Ναι.
- Και πήρες μαζί σου τους πλέον έμπιστους. Τον Σίμωνα, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Ναι η όχι;
- Ναι.
- Ήταν Ιούνιος του 29 και έφτασες στην Φοινίκη την εποχή των εορτών προς τιμήν του Άδωνι.
- Ναι.
- Εκεί πήγες να κρυφτείς, αλλά σε αναγνώρισαν και έφυγες.
- Και που τα ξέρεις εσύ αυτά;
- Έχω διαβάσει τα κείμενα. Το αναφέρει ο ψευτο-Μάρκος στο ευαγγέλιό του: “……και απήλθεν εις τα μεθόρια Τύρου και Σιδώνος και εισελθών εις την οικίαν ουδένα ήθελε γνώναι. Και ουκ ηδυνήθη λαθείν, ακούσασα γαρ γυνή περί αυτού, ης είχε το θυγάτριον αυτής πνεύμα ακάθαρτον, ελθούσα προσέπεσε προς τους πόδας αυτού…….” (Μάρκος Ζ’ 24-25) Είναι περίεργο βέβαια για έναν Θεό να θέλει να κρυφτεί και να μην τον γνωρίσει κανείς. Γιατί άραγε; Και να που σε γνώρισε κάποια, σου χάλασε το ινκόγνιτο και αναγκάστηκες να φύγεις. “…..και πάλιν εξελθών εκ των ορίων Τύρου και Σιδώνος ήλθε προς την θάλασσαν της Γαλιλαίας ανά μέσον των ορίων Δεκαπόλεως.” (Μάρκος Ζ’ 31) Εδώ βλέπουμε και την πονηριά σου. Αν δούμε έναν χάρτη της περιοχής, θα δούμε ότι η Γαλιλαία είναι Νότια των ορίων Τύρου και Σιδώνος. Εσύ όμως έφυγες Βόρεια “ανά μέσον των ορίων Δεκαπόλεως” και έκανες έναν τεράστιο κύκλο για να πας στην Γαλιλαία. Μπέρδεψες τους κατοίκους, έτσι που αν τους ρωτούσαν οι διώκτες σου προς τα πού πήγες, αυτοί θα ορκίζονταν ότι πήγες προς τον Βορρά και άρα θα σε ψάχνανε σε λάθος κατεύθυνση. Σωστά;
- Σωστά.
- Η χρονολογική τώρα τοποθέτηση αυτού του περιστατικού, συμπίπτει με τις θρησκευτικές εκδηλώσεις προς τιμή του Άδωνι. Και ξέρουμε ποιος είναι ο Άδωνις. Είναι ο “Ποιμένας του Ουρανού”. Είναι ο “Αληθινός Υιός του Θεού”. Είναι Εκείνος που θανατώθηκε και Αναστήθηκε σε τρεις ημέρες και που Αναλήφθηκε στους Ουρανούς. Οι κατασκευαστές σου λοιπόν που εκμεταλλεύθηκαν αργότερα αυτό το περί τριημέρου και σε αποκάλεσαν “Ουράνιο Ποιμένα” και “Υιό του Θεού”, δεν μας είπαν στην ουσία κάτι καινούργιο. Εξ άλλου και εσύ δεν μας είπες κάτι καινούργιο όταν είπες “Λάβετε φάγετε τούτο μου εστί το σώμα ……κλπ.” ούτε έκανες κάτι καινούργιο όταν έκανες τον Μυστικό Δείπνο. Το έκλεψες από τα τελετουργικά της λατρείας του Μίθρα. Αλλά και το βάπτισμα του καθαρμού και της άφεσης των αμαρτιών κι’ αυτό κλεμμένο είναι και μάλιστα από τον Ινδουισμό. Πάνω από τριάντα αιώνες οι Ινδουιστές καθαρίζονται και εξαγνίζονται στα νερά του ποταμού Γάγγη. Όταν το 27 έστελνες οδηγίες στον πρώτο σου εξάδελφο τον Ιωάννη τον Βαφτιστή και του μίλαγες για το “Ύδωρ της Ζωής” (Αποκάλυψις ΚΒ’ 17) δεν έκανες τίποτα άλλο από το να αντιγράφεις τον Ινδουισμό. Και ξέρεις ακόμα κάτι; Εκεί που μιλάς για το 666, δεν κάνεις τίποτα άλλο, παρά να αντιγράφεις τον Ταοϊσμό. Υπάρχει αυτό στην “Κινέζικη Σκέψη”. Στην μελέτη για το "Lo-Sou” ο αριθμός του Κακού είναι ο 666. Και βέβαια εσύ την πάρτη σου κοιτούσες και πολύ καλά έκανες. Την ζωή σου ήθελες να γλιτώσεις από τους Ρωμαίους που σε κυνηγούσαν. Ο άλλος όμως;
- Ποιος άλλος;
- Ο πλασιέ.
- Ο πλασιέ; Δεν καταλαβαίνω. Ποιος πλασιέ;
- Ο Σαούλ, που εκμεταλλεύτηκε όλα αυτά, πήρε τον Ορφισμό, τον έκανε Copy & Paste, και δημιούργησε τον Χριστιανισμό.
- Ο κόσμος κάτω τα γνωρίζει αυτά Ορφέα;
- Αυτοί που ερευνούν ναι. Τα γνωρίζουν.
- Έχω μεσάνυχτα από όλα αυτά. Ήξερα ότι κάτι είχε σκαρώσει, αλλά όχι και αντιγραφή. Έκανε αντιγραφή ο Σαούλ;
- Φυσικά. Αλλά πώς να σου το πει; Και τι να σου πει δηλαδή; Ξέρεις Ιησού, ο Χριστιανισμός είναι μια αντιγραφή του Ορφισμού; Λέγονται αυτά τα πράγματα;
- Δεν το πιστεύω Ορφέα. Αποκλείεται. Ο Σαούλ αντιγραφέας; Δεν το πιστεύω.
- Φέρ’ τον τώρα εδώ μπροστά μου.
- Μα τι λες τώρα; Γίνονται αυτά;
- Γιατί όχι; Φέρ’ τον.
- Μα πως να το κάνω αυτό; Να δείξω ότι αμφισβητώ τον Απόστολο των Εθνών;
- Μα εγώ τον κατηγορώ για κλοπή …Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Δεν θέλεις να αποκαταστήσεις τη φήμη του;
- Τον κατηγορείς; Ντροπή Ορφέα. Πρέπει να ντρέπεσαι.
- Δεν ντρέπομαι καθόλου Σούλη. Φέρ’ τον να υπερασπίσει τον εαυτό του.
Ο Ιησούς αμέσως πήρε στο κινητό του τον αριθμό του πλασιέ.
- Πλασιέ…..εεεεε……Σαούλ ήθελα να πω…….
- Ναι Κύριε……
- Έχεις την καλοσύνη να έρθεις για λίγο μέχρι το γραφείο μου, που σε θέλω;
- Συμβαίνει κάτι σοβαρό; Έχω διδασκαλία.
- Διδασκαλία;
- Ναι. Με δύο παρθένες Κύριε και έχω να γράψω και μια Επιστολή σε άλλες δύο αργότερα.
- Και με δύο κι’ όλας; Εδώ μία είχαμε και δεν μπορούσαμε. Να διακόψεις και να έρθεις αμέσως.
- Καλά Κύριε έρχομαι.
- Άκου με δύο……..
- Σούλη είπες κάτι;
- Όχι ……όχι Ορφέα.
- Είπες κάτι για δύο.
- Ε καλά τώρα…….είπε…….
