Οι «Ιέρνις» είναι ένα συγκρότημα που μελετάει την κέλτικη μουσική παράδοση, διασώζοντας κομμάτια της δημιουργικά, σαν γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους.
Οι «Ιέρνις» είναι ένα πενταμελές συγκρότημα που παίζει κέλτικη μουσική. Το ενδιαφέρον είναι ότι μελετάει το ιστορικό πλαίσιο των τραγουδιών και τους στίχους σε μία προσπάθεια να διασώσει τραγούδια όχι χιλιοακουσμένα. Αυτή η πορεία συναντά τις δυσκολίες της, γιατί τα τραγούδια πρέπει καταρχήν να εντοπιστούν και μετά γίνεται μία δημιουργική επεξεργασία, μουσική επένδυση και εμπλουτισμός τους με σεβασμό στην παράδοση, ξεφεύγοντας, όμως, από μία στεγανή προσέγγιση. Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον και ως σύλληψη, αλλά και ως αποτέλεσμα, καθώς εντοπίζονται ομοιότητες ανάμεσα στην κέλτικη παραδοσιακή μουσική και στην ελληνική τόσο από άποψη συσχετισμών και ανταλλαγών στα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται όσο και θεματολογίας των τραγουδιών.
Άκουσα τους «Ιέρνις» ζωντανά στη μουσική σκηνή του «Μακάρι» στα Εξάρχεια και πράγματι αισθάνθηκα αυτήν τη μεταφορά σε έναν κόσμο πιο κοντά στη φύση, με προβιομηχανικής εποχής εικόνες, μέσα σε δάση, ποτάμια, φυλλωσιές, όπου τα ίδια τα όργανα υποβάλλουν νοητά το τοπίο. Ενώ οι στίχοι, με τη σειρά τους, μεταφέρουν βιωμένες λίγο πολύ καταστάσεις από λαούς που γειτνιάζουν με τη θάλασσα και δεν μπορούν να συγκρατήσουν οικονομικά τον πληθυσμό τους, ο οποίος καταφεύγει στη μετανάστευση. Σε αυτήν τη θεματική παρεμβάλλονται και τα διαχρονικά θέματα του έρωτα, του θανάτου, της απώλειας, της λαχτάρας εν τέλει τού να βουτήξει κάποιος στη ζωή και να την πιει μονορούφι. Μπροστά της, όμως, προβάλλει αδιαπραγμάτευτα το εμπόδιο ή η ανατροπή, ενώ στη συνέχεια με αντιθέσεις και εντεινόμενη αγωνία ξετυλίγεται η αφήγηση.
Για όλα αυτά, για την ιστορία του συγκροτήματος, τα τραγούδια, την παραδοσιακή μουσική και διάφορους άλλους προβληματισμούς ή μελλοντικά σχέδια μιλήσαμε με την τραγουδίστρια του συγκροτήματος, Χρυσούλα Κεχαγιόγλου, ενώ ο Γιώργος Γαλιάτσος και ο Μανώλης Γαλιάτσος μού έλυσαν εκ των υστέρων απορίες συμβάλλοντας εύστοχα και ουσιαστικά στη συζήτηση που ακολουθεί.
Ιουλία Λυμπεροπούλου: Πες μου λίγα λόγια για την ιστορία του συγκροτήματος πριν γίνουν οι «Ιέρνις» που γνωρίζουμε σήμερα.
Χρυσούλα Κεχαγιόγλου: Ας τα πάρουμε με χρονολογική σειρά, γιατί έχει ενδιαφέρον. Παλιά το συγκρότημα λεγόταν «Κέλτοι», αλλά, επειδή υπάρχουν πολλά συγκροτήματα που παίζουν κέλτικα τραγούδια με ανάλογα ονόματα, υπήρξαν προβλήματα με το copyright και το όνομα άλλαξε σε «Ιέρνις». Τον πυρήνα του συγκροτήματος συνιστούν τα αδέλφια Μανώλης Γαλιάτσος και Γιώργος Γαλιάτσος και ο Κώστας Ξυδάκης, οι οποίοι είναι φίλοι και ασχολούνταν με μουσική από την εφηβεία τους. Το ενδιαφέρον τους για την κέλτικη μουσική προέκυψε λίγο μεταγενέστερα, καθώς ασχολούνταν με παραδοσιακή μουσική και με ρεμπέτικο. Ο Μανώλης με το Γιώργο έζησαν κάποια χρόνια στην Αυστραλία σπουδάζοντας και αργότερα δουλεύοντας. Εκεί έκαναν παρέα κυρίως με Ιρλανδούς, επειδή υπάρχει μία συγγένεια στην ψυχολογία και στη νοοτροπία με τους Έλληνες ‒ είναι επίσης πολύ ανοιχτοί και κοινωνικοί. Παίζοντας με Ιρλανδούς, λοιπόν, συνειδητοποίησαν ότι είχαν κοινά στοιχεία στις παραδόσεις και μουσικά και στη θεματολογία των τραγουδιών, και έτσι άρχισαν να ψάχνουν τη σύνδεση, ανταλλάσσοντας πληροφορίες. Εξοικειώθηκαν αρχικά με στοιχεία πολιτισμικά και λαογραφικά της Ιρλανδίας και μετά όλων των περιοχών που αυτοπροσδιορίζονται ως Κέλτες και πιάνουν από Βρετάνη, κάποια μέρη της Μ. Βρετανίας, όπως Σκοτία, Ουαλία κτλ. Ασχολήθηκαν λιγότερο με το αμερικάνικο folk, επίσης, που έχει επηρεαστεί πάρα πολύ γενικά από την ιρλανδέζικη και την κέλτικη μουσική. Οπότε με αυτό τον πυρήνα γεννήθηκαν οι «Κέλτοι» περίπου 15 χρόνια πριν. Ξεκίνησαν τις εμφανίσεις, ενώ ήδη έπαιζαν ρεμπέτικα και παραδοσιακά σε φεστιβάλ στην Αυστραλία. Είχε γίνει, μάλιστα, ένας ντόρος με την ελληνική μουσική, και σταδιακά άρχισαν οι επαφές και με κόσμο που ήθελε να ασχοληθεί με το συγκρότημα και με το συγκεκριμένο είδος.
Έτσι, λοιπόν, προέκυψαν οι «Ιέρνις».
Χ.Κ.: Ναι, στη σημερινή μορφή υπάρχουμε περίπου ένα χρόνο και είμαστε πέντε άτομα. Ο γνωστός πυρήνας, η Ρεγγίνα Σοφού, που παίζει βιολί και ήρθε λίγο αργότερα, και εγώ που τραγουδάω.
Η ιδέα να ονομαστεί έτσι το συγκρότημα ήταν του Γιώργου Γαλιάτσου, ο οποίος βασίστηκε σε μία πηγή για την ερμηνεία της λέξης. Τι σημαίνει, όμως, «Ιέρνις»;
Χ.Κ.: Είναι η ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στο μέρος που σήμερα ονομάζεται Ιρλανδία. Σε ένα ποίημα για το φανταστικό ταξίδι του Ιάσονα στην Αργοναυτική εκστρατεία, το οποίο αποδίδεται στον Ορφέα που ήταν μουσικός, σύμφωνα με τη μυθολογία, εντοπίζεται η πρώτη αναφορά της σημερινής Ιρλανδίας. Η περιγραφή της είναι τέτοια, σαν να την έχει δει. Οπότε δεν ξέρουμε αν το τραγούδι είναι φανταστικό ή αν στηρίζεται σε πηγές από αρχαίους Έλληνες ναυτικούς ή οτιδήποτε άλλο. Πάντως, δίνει στο λαό που ζει στην περιοχή το όνομα Ιέρνις. Υπάρχουν διαφωνίες για την πατρότητα του ποιήματος, αλλά όχι για την αυθεντικότητά του και για το γεγονός ότι η σύνθεση έγινε κάπου 500 χρόνια π.Χ.
Τι σημαίνουν για σένα οι «Ιέρνις»; Τι ρόλο παίζουν στη ζωή σου;
Χ.Κ.: Έχει πράγματι σημασία να συνειδητοποιείς τι αξία έχει για σένα ό,τι κάνεις, που καθορίζει το πώς θα εξελιχθείς και συνδέεται με το πώς αντιδράς ως άνθρωπος. Γιατί είσαι ο κρίκος μίας αλυσίδας, γεγονός που φέρει μία ευθύνη. Οπότε, αν δε φροντίσεις εσένα που είσαι κρίκος, θα σπάσει η αλυσίδα. Και από αυτή την άποψη το σχήμα έχει πάρει μέσα μου μία άλλη διάσταση. Αισθάνομαι, λοιπόν, ότι οι «Ιέρνις» είναι ο τρόπος μου να συμμετέχω πιο ενεργά ως μέρος μίας παράδοσης σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι αυστηρά τοπικό. Και το γοητευτικό του σχήματος, για μένα, που είμαι επαγγελματίας και ασχολούμαι σχεδόν αποκλειστικά με τη μουσική, είναι ότι τα άλλα μέλη του γκρουπ δεν είναι επαγγελματίες. Έχουν, επομένως, όλη την αθωότητα του ερασιτέχνη. Δηλαδή, αυτός είναι ο λόγος που το συγκρότημα υπάρχει 15 χρόνια και είναι σαν να μην υπάρχει. Κάνουν επαγγελματική και υπεύθυνη δουλειά εδώ και 15 χρόνια και ποτέ κανείς τους δεν είχε ασχοληθεί με την προβολή αυτής της προσπάθειας. Ή και με το πώς θα λειτουργήσουν οικονομικά. Γιατί τα παιδιά επενδύουν. Δηλαδή ο πρώτος δίσκος με τίτλο «Beyond a far-off shore» βγήκε με δικά τους χρήματα, θα γίνει απόσβεση σε χ χρόνο. Παρ’ όλα αυτά δεν είχαν μπει ποτέ στη διαδικασία να βγάλουν χρήματα, έστω και για να εξισορροπήσουν τα έξοδά τους. Αυτός είναι και ένας λόγος που στις εμφανίσεις του έχει πολλές φορές και μία ερασιτεχνική χροιά, με την καλή έννοια όμως. Δεν υπάρχει άγχος ότι το πρόγραμμα θα κάνει κοιλιά ή για να είναι «πιασάρικο». Ο κόσμος που έρχεται το καταλαβαίνει και μπαίνει σε μία άλλη λογική. Τα τραγούδια δεν παρουσιάζονται αυστηρά το ένα πίσω από το άλλο. Στο ενδιάμεσο μπορεί να ειπωθεί ένα ανέκδοτο ή μία ιστορία ή να αναφερθεί ένα γεγονός που σχετίζεται με την ιστορία των χωρών, το οποίο σε ένα άλλο μουσικό πρόγραμμα θα ήταν κουραστικό. Γιατί θα ήταν άλλος ο στόχος ενδεχομένως. Εδώ αποτελεί μέρος τού τι θέλει να προσφέρει το σχήμα στον κόσμο και του πώς το βιώνουμε εμείς οι ίδιοι. Για το κάθε μέλος φαντάζομαι ότι θα έχει άλλη σημασία ο λόγος συμμετοχής, για εμένα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Και ανθρωπολογικά ακόμα. Το γεγονός ότι έρχομαι σε επαφή με μία κουλτούρα και μία γλώσσα που δε γνωρίζω, καθώς καλούμαι να μιμηθώ την προφορά και συχνά τις χροιές.
Ο Γιώργος Γαλιάτσος απαντάει σε αυτή την ερώτηση ότι οι «Ιέρνις» είναι το μουσικό σχήμα που του επιτρέπει να εκφράζεται και να παίζει μία από τις μουσικές που αγαπά. Η ενασχόλησή του με την κελτική μουσική είναι καθαρά από μεράκι και ευτύχησε όλα τα χρόνια να συνεργάζεται με μουσικούς που είναι πρώτα φίλοι-αδέρφια και μετά κάλοι και συνεργάσιμοι μουσικοί. Πιστεύει ότι με την πάροδο των ετών έχουν γίνει καλύτεροι ως μουσικοί, με αποτέλεσμα να μεταδίδουν τη χαρά που νιώθουν και σε άλλους ανθρώπους. Έπειτα, οι παραδοσιακές μουσικές είναι εκείνες που τον εκφράζουν καλύτερα, γιατί οι μελωδίες και η θεματολογία των τραγουδιών είναι διαχρονικές, συγκινώντας όσους έχουν ανάλογες ευαισθησίες.
Αντιμετωπίζετε δυσκολίες με αυτό το ιδιαίτερο είδος τραγουδιών;
Χ.Κ.: Ένα θέμα με τα κέλτικα κομμάτια είναι η γλώσσα, γιατί τα gaelic είναι ένα ιδίωμα που μόνο οι Ιρλανδοί έχουν την αγωνία να το σώσουν, δεν ομιλείται σχεδόν πουθενά και διατηρείται πλέον κυρίως μέσω της παραδοσιακής τους μουσικής. Οπότε πολύ συχνά πρέπει να βρούμε τι ακριβώς λέει το κομμάτι και μετά είναι η προφορά, που ζορίζει. Σε όλα αυτά, όμως, δεχτήκαμε πολύ καλά σχόλια. Δηλαδή, έχουν έρθει άνθρωποι με έρευνες στο ενεργητικό τους, όπως είναι η Λαμπρινή Γιώτη ‒ έχει σπουδάσει λαογραφία και ιρλανδική μουσική. Και κάποιοι από το εξωτερικό επίσης. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι είμαστε σε έναν καλό δρόμο. Εντάξει, έχει πολλή δουλειά να γίνει ακόμα και θέλουμε να διαμορφωθεί μία λαογραφική βάση, να υπάρχουν πληροφορίες στα live για συγκεκριμένα γεγονότα που επηρέασαν αυτούς τους τόπους και την παράδοσή τους.
Να δημιουργείται ένα ιστορικό πλαίσιο, για να γίνονται περισσότερο κατανοητά.
Χ.Κ.: Ναι. Αυτό σε ένα βαθμό, βέβαια, ήδη συμβαίνει. Τα παιδιά είναι αρκετά εξοικειωμένα με την ιστορία των τραγουδιών.
Όταν σας παρακολούθησα στο live και εσύ έκανες ωραίους προλόγους για την ιστορία των τραγουδιών, προετοιμάζοντάς μας για το τι θα ακούσουμε.
Χ.Κ.: Ναι, εγώ μιλάω για τη θεματολογία των τραγουδιών. Θεωρώ ότι, επειδή το τραγούδι είναι και λόγος, δεν μπορείς να τον βάλεις σε δεύτερη μοίρα. Πολλές φορές έρχεται και σε πρώτη μοίρα ο λόγος, σε σχέση με τη μουσική. Καλό είναι να υπάρχει ισορροπία, αλλά στην παραδοσιακή μουσική ειδικά η φόρμα είναι απλή, για να δοθεί έμφαση στην ιστορία. Πρέπει, λοιπόν, να βάλεις τον άλλον μέσα σε αυτό, δεν μπορεί να τον αφήσεις να ακούσει ξερά ένα τραγούδι. Αυτό μπορεί να το κάνει στο ραδιόφωνο και να διασκεδάσει.
Δείχνει και φροντίδα για τον ακροατή ‒ θεατή, ιδίως για κάποιον που έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με τέτοια τραγούδια. Τον εξοικειώνεις στρώνοντας ένα χαλί.
Χ.Κ.: Βέβαια, και του δίνεις ένα υπόβαθρο το οποίο λείπει από τη μουσική αυτήν τη στιγμή. Ενώ στις τέχνες γενικά υπάρχει μία τάση σύμπτυξης, δηλαδή βλέπεις μουσικοθεατρικά θεάματα ή μουσικοχορευτικά, δεν υπάρχει η έγνοια για τη σύνδεση ενός κειμένου ή ενός τραγουδιού με την εποχή του, για να ταξιδέψεις το θεατή εκεί. Κάτι πολύ σημαντικό, γιατί μέσα από το ταξίδι αυτό συνειδητοποιεί πόσο κοινά είναι τα στοιχεία. Δηλαδή ένα βήμα ενάντια στο φασισμό και το ρατσισμό που βιώνουμε θα ήτανε να έρθει ο κόσμος μέσα από τη μουσική σε επαφή και να δει πόσο μεγάλες είναι οι ομοιότητες. Ή να διαπιστώσει τις διαφορές και να αντλήσει μέσα από αυτές πληροφορία, για να κάνει καλύτερη τη ζωή του. Οπότε η φιλοδοξία του σχήματος, βάσει αυτού που συζητάμε, πέραν της μουσικής, είναι ο άλλος να εισέρχεται σε έναν κόσμο.
Σε σχέση με τη διαδικασία εντοπισμού των τραγουδιών, της ενορχήστρωσης και «διάσωσης» τελικά του υλικού όπως και για τα κριτήρια επιλογής τους, ο Γιώργος Γαλιάτσος μάς λέει πως κρατούν όσα ξεχωρίζουν για τη μελωδική τους γραμμή και το στίχο. Ως επί το πλείστον είναι τραγούδια ερμηνευμένα ασυνόδευτα από παλιές και επιτόπιες ηχογραφήσεις. Με τα χρόνια κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα αξιόλογο αρχείο. Το ίδιο ισχύει και για τα οργανικά κομμάτια. Πάντα τα ενορχηστρώνουν, βέβαια, με το δικό τους τρόπο και βάσει της δικής τους μουσικής ευαισθησίας, η οποία φέρει επιρροές από όλα τα μουσικά τους ακούσματα.
Από το δίσκο των «Iernis» με τίτλο «Beyond a far-off shore» το κομμάτι «Gloomy Winter’s Noo Awa'», όπου ερμηνεύει η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου.
Έτσι διαμορφώνεται το ρεπερτόριό σας τελικά, που είναι πολύ μεγάλο.
Χ.Κ.: Ναι. Των παιδιών είναι πολύ μεγάλο. Το δικό μου ακόμα δεν έχει φτάσει εκεί που θα έπρεπε, αλλά το δουλεύουμε. Ο επόμενος δίσκος είναι ήδη στα σκαριά. Θα αποτελείται από ηχογραφημένα κομμάτια που βρήκαμε σε εκτελέσεις με γιαγιάδες που τραγουδάνε α καπέλα και τα στήνουμε εμείς. Τα συνδυάζουμε, επομένως, με άλλα gigs ή πολλές φορές τα παιδιά επινοούν εισαγωγές και ανταποκρίσεις. Είναι πολύ γοητευτικό, γιατί μπαίνεις σε μία άλλη κουλτούρα χωρίς να θέλεις να την κάνεις δική σου, με την έννοια την επεκτατική εννοώ, αλλά βάζεις το λιθαράκι σου. Και, επειδή τα παιδιά έχουν τόσο μεγάλη αγάπη γι’ αυτό, γίνεται με έναν τρόπο που δεν είναι προσβλητικός. Τα κομμάτια όντως σου δίνουν έναν αέρα κέλτικο. Δεν είναι ότι βάζουμε ένα οποιοδήποτε μουσικό θέμα κάπου, ίσα ίσα να γεμίσει το κομμάτι.
Ας μιλήσουμε λίγο για τη θεματολογία των τραγουδιών. Τι διαύλους επικοινωνίας βρίσκεις εσύ με την ελληνική παραδοσιακή μουσική; Γιατί, έχοντας τραγουδήσει χρόνια τέτοια τραγούδια, εντοπίζεις πιο εύκολα και εμπειρικά τις ομοιότητες.
Χ.Κ.: Ναι, τώρα πια μπορώ να το κάνω αυτό. Όσοι λαοί ανήκουν στην κέλτικη ζώνη βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, σε κράτη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Στη Σκοτία, για παράδειγμα, είσαι σε ένα άγονο και αποκλεισμένο γεωγραφικά μέρος χωρίς πόρους. Αντιστοιχεί λίγο με τα Ζαγόρια με πιο έντονες κλιματολογικές συνθήκες. Το ίδιο συμβαίνει στην Ιρλανδία, εν πολλοίς και στη Βρετάνη. Οπότε προκύπτει κατευθείαν το θέμα της μετανάστευσης, που είναι ένας κοινός τόπος και οι άνθρωποι το βιώνουν με παρόμοιο τρόπο. Συναντάμε κοινές αναφορές και στη μυθολογία. Όπως εμείς έχουμε την Πηνελόπη με τον Οδυσσέα, για παράδειγμα, που τον περιμένει όσα χρόνια κι αν κάνει να γυρίσει, υπάρχει η ανάλογη θεματολογία σε τραγούδια της Βρετάνης, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας. Στο θέμα της μετανάστευσης βλέπεις το πώς το βιώνουν οι άντρες που φεύγουν, και πώς οι γυναίκες που μένουν πίσω, επιβιώνοντας μόνες. Το θέμα επεκτείνεται και σε ζητήματα πίστης, προδοσίας, για το τι συμβαίνει στα ταξίδια με τις κακουχίες και για το ρατσισμό που αντιμετωπίζουν φτάνοντας στο όποιο μέρος. Άλλο κοινό θέμα είναι, φυσικά, ο έρωτας. Κάτι πολύ ενδιαφέρον που παρατήρησα ως κοινό τόπο είναι η αντιμετώπισή του, ειδικά από την πλευρά των γυναικών, και με σκωπτικά τραγούδια. Οι μεγαλύτερες γυναίκες κυρίως συμβουλεύουν τις μικρότερες να μην εμπιστεύονται τους άντρες, γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν θα μείνει, αν θα φύγει, αν θα είναι πιστός, αν θα ρουφήξει τα καλύτερά σου χρόνια και μετά θα σε εγκαταλείψει. Αυτά είναι διαχρονικά θέματα και αντιμετωπίζονται με παρόμοιο τρόπο.
Οι χρονικές περίοδοι στις οποίες, κατά κύριο λόγο, ανάγονται αυτές οι θεματικές, μαθαίνουμε από το Γιώργο Γαλιάτσο, είναι διάφορες. Εκείνα, όμως, της μετανάστευσης αναφέρονται στο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα του 19ου αιώνα μετά την καταστροφή τη σοδιάς της πατάτας και τη μαζική μετανάστευση σε Αμερική και Αυστραλία.
Στο live είχες πει ένα τραγούδι που αφορούσε τον έρωτα και τη μετανάστευση. Εκεί μας είπες στην εισαγωγή σου ότι μια νέα κοπέλα αγάπησε κάποιον, έφυγε, γύρισε μετά από χρόνια και εκείνη του είχε μείνει πιστή. Η προσέγγιση θυμίζει παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια, καθώς στην παραδοσιακή κοινωνία, τις εποχές διαμόρφωσης τέτοιων τραγουδιών ή και νωρίτερα, ένα ποσοστό των πληθυσμιακών ομάδων του ελλαδικού χώρου, που δεν ήταν δεμένο με τη γη κτλ., είτε λόγω της σχέσης με τη θάλασσα είτε λόγω του άγονου κάποιων περιοχών ωθούνταν στις μετακινήσεις. Έτσι ναυτικοί, για παράδειγμα, χτιστάδες, που έφευγαν μπουλούκια από τα σπίτια τους, διάφοροι πλανόδιοι πραματευτές ή τεχνίτες, που πουλούσαν την πραμάτεια ή πρόσφεραν τις δεξιότητές τους, και άλλοι έφευγαν για μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αφορά τόσο τους ρόλους των φύλων όσο και την έννοια του αποχωρισμού γενικότερα, θέλω να πω, πέραν της μετανάστευσης, που ως πραγματικότητα και αίσθηση πέρασε στα τραγούδια από πολύ παλιά.
Χ.Κ.: Βέβαια. Βλέπεις και το πόσο μοιρασμένοι είναι οι ρόλοι. Υπάρχει και στις δύο περιοχές έντονα. Εδώ, επίσης, επηρέασε η θρησκεία πολύ τα ζητήματα της πίστης. Και στην Ιρλανδία επηρέασε, όταν ο καθολικισμός αργότερα συντηρητικοποίησε τα πράγματα, αλλά εκεί διατηρήθηκε η παλιότερη παράδοση. Υπάρχει ένα τραγούδι στο οποίο η κοπέλα είναι 18 χρονών και λέει στη μητέρα της πρέπει οπωσδήποτε να μου βρεις άντρα, δεν αντέχω. Αλλού αναφέρεται ότι η κοπέλα αρρωσταίνει όταν φτάνει σε ηλικία αναπαραγωγής, και ο άντρας είναι η λύση. Βιολογικά σε μεγάλο βαθμό ισχύει. Είναι εντυπωσιακό, γιατί βλέπεις ότι σε αυτές τις περιοχές υπήρχε κάποτε η νοοτροπία αποδοχής των ενστίκτων. Δηλαδή, και οι γυναίκες, που, υποτίθεται, μπορούν να περιμένουν, για να ικανοποιήσουν τις ορμές τους, δε χρειαζόταν να περιμένουν, σύμφωνα με τα τραγούδια, γιατί έφτανε η ώρα που θεωρείται φυσικό το να συμβεί. Υπήρχε, επομένως, το στοιχείο ότι, όταν έρχεται η κατάλληλη ώρα, ο άνθρωπος πρέπει να συνάπτει ερωτικές σχέσεις. Στην Ελλάδα είναι σπάνιες οι περιπτώσεις. Αν εξαιρέσεις τα γαμοτράγουδα της Τσικνοπέμπτης και κάποια πολύ μεμονωμένα από παγανιστικές περιόδους, ο Χριστιανισμός μάς φόρτισε πολύ με τις έννοιες της πίστης, για τη γυναίκα, της παρθενίας κτλ., δεν υπάρχουν άλλα. Αυτό είναι το ενδιαφέρον, ότι μπορείς, αφορμή των τραγουδιών, να εντρυφήσεις στην ιστορία και στην κουλτούρα ενός άλλου λαού και τόπου. Επιπλέον, μπορείς να οπτικοποιήσεις το ακουστικό ερέθισμα. Γιατί η κέλτικη μουσική έχει κάτι παραμυθένιο, σου έρχονται νερά στο μυαλό, δάση. Το οποίο πιστεύω ότι πρέπει να είναι γοητευτικό για τον κόσμο, καθώς, εκεί που είσαι κλεισμένος σε ένα μαγαζί, βρίσκεσαι αλλού. Ακόμα και τα φλογεράκια τους έχουν υφή άλλης εποχής.
Είστε κάτι σαν μουσικοί λαογράφοι, έτσι όπως το περιγράφεις.
