«Πιάνο και ακορντεόν παίζουν κι άλλες, αλλά εγώ τραγουδώ κι όλας».
Μεγάλη κυρία του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού.
Τραγουδίστρια και ακορντεονίστρια.
Γεννήθηκε στην Αθήνα καιι έφυγε απο τη ζωή στις 6 Ιουνιου 2009, στα 76 της, απο καρκίνο.
Ακούραστη, έξυπνη, δημιουργική, ωραία, αλλά και σεμνή, μακριά από τη δημοσιότητα. Δεν έγινε «πρώτη φίρμα», ούτε το επιδίωξε. Παρέμεινε στη «δεύτερη γραμμή», διατηρώντας όμως την γνησιότητα, την περηφάνια και την αξιοπρέπειά της. «Δεν πάει στον χαρακτήρα μου η προβολή. Πήγαινα για το μεροκάματο μόνο, δεν πήγαινα για να γίνω φίρμα».
Προικισμένη με γνήσια ρεμπέτικη φωνή. Ζεστή, αισθαντική, ρωμαλέα, «νταλκαδιάρικη», «μόρτικη». «Φωνάρα» με τσαλκάντζες, δουλεμένη και στα δημοτικά.
Από 12 ετών στο ρεμπέτικο. «Εγώ τό’χω ζήσει το ρεμπέτικο. Μου αρέσει το ρεμπέτικο, από μικρό παιδί. Έχω μάθει μια ζωή έτσι να είμαι, είμαι ευθύς χαρακτήρας, από μικρό παιδί ήμουνα μέσα στο ρεμπέτικο. Ρεμπέτης είνα να τα παίρνεις όλα όπως έρχονται».
«Τα μάγκικα , τα βαριά μάγκικα, τα ρεμπέτικα μου αρέσανε. Λέω μόνο τα παλιά, τα πολύ παλιά ρεμπέτικα, όχι τα καινούρια. Λέω συνήθως και «αντρικά» τραγούδια. Λέω άλλα τραγούδια, πιο δύσκολα, που δεν μπορούνε να τα πούνε οι κοπελίτσες. Είναι άλλο το στυλ το δικό μου, δημοτικά, σμυρνέικα, ρεμπέτικα».
«Τα δημοτικά μου αρέσουνε πάρα πολύ, γιατί έχω δουλέψει με δημοτικά, με τον Κόρο, τον Βασιλάκη τον Σαλέα, τον Ζέρβα. Στο «Κύτταρο» στην οδό Ηπείρου είχα τον Ρούκουνα, τον Αριστείδη Μόσχο, τον Δημήτρη Ζάχο».
Μοναχοκόρη (και μοναχοπαίδι). Ο πατέρας της Παναγιώτης Παναγόπουλος, ιδιοκτήτης λεωφορείου και δύο ταξί, είχε εργοστάσιο κονσερβοποιίας τοματοπολτού στην Καβάλα.
Πήρε καλές μουσικές βάσεις από τα μαθητικά της χρόνια. Άρχισε από πολύ νωρίς σπουδές πιάνου στο ωδείο και επίσης κατ’οίκον από δυο δασκάλες μουσικής
Όμως οι δουλειές του πατέρα της δεν πήγαν καλά και το εργοστάσιο έκλεισε. «Όταν ο πατέρας μου έπαθε το μεγάλο οικονομικό στραπάτσο, εγώ παράτησα το πιάνο κι έπιασα το ακορντεόν. Έτσι όπως ήρθαν ανάποδα τα γεγονότα για την οικογένειά μου, αναγκάστηκα να βγω στη δουλειά».
Δεν συνέχισε το σχολείο μετά το Δημοτικό. Μεγάλο σχολείο για αυτήν ήταν το πάλκο.
Σανίδα σωτηρίας μια ταβέρνα που κρατούσε ο πατέρας της (παράλληλα με τις άλλες επιχειρήσεις του) , το «Γλυκοχάραμα , στην Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, κοντά στο Λοιμωδών. Εκεί γίνονταν καθημερινές συναντήσεις των πρωτοπόρων του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
«Μόνιμοι επισκέπτες ήταν οι Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Στράτος Παγιουμτζής, Ζαμπέτας, Περπινιάδης, Ορφέας Κρεουζής, Στεφανάκης Σπιτάμπελος και πολλοί γνωστοί μουσικοί. Ορισμένες φορές έφερναν τα όργανά τους κι έπαιζαν».
H Λέλα εγκατέλειψε το ωδείο και το πιάνο και πήρε αναγκαστικά «άλλο δρόμο». Άρχισε να παίζει ακορντεόν στην ταβέρνα του πατέρα της.