- ……..ότι είναι με δύο…… παρθένες;
- Ναι. Που το ξέρεις; Τον άκουγες;
- Όχι, αλλά είναι γνωστά αυτά για τον πλασιέ.
- Μα γιατί τον λες πλασιέ;
- Γιατί ο άνθρωπος αυτός, είναι ο μεγαλύτερος πωλητής στον κόσμο και μάλιστα όλων των εποχών.
Ο Σαούλ δεν άργησε να έρθει. Η βίλα του άλλωστε, ήταν πολύ κοντά στα Θεϊκά Ανάκτορα. Οι βίλες των Αποστόλων ήταν σε κυκλική διάταξη.
Σχημάτιζαν κύκλους γύρω από τα Θεϊκά Ανάκτορα που βρίσκονταν στο κέντρο. Ανάλογα λοιπόν με τον Αποστολικό βαθμό, βρίσκονταν και στον ανάλογο Αποστολικό κύκλο. Η βίλα του Σαούλ, βρίσκονταν στον πρώτο Αποστολικό κύκλο γιατί ήταν Απόστολος Πρώτου βαθμού, όπως και ο Πέτρος, αλλά και ο Ιωάννης. Ο Σαούλ μπήκε αναψοκοκκινισμένος από την ……….διδασκαλία.
- Έχεις κόσμο …Κύριε;
- Ναι είναι κάποιοι φίλοι εδώ. Να σου συστήσω τον Απόλλωνα, τον Μάρκο και τον Ορφέα.
- Ορφέας; Ποιος Ορφέας;
- Σαούλ γιατί χλώμιασες;
- Ε……..Κύριε…..είμαι λίγο αδιάθετος τελευταία…….δεν……..
- Μήπως …….διδάσκεις πολύ συχνά;
- Ε………ναι ….και έχω και ………τις ………επιστολές…..και……
- Σαούλ …..
- Ναι Κύριε…….
- Γνωρίζεις τι είναι το Copy & Paste?
- Κύριε, χμ…. θα ήθελα και το εκφράζω ως ευχήν να εδείχνατε ανοχήν εις κάποιαν μικράν απερισκεψίαν που έκαμα τότε και έχω την πεποίθησιν ότι θα μου δείξετε αυτήν την ανοχήν. Διότι σας αγαπώ υπερβολικά μέχρι του σημείου να σας ζηλεύω με ζηλοτυπίαν σαν εκείνην που ο Θεός αγαπά και τρόπον τινά, ζηλοτυπεί τους ανθρώπους. Φοβούμαι Κύριε, μήπως παρασυρθείτε από ψευτοδιδασκάλους και αναρωτιέμαι διατί δίδετε προσοχήν εις τον νέον και αδόκιμον αυτόν διδάσκαλον; Και αν παραδεχθώ ότι είμαι άκομψος και χωρίς ρητορείαν εις την διδασκαλίαν μου, εις κάθε περίπτωσιν δρω, διδάσκω και ενεργώ εις το όνομά σας. Μήπως δεν εκατάφερα να υψωθείτε και να δοξασθείτε;
- Ομολογώ πως ναι.
- Σούλη πες του να σταματήσει. Θα σε “ψήσει”.
- Γιατί; Ωραία τα λέει.
- Θα σε “ψήσει” σου λέω. Σε βλέπω ……χριστιανό σε λίγο.
- Ότι έκαμα Κύριε, εις το όνομά σας το έκαμα. Ερρίφθην εις τας φυλακάς και μαστιγώθηκα από τους Ιουδαίους πέντε φορές με σαράντα παρά μίαν μαστιγώσεις κάθε φοράν. Τρεις φορές κτυπήθηκα με ράβδους, μία φορά λιθοβολήθηκα, τρεις φορές ναυάγησα και μια φορά αποκεφαλίσθηκα.
- Μα βρε Σαούλ, θα μπορούσες να έχεις αποκεφαλιστεί περισσότερες;
- Κύριε, δεν καυχώμαι……
- Σαούλ σταμάτα. Η ομολογία σου είναι αρκετή. Μπορείς να πηγαίνεις. Σε ευχαριστώ. Μίλησέ μου γι’ αυτόν Ορφέα. Γνωρίζεις βέβαια ότι δεν είχαμε ιδωθεί ποτέ όταν ήμασταν κάτω.
- Ναι το γνωρίζω. Ένας Ηρωδιακός Πρίγκιπας ήτανε. Γιος της Κύπρου Β’ και του Αντίπατρου Β’. Η Κύπρος ήταν κόρη του Ηρώδη του Μεγάλου και ο Αντίπατρος, ανεψιός του. Το όνομά του σημαίνει “Ο Ποθητός” αλλά σημαίνει και “Ταραχή”. Όταν γεννήθηκε, το 23, μια μάντισσα καλεσμένη από την μητέρα του, είπε διάφορα πράγματα. Είπε: “Το παιδί αυτό θα πάρει τα όπλα πολύ νέος…...τον βλέπω ακόμα σχεδόν παιδί, να καβαλάει τα άλογα και να οδηγεί πολεμιστές…….δεν γνωρίζει ήττες……μόνο νίκες και αιχμαλώτους……αλλά μια γυναίκα του κόβει το δρόμο……μια νέα γυναίκα……για χάρη της χάνει τη δόξα του και την εύνοια των Θεών…….για ένα διάστημα γνωρίζει και αυτός την ήττα…….τον κυνηγάνε…….οι πόρτες κλείνουν μπροστά του……περνάει τη θάλασσα……και σ’ άλλο τόπο γίνεται κύριος σε ένα καινούργιο βασίλειο…….τον βλέπω κοντά σε έναν μεγάλο άρχοντα……σε μια μεγάλη πολιτεία…….συμμαχεί με δυνατούς ηγεμόνες……προετοιμάζει έναν πόλεμο κρυφό…..τον βλέπω να βάζει φωτιά και και να καίει την μεγάλη πολιτεία…….Φεύγει να σωθεί……παίρνει ένα καράβι και φεύγει…….πάει και κρύβεται αλλού…..σώζεται…….όμως τον πιάνουν……του κόβουν το κεφάλι μέσα στη μεγάλη πολιτεία που είχε κάψει………πετούν το κουφάρι του έξω από το νεκροταφείο……”
- Για ποια πολιτεία μιλάει;
- Μιλάει για τη Ρώμη που την έκαψε το 64.
- Αυτός έκαψε τη Ρώμη; Τα βιβλία του Παραδείσου λένε για τον Νέρωνα.
- Ε ναι. Φυσικό είναι. Τι ήθελες; Να πούνε την αλήθεια; Να πούνε δηλαδή ότι τη Ρώμη την έκαψαν οι χριστιανοί που ο πλασιέ τους είχε βάλει στην πρίζα; Όταν Σούλη καιγόταν η Ρώμη, γινόταν ταυτόχρονα στην Ιουδαία και μία επανάσταση κατά των Ρωμαίων από τον Μαναήμ. Και αυτό, γιατί ήταν έτσι η συνεννόηση που είχε κάνει ο πλασιέ με τον Μαναήμ. Να χτυπήσουν δηλαδή τη Ρώμη από δύο μεριές. Μετά απ’ αυτό, τον κυνηγούσαν 3 χρόνια. Τον έπιασαν και τον αποκεφάλισαν το 67.
- Βίος και πολιτεία δηλαδή ο Σαούλ Ορφέα.
- Εμένα το λες; Εσύ να τα βλέπεις που τον έχεις εδώ υπαρχηγό. Ας ετοιμαζόμαστε όμως τώρα για το ταξίδι, αλλά….
- Τι αλλά;
- Μου κάνει εντύπωση αυτό το περί εκδίκησης που είπες.
- Γιατί σου κάνει εντύπωση;
- Ε, γιατί τη μια λες “να γυρίζετε και το άλλο μάγουλο” και την άλλη λες “όποιος δεν έχει μαχαίρι να προμηθευτεί” τελικά ποιο από τα δύο να κάνουν οι πιστοί σου; Γιατί λες και ξελές;
- Μίλησα εγώ για μαχαίρια;
- Ε βέβαια. Εσύ μίλησες. Εγώ μίλησα;
- Πότε;
- Μην το αρνείσαι Σούλη. Είναι γραμμένο. Το αναφέρει ο ψευτο- Λουκάς. Ήξερες ότι θα σε συλλάβουν. Ο κύκλος γύρω σου είχε στενέψει. Γι’ αυτό και λες: “…και ο μη έχων πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μαχαίραν..” (Λουκάς ΚΒ’ 35) Όταν λες “Ο μη έχων” αναφέρεσαι σε λίγους και εννοείς “Αυτός που δεν έχει ακόμα”. Άρα Σούλη μου, απευθύνεσαι σε οπλισμένους. Και όταν αργότερα σε συνέλαβαν, σε ρώτησαν οι δικοί σου: “Κύριε ει πατάξομεν εν μαχαίρα;” (Λουκάς ΚΒ’ 49) Αυτό σημαίνει ότι είναι όλοι τους οπλισμένοι. Δεν είναι δυνατόν να εννοούν ότι εκείνη την ώρα θα έψαχναν να βρούν μαχαίρια. Άσε που υπάρχει και το άλλο.
- Ποιο άλλο;
- Όταν σε συνέλαβαν, δεν έστειλαν ούτε Δέκαρχο που διοικεί δέκα στρατιώτες, ούτε Εκατόνταρχο που διοικεί εκατό. Έστειλαν Χιλίαρχο και ο Χιλίαρχος Σούλη, διοικεί ολόκληρη λεγεώνα. Και δεν θα έστελναν βέβαια έναν ανώτατο αξιωματικό με μια ομάδα ανδρών. Άρα έστειλαν ολόκληρη λεγεώνα να σε συλλάβει. Έτσι εξηγείται ο Χιλίαρχος. Και εσύ δεν ήσουν εκεί με τους οχτώ κολλητούς σου, αλλά ήσουν με πολύ περισσότερους. Έτσι εξηγείται το “Κύριε ει πατάξομεν εν μαχαίρα” Γιατί δεν μπορώ να φανταστώ ότι οχτώ άτομα θα τα έβαζαν με ολόκληρη λεγεώνα. Το “Κύριε ει πατάξομεν εν μαχαίρα” δεν είναι συμπεριφορά πράων ανθρώπων που ακολουθούν έναν επίσης πράο προφήτη. Είναι συμπεριφορά οπλισμένων ανθρώπων που ακολουθούν έναν Αρχηγό και έτσι εξηγούνται και τα λόγια σου της προηγουμένης ημέρας: “Δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη; Ουχί λέγω υμίν, αλλά διαμερισμόν” (Λουκάς ΙΒ’ 51) και: “Πλην τους εχθρούς μου εκείνους τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.” (Λουκάς ΙΘ’ 27-28) Αυτά Σούλη δεν είναι λόγια ενός Θεού. Είναι λόγια ενός επαναστάτη. Ενός μαχητή. Άφησε τους πιστούς σου να νομίζουν ότι θέλουν και ότι τους βολεύει. Αλλά όταν μιλάς μαζί μου, θα μου λες τα πράγματα με το όνομά τους. Εντάξει;
- Εντάξει Ορφέα. Αλλά δεν ξέρω πως έγινε και ξέφυγαν κάποια πράγματα και γράφτηκαν, ενώ θα έπρεπε να είχαν αποσιωποιηθεί. Μου χαλάνε την εικόνα.
- Μα είναι απλό. Όταν μαζεύεις τέσσερα άτομα και τους βάζεις να αντιγράψουν, αλλά ταυτόχρονα να διασκευάσουν τα πραγματικά κείμενα και τους έχεις σε διαφορετικά σημεία με τις τότε δυσκολίες των αποστάσεων και των επικοινωνιών και αντιγράφει και διασκευάζει ο καθένας ότι νομίζει και όπως νομίζει, ε τότε είναι επόμενο να έχουμε τέτοιες αντιφάσεις, αλλά και λάθη επί λαθών στα Ευαγγέλια.
- Υπάρχουν κι’ άλλα δηλαδή;
- Πάρα πολλά. Δεν τα γνωρίζεις;
- Όχι βέβαια. Πρέπει να ετοιμαζόμαστε όμως.
- Πότε λες να ξεκινήσουμε;
- Το βραδάκι Ορφέα.
- Και από ποια πύλη θα μπούμε; Από την Ελληνική, από την Χριστιανική ή από την Εβραϊκή;
- Τι διαφορές υπάρχουν;
- Ε κοίταξε τώρα, η Εβραϊκή είναι κάπως ασαφής, για να μπούμε από την Χριστιανική ……….βράσε ρύζι.
- Γιατί;
- Ε πρέπει πρώτα να πεθάνω και ……………
- Το κανονίζουμε αυτό βρε. Μην έχεις πρόβλημα.
- Τι κανονίζουμε;
- Σε πεθαίνω τώρα επί τόπου.
- Σώπα ρε Σούλη. Μην κάνεις κάνα αστείο. Εντάξει;
- Θα σε αναστήσω μετά βρε. Μη φοβάσαι.
- Αποκλείεται σου λέω. Ξέχασέ το.
- Μα το έχω ξανακάνει.
- Τι έχεις ξανακάνει;
- Έχω αναστήσει τον Ελεάζαρ. Δεν το θυμάσαι;
- Άσε Σούλη, αυτό ήτανε σκηνοθετημένο και θα τα πούμε αργότερα γι’ αυτό. Προτιμώ να μπούμε από την Ελληνική. Είναι ορατή και άρα προσβάσιμη.
- Και που βρίσκεται αυτή;
- Όλες οι ηφαιστιογενείς ρωγμές, αλλά και τα σπήλαια, είναι είσοδοι. Λέω όμως να πάμε από την Αχερουσία.
- Τι πρέπει να έχουμε μαζί μας;
- Τίποτα.
- Τίποτα;
- Ε ναι. Αφού ότι θέλουμε το φτιάχνεις. Έτσι δεν είναι;
- Χμ………δεν ξέρω αν θα έχω αυτή την ικανότητα εκεί κάτω.
- Τότε τα κινητά μας μόνο.
- Χμ………δεν ξέρω αν θα λειτουργούν εκεί κάτω.
- Διάολε……
Στη στιγμή ο Μάρκος δέχθηκε ένα ηχηρότατο χαστούκι.
- Τι θα έλεγες τώρα Σούλη για λίγη ανάπαυση;
- Είναι και κάτι άλλο Ορφέα.
- Τι άλλο;
- Πρέπει να αποφασίσουμε τι είδους σαμποτάζ θα κάνουμε εκεί κάτω.
- Χμ……..το έχω σκεφτεί αυτό.
- Και γιατί δεν το λες; Τι είναι;
- Θα πάρουμε μαζί μας και τον πλασιέ.
- Τι σκέφτηκες πάλι βρε …….αθεόφοβε;
- Άκουσε Σούλη…… είναι καταπληκτική ιδέα.
- Ακούω…
- Θα κάνουμε τον Εωσφόρο ….χριστιανό!! Και όπως καταλαβαίνεις, ο πλασιέ είναι το πιο κατάλληλο άτομο για αυτή την υπόθεση. Λοιπόν Σούλη πως σου φαίνεται;
- Σατανικό!! Δαιμονικό!! Διαβολικό!! Μάρκο για πλησίασε σε παρακαλώ!!
