Μια φορά και έναν καιρό σε μια μακρινή πόλη πέρα απ’ τη θάλασσα, ζούσε απομονωμένος ένας μεσήλικας. Δεν έμοιαζε με τους άλλους ήρωες των παραμυθιών. Τα μαλλιά του δεν είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Δεν ζούσε σε καλύβα. Ωστόσο, στο πρόσωπό του φαινόταν η κούραση και η απογοήτευση. Είχε να φάει, να πιεί. Τη ψυχή του όμως κάτι τη βασάνιζε, τη τυραννούσε.
Κάποτε ήταν συνέχεια στους δρόμους. Όχι για βόλτα ή για φλερτ αν και υπήρχαν και αυτά στη ζωή του. Μα πάλευε για το δίκιο των ανθρώπων. Για να καλυτερεύσει η ζωή τους. Ονειρευόταν έναν καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο που όλοι θα ήτα το ίδιο. Δεν τον ένοιαζε γι’ αυτόν. Πολεμούσε για τους άλλους. Εκείνος δεν χρειαζόταν πολλά πράγματα για να είναι καλά. Φώναζε για την ειρήνη των λαών. Φώναζε για να έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες. Όμως και τη ζωή του την απολάμβανε. Χαιρόταν τον ήλιο, τη θάλασσα, τους φίλους. Άκουγε μουσική, έκανε έρωτα, τραγουδούσε, γελούσε ρουφώντας μέρα με τη μέρα τη ζωή. Σπούδασε, έγινε επιστήμονας μόλο που πάντα του άρεσε να κερδίζει τη ζωή του με τα χέρια του. Το κάνω για μένα, έλεγε, και συνέχιζε να δουλεύει με τα χέρια. Δεν τον ένοιαζε η κούραση, ήταν ευτυχισμένος.
Μεγάλωνε μα συνέχιζε.
Είχε ψηλά το κεφάλι και πολεμούσε…..πολεμούσε….πολεμούσε. Χωρίς σταματημό. Χωρίς κούραση. Τη κι αν τον λοιδορούσαν, τη κι αν τον χλεύαζαν. Δεν τον ένοιαζε. Έκανε αυτό που η συνείδηση του τον πρόσταζε. Κάποτε ίσως καταλάβετε, έλεγε. Δεν ήταν παράνομος. Όμως οι άνθρωποι του νόμου τον χτυπούσαν. Ούτε παραβάτης ήταν. Μόνο που ήθελε ένα καλύτερο κόσμο. Έβλεπε παλιούς συντρόφους να φεύγουν ένας ένας. Να συμβιβάζονται. Να γλύφουν εκεί που, όχι πολύ παλιά, έφτυναν και να φτύνουν αυτούς που συνέχιζαν να πολεμούν. Να γίνονται γρανάζια. Να πανηγυρίζουν για τα πλούτη τους, για τα καινούρια ακριβά αυτοκίνητά τους. Μα εκείνος συνέχιζε.
Κάποια μέρα τον κοίταξε μια κοπέλα. Ήταν όμορφη και νέα. Είχε κάτι πελώρια καστανά μάτια και μια διαπεραστική ματιά, γλυκό χαμόγελο και μακριά μαλλιά. Εκείνος βγήκε από την πορεία. Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας; τη ρώτησε. Έλα, και τις έπιασε το χέρι. Εκείνη χαμογέλασε. Δεν θέλω, του είπε. Δεν είναι δουλειά μου. Μα για σένα το κάνω, αποκρίθηκε αυτός. Για να ζήσεις καλύτερα. Εκείνη τον φίλησε. Τον αγκάλιασε. Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; ρώτησε. Μα σου είπα, για σένα. Δε θέλω. Είμαι καλά. Ζω σε έναν κόσμο που έχει απ’ όλα. Πολλά κανάλια στη τηλεόραση, πολλά κομμωτήρια, πολλά χρωμοσαμπουάν, πολλά μπαράκια και πολλούς άντρες. Μα αυτό είναι το όνειρο της ζωής σου; τη ρώτησε. Ναι αυτό, του απάντησε κοφτά. Εσύ τη κέρδισες τόσα χρόνια; Έχεις δίκιο. Τίποτα δε κέρδισα. Στεναχωρήθηκε. Τις άφησε το χέρι και έφυγε. Γύρισε στη πόλη και στο σπίτι. Και τώρα θυμάται εκείνα τα χρόνια που πέρασαν. Θυμάται την χαρά του αγώνα. Θυμάται την όμορφη κοπέλα και τραγουδάει:
Οι σύντροφοι με άφησαν στο δρόμο
Οι έρωτες με ξέχασαν κι αυτοί
Τώρα μόνος απέναντι στο νόμο
Όλοι με τραβάνε απ τ αφτί.
Καμιά φορά οι μπόμπιρες της γειτονιάς μαζεύονταν γύρω του ακούγοντας τις ιστορίες πού έλεγε. Κρατούσε την κιθάρα και άλλες φορές τραγουδούσε μα άλλες πάλι, εξιστορούσε τα συνθήματα που είχε γράψει στους τοίχους της γειτονιάς όταν ήταν μικρός. Για σας το έκανα, τους έλεγε. Και τώρα γιατί δε το κάνεις πια; Τον ρωτούσαν οι μικροί του φίλοι. Γιατί όταν περνάει η διαδήλωση από τον μεγάλο δρόμο δε πας και εσύ μαζί; Αυτός δεν απαντούσε. Έλεγε μόνο έναν στίχο:
Μεγάλωσες μου λένε πια με πόνο
και πρέπει τώρα να σοβαρευτείς
Και εγώ ακούω πάντα με τρόμο
Ότι έχεις και συ να μου πεις.
Και κάποτε ένας μικρός τον ρώτησε: και η κοπέλα; τι έγινε εκείνη η όμορφη κοπέλα; Και κείνος απάντησε πάλι με στιχάκι:
Μα αφού μ αφήσατε όλοι μόνο
γιατί ανησυχείτε και σεις
Εγώ τη κιθάρα παίρνω στον ώμο
περνάω καλά και συ μη νοιαστείς.
Δε ξέρω να σας πω αν πέρασε αυτός καλά και εμείς καλύτερα. Ούτε αν τα στιχάκια του είναι καλά ή όχι. Ξέρω όμως πως υπάρχει. Υπάρχει και πολεμά. Σιωπηρά, βουβά. Μα πολεμά!
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο