Γράφει ο
Astron24 άρθρα στο MusicHeaven
- Πιστεύεις ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι λεύτερη; Πιστεύεις ότι δεν έχει ο κόσμος ταβάνι παρά μονάχα τον ουρανό;
- Το πιστεύω.
Κάπως έτσι άρχισε η αρχική γνωριμία των πρωταγωνιστών της ιστορίας μας. Νέοι, στο τέλος της εφηβείας τους με το αίμα τους να βράζει από πόθο, πόθο για να γιατρέψουν τον κόσμο και για να γευτούν όλες τις ομορφιές του, τους καρπούς του. Πίστευαν στην ηδονή όπως πιστεύει κάθε πλάσμα που γεννήθηκε μες την αγκαλιά τούτης της γης, κάθε πλάσμα του φωτός που άγγιξε κάποιο πρωί τις αχτίδες του ήλιου και ανατρίχιασε από συγκίνηση. Λες κι είχαν γεννηθεί έξω απ’ την πόλη, και δεν είχαν στάλα σημάδι κοινωνίας πάνω τους. Κι ένα χαμόγελο ήταν πάντα το σύμβολό τους.
Δεν υπήρχε αμαρτία. Λέξη φτιαγμένη από ανθρώπους ανεπαρκείς, από ανθρώπους που θέλανε κάγκελα και σηματοδότες για να βρούνε κάποιο δρόμο να περπατήσουν ίσια. Μα οι έφηβοι της ιστορία μας δεν λογάριαζαν κάγκελα. Και μοναδικό τους στόχο είχαν όποτε τα έβρισκαν μπροστά τους να τα σπάνε, με δύναμη να τα συντρίβουν. Δεν υπήρχε «ίσια» στο βάδισμά τους. Δεν υπήρχε κανένα όριο, κανένας κανόνας στις ψυχές τους, παρά μονάχα άφθονη αγάπη για τη ζωή και τ’ αστέρια.
Μοναδική αμαρτία που αναγνώριζαν οι μικροί αυτοί προφήτες ήταν η πίστη στις θρησκείες που έβαζαν κανόνες κι ορίζανε το καλό και το κακό αυθαίρετα όπως ήθελαν αυτές. Και συνήθως ο τρόπος που το όριζαν ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ψυχή αυτών των νέων, όπως και κάθε νέου. Οι ψυχές τους πλημμυρισμένες από λουλούδια και γαλάζια ελευθερία αναζητούσαν άλλους ανθρώπους, άλλα γενναία πνεύματα για να μοιραστούν την ψυχή και το κορμί τους. Και τότε αρχίσανε να κάνουνε σκέψεις, βλάσφημες σκέψεις ενάντια σε καθετί που είχαν γνωρίσει μέχρι τότε. Αναζητούσαν την αιτία της δυστυχίας του κόσμου: στους κανόνες που βάζει η κοινωνία, στην ενοχοποίηση του έρωτα, στις κάθε τύπου και μεγέθους ενοχές που νιώθει ο άνθρωπος για το οτιδήποτε, μέχρι και για το ίδιο του το σώμα.
Μα κυριότερα μισούσαν το αιώνιο μάτι που βλέπει και παρακολουθεί τα πάντα, το μάτι που εισβάλλει αφιλόξενο στην προσωπική τους ζωή και κρίνει τα πάντα, το μάτι του μονάρχη βασιλιά-Θεού που πολλοί το πίστεψαν μέχρι σήμερα.