Χ.Κ.: Ναι, ναι. Και γέφυρα είμαστε. Γιατί το να είσαι μόνο τραγουδιστής δεν είναι και πάρα πολύ ενδιαφέρον. Το να γίνεσαι, όμως, γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους σού ανοίγει μία νέα διάσταση, που εγώ τουλάχιστον δεν τη φανταζόμουν για μένα. Σε βοηθάει και στο να αποκτήσεις μία συναίσθηση ευθύνης, αν θέλεις, αλλά και ένα περιεχόμενο που δεν το έχεις από μόνος σου. Δηλαδή, το να τραγουδάς απλώς σε μία παράσταση που εξυπηρετεί μόνο εσένα έχει μία γοητεία, αλλά τελειώνει σε σένα. Έχει πολύ μικρό εύρος. Αν όμως διερευνάς έναν άλλο πολιτισμό κοιτώντας τον με νέο βλέμμα, μπορείς πραγματικά να προσφέρεις κάτι δημιουργικό.
Από το δίσκο των «Iernis» με τίτλο «Beyond a far-off shore» ένα ορχηστρικό κομμάτι με τίτλο «Cremonea».
Ας μιλήσουμε για τα όργανα που χρησιμοποιείτε.
Χ.Κ.: Ναι, είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι. Είναι αστείο το πώς έφτασαν τα παιδιά στο σημείο να παίζουν τόσα όργανα. Στην ουσία, μέσα στη δεκαπενταετία που έχει μεσολαβήσει, επειδή υπήρξαν διάφοροι «κομήτες», συχνά, όταν έλειπε ένα όργανο, αναγκαζόταν κάποιο μέλος του γκρουπ να το μάθει. Με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή ο Γιώργος να τραγουδάει και να παίζει κιθάρα, ιρλανδέζικο μπουζούκι, ενώ στα ελληνικά κομμάτια μαντολίνο και λαούτο. Ο Μανώλης, από την άλλη, να παίζει κιθάρα, ιρλανδέζικο μπουζούκι δικής του κατασκευής, ελληνικό μπουζούκι, μπάντζο και μαντολίνο. Μετά ο Κώστας Ξυδάκης να παίζει τα whistles, τα φλογεράκια, dulcimer, ένα αμερικάνικο όργανο από τα Απαλάχια Όρη, μαντολίνο, ξύλινο φλάουτο, το οποίο πλέον δε χρησιμοποιείται ιδιαίτερα, στην Ελλάδα καθόλου σχεδόν, και μεταλλικό φλάουτο. Στην προσπάθειά τους να διατηρηθεί το σχήμα, για να συνεχίσουν παίζοντας αυτή τη μουσική παράδοση, έμαθε ο καθένας τους πόσα όργανα.
Ο Γιώργης είχε πει και μία ωραία ιστορία στο live ότι βρίσκουν τα μουσικά όργανα σε παλαιοπωλεία πλέον.
Χ.Κ.: Ναι, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί βλέπεις πώς η παράδοση επηρεάζεται από τις κοινωνικές και τις οικονομικές καταστάσεις. Δηλαδή, στην ιρλανδέζικη παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κατά κόρον το ξύλινο φλάουτο. Αυτό αρχικά ήταν φτιαγμένο για την κλασική ορχήστρα. Επειδή όμως ξεκουρδίζει εύκολα, γιατί το ξύλο συστέλλεται και διαστέλλεται, όταν βγήκαν τα μεταλλικά φλάουτα, επικράτησαν στις κλασικές ορχήστρες και έτσι τα ξύλινα φλάουτα κατέληξαν στα ενεχυροδανειστήρια. Οι Ιρλανδοί, ιδίως σε εκείνες τις φτωχές περιοχές, δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν μεταλλικά φλάουτα. Οπότε αγόραζαν τα ξύλινα κοψοχρονιά από τα ενεχυροδανειστήρια, με αποτέλεσμα να γίνουν μέρος της κουλτούρας τους. Όσον αφορά αυτή την κουλτούρα, είναι ωραίο να βλέπεις πόσο ζωντανή είναι. Απορροφά διαρκώς νέα στοιχεία. Το ιρλανδέζικο μπουζούκι ήταν μία μετεξέλιξη, για παράδειγμα, καθώς το μπουζούκι έφτασε στην Ιρλανδία τη δεκαετία του ’60. Πάρα πολύ πρόσφατα, επομένως, και παρ’ όλα αυτά βλέπεις ότι υιοθετούν ένα νέο στοιχείο που εισχωρεί τόσο δυναμικά στην κουλτούρα τους.
Γιατί λες να έγινε αυτό; Συμπλήρωσε κάποιο κενό;
Χ.Κ.: Μεγάλο κενό δε νομίζω να υπήρχε, γιατί έχουν το μαντολίνο. Ίσως, όμως, να βόλεψε ως κατασκευή, γιατί έχει πιο μεγάλο μπράτσο, δεν υπήρχε ίσως τόσο εύκολη δακτυλοθεσία. Όπως είναι σε εμάς το τρίχορδο με το τετράχορδο μπουζούκι, όπου το τετράχορδο έχει πιο μεγάλη ευχέρεια να παίξεις δεξιοτεχνικά, λόγω της μίας παραπάνω χορδής. Λειτουργικά πιστεύω τους βοήθησε, και το υιοθέτησαν ως υγιής πολιτισμός.
Ο Γιώργος Γαλιάτσος μάς αφηγείται την ιστορία του ιρλανδέζικου μπουζουκιού, που ξεκίνησε το 1967 όταν ένας Ιρλανδός επισκέφτηκε την Ελλάδα, και συγκεκριμένα τη Θεσσαλονίκη. Επιστρέφοντας στην Ιρλανδία έφερε μαζί του ένα ελληνικό τετράχορδο μπουζούκι. Το πήρε στα χέρια του ο μουσικός Johnny Moynihan και στη συνέχεια οι Donal Lunny και Andy (Andrew) Irvine και το προσάρμοσαν στη δική τους παραδοσιακή μουσική ως συνοδευτικό και σόλο όργανο με κάποιες μικρές παρεμβάσεις. Δηλαδή, το κοίλον πίσω μέρος του σκάφους έγινε επίπεδο και άλλαξαν και το κούρδισμά του, για να ταιριάζει με το ύφος και το δικό τους μουσικό ιδίωμα. Υπάρχουν, βέβαια, και ορισμένοι Ιρλανδοί και Σκοτσέζοι, σύμφωνα με το Γιώργο Γαλιάτσο, που παίζουν το παραδοσιακό τρίχορδο ρεμπέτικο μπουζούκι με έναν ιδιόρρυθμο και ξεχωριστό τρόπο.
Για το Λαούτο-Μπουζούκι και το Tiple που παίζουν αντίστοιχα ο αδελφός του Μανώλης και ο ίδιος μάς λέει ότι το πρώτο ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια του μπουζουκιού με τη διαφορά ότι έχει ένα μεγαλύτερο σκάφος, παίρνει διαφορετικού διαμετρήματος χορδές και κουρδίζεται μια οκτάβα τουλάχιστον χαμηλότερα από το κοινό μπουζούκι. Ενώ το Tiple είναι έγχορδο όργανο δεκάχορδο ή δωδεκάχορδο, μικρού σκάφους, που ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια της κιθάρας και συναντάται κυρίως στις λαϊκές μουσικές της Λατινικής Αμερικής.
Εδώ ο Μανώλης Γαλιάτσος εξηγεί το πώς προέκυψε η αγάπη του για την κατασκευή των μουσικών οργάνων. «Καταπιάστηκα, λοιπόν, με αυτή τη δραστηριότητα καθαρά από χόμπι φτιάχνοντας καταρχήν μπαγλαμαδάκια και στη συνέχεια τζουράδες και τρίχορδα μπουζούκια. Ήταν μια επίπονη εργασία, γιατί είμαι αυτοδίδακτος και ό,τι ξέρω το έμαθα μόνος μου, εφόσον κάθε “πάθημα έγινε μάθημα”, που λέμε. Πάντα με γοήτευαν τα μουσικά όργανα, όχι μόνο όσον αφορά το ηχητικό τους άκουσμα, αλλά και την κατασκευή τους. Η επιλογή των ξύλων, οι ηχητικές ιδιότητες του κάθε είδους, το όλο εγχείρημα έως το αποτέλεσμα μίας ολοκληρωμένης κατασκευής που να αποδίδει μουσικές νότες με γοητεύει και με παρακινεί να συνεχίσω. Τα ιρλανδέζικα μπουζούκια που παίζω εγώ κι ο αδερφός μου είναι δικής μου κατασκευής και συνεχώς πειραματίζομαι με τα είδη ξύλου και με τα σχήματά τους. Αποτελεί η διαδικασία συνεχή αναζήτηση και πειραματισμό που μ’ αρέσει και δε νομίζω ότι θα σταματήσει ποτέ».
Ποια είναι η ανταπόκριση του κόσμου;
Χ.Κ.: Όταν ξεκίνησα, νόμιζα ότι δεν υπάρχει πολύς κόσμος που να ακούει κέλτικη μουσική. Στην πορεία αποδείχτηκε ότι αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Απλώς δεν υπάρχουν πολλά σχήματα που να παίζουν. Τα πιο πολλά παίζουν bluegrass, το αντίστοιχο αμερικάνικο folk, εμπλουτισμένο με στοιχεία κέλτικα. Κέλτικη καθαρά δύσκολο να βρεις.
Κάποιοι μπορεί να ανακαλύπτουν τώρα το είδος.
Χ.Κ.: Ναι, κάποιοι το ανακάλυψαν εξαρχής, άλλοι άκουγαν σπίτι τους, αλλά δεν είχαν δει ποτέ live και κάποιοι έρχονται και μας ρωτάνε αν υπάρχουν μαθήματα χορού. Υπάρχει, πάντως, κόσμος που ενδιαφέρεται γενικά για την κέλτικη κουλτούρα και δεν μπορούσε να το εκφράσει ή να ψυχαγωγηθεί κάπου με το άκουσμα. Οπότε όλοι αυτοί μας ρωτάνε, ψάχνουμε να βρούμε και δε βρίσκουμε.
Αισθάνεσαι και την ευθύνη ότι, εφόσον τραγουδάω και παρουσιάζω ένα κομμάτι μίας χ κουλτούρας, πρέπει να γνωρίζω και κάποια πράγματα.
Χ.Κ.: Ναι, βέβαια, πιο πολύ από ό,τι αισθανόμουν με την ελληνική μουσική. Γιατί στην ελληνική θεωρείς ότι, αν προσβάλλεις κάποιον, είναι τουλάχιστον ομοεθνής σου. Πώς έχει έρθει ο Ross Daly στην Ελλάδα και κατέληξε να ξέρει την ελληνική και μεσογειακή κουλτούρα καλύτερα από πάρα πολλούς Έλληνες! Αντίστοιχα, αν ασχοληθείς με την κέλτικη μουσική, καλό είναι να είσαι το ίδιο επιστημονικός και σοβαρός. Ούτε θέλουμε στο όνομα της διασκευής να καταστρέψουμε κομμάτια. Οπότε υπάρχει μία αίσθηση ευθύνης, αλλά και παιχνιδιού. Δηλαδή, δεν είμαστε σοβαροφανείς καθόλου και επειδή καταλαβαίνουμε ότι, για να κατανοήσεις και να μπεις στο πνεύμα μιας άλλης κουλτούρας, παίρνει πάρα πολλά χρόνια, δε γινόμαστε αυστηρά «ακαδημαϊκοί». Αφήνουμε στον εαυτό μας το χρονικό περιθώριο να το εξελίξει όταν εξελιχθεί.
Το παιχνίδι αποτελεί και μέρος της χαράς δημιουργίας. Ακόμα και κάποιος που μπορεί να γνωρίζει καλά τη δική του κουλτούρα, το παραδοσιακό τραγούδι εδώ, και δε θέλει απλώς να το αναπαράγει, πώς θα το κάνει χωρίς να πειραματιστεί;
Χ.Κ.: Βέβαια, και, ειδικά με τις παραδοσιακές μουσικές, είναι και ασέβεια απέναντι στην ίδια τη λογική τους.
Ναι, γιατί η παραδοσιακή μουσική ήταν και σε ένα βαθμό είναι διαρκώς εξελισσόμενη ή το κομμάτι της που παραμένει ζωντανό τουλάχιστον.
Χ.Κ.: Και αφετέρου εξυπηρετεί τις ανάγκες της εκάστοτε περιόδου και περιοχής και την ψυχοσύνθεση του εκάστοτε συγκεκριμένου ανθρώπου σε αυτές.
Ακριβώς, διαφορετικά δε λειτουργεί ως μέσον έκφρασης. Αποστειρώνεται.
Χ.Κ.: Ναι, γίνεται ένα είδος μουσειακό. Που, εντάξει, στην Ελλάδα αυτό είναι «must» στην παραδοσιακή μουσική. Σε κάποιους χώρους δεν πιάνεις καν να ασχοληθείς. Ή, αντίθετα, γίνεται με ασέβεια. Δεν ξέρω γιατί, δεν ενδιαφέρει το καλό αποτέλεσμα;
Δεν υπάρχει, ίσως, οργανική σύνδεση.
Χ.Κ.: Ναι, κάποιες φορές οι διασκευές δεν είναι πετυχημένες. Εδώ δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, γιατί τα παιδιά είναι πιο προσκολλημένα στο παραδοσιακό κομμάτι, στα όργανα και τα λοιπά. Αλλά και πάλι θέλει πάντα μεγάλη προσοχή. Δηλαδή, θα ήταν τέλειο το να αρέσεις στο Σκοτσέζο και στον Ιρλανδό, γιατί είναι γνώστες της κουλτούρας τους και καταλαβαίνουν ότι εσύ την πιάνεις με καθαρά χέρια.
Έχετε και ένα δεύτερο σχήμα την «Απόδημη Κομπανία» με τα παιδιά.
Χ.Κ.: Ναι, ο πυρήνας είναι ο ίδιος και στα δύο σχήματα. Πρόσφατα βρεθήκαμε και στην Αυστραλία όπου παίξαμε ως «Απόδημη Κομπανία» ‒ «Ιέρνις». Εκεί έγινε ένα πάντρεμα ελληνικής παράδοσης με την ιρλανδική. Έχουμε ανταλλάξει τραγούδια και τα δουλεύουμε εκ περιτροπής για να τα συνδέσουμε.
Από το δίσκο των «Iernis» με τίτλο «Beyond a far-off shore» το κομμάτι «This Summer» ‒ «Φέτο το καλοκαιράκι», όπου φαίνεται το πάντρεμα των δύο μουσικών παραδόσεων, ερμηνεύει η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου.
Πώς ήταν η εμπειρία της Αυστραλίας; Θες να μου μιλήσεις λίγο για αυτό;
Χ.Κ.: Στην Αυστραλία ήταν συνταρακτικά, το ταξίδι ήταν φανταστικό! Δε γνώριζα ότι οι αδελφοί Γαλιάτσου είναι θρύλοι στη Μελβούρνη! Μαζί με το φίλο τους τον Έκτορα Κοσμά, ο οποίος δυστυχώς πέθανε το χειμώνα πολύ ξαφνικά…
Ο Γιώργος Γαλιάτσος μάς διευκρινίζει σε σχέση με τον Έκτορα πως «ήταν πάντα μία φιλική συμμετοχή στην μπάντα. Δεν υπήρξε μόνιμο μέλος λόγω άλλων βιοποριστικών και μουσικών του υποχρεώσεων. Για ένα διάστημα, όμως, και κατά περιόδους μέχρι και πριν 3-4 χρόνια έπαιζε συχνά πυκνά μαζί μας βιολί σε μουσικές σκηνές της Αθηνάς, καθώς και στα Φεστιβάλ Κιθάρας Σύρου και σε αρκετές μουσικές παραστάσεις σε διάφορους δήμους της Αθηνάς. Η συνεργασία αυτή ήταν σαν μια φυσική συνεχεία της πολύχρονης συνεργασίας μας στην “Απόδημη Κομπανία”, εφόσον, μάλιστα, κράτησε ως το τέλος».
Είναι ένα μέλος του γκρουπ που λόγω αυτής της ατυχίας-δυστυχίας απουσίαζε αναγκαστικά, διαφορετικά θα είχε έρθει μαζί σας.
Χ.Κ.: Βέβαια. Έτσι όπως διαμορφώθηκε η κατάσταση, λοιπόν, ξεκινήσαμε κάποιες βραδιές ελληνικής μουσικής σε ένα πάρα πολύ διάσημο στέκι το «Retreat», οι οποίες βραδιές έγιναν δημοφιλείς όχι μόνο στους Έλληνες της Μελβούρνης. Άρχισαν να συρρέουν άνθρωποι από την Ιρλανδία και τη Σκοτία που μένουν εκεί και περίμεναν την «Απόδημη Κομπανία» από τότε που έφυγε πότε θα επέστρεφε. Έτσι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία η περιοδεία. Κάναμε πολλές ελληνοϊρλανδικές βραδιές και γνωρίσαμε πολύ κόσμο. Έχουμε ένα φίλο με ιρλανδική καταγωγή που μένει στη Μελβούρνη, τον Paddy Montgomery, ο οποίος είναι ενθουσιώδης λάτρης της ελληνικής μουσικής, τραγουδάει κρητικά τραγούδια χωρίς ξένη προφορά και παίζει 6-7 ελληνικά όργανα. Τόσα είδα τουλάχιστον. Και παίζαμε μαζί.
Ο Γιώργος Γαλιάτσος μάς ενημερώνει επιπλέον ότι έπαιξαν ως «Απόδημη Κομπανία» τα τωρινά μέλη της, δηλαδή οι αδερφοί Γαλιάτσου, ο Γιάννης Νιάρχος και η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου, ελληνική παραδοσιακή μουσική σε δύο από τα πιο δημοφιλή φεστιβάλ της Αυστραλίας, δίπλα σε μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας φολκ μουσικής. Συνεργάστηκαν και με ένα από τα θρυλικά ονόματα της ιρλανδέζικης μουσικής, τον Andy Irvine, με τον οποίο τους συνδέει πολύχρονη φιλία και μοιράζονται κοινές μουσικές ανησυχίες. Το κοινό ήταν κυρίως αγγλοσαξονικό και η αποδοχή καταπληκτική.
Τι νέο υπάρχει στον ορίζοντα για τους «Ιέρνις»;
Ο Γιώργος Γαλιάτσος ισχυρίζεται πως αυτή την εποχή δουλεύουν για τον επόμενο δίσκο, όπου θα ερμηνεύσει η Χρυσούλα, ενώ για το επόμενο καλοκαίρι προβλέπονται μια τουρνέ στην Ιρλανδία με τον Andy Irvine, συμμετοχή σε κάποια φεστιβάλ, επίσης, στην Αγγλία και μια ακόμα τουρνέ στην Αυστραλία, στις έξι κυριότερες πόλεις της.
Χ.Κ.: Μία άλλη φιλοδοξία που έχουμε είναι να συγκεντρωθούμε άνθρωποι που ενδιαφερόμαστε για αυτό το είδος μουσικής και να κάνουμε ένα χάπενινγκ. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλοί, αλλά εμείς θα προσπαθήσουμε να βρούμε ενδιαφερόμενους, για να το επιχειρήσουμε από το Σεπτέμβριο. Γενικά, υπάρχει η αίσθηση στο σχήμα ότι από εδώ και πέρα αρχίζει το καλό κομμάτι.
Μετά από 15 χρόνια και είστε ακόμα στην αρχή!
Χ.Κ.: Ναι, ναι, είναι πολύ ωραίο αυτό.
Η Χρυσούλα όντας επαγγελματίας τραγουδίστρια, αλλά πάντα διατηρώντας τη χαρά του παιχνιδιού και τη φρεσκάδα του ερασιτέχνη, με την έννοια του εραστή απέναντι στην τέχνη που ασκεί και όχι της προχειρότητας ή της απειρίας, θεωρεί προτέρημα του συγκροτήματος ότι τα άλλα μέλη έχουν επιλέξει άλλο κυρίως επάγγελμα. Έτσι, «διατηρώντας ως χόμπι τη μουσική δραστηριότητα, στην πραγματικότητα, θυσίασαν την καριέρα, αλλά κέρδισαν σε ουσία», κάτι που βγαίνει στο αποτέλεσμα της δουλειάς. Ορμώμενη από αυτή τη διαπίστωση προβληματίζεται περαιτέρω ισχυριζόμενη πως «αυτό ενίοτε λείπει σε εμάς τους επαγγελματίες, ίσως ελλείψει χρόνου και επειδή στην Ελλάδα τα κάνεις όλα μόνος σου. Είσαι ταυτόχρονα μάνατζερ, παραγωγός κτλ., οπότε αυτά σε αναλώνουν τόσο πολύ, παίρνοντας χώρο από το δημιουργικό μέρος, που δεν έχεις την πολυτέλεια να βάλεις ένα στόχο που να σε ξεπερνάει, να σε προκαλεί».
Εμείς να ευχηθούμε καλή επιτυχία, επομένως, σε ένα σχήμα που μετά από δεκαπέντε χρόνια δουλειάς, ζυμώσεων και εμπειρίας βρίσκεται μόλις στην αρχή… Και βασική προϋπόθεση μαζί με την υγεία είναι να παραμένουν ανοιχτοί απέναντι σε έναν ορίζοντα γεμάτο δημιουργικές προκλήσεις, οι οποίες να μετουσιώνονται στη μουσική τους μέσα από τη λειτουργικότητα του παιχνιδιού, όπως αυτή εκφράζει τη λαϊκή παράδοση, αποτελώντας τελικά επικοινωνιακή γέφυρα ανάμεσα σε κόσμους που διδάσκονται ο ένας από τον άλλον μέσα από τις ομοιότητες και τις διαφορές τους.
Τα άλλα μέλη του γκρουπ:
Ο Κώστας Ξυδάκης, είναι υποδιευθυντής, καθηγητής Σωματικής Αγωγής και μουσικός στο Μουσικό Γυμνάσιο Αλίμου. Είναι ιδρυτικό μέλος των «Ιέρνις», αυτοδίδακτος μουσικός και συνάμα προπονητής του τένις. Στο συγκρότημα παίζει: φλάουτο, μαντολίνο, φλογέρες, και ντάλσιμερ (dulcimer).
Η Ρεγγίνα Σοφού είναι απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών και εργάζεται ως δασκάλα. Πήρε δίπλωμα το 2006 από το Δημοτικό Ωδείο Πατρών με το βαθμό «Άριστα». Το 2008 συμμετείχε στην Opera του Gioacchino Rossini «Το γαμήλιο συμβόλαιο» ως μέλος της ορχήστρας νέων, που δημιουργήθηκε στην Κέρκυρα από ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Το 2010 πήρε μέρος σε παραγωγή του Θεάτρου «Απόλλων» της Σύρου, που οργάνωσε ο μαέστρος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αιγαίου Peter Tiboris. Από το 2010 είναι μέλος της «Ορχήστρας των Κυκλάδων», που ίδρυσε και διευθύνει ο Νίκος Κυπουργός.
Φωτογραφίες: Θανάσης Ίσαρης.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
Administrator
|
#27480 / 24.06.2013, 12:43 / Αναφορά Πολύ ωραία η μουσική αυτού του είδους, ευχαριστούμε για την πρόταση Ιουλία! |
#27481 / 24.06.2013, 13:24 / Αναφορά Να είσαι καλά, Γιώργο!!! Σ' ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο! Πολύ χαίρομαι που σου αρέσει!!! Είναι από τα συγκροτήματα και τις προσπάθειες που αξίζει να αναδειχθούν! Τους εύχομαι τα καλύτερα!!! |
#27485 / 24.06.2013, 16:16 / Αναφορά Συγχαρητήρια! Είναι μια έξοχη συνέντευξη, για ένα εξαιρετικό συγκρότημα που πριν λίγο καιρό ανακάλυψα και ήθελα να μάθω περισσότερα γι'αυτό. Νομίζω ότι αυτό το είδος που εκπροσωπούν αυτοί οι μουσικοί απουσίαζε από την Ελλάδα και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα γιατί είναι πολύ όμορφο να ακούς μουσικές από συντοπίτες σου που σε άλλες περιπτώσεις θα έπρεπε να ψάξεις πολύ για να το γνωρίσεις και να εμβαθύνεις σε αυτό... |
#27486 / 24.06.2013, 18:41 / Αναφορά Υπέροχη η συνέντευξη Ιουλία. |
#27487 / 24.06.2013, 20:11 / Αναφορά εεε...είμαι απλά εντυπωσιασμένη! |
#27488 / 24.06.2013, 22:59 / Αναφορά Πολύ αξιόλογο καιποιοτικό συγκρότημα, αξιόλογοι μουσικοί και εξαιρετική η παρουσίαση από την Ιουλία. Η Κέλτικη παραδοσιακή μουσική είναι βασικά η Ιρλανδέζικη και "Ιέρνις" είναι αρχαία ελληνική ονομασία για την Ιρλανδία. Ο Ιρλανδικός λαός έχει πολλά κοινά σημεία με τον ελληνικό (φιλοπατρία, αγώνες για ελευθερία, αγάπη στη φύση, φτώχια, ξενητιά, μετανάστευση κλπ.). Όταν στην Αγγλία άκουγα σε παμπ ζωντανή Ιρλανδέζικη παραδοσιακή μουσική, την ένιωθα πολύ οικεία. Δεν είναι τυχαίο που το μπουζούκι υιοθετήθηκε από τους Ιρλανδούς σαν Ιρλανδικό μπουζούκι. |
#27491 / 25.06.2013, 14:21 / Αναφορά Σας ευχαριστώ όλους πολύ για τα σχόλια!!! Χαίρομαι πολύ που υπήρξε η ευκαιρία να παρουσιαστεί ένα τόσο αξιόλογο συγκρότημα και που βρήκε ανταπόκριση η προσπάθεια!!! Animista, να σου πω ότι το δίσκο μπορείς να τον βρεις στο "Music Corner" στην Πανεπιστημίου, ενώ μελλοντικά ίσως και το ίδιο το συγκρότητμα να τον προμηθεύει διαδικτυακά. Προς το παρόν μπορείς να τον εντοπίσεις στο συγκεκριμένο δισκοπωλείο. Σας ευχαριστώ πολύ όλους και πάλι! Να είστε πάντα καλά με υγεία και χαρά!!! |
#27586 / 11.07.2013, 11:52 / Αναφορά Διαβάζοντας την πληρέστατη συνέντευξη και ακούγοντας ταυτόχρονα τη μουσική των Ιέρνις, βρέθηκα πράγματι "σε έναν κόσμο πιο κοντά στη φύση, με προβιομηχανικής εποχής εικόνες, μέσα σε δάση, ποτάμια, φυλλωσιές". Πολλά μπράβο Ιουλία, για την παρουσίαση!!! Θερμές ευχές στους Ιέρνις για ακόμη πιο επιτυχή συνέχεια στο κέλτικο μουσικό ταξίδι τους!!! |