Στα τέλη του 1950 με αρχές 1951 ανέβηκε με το ακορντεόν στο πάλκο, από το οποίο δεν κατέβηκε παρά μόνο όταν χτυπήθηκε από τον καρκίνο.
Στου Βλάχου, στην Ιερά Οδό στο Αιγάλεω, κάθισε στο πάλκο ανάμεσα στον Ζαμπέτα, τον Στράτο και τον Βαγγέλη Περπινιάδη, τον Νίκο Μπουρλιάσκο (πιάνο) και τον Λάκη Ματθαίου (μπουζούκι, αργότερα ιδρυτή του Τρίο Μπελκάντο).
Στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού την έβαλε ο σπουδαίος μπουζουξής Στεφανάκης Σπιτάμπελος, συνεργάτης και δάσκαλος του Μανώλη Χιώτη.
«Η πρώτη δουλειά που πήγα ήτανε με τον Λαύκα, τον Στράτο τον Παγιουμτζή, κάποιον Ορφέα, Κρεούζης λεγότανε, ο Στεφανάκης ο Σπιτάμπελος, στο Νησί της Καλαμάτας, πήγαμε για μια βδομάδα . Μετά συνέχισα, πήγα στου Περιβόλα με τον Λαύκα, τον Βαγγέλη Περπινιάδη».
Στο ξεκίνημά της ήταν περιζήτητη, γιατί οι μεγάλοι δημιουργοί της εποχής τη θεωρούσαν φαινόμενο. Έπαιζε όργανο (ακορντεόν) και τραγουδούσε παράλληλα. Και η επιβλητική παρουσία της ηλέκτριζε τον κόσμο που διασκέδαζε.
Συμμετείχε ως ακορντεονίστρια σε ηχογραφήσεις δίσκων, αλλά τραγούδησε και συνθέσεις γνωστών δημιουργών του λαϊκού τραγουδιού.
Τραγούδησε στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της επαρχίας, σε χιλιάδες εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα.
«Είχα πολύ μεγάλο σουξέ στου "Καλαματιανού" στις Τζιτζιφιές το 1953. Τέσσερις γυναίκες ήμασταν μαζί στη σειρά: Σωτηρία Μπέλλου, Πόλυ Πάνου, Μπέμπα Μπλανς κι εγώ. Για μένα ήταν τα πρώτα χειροκροτήματα, τα πρώτα μπράβο, που θα μου μείνουν αλησμόνητα».
Συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους μεγάλους του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού: Μάρκο Βαμβακάρη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Στέλιο Καζαντζίδη, Στράτο Παγιουμτζή, Πάνο Γαβαλά, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Μανώλη Χιώτη, Γιάννη Τατασόπουλο, Γιώργο Λαύκα, Πόλυ Πάνου, Απόστολο Καλδάρα, Γιώργο Ζαμπέτα, Καίτη Γκρέυ, Λάκη Χαλκιά κ.ά.
Μετά το κέντρο, άρχισαν οι περιοδείες στην επαρχία.
Σε εκατοντάδες πανηγύρια, στον Μαραθώνα, στα Σπάτα, στη Χασιά, στον Ασπρόπυργο.
Στα πανηγύρια οι καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού συγκέντρωναν τότε πολλά χρήματα.
Δεν ξεχνά ένα πανηγύρι του Άι-Γιαννιού (29 Αυγούστου) στον Μαραθώνα στο κέντρο «Στελλάκης» του Στέλιου Πλακίτση. «Ήταν τριήμερο και τραγουδούσαμε από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 8 το πρωί. Εκείνη τη χρονιά, το 1954, ήμουν στο συγκρότημα Τατασσόπουλου - Ζαμπέτα - Παπαϊωάννου. Στο τέλος μοιράσαμε ένα σακούλι με χρυσές λίρες που μας έριχναν οι Μαραθωνίτες όταν χόρευαν κι ένα τσουβάλι (της ρίγας - έτσι το έλεγαν) γεμάτο κατοστάρικα, πεντακοσάρικα και χιλιάρικα. Στα Μεσόγεια και γενικά στα Αρβανιτοχώρια ο κόσμος ήταν καλός και γλεντούσε με την ψυχή του».
«Κάπου στην Κομοτηνή γνώρισα τον πρώτο μου άντρα. Τον τραγουδιστή δημοτικών τραγουδιών Γιώργο Παπαδόπουλο. Πολύ καλός τραγουδιστής. Έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. Τον παντρεύτηκα όταν ήμουν 15 χρόνων. Αποκτήσαμε δύο παιδιά, δουλέψαμε μαζί δέκα χρόνια και μετά χωρίσαμε. Τον βλέπω ακόμη και σήμερα. Είμαστε πάντα καλοί φίλοι. Και πολλές φορές τραγουδάμε σε μαγαζί ή σε κάποιες τουρνέ στην επαρχία».
«Είχα πάει τουρνέ με τον Μάρκο, τον Στράτο τον Παγιουμτζή... Δούλεψα με τον Μάρκο τον Βαμβακάρη δύο χρόνια. Γυρίσαμε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Αγρίνιο...»
Η μεγάλη επιτυχία ήρθε τη 15ετία 1955 - 1970. Εμφανίστηκε στα πιο γνωστά (και τα πιο ευπρόσωπα για την εποχή εκείνη ) λαϊκά κέντρα: Στου «Περιβόλα» στη Νίκαια με τον Ιορδάνη Τσομίδη, στην «Τριάνα» του Χειλά στη Λεωφόρο Συγγρού, στου «Κολοκοτρώνη» με Καζαντζίδη - Μαρινέλλα, στου «Τζίμη του Χονδρού» με το συγκρότημα του Πάνου Γαβαλά. Τότε μάλιστα ο Καζαντζίδης έδωσε μάχη μια θερινή σεζόν και την πήρε από το κέντρο «Βεντέτα» στις Τζιτζιφιές όπου εμφανιζόταν με Πάνο Γαβαλά και Ρία Κούρτη.
Ο Καπλάνης την κάλεσε στη Νέα Υόρκη, όπου δούλεψε 4 χρόνια συνέχεια.
«Έχουμε περάσει πολλές νύχτες όμορφες με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Όταν είχε χωρίσει με τη Μαρινέλλα, το 1966, πήρε κοντά του τον Γιάννη Παλαιολόγο με το μπουζούκι του και κάποιους άλλους φίλους του κι ερχόταν στο σπίτι μου στο Παλαιό Φάληρο. Ξενυχτούσαμε πίνοντας ουίσκι και τραγουδώντας. Μας εύρισκε το πρωί και βλέπαμε την ανατολή του ήλιου εκείνα τα όμορφα χρόνια».
Τραγουδούσε καθιστή στο πάλκο, συνοδεύοντας τη φωνή της με το ακορντεόν.
«Πιάνο και ακορντεόν παίζουν κι άλλες, αλλά εγώ τραγουδώ κιόλας». «‘Έλεγα στον μπαμπά μου εγώ θα μάθω ακορντεόν, γιατί θέλω να τραγουδάω κιόλας. Μου πήρε ένα μικρό ακορντεονάκι και ξεκίνησα σιγά-σιγά, 12 ετών»
«Δεν με κούρασε ποτέ αυτή η δουλειά, όσο σκληρή και άχαρη κι αν είναι. Όσο βαρύ είναι το ακορντεόν, όταν το ανοίγω και πατώ τα πλήκτρα βγαίνει αυτός ο υπέροχος ήχος και με... μεθάει. Έτσι αρχίζω και το τραγούδι. Για το ακορντεόν, το τραγούδι, την καλή λαϊκή μουσική αναπνέω και ζω».
Έδωσε προτεραιότητα στην οικογένεια. «Δεν επιδίωξα τη δισκογραφία, είχα την οικογένεια, το σπίτι και τα παιδιά, δεν μπορούσα να πηγαίνω για πρόβες. Μου άρεσε μια ζωή πιο ήρεμη, πιο κανονική».
Παντρεύτηκε στα 15 και 16 χρονών έκανε την κόρη της και στα 17 τον γυιό της. Έκανε δύο γάμους και απέκτησε τρία παιδιά και τρία εγγόνια.
Ήταν περήφανη και ανεξάρτητη, ασυμβίβαστη, με αγάπη στη δουλειά της και σιγουριά για τον εαυτό της. Σοβαρή, σεμνή, δεν προκαλούσε , ενέπνεε τον σεβασμό και δεν επέτρεψε σε κανέναν άντρα να την αποσύρει από τη δουλειά της.
«Ένιωθα καινούργια τη ζωή κάθε φορά που χώριζα με τους άντρες μου. Ήμουν και θα μείνω για πάντα ελεύθερος άνθρωπος, να ορίζω όπως εγώ κρίνω τον εαυτό μου».
Δεν κάπνιζε, ούτε έπινε. Μόνη αδυναμία και πάθος της το χαρτί, η χαρτοπαιξία. «‘Έπαιζα πολύ και έχασα πάρα πολλά λεφτά».
Έμεινε ενεργή στο πάλκο για περισσότερα από 50 χρόνια, με το ακορντεόν αγκαλιά, παίζοντας και τραγουδώντας τραγούδια του λαού. Μια ζωή στο πάλκο. Διατήρησε τη φωνή της μέχρι τέλους, αν και λιγότερο διαυγή και πιο μπάσσα.
«Αγαπάω όλο τον κόσμο. Με αγαπάει ο κόσμος. Τώρα με φωνάζουνε αρχόντισσα και μ’αρέσει. Όσο με θέλει ο κόσμος θα δουλέψω».
Τελευταία εμφανιζόταν τα μεσημέρια στη «Στοά των Αθανάτων» και τα βράδια στον «Νόστο», ένα δικό της στέκι στην Πλατεία Αμερικής.
Τελευταία εμφάνισή της ήταν στη «Στοά των Αθανάτων».
«Μην είσαι ψεύτρα, δίγνωμη» (Aπόστολου Χατζηχρήστου)
«Αλεξαντριανή φελλάχα» (Δημήτρη Σέμση) -Ταξίμι ακορντεόν στο2:34΄
«Το προσφυγάκι» (Παραδοσιακό, Π.Τούντα) -Ταξίμι ακορντεόν στο2:17 ΄
«Άδικα, άδικα» («Η θάλασσα κι ο ουρανός», Τάκη Λαβίδα)
«Παραπονιάρικό μου» (Aπόστολου Χατζηχρήστου)
«Μα γιατί δεν μας το λες» (Παραδοσιακό) –Ταξίμι ακορντεόν στο 4:20΄
«Πίνω και μεθώ» (Σπύρου Περιστέρη)
«Mέσα στου Μάνθου τον τεκέ» (Κώστα Τζόβενου) Ταξίμι ακορντεόν
«Άλλα μου λεν’τα μάτια σου» (Θόδωρου Δερβενιώτη - Κώστα Μάνεση)
«Μανώλης χασικλής» (Γιάννη Δραγάτση)
«Περασμένα, ξεχασμένα» (Δημήτρη Σέμση-Οδυσσέα Μοσχονά)
«Δεν θέλω το κακό σου» («Οι βαλίτσες» Γιάννη Παπαιωάννου-Κώστα Μάνεση)
«Μια μελαχρινή» (Στελλάκη Περπινιάδη)
«Την καρδιά μου πλήγωσες» («Μακριά μου να φύγεις» Πάνου Γαβαλά - Κώστα Βίρβου)
«Άσε με μοίρα να ησυχάσω» (Ανέστου Αθανασίου) 2η φωνή Βαγγέλης Περπινιάδης
«Ο Καπετανάκης» (Λεονάρδου Μπουρνέλη- Πάνου Μιχαλόπουλου)
«Το κορίτσι απόψε θέλει» (Γιάννη Τατασόπουλου –Χρήστου Κοιλοκοτρώνη)
«Πέντε Έλληνες στον Άδη» (Γιάννη Παπαιωάννου)
«Ο πιο μεγάλος πόνος» (Κώστα Λαβίδα) -ηχογράφηση 1955
«Ο αφέντης» (Γιώργου Λαύκα) -ηχογράφηση 1955
«Ο πασάς κάνει γιουρούσι» (Μιχ. Χριστοφίδη -Χαράλαμπου Βασιλειάδη)
«Πέτρες κι αγκάθια» (Στέλιου Βαμβακάρη)
«Μούφαγες όλα τα δαχτυλίδια» (Γιώργου Μητσάκη)
«Τα νιάτα τα μπερμπάντικα» (Βασίλη Τσιτσάνη) -live
«Χτυπώ νεκροί κι ανοίχτε μου» (Μινόρε Μανές, παραδοσιακό) -live
«Είν’ όλα μαύρα» (Γιώργου Μητσάκη) -live
«Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη» (Γιάννη Καραμπεσίνη) -live
«Το δικό σου το μαράζι» (Γιώργου Μητσάκη) -live
«Οι Κολοκοτρωναίοι» (κλαρίνο Παναγιώτης Πλαστήρας, βιολί Στάθης Κουκουλάρης)
«Μωρή κακιά γειτόνισσα» (τσάμικο)
«Η δική σου η αγάπη» (Γιώργου Παπαδόπουλου-βιολί Γιώργος Κόρος)
«Στη Θήβα έχει όμορφες» (κλαρίνο Γιώργος Ανεστόπουλος)
«Εσκοτειδιάσαν τα βουνά» (κλαρίνο Γιώργος Ανεστόπουλος)
«Πότε θάρθεις περιμένω» (κλαρίνο Γιάννης Βασιλόπουλος)
«Ένα βράδυ στον Περαία, βάι αμάν» -μεταπροσφυγικό
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#29635 / 18.07.2017, 16:44 / Αναφορά "όταν το ανοίγω και πατώ τα πλήκτρα βγαίνει αυτός ο υπέροχος ήχος και με... μεθάει" ήταν εξαιρετική . ευχαριστούμε πολύ γι'αυτό το πολύτιμο άρθρο |