Πολυγραφότατος συνθέτης, γενναιόδωρος δάσκαλος και σεμνός ιδεολόγος, ο Δημήτρης Δραγατάκης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση της νεότερης ελληνικής μουσικής.
Της Ηλιάννας Αντωνίου από το εξαμηνιαίο περιοδικό της ΑΕΠΙ (Τεύχος 24, Ιούνιος 2014)
Η ελληνική παράδοση, ιδίως τα μουσικά ιδιώματα της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ηπείρου, τα πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής του, αλλά και η κοσμοθεωρία του για τις ανθρωπιστικές αξίες της τέχνης αποτέλεσαν τους πυλώνες της δημιουργικότητας και της δράσης του.
Ο Δημήτρης Δραγατάκης, πρωτότοκος γιος της οικογένειας του Λεωνίδα Δραγατάκη, μαραγκού στο επάγγελμα, γεννήθηκε στην Πλατανούσα της Άρτας στις 21 Ιανουαρίου 1914. Μαζί με τον αδελφό του Νικόλαο εγκαταστάθηκαν στα Γιάννενα το 1927, όπου για ένα χρόνο παρακολούθησαν μαθήματα βιολιού, εργαζόμενοι παράλληλα σε ξυλουργείο για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Στη συνέχεια, ο Λεωνίδας Δραγατάκης οδήγησε τους γιους του στην Αθήνα για να σπουδάσουν μουσική. Η επιλογή αυτή οφείλεται εν μέρει στη μεσολάβηση τοπικού βουλευτή στον τότε Διευθυντή του Εθνικού Ωδείου Μανώλη Καλομοίρη, ο οποίος και παρείχε στα δυο αδέλφια δωρεάν φοίτηση καθ΄ όλη τη διάρκεια των σπουδών τους, καθώς και καλλιτεχνική καθοδήγηση στις πρώτες συνθετικές απόπειρες του Δ. Δραγατάκη. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που συγκέντρωσε η μουσικολόγος Μαγδαληνή Καλοπανά, κύρια επιθυμία του Λεωνίδα Δραγατάκη, ο οποίος διαπνεόταν από προοδευτικές πολιτικές πεποιθήσεις, ήταν να προσφέρει στους γιους του επαγγελματικές διεξόδους εκτός των στενών ορίων του τόπου καταγωγής τους.
Στην Αθήνα, τα δυο αδέλφια έκαναν διάφορες δουλειές για να καλύπτουν τα έξοδα του βιοπορισμού τους. Ο Δημήτρης εργάστηκε, μεταξύ άλλων, και σε ένα εργοστάσιο αρμάτων στην οδό Λιοσίων, όπου η ισχυρή πολιτική οργάνωση της περιοχής τον έπεισε να προσχωρήσει στην Αριστερά. Μάλιστα, σε κάποια από αυτές τις χειρωνακτικές εργασίες ο Δημήτρης Δραγατάκης είχε ένα ατύχημα που παραμόρφωσε τα δάκτυλα του δεξιού χεριού του, χωρίς αυτό να επηρεάσει την ικανότητά του να παίζει βιολί. Οι μουσικές σπουδές Αφού ολοκλήρωσε τα μαθήματα βιολιού με τον Γεώργιο Ψύλλα στο Εθνικό Ωδείο, ο Δ. Δραγατάκης αποφοίτησε με Πτυχίο βιολιού με βαθμό Άριστα παμψηφεί και χρηματικό έπαθλο της Διεύθυνσης του Ωδείου τον Ιούνιο του 1938. Αμέσως μετά άρχισε να διδάσκει βιολί στο κεντρικό Εθνικό Ωδείο (μέχρι το 1947) και σε διάφορα παραρτήματά του (μέχρι το 1941). Παράλληλα, συνέχισε τις σπουδές του στα Ανώτερα Θεωρητικά (τάξη Μιχάλη Βούρτση), λαμβάνοντας Πτυχίο Αρμονίας τον Ιούνιο του 1940 με βαθμό Άριστα παμψηφεί και χρηματικό έπαθλο της Διεύθυνσης του Ωδείου.
Το διάστημα 1941-1945, ο Δ. Δραγατάκης συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του Ε.Α.Μ., δράση για την οποία έλαβε Αναμνηστικό Μετάλλιο αργότερα το 1988. Μάλιστα, μαζί με τον συνθέτη Αργύρη Κουνάδη έγραφαν αντιστασιακά τραγούδια τα βράδια, κρυμμένοι σε κάποια πλαγιά του Υμηττού, «τραγούδια που τραγούδησε όλη η Αντίσταση», σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του συνθέτη. Το 1944 προσλαμβάνεται στην Ορχήστρα της Ε.Λ.Σ. παίζοντας βιόλα, με προτροπή του Καλομοίρη. Στο τέλος του 1946 παντρεύεται την Ηρώ Αϊβαλιώτου, επίσης βιολονίστρια, και στη συνέχεια επιστρατεύεται από τον Ελληνικό Εθνικό Στρατό (1947-1949). Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1950, εργάστηκε ως το 1957 στο Εθνικό Ωδείο ως δάσκαλος βιολιού, ενώ από το 1951 άρχισε η δεύτερη περίοδος συνεργασίας του με την Ορχήστρα της Ε.Λ.Σ. Το ίδιο έτος γεννήθηκε το πρώτο παιδί του συνθέτη, ο Λεωνίδας, ενώ πέντε χρόνια αργότερα η κόρη του Βάλια. Το Φεβρουάριο του 1952 ο Δραγατάκης έγινε τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και τον Σεπτέμβριο ξεκίνησε μαθήματα Αντίστιξης και Φούγκας με τον Λεωνίδα Ζώρα στο Εθνικό Ωδείο, απ’ όπου έλαβε το αντίστοιχο Πτυχίο τον Ιούνιο του 1955 με βαθμό Άριστα παμψηφεί και χρηματικό βραβείο εις μνήμην Καλλιόπης Κοκκίνου.
Από το 1958 ο Δραγατάκης αρχίζει τη συστηματική σύνθεση έργων, εκ των οποίων πολλά διακρίνονται σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς. Παρακολουθεί με μεγάλο ζήλο τις συνθετικές τάσεις της εποχής του, προσεγγίζοντας σταδιακά τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Παρά την αρχική μαθητεία του πλάι στον Λεωνίδα Ζώρα και τον Μανώλη Καλομοίρη, δεν ταυτίστηκε ποτέ με το ύφος της Εθνικής Μουσικής Σχολής, αλλά διαμόρφωσε το δικό του προσωπικό στίγμα με επιρροές, τόσο από τα ηπειρώτικα τραγούδια, όσο και από τις νεότερες τάσεις στη μουσική σύνθεση.
Την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974), ο Δ. Δραγατάκης, αν και διακριτικότατος ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις, χάνει τη θέση του στην Ορχήστρα της Ε.Λ.Σ. καθώς η σύμβασή του δεν ανανεώνεται. Πολιτικές νύξεις για την πολιτική δράση του συνθέτη και τη γενικότερη θεώρησή του δύνανται να ανιχνευθούν -εκφράζονται κυρίως με αλληγορικό τρόπο- στα έργα του «Συμφωνία Αρ. 1» (1959), «Συ μφωνία Αρ. 2» (1960), «Στροφές» (1972) και «Αντιθέσεις» (1995). Για παράδειγμα, στο έργο «Στροφές», ο συνθέτης «είχε διευκρινίσει ότι το σόλο της τούμπας σε μία στροφή αντιπροσωπεύει τη μορφή του δικτάτορα, ενώ η απάντηση στα λόγια του έρχεται σε επόμενη στροφή, υπό τη μορφή «εξέγερσης» των οργάνων της ορχήστρας, ως συνολική και προβλέψι- μη απεικόνιση της ελληνικής επταετίας (Αφιέρωμα Καλλιτεχνικής Εστίας Συνθετών, 16.12.2000)» (Πολύτονον, τ. 63).
Από το 1977 αρχίζει εκ νέου η συνεργασία του Δ. Δραγατάκη με το Εθνικό Ωδείο, ως καταξιωμένου πλέον συνθέτη, λαμβάνοντας τη θέση του Καθηγητή Ανωτέρων Θεωρητικών και μετέχοντας στις περισσότερες Εξεταστικές Επιτροπές του Ωδείου. Από την άνοιξη του ίδιου έτους αρχίζει επίσης να μετέχει στα Δ.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Το καλοκαίρι του 1979 του απονέμεται τιμητική σύνταξη από το Υπουργείο Πολιτισμού για «εξαιρετικές υπηρεσίες στη μουσική», ενώ αρκετά αργότερα (11.2.1991 έως 10.2.1993), ο συνθέτης αποτέλεσε και ο ίδιος μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής που εισηγούνταν τις τιμητικές συντάξεις των καλλιτεχνών (εικαστικών και μουσικών). Το 1980 ο Δραγατάκης ορίστηκε για πρώτη φορά μέλος του Ειδικού Ταμείου Οργανώσεως Συναυλιών (Ε.Τ.Ο.Σ.) της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, θέση που διατήρησε ως το θάνατό του. Παράλληλα, ορίστηκε Έφορος της Σχολής Ανώτερων Θεωρητικών, μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής, καθώς και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Ωδείου.
Την τελευταία δεκαετία της ζωής του διοργανώθηκαν πολλά αφιερώματα αποκλειστικά στη δημιουργία του, όπως από το Ινστιτούτο Έρευνας Μουσικής και Ακουστικής, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και άλλους φορείς. Πολλές ήταν και οι παραγγελίες έργων από τον συνθέτη. Το 1988 κατόπιν παραγγελίας του Δήμου Ηρακλείου γράφει το Κοντσερτίνο για σαντούρι και ορχήστρα, ένα εγχείρημα σύμπραξης μιας καθιερωμένης «κλασικής» μορφής με ένα όργανο που φέρει έντονα τα παραδοσιακά ηχοχρωματικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Άλλες σημαντικές παραγγελίες ήταν τα έργα Ωδή ΧΙΙΙ για φωνή και μικρό σύνολο, για το έτος Κάλβου (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 1992) και Κοντσέρτο για βιόλα και ορχήστρα (Μέγαρο Μουσικής, 1992). Το γεγονός ότι η σταδιοδρομία του ως συνθέτη ξεκίνησε σε σχετικά μεγάλη ηλικία (40-42 ετών), όταν οι βασικές του κατευθύνσεις και η στάση ζωής του είχαν πλέον κατασταλάξει, συνέβαλε στο να διατηρήσει μια έντονα ανεξάρτητη πορεία, χωρίς να «αλωθεί» από τις εκάστοτε μόδες των πρωτοποριακών ρευμάτων των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70. Ήδη το πρώτο του έργο (Κουαρτέτο εγχόρδων αρ.1, 1957) φέρει τη σφραγίδα της ωριμότητας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσωπικού του ύφους.
Το 1995 ο Δραγατάκης καταλαμβάνει τη θέση του Αντιπροέδρου της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών (Ε.Ε.Μ.), την οποία διατήρησε ως το Μάρτιο του 2001, οπότε και ανακηρύχθηκε ομόφωνα ισόβιος επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης. Το 1997 του απονεμήθηκε το βραβείο «Μαρία Κάλλας» από το Γ΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και δύο χρόνια αργότερα το βραβείο «Εις μνήμην Γ. Παπαϊωάννου» της Ακαδημίας Αθηνών. Τέλος, από το 1999 και έως το θάνατό του, αποτέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ως εκπρόσωπος της Έ.Ε.Μ.
Ο Δημήτρης Δραγατάκης πέθανε στις 18 Δεκεμβρίου του 2001, όντας δημιουργικός και δραστήριος μέχρι το τέλος της ζωής του. Η κόρη του Βάλια Δραγατάκη - Κορωνίδη καταθέτει αναμνήσεις και σκέψεις την ημέρα που πλήθος κόσμου συνόδεψε τον πατέρα της στην τελευταία του κατοικία («Πολύτονον», τ. 64): «Ένας άνθρωπος 86 ετών τόσο κοντά στους νέους, με τόσους ανθρώπους δίπλα του. Δεν ζούσε στο περιθώριο της ζωής αλλά στο κέντρο της. Είχε τα προσωπικά του ενδιαφέροντα, τη μουσική που ήταν όλη του η ζωή κι όλα αυτά τον κρατούσαν νέο στην ψυχή και το μυαλό.»
Ο συνθέτης Θόδωρος Αντωνίου («Πολύτονον», τ. 19): θυμάται με πολλή αγάπη και εκτίμηση τον Δημήτρη Δραγατάκη: «Η γενναιοδωρία και η αγάπη του για τους νέους συνθέτες μαθητές του, αλλά και για τους μαθητές γενικά, ήταν απεριόριστες. Με τον χαρακτήρα και την διάθεση ενός στοργικού πατέρα κάθε τόσο προσπαθούσε να προωθήσει τους αξιόλογους ή να προστατεύσει τους αδύνατους».
Το 2003 με πρωτοβουλία της οικογένειας του συνθέτη και στενού του φίλου, Θωμά Ταμβάκου, ιδρύθηκε ο «Σύλλογος Φίλων Δημήτρη Δραγατάκη» με σκοπό τη διαφύλαξη, μελέτη, προβολή, διάδοση και αξιοποίηση του έργου του Δημήτρη Δραγατάκη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στο Σύλλογο μετέχουν αρχιμουσικοί, πανεπιστημιακοί καθηγητές, συνθέτες, μουσικοί, μουσικολόγοι, αλλά και φίλοι και συγγενείς του συνθέτη. Ο Σύλλογος διοργανώνει σε ετήσια βάση συναυλίες με έργα του συνθέτη και υποστηρίζει σταθερά τις εκδόσεις των έργων του (έντυπες και ηχητικές). Η σημαντικότερη, ωστόσο, πρωτοβουλία του Συλλόγου Φίλων Δ. Δρα- γατάκη είναι ο διετής Διαγωνισμός Σύνθεσης στη μνήμη του Δ. Δραγατάκη, σε συνεργασία με την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών, με τον οποίο δίνονται κίνητρα σύνθεσης στη νέα γενιά των Ελλήνων δημιουργών, στην οποία πίστευε βαθιά ο Δραγατάκης.
Πρόκειται για ένα πολυγραφότατο συνθέτη, ο οποίος είχε την τύχη να ακούσει εν ζωή το μεγαλύτερο μέρος των έργων του που έτυχαν ευρείας αποδοχής. Ο Δραγατάκης έγραψε μουσική για όλα σχεδόν τα μουσικά είδη και ο συνολικός αριθμός των έργων του υπερβαίνει τα 140. Τα πρώτα του έργα τοποθετούνται πριν το 1940 και τα τελευταία το έτος θανάτου του (2001).
Συνοπτικά, η εργογραφία του Δραγατάκη περιλαμβάνει: Έξι Συμφωνίες καθώς και άλλα έργα για ορχήστρα, 14 έργα για σόλο όργανο και συνοδεία, επτά κουαρτέτα εγχόρδων, 11 έργα για σόλο πιάνο, πέντε έργα για άλλα σόλο όργανα, δύο έργα για δύο πιάνα, πολλά έργα για μικρά σύνολα οργάνων, 21 τραγούδια για φωνή και πιάνο, πέντε έργα για φωνή/φωνές και συνοδεία, 13 έργα για (ασυνόδευτη) χορωδία, μουσική επένδυση εννέα θεατρικών έρ- γων, πέντε σουίτες μπαλέτου, τρία έργα ηλεκτρονικής μουσικής, ένα θεωρητικό έργο κ.λπ.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η Μ. Καλοπανά, «ο Δραγατάκης οδηγήθηκε σταδιακά σε ένα γόνιμο συγκερασμό της σύγχρονης μουσικής της εποχής του και της μουσικής της ιδιαίτερης πατρίδας του, μέσα από ένα ύφος γραφής άμεσα κατανοητό για τον ακροατή. Στην ακλόνητη συνέπεια και στην υψηλή ποιότητα αυτού του δημιουργικού συνδυασμού έγκειται και η καίρια συνεισφορά του Δημήτρη Δραγατάκη στην ελληνική μουσική».
Η εργογραφία του Δημήτρη Δραγατάκη, χρονολογικά και ανά είδος, είναι αναρτημένη στον ιστότοπο του Ινστιτούτου Έρευνας Μουσικής και Ακουστικής (ΙΕΜΑ). Η πλήρης δισκογραφία του συνθέτη έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Πολύτονον - τεύχος 18, με βάση το ‘Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκου’ (Α.Ε.Μ.Θ.Τ.) και το βιβλίο «Δισκογραφία ελληνικής κλασικής μουσικής» του Αλέξη Ζακυθηνού (εκδ. Δωδώνη, 1993).
Το Α.Ε.Μ.Θ.Τ. είναι ιδιωτικό αρχείο που δημιουργήθηκε στην Αθήνα το 1980 από τον μουσικογράφο/ερευνητή/επίτιμο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκο.
Πηγή:
Της Ηλιάννας Αντωνίου από το εξαμηνιαίο περιοδικό της ΑΕΠΙ (Τεύχος 24, Ιούνιος 2014)
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο