Πάνε μέρες τώρα που συλλαμβάνω τον εαυτό μου να μην τηρεί τα ήθη. Να κυνηγά τη ροή του χρόνου σε άλλα μονοπάτια και κατευθύνσεις...
Τα καλοκαιρινά μου μεσημέρια συνήθιζα να τα γεμίζω με μουσικές κι αρώματα από την καθημερινότητα. Με
ραδιόφωνο, με διάβασμα, με ματιές σε διάφορα έντυπα, με δροσιστικά σχέδια για κείνο που έρχεται. Με ποιητικές ματιές στο διαδίκτυο και με όνειρα γι’ αυτά που ίσως ποτέ δεν θα θαυμάσω από κοντά. Ήταν οι πιο κατάλληλες στιγμές εκείνες. Η ώρα που τα πάντα ησύχαζαν κάτω από το σκέπαστρο του κλιματισμού για έναν γερό ύπνο με βάθος, και αφοσίωση (μπορεί και διάρκεια). Ο καφές σταθερός σύντροφος και το κινητό σκεπασμένο με αράχνες από την ελάχιστη μα σταθερή χρήση του τελευταίο καιρό (τα καλά των σοβαρών σχέσεων...).
Πάνε μέρες τώρα που συλλαμβάνω τον εαυτό μου να μην τηρεί τα ήθη. Να κυνηγά τη ροή του χρόνου σε άλλα μονοπάτια και κατευθύνσεις. Για παράδειγμα, αν πάρουμε ως δεδομένη τη διαστολή του χρόνου καθώς απομακρυνόμαστε από το κέντρο της βαρύτητάς μας, εγώ με λίγη εύνοια από το περιβάλλον (όση λιγότερη φασαρία μπορεί να επιτευχθεί από γειτόνους και περαστικούς) άρχισα να εκτελώ αστρικά ταξίδια με αναμμένο το κλιματιστικό στο φουλ. Να βλέπω τα πράγματα από ψηλά. Να ανατρέχω στα λήμματα του παρελθόντος και να κρίνω τις πράξεις και τα γεγονότα από την καλή και την ανάποδη. Χωρίς απαραίτητα την ορθότητα ενός ψαγμένου, γνώστη όλων των παραμέτρων. Θέλει τρέλα. Δεν είναι δα και λίγο πράμα να σε πιάνουν κρίσεις κρίσεως μέσα στο κατακαλόκαιρο...
Το
ραδιόφωνο ανάβει.
«Τα όνειρά μου σαν παιχνίδια κουρδισμένα
και το μυαλό μου μια παράξενή πατέντα
οι αναμνήσεις μου μού πιάνουνε κουβέντα
απόψε λέω να παίξω απ’ τα κερδισμένα.
Κι έτσι το δρόμο μου ανάποδα μαζεύω
θυμάμαι όλα της ζωής μου τα λημέρια
τάιζα λύκους και μου τρώγανε τα χέρια
γι’ αυτό παιδεύτικα να μάθω να χαϊδεύω»
Πάντα θα με συγκινεί αυτό το τραγούδι. Κολυμπάει στο χώρο σαν αερικό και χαϊδεύει τ’ αυτιά σαν το πιο απαλό και πικραμένο χέρι. «Ήξερες ότι την ώρα του φόβου του ο ανθρώπινος οργανισμός εκκρίνει ελάχιστη ποσότητα από βιτριόλι στη στοματική κοιλότητα; Όσοι το αντιλαμβάνονται είναι οι αυτοαποκαλούμενοι πικραμένοι.» Τι λες ρε Παύλο; Είναι δυνατόν; Βιτριόλι; Ανεξακρίβωτο μα εδιαφέρον. Κι αν στέκει μπορώ με το δεξί να ρίξω τόνους λάσπη σε τόσα ποιητικά κατορθώματα που θέλουν την πικρία μια όχι και τόσο εξηγήσιμη συμπεριφορά της ψυχής απέναντι στα σκαμπανεβάσματα. Κι αν δεν στέκει; Θα κάτσω στ’ αυγά μου και θα αγναντεύω μακαρίζοντας για την ζωούλα μου και την πατρίδα μου. Έτσι όπως ακριβώς κάνω χρόνια τώρα. Και καλά εγώ που ίσως δεν εκτιμώ σωστά τις καταστάσεις. ‘Αλλοι αναγνώστες κάπως πιο ιδεαλιστές; Πιο ρομαντικοί;
Όταν η σκόνη (από το χώμα) μπαίνει στη μύτη τους, κάποιοι άνθρωποι νιώθουν μεγάλη ευχαρίστηση. Προφανώς γιατί το να νιώθεις τη γη σημαίνει να νιώθεις ζωντανός. Πρόσφατα ανακάλυψα πως είναι κι ο αέρας...
«Ανέκαθεν πίστευα πως ο αέρας είναι μια άλλη λέξη για την αγάπη. Εισπνέεις και εκπνέεις αέρα, ακριβώς όπως εισπνέεις και εκπνέεις αγάπη, ακόμη και το συναίσθημα του γεμάτου που νιώθεις όταν αναπνέεις βαθιά είναι το ίδιο. Ακόμη και ο αέρας που περνά απ’ τα μαλλιά σου μπορεί να’ ναι αγάπη. Αγάπη για τη ζωή, αγάπη για τον άνθρωπο, αγάπη για την ουσία. Όταν δεν υπάρχει ο ήχος του αέρα δεν υπάρχει αγάπη, γι’ αυτό φροντίζω να κρατάω πάντα τα παράθυρά μου ανοιχτά ακόμη και τις κρύες νύχτες του χειμώνα, μήπως ξεμείνω από αέρα, και είναι τόσο κουραστικό να μην μπορείς να ανασαίνεις...»
Αν όλη αυτή η βαβούρα, για τον αέρα και τη σκόνη της γης που φέρνει ο αέρας με το φύσημά του, ανήκουν στη βιβλιοθήκη κάποιου ψευτο-ιδεαλιστή και φαντασιόπληκτου εργένη, μπορώ κι εγώ με τη σειρά μου να ασπαστώ τα περί «βιτριολιού» με την αγάπη ενός τρελού. Αν όχι θα σταθώ στο κύρος των περιστάσεων και θα συνεχίζω να διαβάζω από τη μία την Μαρία Λαϊνά με τα ποιήματά της κι από την άλλη την γλυκιά μου Κάλια με τα γραπτά της από το λύκειο. Πάντα μες στο καταμεσήμερο.