Η παρέα είχε κιόλας 3 άτομα -αγόρια όλα. Ξάπλωναν τα βράδια στις παραλίες αγναντεύοντας τα καράβια και μιλούσαν ώρες ατέλειωτες για τα μεγαλόπνοα σχέδιά τους. Τους άρεσε να προκαλούν και να πολεμούν την κοινωνία, γιατί μόνο έτσι πίστευαν ότι θα μπορούσε ο κόσμος να κάνει ένα βήμα μπροστά. «Όπως απ’ το μεσαίωνα πέρασε ο κόσμος στην αναγέννηση, έτσι θα γίνει και τώρα αν ακολουθήσουμε τις καρδιές μας» έλεγε ο μεγαλύτερος, ο Αλέξανδρος. Ίσως να ήταν επηρεασμένος κι απ’ τον συνονόματό του, τον αρχαίο Μέγα κατακτητή γιατί είχε πάρει την τόλμη του, τη σιγουριά του και την πεποίθηση ότι τίποτα πάνω στη Γη δεν είναι ακατόρθωτο αν το θέλει ένας άνθρωπος γενναίος.
-Ασφυκτιώ, ψιθύρισε ο Άρης, δεν αντέχω άλλο, θέλω τόσο να της μιλήσω!
Σα να μην είχε ακούσει λέξη απ’ όσα λέγανε οι άλλοι δυο φίλοι του, ταξίδευε στο μαγικό πρόσωπο εκείνης της ύπαρξης που του στοίχειωσε τα όνειρα. Μα όταν είδε ότι οι φίλοι του ξαφνιάστηκαν, γρήγορα συμπλήρωσε αμήχανα: «ένας λόγος παραπάνω να αλλάξουμε την κοινωνία: να μπορούμε να πούμε στον συνάνθρωπό μας αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε…»
Ο τρίτος φίλος, ο Δημήτρης, λιγομίλητος και εσωστρεφής απ’ την φύση του, κοίταζε μονάχα τ’ αστέρια του νυχτερινού ουρανού ακούγοντας προσεκτικά τα λόγια του Αλέξανδρου που πάντοτε του έδιναν κουράγιο.
Μετά από πολύ ώρα και όταν πια η σελήνη είχε δύσει, ο Αλέξανδρος άρχισε να αναλύει το σχέδιό του:
-Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να ελευθερωθεί ο άνθρωπος και να βρει τον αληθινό εαυτό του: να ελευθερωθεί και ο έρωτας. Δεν είναι ο έρωτας το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο; Ο έρωτας και ο πόθος για τους συνανθρώπους μας, ο έρωτας για τις ιδέες και το πνεύμα μας!
Οι φίλοι του έγνεφαν καταφατικά και άκουγαν με ενθουσιασμό τις σκέψεις του Αλέξανδρου.
-Να, για παράδειγμα, ποιος μας εγγυάται ότι οι άνθρωποι στ’ αλήθεια είναι όντα μονογαμικά; Αν βρίσκαμε δηλαδή κάποτε τον πρώτο άνθρωπο, τον αρχέγονο και τον ρωτούσαμε τι ζητάει από τη ζωή του, θα μας έλεγε ότι θέλει ένα σύντροφο μονάχα κοντά του; Ή μήπως…
-Γνωστό το θέμα -πετάχτηκε ο Άρης- το έχουμε κουβεντιάσει πολλές φορές και καταλήξαμε: δεν είναι κι αυτός παρά ένας κοινωνικός κανόνας. Ένας τρόπος να συντηρείται η κοινωνία.
-Ακριβώς! συνέχισε ο Αλέξανδρος. Τι θα λέγατε να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας ενάντια στο κατεστημένο από εκεί; Να δείξουμε στους ανθρώπους ότι μέχρι κι αυτό που το έχουν τόσο δεδομένο, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα απλοϊκό ανθρώπινο κατασκεύασμα!