Ο Μάρκος πλησίασε και ήταν η σειρά του Ορφέα να του ρίξει ένα χαστούκι.
- Αμάν πια….. με έχετε ρημάξει στα χαστούκια. Διάολε!!!
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή το χέρι του Απόλλωνα έπεσε βαρύ πάνω στο μάγουλο του Μάρκου.
- Αααα…. Μα εσείς δεν έχετε τον ….Θεό σας!!
- Λοιπόν Σούλη είναι Θεϊκό!! Είναι η πιο μεγάλη εκδίκηση που μπορείς να πάρεις.
- Θεϊκό. Πως δεν το σκέφτηκα ρε γμτ;
- Δεν πειράζει. Το σκέφτηκα εγώ και κάνει το ίδιο.
- Όμορφα. Και τώρα τι;
- Δώσε εντολή στον πλασιέ να συντάξει την “Προς Δαίμονες” επιστολή του και να ετοιμαστεί για να έρθει μαζί μας.
- Οκ! Θα το φροντίσω. Ας ξεκουραστούμε τώρα.
- Να είμαστε φρέσκοι ε;
- Και ξεκούραστοι για να ξεκινήσουμε.
- Ραντεβού στις οχτώ το βράδυ.
- Οκ!
Ο Ορφέας προσπάθησε λίγο να συγκεντρωθεί μελετώντας την πορεία του ταξιδιού και το σχεδιάγραμμα της Κόλασης. Θα μπαίνανε από τον Βορρά που βρίσκονταν η Αχερουσία και θα κατέληγαν στο Καθαρτήριο των Ψυχών που βρίσκονταν στον Νότο. Άθελά του ταξίδεψε πίσω στο Χρόνο, τότε που είχε κατεβεί πάλι στον Κάτω Κόσμο να πάρει την Ευρυδίκη. Θα την ξανάβρισκε άραγε; Δεν τον ένοιαζαν οι Δαίμονες που θα συναντούσε. Τον ένοιαζε Εκείνη. Ήξερε σίγουρα να οδηγήσει την ομάδα σε ένα ταξίδι που είχε κάνει στο παρελθόν, αλλά δεν ήξερε τι θα έκανε όταν θα την συναντούσε. Μόλις θα άφηνε την ψυχή του στα μάτια της, θα κομματιαζότανε ολόκληρος. Αλλά δεν τον ένοιαζε αυτό. Δεν τον ένοιαζε καθόλου να γίνει κομμάτια και να λιώσει στο κοίταγμά της. Τον ένοιαζε να μην την φέρει σε δύσκολη θέση. Να την κοίταζε αδιάφορα; Του ήταν δύσκολο. Πώς να κλειδώσει την ψυχή του; Θα μπορούσε βέβαια να αποφεύγει να κοιτάζει τα μάτια της. Ήτανε μία λύση αυτό. Προτίμησε να μην το σκέφτεται και συγκεντρώθηκε στο σχεδιάγραμμα. Θα χώνονταν στα σπλάχνα της Γης. Εκεί που ο Ουρανός βύθιζε τα παιδιά του. Η Κόλαση που είχε σχήμα χωνιού, ήταν χωρισμένη σε εννιά κυκλικά επίπεδα που στένευαν προς τα κάτω και οι Ψυχές ανάλογα με το μέγεθος των αμαρτιών τους, βρίσκονταν στο ανάλογο επίπεδο. Όσο πιο μεγάλες αμαρτίες, τόσο πιο βαθιά και πιο στενά. Στο τέλος του χωνιού βρίσκονταν ο ίδιος ο Εωσφόρος. Το ταξίδι δεν ήταν μακρύ σε χρόνο. Ήθελε όμως ψυχικές αντοχές. Έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε.