...Το κανό γλύστραγε πάνω στα ήσυχα νερά της λίμνης. Εκείνη, ξαπλωμένη σ'αυτό, με μια λεπτή κουβέρτα πάνω της, απολάμβανε το ταξίδι. Άλλοτε έκλεινε τα μάτια της και βυθιζόταν στον απέραντο κόσμο των αναμνήσεων κι άλλωτε κοίταζε σιωπηλά τον ουρανο...
.....με τα χιλιάδες μικρά φωτάκια του και το φεγγάρι που κρυβόταν πίσω άπ'τα δέντρα. Διάφοροι ήχοι ακούγονταν γύρω της κι εκείνη δε μπορούσε να ξεχωρίσει τις φωνές της φαντασίας από τις φωνές της πραγματικότητας.
Η νύχτα ήταν φθηνοπωρινή και τα φύλλα των δέντρων έπεφταν πάνω στη λίμνη και μέσα στο κανό, κάνοντας πιο μαγευτική τη διαδρομή.
Πόσες Φθηνοπωρινές νύχτες είχαν περάσει; Και πόσες ακόμα άλλες νύχτες που της χάρισαν στιγμές αξέχαστες,με αντάλλαγμα μια πληγή μέσα της που θα γινόταν σημάδι με το πέρασμα του χρόνου. Αυτή η ήρεμη στιγμή στο κανό όμως τι αντάλλαγμα μπορεί να ζήταγε;Ίσως μια αναδρομή στο παρελθόν,αλλά κι αυτή προεραιτική, εφόσον μπορούσε να κοιτάξει ελεύθερα τον όμορφο ουρανό και να διώξει κάθε ανάμνηση από το μυαλό της. Κι αυτό έκανε. Κάθε αστέρι της χαμογελούσε και το φεγγάρι την παρηγορούσε. Κάτι έλειπε όμως ακόμα. Ένα μικρό κενό υπήρχε ακόμα μέσα της,παρ’όλη τη γαλήνη της ατμόσφαιρας και την μαγεία της στιγμής.
Μια αγκαλιά. Η τρυφερότητα ήταν κάτι που έψαχνε πολύ καιρο τώρα, μέσα από διάφορες αγκαλιές, διάφορων ανθρώπων που βρέθηκαν στη ζωή της, όμως δε κατάφερε να τη νιώσει πραγματικά. Την έδινε απλόχερα αλλά δεν την έπαιρνε πίσω. Σαν να μην ήξεραν οι άνθρωποι ν’αγκαλιάζουν. Σαν να μην είχαν γνωρίσει την αγάπη. Αυτό πίστευε κι αυτό είχε νιώσει. Κανείς από αυτούς δε προσφέρθηκε να της δώσει ούτε λίγο από την αγάπη του, ενώ εκείνη προσπαθούσε να βγάλει τον καλύτερο της εαυτό,ζητώντας μόνο λίγη τρυφερότητα.
Άλλοι δεν ήξεραν τι θα πεί. Άλλοι ήξεραν και φοβούνταν να τη δώσουν. Την έκρυβαν σαν θυσαυρό και τη κράταγαν για τον εαυτό τους. Άλλοι πάλι, είχαν παραμορφώσει την έννοια της σε κάτι βολικό και ψυχρό. Υπήρξαν βέβαια και αυτοί που ήξεραν πολύ καλά τι σημαίνει αλλά υποκρίνονταν ότι την έδιναν για κάποιο δικό τους λόγο. Η προσπάθεια τους όμως πήγε στράφι, αφού τα συναισθήματα προδίδουν τις ψεύτικες κινήσεις.
Ακόμα και η κουβέρτα της χάριζε περισσότερη ζεστασιά από τους ανθρώπους που αγάπησε.
-Συνήθως όταν αγαπάς χωρίς ανταπόκριση,τότε αγαπάς πραγματικά,γιατι μπορείς και πονάς για κάποιον χωρίς να τον κάνεις να πονάει. Είναι σα να δίνεις χωρίς αντάλλαγμα. Σκεφτόταν.
Αν δείς ποτέ να νοιάζονται για σένα χωρίς να περιμένουν κάτι από σένα,γύρνα και σκέψου λίγο παραπάνω για να μη χάσεις την αληθινή αγάπη.
Εκείνο που την είχε πληγώσει πιο πολύ απ’όλα ήταν η ψυχρότητα. Κάθε ψυχρό άγγιγμα κάποιας παλιάς της αγάπης,ήταν και μια πληγή.Κάθε ψέμα που ανακάλυπτε ήταν μια προδοσία που την έκανε όλο και περισσότερο να κλείνεται στον εαυτό της και να φοβάται ν’ανοιχτεί ξανά. Κι αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος της. Δυσκολευόταν να παραμείνει παιδί κι έσκυβε όλο και περισσότερο μέσα της ψάχνοντας και σκαλίζοντας να βρεί αλήθειες μέσα σ’ένα σωρό παλιά,πεταμένα ψέματα και γεγονότα.Άλλαζε χωρίς να το καταλαβαίνει και χωρίς να το θέλει. Μετά πάλι έψαχνε να βρεί τρόπο να διατηρήσει τον εαυτό της κι έκανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Έκανε χίλια δυο πράγματα για να μη ψάχνει αυτά που τη πλήγωσαν. Τελικά πάντα έβρισκε λίγο χρόνο.Ώσπου κάποια στιγμή κουράστηκε. Δεν έβρισκε νόημα πια να σκαλίζει παλιές πληγές. Παραδέχτηκε αυτά που φοβόταν κι αποφάσισε να κάνει ένα βήμα μπροστά.Ίσως αγαπούσε πολύ και τον ίδιο της τον εαυτό κι αυτό ήταν και η βασική αιτία των προβλημάτων της. Δε φαίνεται να έκανε τα πάντα όμως γι αυτόν χωρίς αντάλλαγμα. Ήταν αυστηρή μαζί του και δεν του είχε εμπιστοσύνη. Κατάλαβε ότι πληγωνόταν από τους άλλους επειδή πλήγωνε η ίδια τον εαυτό της.Ρόδα είναι και γυρνάει...
Έτσι,βρέθηκε σ’εκείνο το κανό, μέσα σε μια ήρεμη λίμνη, προσπαθώντας να τα βρεί με τον εαυτό της, για να μπορέσει να τα βρεί και με τους άλλους και να σταματήσει να πληγώνεται και να τη πληγώνουν.
Και η νύχτα έπεφτε και το ταξίδι της στα ήρεμα νερά της λίμνης συνεχιζόταν....