Μπορείς να πεις πως στο Άλσος Παγκρατίου, δίπλα στην τρεχάλα και το βουητό της νοσηρής καθημερινότητας, υπάρχει ένας μικρός Παράδεισος. Μπορείς να τον δεις μάλιστα, αν φυσικά έχεις τον παράδεισο κάπου μέσα σου, διαφορετικά όλα για σένα είναι κόλαση. Και είσαι ένας καταραμένος νυχτοκόπος, σαν κι εμένα που βολοδέρνω βραδυπορώντας χρόνια και χρόνια, μες το Άλσος Παγκρατίου.
Είμαι ένας φτωχός κολασμένος τσαμπατζής, θεατής μυστικών ιστοριών, των ανθρωπόμορφων αερικών της σέρτικης πόλης. Δύο τέτοια παιδιά, είχαν το παγκάκι τους στο Άλσος, για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια και με τη δική τους ιστορία, θα σας βγάλω στον Αιώνιο Αύγουστο...
Κάθε που σκοτείνιαζε. Το κορίτσι περνούσε τη μεγάλη λεωφόρο, με τα χαρτιά και τα μολύβια του. Κοντοστεκότανε λίγο στις κούνιες και μετά ανηφόριζε και καθότανε πάντα στο ίδιο παγκάκι. Το αγόρι, που ποτέ δεν κατάλαβα από πού εμφανιζόταν, ερχόταν αθόρυβα με μία
κιθάρα στο ένα χέρι κι ένα κράνος στο άλλο. Καθότανε κι εκείνο στο παγκάκι με το κορίτσι, αλλά για έναν ολόκληρο μήνα, δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μία ματιά, ούτε μία κουβέντα.
Εκείνη κρατούσε τα μολύβια της και κοιτούσε τα χαρτιά της, εκείνος αγκάλιαζε την
κιθάρα του και χάζευε τον ουρανό. Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία! Εκεί που έλεγα να τους εγκαταλείψω στο χάσιμό τους, την τριακοστή τρίτη νύχτα, το αγόρι πριν φύγει γύρισε και είπε:
Καληνύχτα κορίτσι!
Το κορίτσι, κούνησε το χέρι του και μόλις αυτός φόρεσε το κράνος του, τον σταύρωσε τρεις φορές.
Το επόμενο βράδυ, το συναπάντημά τους έγινε μέσα σε γέλια και χαιρετισμούς.
Πως σε λένε αγόρι;
Χαραμοφάη με φωνάζουν σπίτι μου!
Ωραία! Κι εγώ απαντάω στο Αχαίρευτη!
Και τι κάνεις κάθε βράδυ Χαραμοφάη;
Ααα! Ψάχνω να βρω μουσική για το τέλειο τραγούδι! Εσύ Αχαίρευτη;
Εγώ, χα! Εγώ ψάχνω να βρω το στίχο για το τέλειο τραγούδι!
Α, τι καλά! Είπαν. Και μετά πέρασε άλλος ένας μήνας χωρίς να ξαναμιλήσουν και χωρίς να κάνουν κάτι. Εκείνη κοιτούσε τα χαρτιά της, εκείνος αγκάλιαζε την
κιθάρα του και χάζευε τον ουρανό.
Κι εκεί που σκεφτόμουνα πως δεν πάει άλλο, αποφάσισαν να ξαναμιλήσουν.
Ποιος είναι ο τέλειος στίχος Αχαίρευτη;
Για δε μου λες ποια είναι η τέλεια μουσική Χαραμοφάη;
Μετά κοιτάχτηκαν και είπαν ταυτόχρονα:
Η σιωπή!
Και ξεκαρδίστηκαν από τα γέλια! Μην νομίζετε πως για ένα μήνα είπαν κάτι άλλο.
Ώσπου στις αρχές κάποιας Άνοιξης:
Αν ήταν μήνας η σιωπή, ποιος λες να ήταν; Ρώτησε το κορίτσι.
Ο Αύγουστος για μένα. Απάντησε το αγόρι.
Μπα! Εγώ θα έλεγα πως είναι ο Οκτώβριος. Ο Αύγουστος είναι τίγκα από ήχους ρε φίλε! Είπε το κορίτσι.
Μα αυτό είναι η σιωπή! Να έχει ο μήνας τόσους ήχους, που να σε κρατάει σιωπηλό! Της γύρισε το αγόρι.
Έτσι ε; Ρώτησε εκείνη.
Έτσι! Επέμεινε αυτός.
Καλά! Αλλά εγώ τότε που το βουλώνω πραγματικά, είναι τον Οκτώβρη. Ακούω τη βροχή και ξεχνιέμαι! Είπε το κορίτσι.
Είσαι σίγουρη; Ρώτησε δύσπιστα ο άλλος.
Σίγουρη! Απάντησε κατηγορηματικά εκείνη.
Και δεν έχεις πιάσει ποτέ τον εαυτό σου να μουρμουρίζει κάτι την ώρα που βρέχει; Ρώτησε το αγόρι καλοσυνάτα. Το κορίτσι σκέφτηκε λίγο και μετά κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και είπε:
Έχεις δίκιο! Ενώ τον Αύγουστο, τώρα που το καλοσκέφτομαι δε μου συμβαίνει αυτό.
Ε, ούτε κι εμένα! Είπε γελώντας το αγόρι!
Πως θα του πούμε το τέλειο τραγούδι όταν το γράψουμε Χαραμοφάη μου;
Θα το πούμε ο Αιώνιος Αύγουστος! Εντάξει Αχαίρευτή μου;
Ok καλέ μου!
Μετά έμειναν πάλι σιωπηλοί. Πηγαινοερχόντουσαν στο Άλσος, τις ίδιες πάντα ώρες, στο ίδιο πάντα παγκάκι, αμίλητοι, ανέκφραστοι και ανέμελοι, για 15 χρόνια. Ώσπου κι οι δυο παραδέχτηκαν πως το τέλειο τραγούδι, δεν πρέπει να το ψάχνει κανείς, γιατί το έχει κρυμμένο μες την σιωπή του. Έπειτα αγκαλιαστήκανε και πέταξαν με τα 1200 κυβικά του αγοριού, για τον Αιώνιο Αύγουστο, που στ’ αλήθεια δεν υπάρχει, αλλά εγώ θέλω να πιστεύω το αντίθετο!
Πηγή Καφετζοπούλου