Ο Δημήτρης έστεκε γι’ άλλη μια φορά αμίλητος, μα η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο και ολόκληρη η ψυχή του κρεμόταν απ’ τα χείλη του Αλέξανδρου. Τι είχε πάλι στο μυαλό του ο νεαρός αυτός πολεμιστής; Τι νέους τόπους ήθελε να ανακαλύψει και να κατακτήσει;
Άρχισε τότε να μιλάει ο Αλέξανδρος και να εξηγεί τις ιδέες του και τα πεύκα έστεκαν ακίνητα να απολαμβάνουν τον ήχο της φωνής και τις μελωδίες των νοημάτων του. Ο λόγος του είχε μια μαγική αρμονία και ποιητικότητα, όχι γιατί αυτά που έλεγε ήταν οπωσδήποτε σωστά και αληθινά, μα γιατί ολόκληρη η ψυχή και το πνεύμα του κρέμονταν από έναν και μοναδικό σκοπό: την αναζήτηση της αλήθειας. Την αναζήτηση της πραγματικής φύσης του ανθρώπου, πέρα από θεούς, κανόνες και δαίμονες. Και οι τρεις φίλοι ήξεραν ότι αν ήθελαν να βρουν την αλήθεια έπρεπε να φτιάξουν μια δική τους κοινωνία, δίχως τους συνηθισμένους κανόνες, με μοναδικό περιορισμό έναν ιερό σεβασμό απέναντι στις έννοιες της ζωής και της ελευθερίας.
Αποφάσισαν λοιπόν να φτιάξουν μια πρωτοποριακή παρέα, μια ομάδα νέων με σκοπό την απελευθέρωση του ανθρώπου και του έρωτα. Ένα πείραμα ιερό που αν θα πετύχαινε ίσως και να άλλαζε ένα από τα πιο δομικά συστατικά της σύγχρονης κοινωνίας.
Τα νυχτοπούλια από πάνω τους είχαν φτιάξει κύκλο σα να είχαν συγκινηθεί απ’ τα λόγια των νεαρών ποιητών. Μα πιο πολύ ίσως να τους είχε τραβήξει η γαλήνη με την οποία εκφέρονταν τα νοήματα απ’ τα στόματα των τριών φίλων. Και έτσι όπως ο Αλέξανδρος εξηγούσε στους φίλους του την ιδέα του, αυτοί συμπλήρωναν δίχως κανέναν δισταγμό και ήταν σαν όλοι να το είχαν σκεφτεί από καιρό, σα να ήταν προορισμένοι να κάνουν κάτι τέτοιο. Ήθελαν από χρόνια να φτιάξουν μια τέτοια ελεύθερη παρέα που θα υπάκουε μόνο στις αλήθειες της καρδιάς και της φύσης.
«Αν θέλουμε να ερωτευόμαστε και να αγαπάμε, θα το βροντοφωνάζουμε και δεν θα κρυβόμαστε» φώναξε περήφανα ο Άρης, που άλλωστε τον αφορούσε το θέμα γιατί ήταν από καιρό ερωτευμένος μα το ‘κρυβε καλά μέσα στην ψυχή του.
Πέρασαν αρκετές μέρες από εκείνη τη νύχτα και ωρίμασε καλά ο σπόρος της ιδέας αυτής στις ψυχές των τριών φίλων. Ήταν πια πανέτοιμοι να προχωρήσουν.
Άρχισαν λοιπόν μέσα απ’ την καθημερινή τους ζωή να πλησιάζουν συνανθρώπους τους, και με μοναδικό όπλο τον λόγο τους προσπαθούσαν να βρουν νέα μέλη για την παρέα τους.
Δεν ήταν εύκολη διαδικασία. Δύσκολα ανοίγεται ο νους του ανθρώπου σε πράγματα πρωτόγνωρα. Και όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος τόσο οι ιδέες σκουριάζουν και στέκουν αμετακίνητες στο νου του. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που έβαλαν οι τρεις νέοι. Να καταφέρουν να παρουσιάσουν ως λογικά και φυσιολογικά αυτά τα πράγματα που στον κοινό νου της κοινωνίας μας έμοιαζαν ακατανόητα και παράξενα. «Έρωτας ελεύθερος; Έρωτας με διαφορετικούς συντρόφους; Τι εξυπηρετεί τούτη η αμαρτία άρρωστοι άνθρωποι!» τους είπε σοκαρισμένη μια γνωστή τους και έφυγε με γοργό βήμα σα να προσπαθούσε να σωθεί απ’ τα φερέφωνα του διαβόλου.
Ναι, ήταν δύσκολος πολύ ο δρόμος, και το πείραμα αβέβαιο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που θέλησαν να παραδώσουν τα όπλα, που θέλησαν να σταματήσουν την προσπάθεια. Αλλά η υπόσχεση που είχε δώσει ο ένας στον άλλον ήταν ιερή.
Θα προχωρούσαν, κι ας σήμαινε αυτό ότι θα στιγματίζονταν.
Έτσι, με την υπόσχεσή τους, παρ’ όλες τις δυσκολίες, -κι ας μοιάζει σαν παραμύθι- οι τρεις ονειροπόλοι τα κατάφεραν! Σιγά σιγά, πλησίασαν νεαρούς και κοπέλες και τους έπεισαν να πρωταγωνιστήσουν σε αυτό το πείραμα, σε αυτήν την επαναστατική ομάδα για την απελευθέρωση του έρωτα. Όμορφα αγόρια, κορίτσια όμορφα, ταιριαστά μεταξύ τους σαν το χαμόγελο με την άνοιξη. Μάτια μεγάλα εκφραστικά γεμάτα πάθος και όνειρα, χείλια που ποθούσαν να φιλήσουν και να χαρούν όλη την ομορφιά του κόσμου. Και ανάμεσα στους νέους αυτούς ήταν και η κοπέλα που είχε στοιχειώσει τον ύπνο του Άρη, η Ειρήνη. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός και η ευτυχία του Άρη όταν κατάφεραν να την πείσουν να μπει στην παρέα τους που νόμιζε ότι ο κόσμος όλος είχε τελειώσει και πως πια ξανοιγόταν μπροστά του μονάχα ο παράδεισος. Δε το χε φανταστεί κανείς, κανείς δεν το ‘χε διανοηθεί τότε ότι αυτή η είσοδος της Ειρήνης στην παρέα θα ήταν η ίδια η καταστροφή του πειράματος.
Η νεανική παρέα που αριθμούσε 14 άτομα -μισά αγόρια, μισά κορίτσια-, συναντιόταν στην πλατεία της πόλης κάθε βράδυ αμέσως μετά το σούρουπο. Εκεί κάθε φορά, με έναν κυκλικό τρόπο άλλαζαν τα ζευγάρια, έτσι ώστε κάθε νύχτα ο καθένας να βγαίνει με άλλο ταίρι. Η σύναξη αυτή έμοιαζε με λαμπερή νεανική γιορτή, σαν ιερή λατρεία της χαράς και της ομορφιάς. Τα χαμόγελα άστραφταν από πρόσωπο σε πρόσωπο, τα μάτια σίγουρα και υγρά από πόθο και έρωτα, και οι καρδιές σε άγριους ρυθμούς αρχέγονους έδιναν το σύνθημα ότι η βραδιά ξεκινούσε. Οι τρεις φίλοι ήταν πανευτυχείς. Το όνειρό τους είχε πραγματοποιηθεί και η παρέα που είχε δημιουργηθεί ήταν πολύ πιο ζωντανή και όμορφη απ’ όσο μπορούσαν να είχαν φανταστεί.
Η πρώτη σύναξη ήταν πολύ αμήχανη. Κι αυτό γιατί σε αυτή την παρέα είσαι γυμνός από τα ρούχα της κοινωνίας, είσαι γυμνός από προστατευτικές μάσκες και ψεύτικους τύπους και νιώθεις ευάλωτος. Μα μετά απ’ τις πρώτες κουβέντες του Αλέξανδρου όλες οι ανησυχίες χάθηκαν. Κάθε άγχος αντικαταστάθηκε από προσμονή.
Τα επτά ζευγάρια ορίστηκαν και χάθηκαν μέσα στην νύχτα με μοναδικό σκοπό να ζήσουνε έντονα και όμορφα γιατί η νύχτα κρατάει μόνο λίγο. Δεν ήταν αναγκαίο να κάνουν έρωτα, κανείς δεν απαιτούσε κάτι τέτοιο. Μα όσες νύχτες κι αν πέρασαν, δεν υπήρξε ούτε ένα ζευγάρι που να μην το έκανε, γιατί εδώ τα σώματα ήταν γυμνά από ηθικές. Δεν υπήρχε τίποτα που να χρειάζεται να κρυφτεί με ένα παραδεισένιο φύλλο. Όλα ήταν αληθινά. Άλλωστε το γυμνό σώμα αναζητά πάντα την αλήθεια του μες την ηδονή. Και πάντα την βρίσκει και ανταμείβεται πλουσιοπάροχα με την γαλήνη που ακολουθεί.
Πέρασαν πολλές νύχτες ευτυχίας και γιορτής, και όποιος έβλεπε τους νέους αυτούς, τούς ζήλευε και τους φθονούσε. Γιατί, για εκείνες τις μέρες δεν υπήρχε άλλος πιο χαρούμενος άνθρωπος από τα μέλη αυτής της ομάδας. Τα σώματα και οι ψυχές γνωρίστηκαν και οι ψυχές έγιναν ένα. Σκέψου, δεκατέσσερα άτομα που λειτουργούν σαν ένα, τι δύναμη μπορούν να έχουν!
Δεν άργησαν όμως πολύ καιρό να φανούν τα σκοτεινά σύννεφα. Ο Άρης τις τελευταίες μέρες ήταν αμίλητος και σκυθρωπός σαν κάτι να τον τυραννούσε, σαν η καρδιά του να μην έπαιρνε ζωή απ’ την παρέα όπως τον πρώτο καιρό. Και μια βραδιά που είχαν μαζευτεί όλοι για την καθιερωμένη συνάντηση στην πλατεία, δεν άντεξε και λύγισε:
«Δεν το αντέχω άλλο αυτό! Πώς μπορεί άλλος να την αγγίξει όπως εγώ; Ποιος τιμάει το κορμί της, ποιος ριγεί όταν βλέπει τα μάτια της σαν κι εμένα;»
Σταμάτησε μια στιγμή, σα να μετάνιωσε για αυτό το παραλήρημα, μα όλοι είχαν καταλάβει ότι μιλούσε για την Ειρήνη που την αγαπούσε από καιρό. Δεν άντεχε να την βλέπει να φεύγει μες τις αγκαλιές των άλλων αγοριών και τόσο είχε τυφλωθεί απ’ τον πόθο του που φθονούσε τους ίδιους τους φίλους του. Μα ποιος μπορούσε να τον κατηγορήσει; Την είχε αγαπήσει τόσο που ήθελε να της δώσει τα πάντα, τις αναμνήσεις του, τα όνειρά του, τη ζωή του. Μα κανείς άλλος στην παρέα δεν το ένιωθε αυτό στις συναντήσεις τους. Όλοι είχαν μείνει άφωνοι. Μόνο ο Δημήτρης ψιθύρισε με τη σιγανή του φωνή -σα να μιλούσε μόνο για τον εαυτό του «Έχεις δίκιο… κανείς άλλος δε νιώθει όπως εσύ».
Η Ειρήνη ξέσπασε σε κλάματα νομίζοντας ότι έχει ευθύνη για τον πόνο του Άρη και πέρα απ’ τους λυγμούς της, κανένας άλλος ήχος δεν ακουγόταν στην πλατεία. Είχε βαθιά συναισθήματα για τον Άρη και εκείνη μέσα της, μα στο κλίμα της ομάδας δεν τολμούσε να του πει κουβέντα. Και όσο τον έβλεπε να υποφέρει, τόσο μισούσε τον εαυτό της που μπήκε σε αυτήν την παρέα.
Όλοι στέκονταν βουβοί και κοιτάζονταν μεταξύ τους ξαφνιασμένοι σα να επαναπροσδιόριζαν τον ρόλο της ομάδας. Μα περισσότερο τρομοκρατημένος απ’ όλους ήταν ο Αλέξανδρος ο οποίος έβλεπε το δημιούργημά του να καταρρέει. Μετά από ώρα, όταν βρήκε κουράγιο, στράφηκε προς τον Άρη και επιτέλους μίλησε με τρεμάμενη φωνή:
«Πιστεύεις ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι λεύτερη… Πιστεύεις ότι δεν έχει ο κόσμος ταβάνι παρά μονάχα τον ουρανό;»
-Το πιστεύω… απάντησε ο Άρης ανάμεσα σε λυγμούς και δάκρυα, και συνέχισε: «Μα επειδή είμαι λεύτερος, σας το λέω τώρα και να το κρατήσετε φίλοι μου: Εγώ μπορώ να αγαπήσω μονάχα έναν άνθρωπο και να δοθώ εκεί με όλη μου την ψυχή. Δεν μπορώ να σταθώ ανάμεσα στην παρέα σας άλλο γιατί με πονάει…»
-Τι περιμένετε τότε; είπε ο Δημήτρης. Παρ’ την μαζί σου και φύγετε, οτιδήποτε άλλο θα είναι άδικο. Φύγετε γρήγορα πριν τελειώσει η νύχτα και σβήσουν τα όνειρα!
Η Ειρήνη ακούγοντας τα λόγια αυτά προχώρησε και έπιασε τρυφερά το χέρι του Άρη. «Έπρεπε να σου είχα μιλήσει, από την νύχτα που ήμασταν μαζί…» του είπε γλυκά, με ένα χαμόγελο και μια ματιά σαν να κόπασε πια η καταιγίδα, σα να διαλύθηκαν τα σύννεφα και να φανερώθηκε ο Ήλιος. Λίγα λεπτά μετά χάθηκαν μες το σκοτάδι οι δυο τους –για μια βόλτα μόνο- μα δεν ξαναγύρισαν ποτέ πίσω, δεν χρειάστηκε. Οι υπόλοιποι παρέμεναν σιωπηλοί μες την συγκίνηση, με συναισθήματα χαράς για το νέο ζευγάρι αλλά και λύπης γιατί η ομάδα χανόταν.
Ο Αλέξανδρος τότε το κατάλαβε: αργά η γρήγορα η ομάδα θα κατέρρεε, γιατί νέοι έρωτες και νέες ζήλιες θα ξεπηδούσαν απ’ τις ψυχές των νέων. «Πώς μπορούσαμε να ‘μαστε τόσο τυφλοί; Πώς κάναμε τέτοιο λάθος!»
Κι όσο ο Αλέξανδρος συλλογιζόταν τα λάθη και τα σωστά της επαναστατικής του ιδέας, ένα ένα τα μέλη έφευγαν και σκόρπιζαν για πάντα χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Μα τα δάκρυά τους έσταζαν και άφηναν κάτω ανεξίτηλα χρωματιστά σημάδια. Εκεί αργότερα φύτρωσαν λουλούδια, ζωντανά μνημεία μιας ομάδας νέων που κάποτε προσπάθησαν να δαμάσουν τα όνειρα και τις ομορφιές του κόσμου… Το βλάσφημο τούτο πείραμα πέτυχε ή απέτυχε; Το κατεστημένο νίκησε ή οι νέοι; Δεν ξέρω να σας πω. Μα όπως και να ‘χει οι τρεις φίλοι απέδειξαν ότι τίποτα δεν μπορεί να υποδείξει το σωστό και το λάθος, το καλό και το κακό, από την ίδια τους την καρδιά. Μόνο αυτή είναι ικανή να μας χαρίσει το τελικό θριαμβευτικό ταξίδι μας στ’ αστέρια. Μόνο αυτή, τίποτ’ άλλο.
Και βλέπω τώρα, μετά από χρόνια, μπροστά μου πάνω σε ένα βράχο δίπλα στο κύμα τρεις φίλους να συζητούν και πάλι για νέες άγνωστες χώρες, για νέες περιοχές που θα κατακτήσουν, για νέα ταξίδια και για μια κοινωνία αλλιώτική, αληθινή, όπου η καρδιά κι ο έρωτας θα ‘χουν πια ελευθερωθεί…